Алберт Цимерман успява да изолира гена на съмнението. С обикновен кръвен тест е възможно да се провери дали човек притежава творчески заложби. Светът на изкуството е преобърнат и разделен на касти: недосегаеми, надарени бебета, доказани, зачеркнати. Организират се сафарита за творци. Талантът вече е измерима величина, но ореолът на загадъчност и неуловимост е завинаги заличен.
Ако съмнението изчезне, какво крепи изкуството?
Недосегаеми, надарени бебета, доказани, зачеркнати – в това е превърнат светът на изкуството, след като в съвсем близкото бъдеще американският биолог Алберт Цимерман изолира гена на твореца. Не го ли притежаваш, нямаш място под творческото слънце. Тестът на Цимерман подписва смъртната присъда на съмнението и създава хаос отвъд всяка представа.
Със своя дистопичен – но притеснително реалистичен – роман, гръцкият писател Никос Панайотопулос провокира неудобни, плашещи въпроси: възможно ли е да оцелеем в свят на черно и бяло, без нюанси, категорични и неусъмнени? С какъв аршин се мери талантът? Има ли смисъл да живеем, ако няма надежда да попаднем в деликатната сянка на неясното, непредвидимото, роденото от искрата на гения?
Съмнението е първичният материал, но и силата на твореца. Ако се премахне съмнението, тогава не говорим за изкуство, а за пропаганда.
Nicos Panayotopoulos (Greek: Νίκος Παναγιωτόπουλος) is a Greek screenwriter, novelist, and short story writer. Panayotopoulos studied engineering, but at the same time took drama courses at the Hellenic-American Union. Initially, he worked as an arts journalist for newspapers, magazines and television. Since 1992 he makes a living as a novelist and screenwriter.
Panayotopoulos has been teaching screenwriting in several film schools, seminars and workshops, and, lately, at the Film Department of the School of Fine Arts (Athens University). Since 2007 he is a senior trainer at the MFI script2film workshops. He has written screenplays for short films, TV series and feature films. In 1996 he won the best screenplay award for Truants (directed by N. Grammatikos) at the Thessaloniki Film Festival. In 2000 he won the first prize in a screenwriting competition with his screenplay False Alarm, which was produced in 2006 (dir. by K. Evangelakou). He co-wrote The King (2002) and The Wake (2005, dir. by N. Grammatikos), My brother and I (1998, dir. by A Kokkinos), and Totally Married (2003, dir. by D. Indares) among others.
His collection of short stories, “The Guilt of Materials” (1997) received the Maria Ralli Award for new writers.
His published novels include “Ziggy from Marfan – The Diary of an Alien” (1998), “The Gene of doubt” ( 1999), “Icon” (2003) which was shortlisted for the National Novel Award, and “The children of Cain” 2011).
Panayotopoulos's novels have been translated into several European languages. In addition, Panayotopoulos has translated into Greek Andrew Crumey’s “Mr. Mee”, Philip Roth’s “The professor of desire”, and Jean Echenoz’s “Jérôme Lindon”.
**Δεν θεωρώ ότι μπορείς να κάνεις spoiler σε ένα τέτοιο βιβλίο αλλά αν κάποιος δίνει τόση πολύ σημασία σε αυτά, τι να πω, ίσως υπάρχουν μερικά**
Από που να ξεκινήσω και που να τελειώσω. Αυτό το βιβλίο όταν το πήρα πίστευα όχι απλά ότι θα μου αρέσει αλλά ότι θα είναι και ένα από τα καλύτερα βιβλία της φετινής χρονιάς. Είχα διαβάσει και καλές κριτικές αλλά κυρίως με είχε ενθουσιάσει η περίληψη. Αλλά μιλάμε για τρελή απογοήτευση. Για πολύ εκνευρισμό!
Από πού να το πιάσω και πού να το αφήσω. Την υπόθεση την λέει μια χαρά και το οπισθόφυλλο δεν θα την επαναλάβω. Έτσι μόνο για να διευκρινίσω και να συνεννοούμαστε υπάρχει ένα πρόλογος γραμμένος και καλά από τον γιατρό του πρωταγωνιστή/συγγραφέα/αφηγητή ο οποίος είναι εδώ και ένα χρόνο πεθαμένος, μετά έχουμε το κύριο μέρος που είναι το βιβλίο που έγραψε ο αυτός ο συγγραφέας το τελευταίο δίμηνο της ζωής του με τίτλο “Πορτρέτο του καλλιτέχνη ως ετοιμοθανάτου”. Και τέλος έχουμε επίμετρο-επίλογο του συγγραφέα (του Ν. Παναγιωτόπουλου όχι του πρωταγωνιστή) ο οποίος είναι και καλά ο μεταφραστής μετά από πολλά χρόνια από την πρώτη έκδοση του “Πορτρέτου”.
Θεωρώ ότι η ιδέα αυτή θα λειτουργούσε εξαιρετικά αν πχ διαδραματιζόταν η ιστορία μας σε μια δυστοπική “ουτοπία” τύπου 1984 ή κάτι τέτοιο, όπου όλοι θα ήταν αναγκασμένοι να κάνουν αυτό το αναθεματισμένο τεστ, όπου κανείς δεν είχε επιλογή, όπου κανείς ίσως δεν θυμάται τον κόσμο χωρίς αυτό και όπου η τέχνη είναι τυποποιημένη, δηλαδή σκατά.
Εμ δεν είναι έτσι όμως. Η ιστορία υποτίθεται διαδραματίζεται στο μέλλον (το πορτρέτο γράφεται το 2063) αλλά αυτό δεν φαίνεται πουθενά! Θα μπορούσε να είναι στο σήμερα(αν και λείπει η τεχνολογία) ή και στο 1999 που γράφτηκε. Συνεπώς ήταν πάρα πολύ εύκολο να φέρεις όλη αυτή την κατάσταση με το τεστ στον κόσμο μας. Και βασικά αυτό είναι κάτι που έκανα σχεδόν αυτόματα, σκεφτόμουν φαντάσου να έβγαινε αύριο μεθαύριο ένα τέτοιο τεστ. Και διάβαζα τι συνέβη εξαιτίας αυτού του τεστ στο βιβλίο, και ρε φίλε ΘΙΧΤΗΚΑ! Θίχτηκα ως μέλλος της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας! Θίχτηκα ως δημιουργικός άνθρωπος! Γιατί να σου πω κάτι, οκ, οι καλλιτέχνες είμαστε λίγο περίεργοι (και το λέω με πολύ αγάπη) αλλά όχι ηλίθιοι! Αν είναι δυνατόν!
