Τα ποιήματα της συλλογής αυτής γράφτηκαν, σε πρώτη μορφή, το 1955 στην Αθήνα. Μερικα βρήκαν σχετικά σύντομα, ή κάποτε αμέσως, και την τελική μορφή τους. Τα περισσότερα χρειάστηκαν χρόνια για να τελειώσουν και η σύνθεσή τους ολοκληρώθηκε σε διάφορους καιρούς, στο Παρίσι. Κι αυτών όμως ο ουσιαστικός πυρήνας περιέχεται στην αρχική γραφή τους. Τα ποιήματα "Τελευταίο φως", "Παραμονές", "Ο θόλος", "Το αύριο", "Δημόσια καταστήματα", "Φράχτες", "Ομοιοπαθητική", "Κοινωνική κλίμακα", "Διαιώνιση του είδους", δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Τα ποιήματα "Οι τσιγγάνοι", "Αναφορά στο Μαγιακόφσκι", "Πολυθρόνες", πρωτοδημοσιεύτηκαν στην έκδοση "Ποίηση ΄76", Αθήνα 1976, Κέδρος, αλλά εδώ μπαίνουν για πρώτη φορά σε χωριστή συλλογή. Όλα τους σημειώνονται στα περιεχόμενα με έναν αστερίσκο. Τα άλλα έχουν δημοσιευτεί στον τόμο "Μαθητεία (1952-1962)", Αθήνα 1963, και κυρίως στην ενότητα "Αντιδικίες".
Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων...
Διαβάζοντας τη ‘θεματική’ ανθολογία Λυσιμελής πόθος του Πατρίκιου, θυμήθηκα την πρώτη συλλογή του που είχα διαβάσει μόλις είχε κυκλοφορήσει στη μικρή σειρά των εκδόσεων Ύψιλον (βιβλιαράκια διαλεχτά στα μαθητικά+ χρόνια μου, μαζί με τα παλιότερα ‘τραμάκια’ που έβρισκες ακόμη στα βιβλιοπωλεία). Την ξαναπήρα στα χέρια. Μάλλον δεν μου είχε πολυαρέσει τότε από άποψη ποιητικού αποτελέσματος –μόνο λίγοι στίχοι υπογραμμισμένοι, ούτε ένας αστερίσκος ή σταυρός σε τίτλο ποιήματος! Ενώ με είχαν τραβήξει ο ενδιάθετος σκεπτικισμός προς οράματα και αυτονόητες (ειδικά για εκείνη την εποχή) συλλογικότητες –επιβεβαιωμένος από μεταγενέστερες αναγνώσεις και εκτίμηση του διανοούμενου Πατρίκιου. Τώρα, και εν μέρει στις Αντιδικίες εκτιμώ περισσότερο στο αισθητικό επίπεδο τη σύζευξη ποιητικής και πολιτικής ηθικής που επιτυγχάνει ο Πατρίκιος, καταπώς έλεγε από τότε ο Μαρωνίτης. Περιλαμβάνοντας ποιήματα από τη δεκαετία του ’60, η συλλογή μάς φέρνει ενώπιον ενός ποιητικού υποκειμένου που τολμά την (σχετική) ανεξαρτησία του από την ομάδα, που καταγγέλλει αμφιβάλλοντας για τις δικές του επιλογές αλλά και για την ιδεολογική σκλήρυνση της (ακόμη) παράταξής του. Και το άτομο χωρίς ακόμη να εξεγείρεται στο εσωτερικό της ‘παράταξης’ αρχίζει να απομακρύνεται (Και πια δεν ξέρω/ αν διάλεξα τη μοναξιά/ ή μου την επιβάλατε). Δεν ξεχνά τα ιδανικά (μολονότι αισθάνεται την έκπτωσή τους), ούτε την «κρίσιμη ιστορική συγκυρία»: Υπάρχει ένα νεκρός σ’ όλο το μάκρος των ματιών/ υπάρχει ένας νεκρός αβόλευτος στα ρούχα σου. Δεν αρκεί η αλήθεια (μας): Οι έτοιμες, ησυχασμένες απαντήσεις/ δε γίνεται πια να με χορτάσουν/ όπως δεν επαρκούνε σε μια πόρνη/ οι ταχτικοί, αξιοπρεπέστατοι πελάτες της. Μόνο την προσωπική του μαρτυρία μπορεί να ορθώσει ο ποιητής: αν είναι να φτιάξουμε ένα σπίτι σαν άλλη φυλακή/ καλύτερα μια πυρκαγιά να μας σαρώσει/ και μας και τα μικρονοικοκυριά μας. Και θα συνεχίσει να την αρθρώνει και με ποιητικό στοχαστικό λόγο, ολοένα πιο λιτό.