What do you think?
Rate this book


172 pages, Paperback
First published January 1, 1917
«Άρχισα να αισθάνομαι τύψεις… γιατί είχα πει όσα είπα γιατί δεν άφησα να ξεσπάσει το βρώμικο πάθος μου κι έτσι να ελευθερωθώ από αυτό. Γιατί να μην είχα ξεμπερδέψει από δαύτο… καταγγέλλοντας τις απάτες και τις ψεύτικες εντυπώσεις της τέχνης του, τις μιμήσεις του, την ψυχή υπολογισμένη τεχνική του, την έλλειψη συγκίνησης. Να μην είχα σκοτώσει τη δόξα του. Κι έτσι θα είχα ελευθερωθεί από τον άλλο, λέγοντας την αλήθεια, περιορίζοντας την αξία του στη σωστή της διάσταση. Ίσως ο βιβλικός Κάιν, εκείνος που σκότωσε τον άλλο Άβελ, ν’ άρχισε να τον αγαπά ετούτον αφού τον είδε νεκρό…».
No recordaban Abel Sánchez y Joaquín Monegro desde cuándo se conocían. [...] Aprendió cada uno de ellos a conocerse conociendo al otro. Y así vivieron y se hicieron juntos amigos desde nacimiento, casi más bien hermanos de crianza.
¿Tendré alma–me dije entonces–, será este mi odio alma? Pensé si el odio sobrevive a los odiadores, si es algo substancial y que se transmite; si es el alma, la esencia misma del alma. Ese odió pensé que debió de haber precedido a mi nacimiento y sobreviviría a mi muerte. Y me sobrecogí de espanto al pensar en vivir siempre para aborrecer siempre.