Ας πάρουμε πρώτα την αρχή του κακού, το ίδιο το τεστ, το οποίο ανιχνεύει το γονίδιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κάνεις κάτι σαν εξέταση αίματος και σου βγάζει ένα αποτέλεσμα Ναι ή Όχι. Το οποίο ακούγεται όλο λάθος. Ένα μόνο πράγμα είναι αυτό που ευθύνεται για όλη τη δημιουργικότητα του ανθρώπου; Δεν νομίζω να λειτουργεί έτσι ακριβώς. Στο τέλος του κεφαλαίου 10 (ίσως του πιο εξοργιστικού κεφαλαίου του βιβλίου) αναφέρει για το ταλέντο πως απέκτησε “σαφές νόημα, παραπέμποντας πλέον σε κάτι μετρήσιμο και απτό”. Ποιο ταλέντο;;; Πού πήγαν η εξάσκηση, οι ώρες δουλειάς και το διάβασμα; Πού πήγε η ευκαιρία να εξελιχθείς και να γίνεις καλύτερος; Κανείς δεν γεννιέται “φτασμένος καλλιτέχνης”. Πάντως εμάς στη σχολή ποτέ κανείς δεν μας είπε για ταλέντο (το 1999 ήμουν πολύ μικρή για να το θυμάμαι αλλά μου φαίνεται απίθανο να πίστευαν στο ταλέντο).
Ακύρωσε όλες τις καλλιτεχνικές σχολές (αναφέρει στο κεφάλαιο 10 ότι “άλλαξαν προσανατολισμό και τρόπο λειτουργίας”). Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι σχολές σε όλο τον κόσμο δέχτηκαν το τεστ έτσι απλά. Και όχι μόνο. Τόσοι κριτικοί, τόσοι ιστορικοί και θεωρητικοί, τόσοι άνθρωποι με κριτική σκέψη και προσωπικό γούστο τι έκαναν;; Ποια ήταν η αντίδραση τους; Σχεδόν καμία. Για έναν κριτικό λογοτεχνίας λέει (ο οποίος ήταν και στριμμένος και λίγο καρτούν αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης) ο οποίος με μια αρνητική κριτική που έκανε σε έναν με θετικό τεστ (πολύ covid θυμίζει αυτό), τον απέλυσαν και κανείς άλλος δεν μίλησε. Δεν βγάζει κανένα νόημα! Πού πήγε η υποκειμενικότητα; (Περίπατο) Αυτό που δεν αρέσει σε μένα εσύ μπορεί να το λατρέψεις. Αυτό με το οποίο εγώ ταυτίζομαι, εσύ μπορεί να βρεις αδιάφορο. Διαφορετικοί άνθρωποι=διαφορετικές εμπειρίες=διαφορετικά γούστα Πώς γίνεται ένας άνθρωπος, όσο καλλιτεχνική ιδιοφυΐα και να είναι, να δημιουργήσει κάτι τόσο καθολικό; Ας πάρουμε και τον πρωταγωνιστή συγγραφέα, ο οποίος πριν το τεστ έγραψε σύμφωνα με κοινό και κριτικούς 2 βιβλία αριστουργήματα και 2 βιβλία χάλια. Αν ο πρωταγωνιστής μας ήταν θετικός στο τεστ τι σημαίνει; ότι τα 2 χάλια ήταν κι αυτά αριστουργήματα; Κι αν ήταν αρνητικός τα 2 αριστουργήματα ήταν χάλια; Μα σε κάποιους άρεσαν!!!
Το τεστ υποτίθεται θα ξεκαθάριζε τους καλούς από τους μέτριους και τους κακούς. Πέραν του ότι δεν μας αρέσουν και δεν μας αγγίζουν τα ίδια πράγματα νομίζω πως και αυτά που θεωρούμε όχι και τόσο καλά βιβλία/ταινίες/μουσική/έργα τέχνης κλπ έχουν την αξία τους. Μου λένε “κοίτα, αυτό δεν σου αρέσει κάνε το καλύτερο, εκείνο δεν του ταιριάζει κάνε κάτι άλλο, το παραδίπλα το έχουν κάνει τόσοι πολλοί ήρθε η ώρα εσύ να κάνεις κάτι διαφορετικό”.
Σκέφτομαι και άντε δέχεσαι να κάνεις το τεστ. Δεν με ενοχλεί αν θα έβγαινε “Όχι” αλλά βρίσκω το “Ναι” εφιαλτικό. Σημαίνει πως ότι και να κάνεις είναι τέλειο. Σημαίνει πως δεν μπορείς να κάνεις λάθος. Πέραν του ότι δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα έστεκε κάτι τέτοιο, αν ήξερες πως ότι και να κάνεις θα βγει καλό δεν θα επαναπαυόσουν; Δεν θα έχανες το ενδιαφέρον σου; Δεν θα υπήρχε πια σασπένς, αυτή η αγωνία και το άγχος, αυτή η αμφιβολία για το αν αυτά που έκανες θα αρέσουν ή όχι. Δεν θα βαριόσουν; Τι κίνητρο θα είχες; Αυτά γιατί δεν τα σκέφτηκαν παρά ελάχιστοι; Και μεταξύ μας δεν νομίζω πως οι όποιες αντιρρήσεις εκφράστηκαν πολύ σωστά, ίσως γιατί μου έμεινε μια αίσθηση ότι έδωσε μεγαλύτερη βάση στο εμπορικό κομματι (οικονομικά συμφέροντα) και όχι στο ιδεολογικό(;)
Αλλά ας πιάσουμε και το “Πορτρέτο” ως βιβλίο, το οποίο όταν εκδόθηκε θεωρήθηκε αριστούργημα. Ειλικρινά μακάρι να είχα να πω κάτι καλό αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό που είδα εγώ ήταν μια βαρετή αυτοβιογραφία. Ο αυτοβιογραφούμενος όσο δίκιο και να είχε για το τεστ ήταν κάπως αχώνευτος και την περισσότερη ώρα μας μετέφερε γεγονότα, τα οποία οκ κάπως έπρεπε να μάθουμε, μου φάνηκε όμως αρκετά ξερή η καταγραφή και σαν να μην είχε συναίσθημα ρε παιδί μου. Ο άνθρωπος ήταν ετοιμοθάνατος κι εγώ το θυμόμουν μόνο όταν μας το θύμιζε. Πέρασε δύσκολα εξαιτίας του τεστ αλλά απλά μας έλεγε τι του συνέβαινε τις, περισσότερες φορές δεν μας το έδειχνε. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες μεχ, αδιάφοροι στην καλύτερη των περιπτώσεων. Όσο αναφορά τον χαρακτηρισμό “εγκώμιο της αμφιβολίας” που υπάρχει όχι μόνο στο οπισθόφυλλο αλλά και στο επίμετρο(!) τον βρίσκω απλά αστείο. Συγγνώμη αλλά εγώ δεν το είδα αυτό κάπου, ούτε το εγκώμιο, ούτε την αμφιβολία.
