Στη χώρα όπου δημοφιλείς άγιοι, νεκροί εδώ και τρεις αιώνες, απαιτούν κάθε είκοσι πέντε χρόνια να τους αλλάζουν τα άμφια και αγράμματοι καλόγεροι συνομιλούν με σαύρες ή ρίχνουν στα σκουπίδια τον Δαρβίνο, ακόμα και η πιο παρανοϊκή τερατολογία εντάσσεται σε μια ιδιότυπη «κανονικότητα» ενώ ταυτόχρονα κάθε απόπειρα για την άρθρωση στοιχειωδώς «ορθού λόγου» αντιμετωπίζεται ως «εξωφρενική», αν όχι ως υπαγορευμένη από τον ίδιο τον Διάβολο.
Πάνω και πίσω από αυτή τη μεσαιωνική παλινδρόμηση, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συναίνεση των πολιτικών αρχών και τη δικαιοσύνη ηχηρά απούσα, στήνεται ένας θηριώδης «εισπρακτικός μηχανισμός» γύρω από ανεξέλεγκτα «ιερά λείψανα» κι εξόφθαλμες «απάτες θαυμάτων» με ανυπολόγιστα κέρδη. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, δεκαοχτώ χρόνια μετά τη γλυκόπικρη Καλοσύνη των ξένων, επανέρχεται με μια αυτοβιογραφική αφήγηση υψηλής έντασης και με την ανυποχώρητη πρόθεση να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Έλληνες (Ελ. Βενιζέλος, ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα Ντε Φερ (Action24, 2014). Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των τεσσάρων (1998). Έχει εκδώσει τα βιβλία: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Κινούμενα σχέδια (1984), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Ανάλαφρες ιστορίες (1995), Κομεντί (1999), Πιπέρι στη γλώσσα (2000), Το ραβδί και το καρότο (2004), Ο ουρανός στο κεφάλι μας (2004), Τιμής ένεκεν (2004), Πικάντικες ιστορίες (2005), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), O Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Ήμουν κι εγώ εκεί (2016), Γκαγκάριν (2016), Τα διηγήματα (2018), Η κυρία που λυπάται (2018).
Διηγήματα και μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσεχικά. Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων της περίοδο 2001-3, υπό την προεδρία του Βασίλη Βασιλικού, και βραχύβιος αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010.
Τον Μάιο του 2012 εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Από τον Ιανουάριο του 2014 ως το τέλος της ίδιας χρονιάς ήταν ανεξάρτητος βουλευτής.
Ο Τατσόπουλος αν εξαιρέσεις την παλαβή του πορεία μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και που ευτυχώς γρήγορα απέβαλε, τα πάει πολύ καλύτερα στα γραπτά του, και σ αυτό το συγκεκριμένο ειδικά θριαμβεύει
Ειδικά στα σημεία της πρόζας, όπου παρελαύνει όλο το θρησκευτικό χαιβανι και τα γεγονότα τρέχουν με χίλια
Στεναχωριέμαι μόνο που δεν πρόλαβε να το διαβάσει ο Βασίλης Ραφαηλίδης
Είμαι σίγουρος ότι θα ούρλιαζε από τα γέλια.Αλλα και από το τάφο του έχω την αίσθηση ότι χειροκροταει και με τα 2 του λιποσαρκα χεράκια.
Ρασοφόροι και συμπαθούντες με μεσαιωνικές αντιλήψεις που κάνουν κουμάντο σε πολλά πράγματα στη χώρα που είναι κάτι σαν υβρίδιο, ένα Ιράν της Δύσης. Θρησκευτική μπίζνα θαυμάτων βασισμένη στην απάτη και υπό τη σκέπη του κράτους. Κατάργηση κάθε λογικής και πόλεμος σε κάθε ίχνος Διαφωτισμού που επιχείρησε να εισχωρήσει στις δομές της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα τίποτε πρωτότυπο ή συνταρακτικές αποκαλύψεις, όσο και αν αυτή η κατάσταση είναι αφορμή να ενίσταται οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος. Γνωστά (άγνωστα) φαινόμενα και γεγονότα παρουσιασμένα με ευγλωττία στο βιβλίο του Τατσόπουλου. Γλώσσα δημοσιογραφική και ευκολοδιάβαστη. Είναι προφανές από το κείμενο και το πάθος των λεγομένων (γραφόμενων - σωστότερα) ότι αυτός είναι ένας προσωπικός πόλεμος στον οποίο έχει ταχθεί ο Τατσόπουλος και είναι ένας δίκαιος, όσο και άνισος, πόλεμος. Ωστόσο είναι ανούσιος και καταδικασμένος. Εξυπηρετεί όμως (δεν θα μπω, εδώ μέσα, στη διαδικασία να πω τι) και τις δυο μεριές. Κάποια σημεία με παραθέσεις κειμένων κουράζουν και δίνουν την εντύπωση πώς υπάρχουν για να αβγατίζουν οι σελίδες. Συνολικά μου άφησε θετικές εντυπώσεις η ανάγνωσή του.
2.5* για την ακρίβεια. Σίγουρα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να διαβάσω για το εμπόριο των "θαυμάτων", την εκμετάλλευση της θρησκείας προς όφελος του κάθε ιερωμένου κλπ, την δύναμη της εκκλησίας και την αδυναμία της οποιασδήποτε κυβέρνησης να τα βάλει μαζί της και να ξεχωρίσει επιτέλους την θέση της από αυτήν, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου ότι γράφτηκε στο πρώτο πρόσωπο και ο στόχος του συγγραφέα ήταν να παραθέσει τα προσωπικά του γεγονότα και τον δικό του ¨πόλεμο" με την εκκλησία. Ηταν πολύ κουραστικό. Σίγουρα όμως ο Τατσόπουλος έχει ερευνήσει εις βάθος το θέμα του και γράφει με χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
Ως θετικό είναι ότι συγκεντρωμένα ξεμπροστιαζει κυρίως τις απάτες, διαστροφές και παραλογισμούς στο όνομα της θρησκείας και των εκπροσώπων της.