Σε εκείνο το επίμετρο κάτι πήγε να σώσει αλλά δεν μπορώ να μην βρω ακατανόητο το γεγονός ότι χρειάστηκε ένας και μόνο συγγραφέας (και ένας γιατρός) για να υποψιαστούν ότι το τεστ μπορεί να είναι και προβληματικό. Δεν μπορώ να το καταλάβω.
Γενικά υπήρχαν στιγμές που ήθελα να το πετάξω ουρλιάζοντας (σαν ακοντιστής ένα πράγμα), και μου πέρασε από το μυαλό να το παρατήσω αλλά έχε χάρη που δεν ήταν μεγάλο και που οι σελίδες έφευγαν γρήγορα.
Θα μπορούσα να πω κι ένα σωρό άλλα πράγματα αλλά πραγματικά έχω κουραστεί να είμαι εκνευρισμένη με αυτό το βιβλίο. Τι να πω, μπορεί να είμαι και υπερβολική και ίσως το πήρα πολύ προσωπικά. Αν διαφωνείτε με χαρά να το συζητήσω. Μακάρι να μου είχε αρέσει κι εμένα.
1,5* και το 0,5 γιατί όπως λέει και εκείνη η εφημερίδα στο οπισθόφυλλο έχει ωραία αφιέρωση, κι εμένα μου άρεσε, είναι κάπως ποιητική: Σε όσους πλαγιάζουν κάθε βράδυ στα ξέστρωτα σεντόνια της αμφιβολίας...
Αυτό το βιβλίο έπεσε στα χέρια μου μια μέρα που χάζευα τα βιβλία σε κάποιο βιβλιοπωλείο, εντελώς συμπτωματικά. Δεν είχα ξανακούσει τίποτα ούτε για αυτό, ούτε για το συγγραφέα. Με ιντρίγκαρε όμως τόσο το οπισθόφυλλο που αποφάσισα να το αγοράσω. Με μεγάλη μου έκπληξη τώρα συνειδητοποιώ ότι έχω και δεύτερο βιβλίο!!! του ίδιου να με περιμένει!
Beauty is in the eye of the beholder. "...αυτό που κατάφερε εντέλει ήταν να μας γυρίσει πίσω στην εποχή της γόνιμης αμφιβολίας, της κριτικής στάσης απέναντι στο έργο τέχνης."
Ένα τεστ λοιπόν μπορεί να επιβεβαιώσει - ή όχι - ότι κάποιος είναι προικισμένος με το γονίδιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ένας συγγραφέας με αρκετά βιβλία στο βιογραφικό του, κάποια εξαιρετικά και κάποια που δεν έτυχαν των ίδιων διθυραμβικών κριτικών, αρνείται να κάνει το περίφημο τεστ. Κι έτσι δημιουργείται η αμφιβολία, τόσο στον ίδιο όσο και σε αναγνώστες και εκδοτικούς οίκους, για την αξία του. Στο νεκροκρέβατο, ζητάει από το γιατρό του να του κάνει το τεστ, αλλά ο ίδιος δεν κοιτάζει ποτέ το αποτέλεσμα του. Ζητάει από το γιατρό να το αποκαλύψει στο κοινό αφού αυτός έχει φύγει από τη ζωή. Και το βιβλίο μας εξηγεί τους λόγους που το κάνει. Δεν είναι απλώς η βιογραφία του πρωταγωνιστή συγγραφέα, είναι η ανάλυση των ηθικών αξιών του, η αξία της αμφιβολίας και τελικά, ποιος μπορεί να κρίνει με ασφάλεια τι αξίζει στην τέχνη και τι όχι;
Αν μου έλεγαν ότι Το Γονίδιο Της Αμφιβολίας δεν γράφηκε από Έλληνα συγγραφέα αλλά ας πούμε από τον Roth ( κάπου αναφέρεται μάλιστα ως παράδειγμα μέσα στο βιβλίο) δε θα δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Είναι ένα βιβλίο μεστό, πρωτότυπο, μου έλυσε πολλές απορίες σχετικά με το πώς λειτουργεί ο εκδοτικός κόσμος - γκρέμισε και κάποιες αυταπάτες-. Στα συν/πλην η ατμόσφαιρα του βιβλίου που είναι λίγο νοσταλγική και θυμίζει τον προηγούμενο αιώνα, αν και μιλάει για μια εποχή που δεν έχει έρθει ακόμη, γύρω στο 2078. Εντυπωσιάστηκα πολύ από τα βιβλία μέσα στο βιβλίο, αφού ο ήρωας μας δίνει το σκελετό για διάφορα μυθιστορήματα που έγραψε ή σκέφτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Σε κάποια αναλαμπή αυτοκριτικής σκέφτηκα ότι έχω δώσει στα πέντε τελευταία βιβλία που έχω διαβασει- Ελλήνων μάλιστα συγγραφέων- πέντε αστέρια. Δεν ξέρω κανέναν προσωπικά, δεν είχα λόγο να το κάνω. Πιστεύω μετά από μια πλειάδα αναγνώσεων, ο καθένας μας σχηματίζει μια όσο γίνεται ασφαλή εικόνα του τι μας αρέσει τελικά και τείνουμε προς τα εκεί με κάθε επιλογή μας - σπάνια θα διαβάσουμε βιβλίο που θα μας βγάλει από το comfort zone μας. Θεωρώ λοιπόν ότι ήταν αποτέλεσμα της προσεκτικής επιλογής. Ίσως σε κάποια από τα επόμενα να βγω τελείως έξω από τα γούστα μου και να δοκιμάσω κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα χαιρόμουν να ακούσω τις προτάσεις σας!
Тази книга много ме изненада. Признавам, че не очаквах чак такъв page-turner. Нямах търпение да прочета финала, защото през цялото време очаквах обрат, който ще издигне книгата още едно ниво нагоре. Така се и получи.
Сюжета няма да разказвам, има си анотация за тази цел, пък и на мен самата такъв тип отзиви не са ми любопитни. Ще споделя на какви мисли ме наведе книгата мен. Да, ясно е, че самата тема за откритието на гена на твореца чрез кръвен тест, сама по себе си е увлекателна и притегателна. Въпросите за смисъла и ролята на съмнението в създаването на изкуство предполагам сме си ги задавали всички, които имаме интерес в тази област. Несигурността и страхът от посредственост са неизбежни в процеса на творчеството. Поне аз самата съм намирала много повече дълбочина в произведения, които не спестяват тази човешка слабост, и признавам, че предпочитам и общуването с такива хора. Да не се страхуваш да покажеш уязвимостта си, е conditio sine qua non за всеки, който се захваща с изкуство.
От години ми е тема, по която често си мисля, и потребността от признание, от външна валидация. Кое те утвърждава като творец всъщност? Кой е повратният момент: процесът на създаване, срещата с публиката или получаването на признание от нея и/или професионалната критика? И ако е първото, къде е границата между графоманията и талантливото писане например? Кой я задава? Защото, ако пък е второто, този роман показва ясно колко лесно се поддава на влияние читателският вкус, както и този на т.нар. критици.
Едно от когнитивните изкривявания cognitive bias, за което се говори в психологията, е влиянието от авторитети. Това важи в особена степен за възприятието на изкуство. Да, малцина ще си признаят, че предпочитанията им към дадено произведение всъщност са повлияни от прочетен хвалебствен отзив или получена престижна награда, но можем ли наистина да сме толкова сигурни в това.
Никос Панайотопулос е написал остроумен и находчив роман, в който с добронамерен хумор разглежда тези въпроси чрез забавни препратки към известни имена от психологията и литературата. Книгата се чете бързо, стилът е динамичен и кинематографичен, с много хубави диалози. Поредното заглавие от издателство ICU, което бих препоръчала.
Без да преувеличавам, смело мога да кажа, че този роман е откритието ми за годината. А можех да го пропусна ако не беше съвместното четене с любими момичета. Много ме е яд, че такива книжни съкровища потъват в масовия шум и постоянното споделяне на едни и същи заглавия в социалните мрежи.
Какво всъщност ме спираше да обърна внимание на романа по-рано, при все че съм фен на издателство ICU, знаех за излизането на книгата и друга близка приятелка сподели колко и е харесала? Спираше ме откровеното ми неразбиране на жанра, в който попада/ бива поставян романа и откровеният ми отказ да посягам към дистопична, антиутопична и научно-фантастична литература. Признавам си го официално.
Историята е изключително увлекателна, написана е супер интелигентно, с чувство за хумор и няма да остави безучастен нито един почитател на изкуството във всичките му форми. Романът на Никос Панайотопулос е написан през 1999г., но според мен ще е вечно актуален, защото темите и въпросите, които поставя нямат срок на годност. Какво определя дали даден човек е творец, можем ли да измерим таланта, дали това е ген или може да се развива с времето? Представяте ли си свят, в който генът на твореца може да бъде доказан просто, бързо и лесно с един лабораторен тест? Какво се случва със света на изкуството? Колко важен е маркетинга и може ли измести стойността да дадено произведение на изкуството? Годината е 2062 и аз бях зашеметена от всичко, което Панайотопулос ми даде като преживяване.
Едно от най-готините и забавни неща в книгата са бележките под линия, в които подробно се обясняват нереални събития, личности и организации, които са част от сюжетната линия.
Искрено се надявам да убедя поне един човек да прочете “Генът на съмнението”, благодарна съм на издателството, че го имаме на български и много бих искала да чета още от автора.
“Кога всъщност съществува авторът? Когато пише или когато го четат? И кое е по-ценно?На всяка цена да се роди творбата, дори да е сирак, или да пребъде заедно със създателя си?”
Несъмнено една от най-интересните и приятни книги, които съм чела напоследък! Изненадващо, почти не я срещам в книжното ни пространство, въпреки интригуващата тематика, засегната в нея и централният въпрос за таланта и неговата значимост и стойност.
Науката днес е достигнала ниво, което вероятно би позволило теста на Цимерман да бъде възможен (към 1999, когато книгата е написана, стои като смело предположение). А през 2064 вече е реалност - тази, в която ни отвежда Панайотопулос - и точно това прави книгата толкова провокативно актуална и привлекателна.
В малко под 200 страници са майсторски изградени любопитни герои и увлекателен сюжет, а читателят е въвлечен в особено пристрастяваща интелектуална въртележка, където убеждението и съмнението се борят непрестанно за превес едно над друго. Прозата е смислена и дълбока, поднесена по интелигентен и интересен начин. Лекотата на повествованието спомага за бърз и ненатоварващ прочит, въпреки сериозността на неоспоримите факти, които Панайотопулос щедро ни предоставя; с които ни предизвиква да зададем въпроси, чиито отговори често попадат в неоспоримо съмнителна територия.
Колко важен е талантът, закодиран в гените? Какво определя твореца като такъв - науката или производителността? Или успешната маркетингова стратегия? Колко обективна може да е една истина и кога критичното мислене става задължително? Кое е по-трудно - да (се) заблудиш или да се усъмниш?
С особена проницателност и немалка доза провокация, авторът поставя на преден план твърдения, които очаква да приемем или отхвърлим, без особено затруднение и със сериозна убеденост в правотата на избора ни. Също така умело ни показва колко притеснително бързо и неусетно се плъзгаме по наклон там, където вярваме, че стъпваме върху равна плоскост.
Безспорно смислена, интересна и провокативна книга, която искрено се радвам, че не пропуснах! Надявам се да видим още книги от Никос Панайотопулос на български, аз със сигурност ще следя!
"Генът на съмнението" е една от онези книги, които са получили значително малко внимание на нашия пазар. Което е жалко, защото Никос Панайотопулос публикува за първи път книгата си през 1999 ��одина, но с идеите си, които разглежда в нея, тя ще бъде актуална както в бъдещето, така и в миналото, ако можеше да я изпратим с машина на времето там.
Обичам книги, които са написани интелигентно, които представят един едновременно различен и същевременно подобен свят. Такива, които с развитието на главната си идея дават доста поле за размисъл накъде сме се запътили като човечество и какви са ценностите ни.
Романът попада в категория научна фантастика, но аз бих го добавила също така и в тази на антиутопията. "Генът на съмнението" е много лека и добре получила се смесица от двата жанра. Много ми хареса заигравката, че ако можем да разберем нещо, което до момента не е могло да бъде подлагано на потвърждение, а именно наличието на талант у някого, нещата ще излязат извън контрол доста, доста бързо. Подобно на "Tender is the flesh", тук авторът също е разгледал доста голяма част от аспектите, които ще се променят и адаптират в света след появата на въпросния тест на Цимерман.
Много отрезвяваща и хубава книга. Радвам се, че Мария и Надежда ми се водят по акъла и се съгласиха да я четем заедно, защото така добре я разчепкахме (и те я харесаха, за което съм изключително щастлива) и останахме изключително доволни от книгата.
Ако и на вас ви се чете добре написана книга, която ще ви пренесе в един малко по-различен свят, в който с един простичък тест можем да посочим кой има талант и кой не - прочетете "Генът на съмнението" от Никос Панайотопулос. Обещавам, че ще ви хареса.
Още от зараждането на изкуството въпросът за гена на твореца е занимавал човешките умове. Това е основната тема на романа, представена чрез историята на един писател. Разказът е динамичен, езикът е богат, диалозите - живи, въобще резултатът е забележителен. Прочетох го бързо, с любопитство обръщах всяка следваща страница и се запитах дали има и други преведени произведения от Никос Панайотопулос. Отбелязвам като плюс прекрасната корица и оформление на романа, както и отличната коректорска и редакторска работа, което е рядко в новите издания напоследък.
Тази книга е написана в самия край на миналия век (1999 г.), но не се изненадвам, че едва днес, двадесет и пет години по-късно, стига до българския читател; нали все се бъзикаме, че се движим с леко закъснение в сравнение с останалата част от цивилизования свят. Да, ама този път часовникът ни е сякаш сверен: ако в годината на написването е имало известна спекулативна нотка в главното събитие от художествения свят - въвеждането на тест на Цимерман - то днес изглежда съвсем по силите на генетиката то да е на прага да се окаже действителност. Но още повече има една вълнуваща тема, която надхвърля всичко това: до каква степен позволяваме (нашата цивилизация, в такъв смисъл ние) твърдата наука, да речем природна, да диктува и значително по-субективния ни естетически свят?
Τι πρωτότυπη ιδέα! Η ανακάλυψη ενός τεστ που ορίζει αν είσαι καλλιτέχνης ή όχι και όλες οι συνέπειες σε κοινωνικό, οικονομικό, εκδοτικό, παράνομο και ατομικό επίπεδο. Με παρέσυρε στην αφήγηση του, ο ήρωας ένας συγγραφέας που αρνήθηκε να κάνει το τεστ και βλέπουμε πως τον επηρέασε και που τον οδήγησε. Ακόμα και το τέλος έχει ανατροπή κι ας ξέρεις από την αρχή ένα μέρος του τέλους της ιστορίας. Να το διαβάσετε!
"Генът на съмнението" от Никос Панайотопулос Превод Ирена Алексиева, изд.: ICU
Кратък, но зареден с идеи роман, който използва дистопичня идея, за да говори не просто за бъдещето, а за нашето настояще. "Генът на съмнението" започва с научно откритие, но всъщност е коментар към света на културата, творчеството и механизмите, които ги управляват. В центъра стои един ключов въпрос: какво се случва с изкуството, когато отнемем правото на съмнение.
„Генът на съмнението“ за мен е умен и дори остър коментар към съвременния литературен бизнес. Не рядко ми попадат автори, които изглеждат маркетингово "издържани", но рядко зад тях успявам да открия онзи талант, който е спойката на една хубава, искрено написана книга. Панайотопулос поставя интересен въпрос – докъде стига автентичният литературен глас и кога се заглушава от маркетинговите стратегии. С тази книга се прави много точен коментар за това как съвременният читател трябва да бъде критичен, защото гласовете на маркетинга и на бизнеса понякога звучат крещят по- силно от самата литература. От друга страна, не можем да отречем, че именно тези похвати понякога дават възможност на талантливи автори да стигнат до публиката си, особено ако не са склонни да се заявяват шумно в интервюта или медийни изяви.
Книгата коментира и една много важна тема, авторите и хората на изкуството в днешно време. По природа те често се съмняват, особено онези, които са по-иновативни и не пасват на наложените нови рамки. Романът показва колко изтощителни могат да бъдат тези съмнения, дори на физическо ниво. И как често великите артисти идват преди времето на обществената готовност за тях и биват посрещнати със скептицизъм или дори с отхвърляне. Затова тази книга е важна и за нас, читателите напомня ни да сме по-отворени към нестандартните гласове, към онези, които не спазват формули и разчупват стереотипи. Но също така поставя болезнения въпрос, който всеки артист си задава: клише ли съм, иновативен ли съм, трябва ли да слушам критиките или не. Това са много големи въпроси, в които си струва да се потопим чрез тази на пръв поглед тънка, но дълбоко разтърсваща книга.
Истински ценна творба, която не просто разказва история, а ни кара да преосмислим какви гласове допускаме в света на литературата.
"Πότε υπάρχει ο συγγραφέας;Όταν γράφει ή όταν διαβάζεται;Και τι έχει μεγαλύτερη αξία;Να υπάρξει πάση θυσία το έργο,έστω και ορφανό,ή να διαιωνιστεί μαζί με την επισήμανση της καταγωγής του;Ο πειρασμός και στις δύο περιπτώσεις είναι πολύ μεγάλος για να απαντήσεις ανενδοίαστα το πρώτο!Η ματαιοδοξία είναι η ερωμένη των δημιουργών,η πιστή σύντροφος της τέχνης τους."
Τι εκπληκτικό βιβλίο;! Ένα δυσοίωνο μέλλον για το χώρο των Τεχνών μετά την εμφάνιση ενός ιατρικού test διάγνωσης του "καλλιτεχνικού γονιδίου" είναι το σκηνικό του παρόντος μυθιστορήματος. Τι γίνεται αν δεν είσαι γεννημένος καλλιτέχνης;Από τι εξαρτάται το ταλέντο; Πόσο θα πληγεί ο χώρος του βιβλίου και των Τεχνών γενικότερα αν κυριαρχήσει η αμφιβολία; Τελικά ποιος είναι ο κατάλληλος κριτής:η επιστήμη ή η ανάγκη των ανθρώπων για επαφή με τη δύναμη της γραφής,της ζωγραφικής,της μουσικής,του κινηματογράφου;
Μόλις χτες το τελείωσα και ομολογώ ότι είχα καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο που στηρίζετε σε μια τόσο έξυπνη ιδέα του συγγραφέα για να περάσει τα μηνύματά του και τις απόψεις του για το φλέγον ζήτημα του ταλέντου στην τέχνη. Γεννιόμαστε ή γινόμαστε καλλιτέχνες; Ένα πανέξυπνο μυθιστόρημα όπου η ιστορία διαδραματίζετε στο μέλλον. Κάποιος επιστήμονας ανακαλύπτει ένα τεστ DNA που πιστοποιεί το καλλιτεχνικό ταλέντο των ανθρώπων. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και πρόκειται για τα φανταστικά απομνημονεύματα ενός συγγραφέα που αρνήθηκε να κάνει αυτό το τεστ με όλες τις συνέπειες που αυτό είχε στην καλλιτεχνική του πορεία. Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό περιγράφει όλα τα πιθανά σενάρια για μια τέτοια επανάσταση στον χώρο της τέχνης. Η συμπεριφορά των εκδοτών που δεν νοιάζονται για την πραγματική τέχνη αλλά μόνο για το κέρδος, οι άνθρωποι που παίρνουν την πιστοποίηση του ταλέντου τους αλλά το αφήνουν ακαλλιέργητο και εστιάζουν την προσοχή τους στο κυνήγι της δόξας και του κέρδους, κριτικοί που χρησιμοποιούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για να πετύχουν άλλους στόχους και άλλες τέτοιες καταστάσεις που δείχνουν ότι η τέχνη δεν μπορεί να καθοριστεί από την επιστήμη, πολύ περισσότερο όταν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος για μια τέτοια επανάσταση. Διαβάζοντας το κατέληξα ότι το ταλέντο είναι δυνατή, αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη για ένα αξιόλογο αποτέλεσμα...
Το βιβλίο ήθελα καιρό να το διαβάσω, βρίσκω το θέμα πολύ ενδιαφέρον (τι θα γινόταν αν υπήρχε ένα τεστ που να απαντάει αν κάποιος έχει ταλέντο ή όχι;) και μου είχε κάνει καλή εντύπωση ο συγγραφέας με διάφορες δηλώσεις του.
Η γραφή είναι άνετη και οι σελίδες γυρνάνε γρήγορα. Υπάρχουν εδώ κι εκεί μικροατοπήματα, κατανοητό εφόσον το βιβλίο είναι υποτίθεται η βιαστικά γραμμένη εξομολόγηση ενός ετοιμοθάνατου. Δεν υπάρχουν όμως αντίστοιχες στιγμές μεγαλείου, πράγμα που δε στέκει από τη στιγμή που ο ετοιμοθάνατος ήταν ίσως ο καλύτερος συγγραφέας της εποχής του. Σε όσο κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση και να βρισκόταν, ελάχιστο καιρό πριν είχε ολοκληρώσει το αριστούργημά του. Τίποτα δεν έμεινε;
Πρόβλημα αποτελεί και το συνεχές tell (η περίληψη γεγονότων αντί για την περιγραφή τους). Φτάνει σε τέτοιο βαθμό που εκτός από τον πρωταγωνιστή/αφηγητή υπάρχουν μόνο δύο χαρακτήρες που να αναλύονται και να μιλούν μαζί του. Τον πιο σημαντικό από τους δύο (την Πάτι) τον βρήκα τελείως ψεύτικο.
Ακόμα χειρότερα, κάθε τόσο εμφανίζεται ένα τρισέλιδο κεφάλαιο πομπώδους ομφαλοσκόπησης, με το οποίο ο αφηγητής προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη πόσο ταλανίζεται από αμφιβολίες. Καθώς αναμασάει τα προφανή, το βιβλίο δε θα άλλαζε ακόμη κι αν αυτά τα κεφάλαια έλειπαν τελείως.
Ο Παναγιωτόπουλος αδυνατεί να αποφασίσει αν θέλει να γράφει τα ονόματα και τα τοπωνύμια στα αγγλικά ή στα ελληνικά. Στην αρχή διατηρεί κάποιες αγγλικές συμβάσεις για να δημιουργήσει την απαιτούμενη ψευδαίσθηση πως το βιβλίο είναι μετάφραση από το έργο ενός Άγγλου. Στο τέλος όμως το κείμενο είναι γεμάτο αγγλισμούς (αγγλικές εκφράσεις που δεν έχουν αποδοθεί σύμφωνα με το νόημά τους, αλλά λέξη προς λέξη, με αποτέλεσμα να μη στέκουν στα ελληνικά).
Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα παραβλέψει· στο κάτω-κάτω, το θέμα ήταν που με είχε τραβήξει από την αρχή. Ο Παναγιωτόπουλος είναι οξυδερκής και επισημαίνει (πάνω από δεκαπέντε χρόνια πριν) δυο προβλήματα στο χώρο του βιβλίου που σήμερα είναι ευρέως γνωστά:
- Έβγαιναν και βγαίνουν υπερβολικά πολλά βιβλία, χωρίς σοβαρά κριτήρια ποιότητας, πράγμα που θα οδηγούσε (και όντως οδήγησε) σε κρίση στο χώρο
- Εκτοξεύτηκε το ενδιαφέρον του κοινού για αυτοβιογραφίες-βιογραφίες-ιστορικά μυθιστορήματα-βιβλία βασισμένα σε «αληθινά» γεγονότα (ο Παναγιωτόπουλος δεν ασχολείται με την αιτία, αλλά ίσως έχει απόλυτο δίκιο ως προς την αφορμή)
Ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος που αρνείται πεισματικά να υποβληθεί στο τεστ για λόγους ιδεολογίας (θεωρεί πως το έργο του είναι επαρκής απόδειξη των ικανοτήτων του) και το ψυχογράφημά του είναι απόλυτα σωστό και πειστικό. Ειδικότερα η μοναξιά του, καθώς αποτελεί την εξαίρεση. Όλοι οι άλλοι πολέμιοι του τεστ δεν το απορρίπτουν ως ανήθικο, αλλά επειδή θίγει τα συμφέροντά τους (είναι οι καλλιτέχνες που υποβλήθηκαν στο τεστ και απέτυχαν και οι κριτικοί που τους απασχολεί ότι χάνουν όχι τη δουλειά τους, αλλά την ισχύ τους). Ο Παναγιωτόπουλος υπονοεί ότι οι ίδιοι άνθρωποι θα υποστήριζαν το τεστ αν τύχαινε να είναι εκδότες, ενώ ο ήρωάς του όχι, γιατί του το επιβάλει ο χαρακτήρας του.
Εκεί που χάνει το βιβλίο αρκετά σε ρεαλισμό είναι η τοποθέτησή της πλοκής στα μέσα του 21ου αιώνα, ενώ όλα όσα περιγράφονται (κοινωνικά και τεχνολογικά) δε διαφέρουν σε τίποτα με τον 20ο. Η πραγματικότητα έχει ακυρώσει πολλά από τα περιεχόμενα του βιβλίου (ανθρώπους που συγγράφουν με χαρτί και μολύβι, ανθρώπους που δεν έχουν βήμα λόγου αν δεν τους το δίνουν οι εκδότες και τα έντυπα κ.α.). Δεν απαιτώ από κανέναν συγγραφέα να έχει προβλέψει πριν το 2000 σε ένα του βιβλίο και τη διάδοση του ίντερνετ, και τις φορητές συσκευές με τις δυνατότητές τους, και το ηλεκτρονικό βιβλίο. Αλλά έστω μια υποψία να έχει για ένα από αυτά; Ή να πάρει την απλούστερη δυνατή απόφαση και να πει ανοιχτά αυτό που τελικά περιγράφει: όχι τι θα γίνει αν το τεστ εφευρεθεί σε λίγα χρόνια, αλλά τι θα είχε ήδη συμβεί αν είχε εφευρεθεί πριν εκατό χρόνια. Ούτως ή άλλως, η χρήση του σύγχρονου όρου DNA δεν αλλάζει το γεγονός πως το τεστ αντιμετωπίζεται στο βιβλίο ως μαγική Λυδία λίθος. Το ίδιο μαγικά επιβάλλεται στην κοινωνία (πώς αποδεικνύεις επιστημονικά την ακρίβεια της μέτρησης ενός πράγματος που δεν τεκμηριώνεται το μέγεθός του ή έστω η ύπαρξή του;) και το ίδιο μαγικά αμφισβητείται τελικά όταν προκύπτει ΜΙΑ και μόνο ΠΙΘΑΝΗ περίπτωση λάθους σε ΜΙΑ τέχνη.
Κι αυτό το δικό μου παράπονο μπορεί βέβαια να το προσπεράσει εύκολα (πιθανώς δίνω σημασία λόγω επαγγέλματος). Δυστυχώς, στο διά ταύτα, θεωρώ αφελή και αδέξιο το χειρισμό της βασικής ιδέας:
- Πουθενά δεν αναφέρονται οι έννοιες του μεγέθους του ταλέντου ή της εξάσκησής του. Το τεστ απαντάει «ναι» ή «όχι» κι αυτό αρκεί. Δηλαδή, το ίδιο είμαστε όλοι και μάλιστα σε όλη τη διάρκεια του έργου μας – εγώ κι ο Φόκνερ/Μπόρχες/Τζόις/Κινγκ, το ίδιο η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα ενός δεκαοχτάχρονου και το «Έγκλημα και Τιμωρία». Μιας και αναφέρεται το DNA στο βιβλίο, ακριβώς αυτό μιλάει για δυνατότητα και όχι για βεβαιότητα. Λέει ας πούμε αν κάποιος θα μπορούσε σύμφωνα με τα γονίδιά του να γίνει πολύ ψηλός, όχι όμως αν είχε να φάει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του κι αν έφτασε ή όχι στο μέγιστο όριο που θα του επέτρεπε η φύση.
- Ο ίδιος ο ήρωας/αφηγητής έχει γράψει δυο κακά βιβλία πριν εφευρεθεί το τεστ, πουθενά αλλού όμως δεν αναφέρεται πως δεν είναι όλα τα έργα του ίδιου δημιουργού το ίδιο πετυχημένα. Ο Παναγιωτόπουλος λέει πως θα καταργούνταν εξαιτίας του τεστ οι σχολές δημιουργικής γραφής, αλλά και οι ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ και οι ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ. Δηλαδή, οι εκδότες θα έβγαζαν στα τυφλά ό,τι και να τους έφερνε κάθε συγγραφέας με ταλέντο, ακόμη και αν είναι κάτι που ξεπέταξε γιατί χρειαζόταν λεφτά. Και θα το έβγαζαν όπως τους το πήγε, με τα ορθογραφικά και τα τυπογραφικά και τις εμμονές του συγγραφέα και τα δυσνόητα σημεία του
- Πουθενά δε θίγεται το γεγονός πως δεν έχει κάθε μέλος του κοινού το ίδιο γούστο ή το ίδιο επίπεδο καλλιέργειας. Όντως είναι αντικειμενικό αν ο κάθε δημιουργός έχει ταλέντο (έστω κι αν δεν υπάρχει συγκεκριμένο μέτρο), αλλά το γούστο είναι υποκειμενικό.
- Ο Παναγιωτόπουλος ισχυρίζεται επίσης κάτι που το βρήκα ενοχλητικά ελιτίστικο: οι πραγματικά ταλαντούχοι στον δυτικό κόσμο δε θα ήταν αρκετοί για να στελεχώσουν τη δυτική βιομηχανία του θεάματος! Τη στιγμή που έχει μιλήσει για συγχωνεύσεις και εξαγορές, για μετάφραση όλων των νέων έργων σε όλες τις γλώσσες. Δηλαδή, πόσα βιβλία και πόσες ταινίες θα έπρεπε να βγαίνουν κάθε χρόνο αν ξέραμε ότι ΟΛΑ θα ήταν αξιόλογα; Πόσα θα μπορούσε να καταναλώνει το κοινό; Δεν υπάρχουν, ας πούμε, 10.000 συγγραφείς με ταλέντο σε Ευρώπη και Αμερική συνολικά; Ή δε αρκούσαν;
- Η επίδραση του τεστ σε άλλες τέχνες πλην της συγγραφής προσπερνιέται μ’ ένα ισοπεδωτικό «ήταν αντίστοιχη»
Τελικό συμπέρασμα:
Δεν είναι κακό βιβλίο. Παρ’ όλα τα ελαττώματα που θεωρώ πως έχει, δε θέλησα σε κανένα σημείο της ανάγνωσης να το εγκαταλείψω ή να βρω κάτι άλλο να κάνω για να αναβάλω τη συνέχεια. Απαντάει άριστα στο τι θα συνέβαινε σε έναν άνθρωπο που δε θα δεχόταν να υποβληθεί στο τεστ.
Αλλά δεν είναι και καλό βιβλίο κατά τη γνώμη μου, γιατί δεν έχει σχεδόν τίποτα να πει επί του βασικού ερωτήματος που το ίδιο ισχυρίζεται πως θέτει: τι θα γινόταν αν υπήρχε ένα τεστ που να απαντάει αν κάποιος έχει ταλέντο ή όχι;
Страхотна книга за същината на твореца и това как се определя стойността на изкуството. Много належаща тема, имайки предвид настъпването на изкуствения интелект във всички сфери. (В тази история не се разказва за изкуствен интелект). В дистопичното общество тук диалогът за истинско изкуство е унищожен и заменен със сигурността на доказания с ДНК тест “талант”. Преломният момент в книгата е в един малък детайл в епилога.
Βαθμολογία 7/10. Μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που πραγματεύεται την σχέση τέχνης και επιστήμης, στηρίζεται σε ένα εξαιρετικό εύρημα το οποίο διανθίζει με όλα τα στοιχεία ενός καλού bestseller.
Η ιδέα στην οποία στηρίζεται το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρουσα. "Τι θα γινοταν αν η καλλιτεχνική ικανότητα(και πιο συγκεκριμένα η συγγραφική), μπορούσε να προβλεφθεί διαμέσου μιας ανάλυσης DNA;" Η εκτέλεση παρ'ολα αυτά,δεν μου πολυαρεσε. Ο συγγραφέας έχει πλάσει έναν δικό του, μελλοντικό, κόσμο αλλά δεν κατάφερε να με βάλει μέσα σε αυτόν σε τόσο μικρό αριθμό σελίδων. Θα ήθελα η μετάβαση να είναι πιο ομαλή.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είν' ένα "viagra πνευματικό!!!" Ναι, μην γελάτε καθόλου... Σοβαρολογώ! Σου προκαλεί δημιουργικό οργασμό! Σε εμπνέει, σου δίνει ιδέες και λύσεις. Με οτιδήποτε κι αν ασχολείσαι: Ποίηση, πεζογραφία, σενάριο, αρθρογραφία, θέατρο, κινηματόγραφο! Η επιτομή της δημιουργίας, λοιπόν, σε μιαν υπέροχη, πρωτότυπη ιστορία. Άνοιξε μια καινούργια προοπτική σε όλους τους δρόμους τέχνης! Όχι μόνον στην πεζογραφία. Σας μιλάω εκ πείρας: Είμαι ποιητής κι οποτεδήποτε φτάνω σε δημιουργικό αδιέξοδο, διαβάζω αυτό το βιβλίο και δίχως καμιάν αμφιβολία προχωρώ! Αχαλίνωτος... (Νικόλας Αλβιώτης, Ποιητής. 27/04/2020.)
Θεωρώ τον πρόλογο του βιβλίου έναν από τους πολύ καλούς προλόγους-αρχές που έχω διαβάσει σε ένα μυθιστόρημα, δηλαδή από αυτούς που φροντίζουν να σου κινήσουν το ενδιαφέρον για όλο το βιβλίο. Δημιουργεί στον αναγνώστη αμέσως ερωτήματα, Παρακάτω η ποιότητα πέφτει, είναι όμως ένα ενδιαφέρον βιβλίο.
Книгата, поне според мен спада към формата на антиутопията. И въпреки това всичко е представено с доза хумор, но все пак ти дава възможност да се замислиш върху начина по който функционира нашето общество, за свободата на изразяване и критичното мислене.
"Генът на съмнението" е много увлекателна книга, която се чете лесно и бързо. Чела съм прекрасна проза на гръцки автори, но тя винаги разглежда сериозни по въпроси по сериозен, драматичен начин и често човек трябва да спре, за да си поеме дъх. Е, с книгата на Панайотополус не е така, въпреки че темата си е сериозна. Човек се стреми винаги и във всяко нещо да има сигурност и всичко да узнае, за да може да прави нещата добре и животът му да е наред. Само че, оказва се, когато има начин това да се случи, и се случва, животът човешки пак не е наред. Много си мисля за тази книга и то не по посока творчество, а по посока на желанието ни "всичко да е ясно и известно", което всъщност води до така лелеяното усещане за сигурност, което хората често бъркат с усещане за щастие.
Забавлявах се много с темата за маркетинговия елемент в литературата и как той измества стойността на самата книга, става по-важен от нея - тя присъства в нашата реалност горе-долу по описания начин, живеем я (включително важността на биографията на автора) много преди 2062 година.
На едно място се зачудих аз ли нещо забравих да прочета, авторът ли е пропуснал да изясни нещата и да мотивира случващото се, но историята беше достатъчно богата и забавна, за да си мотивирам тази част сама и не ме подразни. Коя е тази част не мога да кажа, защото ще прецакам на някого изненадата.
Особено ми хареса обратът на финала, без него всъщност нямаше да стигна до всички тези размисли, а книгата щеше да е малко плоска, само една нелоша, увлекателно разказана история.
Разкошна книга, която се чете хем на един дъх, хем те държи буден и мислещ без да се натрапва. Страхотна антиутопия, която по увлекателен и буден начин поставя въпроса за обществото, лашкано в крайностите на черно-бялото си мислене, пропагандата, интелектуалният фашизъм и насилие, които изродяват човека в звяр на безмозъчност, примирение и уродлива подмяна на действителността. Много фино се преплита с темата за управлението на тълпите, подмяната на истината, управлението на властта чрез псевдонаративи. Чудна, чудна книга! Препоръчвам я на всеки инакомислещ читател, ще погъделичка щастливо мозъка му, а на по-ординерните - ще ви накара да се замислите за пластовете на влияние на едно единствено нещо (в случая теста на Цимерман) спрямо формирането на малкия ни, но и голям общочовешки свят.
Чете се бързо и лесно, темата е актуална и е приятно да прекараш време с тази книга, но ми липсваше плътност на причинно-следствените връзки, което оставя съзнанието на мен, като читател, в режим на недоверие и ясното усещане, че чета спекулация, за разлика от други творби, в същия жанр, които влизат под кожата като страх и опасение. Корицата е чудесна :)
Ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, αν και υπάρχουν σε αυτό στοιχεία δοκιμίου ή πραγματείας.
Η υπόθεση είναι αρκετά προτότυπη και ιντριγκαδόρικη. Στο προσεχές μέλλον ένα τεστ (το τεστ Τσίμερμαν) λύνει τα χέρια όλων των εκδοτών, αφού μέσω αυτού αποκαλύπτεται αν ο εκάστοτε συγγραφέας είναι ταλαντούχος ή όχι. Τι συμβαίνει όμως με αυτούς που αρνούνται να το κάνουν ή με αυτούς που το τεστ δεν είναι θετικό; Αξίζουν πραγματικά την απαξίωση και την αδιαφορία των εκδοτικών εταιρειών ή μήπως όχι;
Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι καλά σκιαγραφημένοι και ενδιαφέροντες, όπως για παράδειγμα η Πάτι (η ελαφρών ηθών φίλη του πρωταγωνιστή), ο Μπόιντ (ο σκληρός κριτικός που έπειτα θα πείσει τον James Wright να γίνει ghost writer του συγγραφέα Νόλαν), ακόμη και ο Ίαν ΜακΝτούγκαλ, ο Σκωτσέζος θαυμαστής του πρωταγωνιστή που έχει ελάχιστη συμμετοχή στο τέλος του βιβλίου. Μου άρεσαν πολύ οι υποσημειώσεις του μυθιστορήματος, με ποικίλα βιογραφικά στοιχεία για κάποια φανταστικά πρόσωπα του υποθετικού μέλλοντος που περιγράφεται.
Σίγουρα παρόλα αυτά υπάρχουν και στοιχεία που δεν μου άρεσαν. Το βιβλίο είναι υπερβολικά στοχαστικό και δοκιμιακού θα έλεγα χαρακτήρα, με συνέπεια η μυθιστορηματική δράση να είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η απουσία διαλόγων είναι εμφανής και η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα περισσότερο διάλογο. Σε μερικά σημεία γίνεται κουραστική η αφήγηση πολλών λεπτομερειών και η συχνή και εκτενής αναφορά στα έργα που έγραψε ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος.
Όπως και να 'χει πάντως είναι μια αξιόλογη προσπάθεια στον -έτσι κι αλλιώς- σχεδόν ανύπαρκτο ελληνόφωνο κόσμο της επιστημονικής φαντασίας.