Παρόλα αυτά, είναι κουραστικός, με υπερβολικά εκτενή κείμενα και σε πολλά σημεία παραθέσεις και σχολιασμούς που θα μπορούσαν να συμπτυχθουν στα πιο ουσιαστικά. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο ουσία έχει κατά το ήμισυ της έκτασής του.
Ναρκισσιστικό, αυτοδίκαιο, εμπαθές, πικρόχολο, αυτοαναφορικό. Πρώτη φορά έχω δει σε βιβλίο να παρατίθενται σελίδες επί σελίδων αποφθεγματικά, αυτούσια, άλλα κείμενα, περιλαμβανομένων κειμένων του συγγραφέα. Σε βαθμό που μου έδωσε την εντύπωση ότι ο συγγραφέας προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να συνθέσει την αρθρογραφία του στον τύπο και να την δημοσιεύσει σε βιβλίο. Εύκολα το 1/3 του βιβλίου είναι μη πρωτότυπο υλικό.
Τρία αστέρια απλώς διότι περιείχε πληροφορίες που με ενδιαφέρουν για μία έρευνα που κάνω, ακόμα κι αν αυτές δεν ανήκουν στον συγγραφέα.
Το ενδεχομένως παράδοξο είναι ότι συμφωνώ με μεγάλο μέρος της κριτικής του προς τα κακώς κείμενα της εκκλησίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μυθοπλασίες της παράδοσης και τις τάσεις ειδωλολατρίας. Ωστόσο, είναι τόσο το μίσος και η εμπάθεια του συγγραφέα απέναντι σε κάθε τι θρησκευτικό και εκκλησιαστικό που καταλήγει να έχει απόψεις σχετικά με την θρησκεία - πολλές φορές θεολογικές ή ιστορικές - που δεν στοιχειοθετούνται. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η εμμονή του να αρνείται έστω την ιστορικότητα του Ιησού και άλλων βιβλικών προσώπων, όταν μάλιστα το επιστημονικό ιστορικό consensus γύρω από αυτό το ζήτημα είναι ξεκάθαρα υπέρ της ύπαρξης του Ιησού ως ιστορικού προσώπου αν μη τι άλλο. Μάλιστα κάνει αναφορά και στην ιστορική εξωβιβλική πηγή του Ιώσηπου όπου γίνεται αναφορά στον Χριστό, υποστηρίζοντας τη γνωστή παραφιλολογία ότι αυτή προστέθηκε μεταγενέστερα. Δεν γνωρίζει βέβαια για την έρευνα του Schmidt δημοσιευμένη από τον Oxford University Press που αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.
Επίσης ως προς την αξιοπιστία των ευαγγελίων, τα οποία με μεγάλη ευκολία αποκαλεί μύθους ο συγγραφέας: υποθέτω ότι ο ίδιος δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα του Ηροδότου ή του Θουκυδίδη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ιούλιου Καίσαρα και πολλών άλλων κλασικών συγγραφέων. Κι όμως τα χειρόγραφα που έχουμε για τα ευαγγέλια είναι υπέρ-πολλαπλάσια - και από άποψης κειμενικής κριτικής πολύ πιο έγκυρα - των χειρογράφων που έχουμε για οποιονδήποτε από τους ανωτέρω συγγραφείς. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τις βολικές απλουστεύσεις και αφορισμούς [sic] του συγγραφέα.
Παρά το μίσος και την εχθρότητά του ενάντια στην θρησκεία, αυτό που μου έβγαλε το ύφος και η γραφή είναι μία λύπη για τον συγγραφέα. Μου φάνηκε ότι ο σαρκασμός, η κοροϊδία, τα ομολογουμένως πνευματώδη αστεία, έκρυβαν κάτι βαθύτερο. Δεν ξέρω εάν κάποιος κληρικός τον πλήγωσε στα παιδικά του χρόνια, αυτόν ή καποιο οικείο του, ή αν του συνέβη κάτι άλλο που τον πίκρανε. Πάντως μιλά για τα Θεία όχι ακριβώς ως ανύπαρκτα αλλά ως μία σφαίρα με την οποία έχει προσωπικά προβλήματα. Η αρχή και το τέλος του βιβλίου δίνουν ενδείξεις περί τούτου που έχουν να κάνουν με το προσωπικό παρελθόν του συγγραφέα, το οποίο όμως προσωπικά δεν γνωρίζω.
Διέκρινα επίσης μια προσπάθεια αυτοεξύψωσης αφού το βιβλίο ήταν κατά κανόνα εγωκεντρικό και περιστρεφόταν γύρω από το πρόσωπο του συγγραφέα. Παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια που γίνεται στο βιβλίο να φανεί ότι επιθυμεί την αποδόμηση των μεσαιωνικών και αντεπιστημονικών αντιλήψεων, η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τη δική του διένεξη με το εκκλησιαστικό, πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο - μεταξύ άλλων.
Το τελευταίο κεφάλαιο αποδεικνύει την προσπάθεια του συγγραφέα να παρουσιαστεί κάτι μεταξύ θύματος και αυτόκλητου σταυροφόρου [sic] ενάντια στον σκοταδισμό και ήρωα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού. Ήταν ένα anticlimactic τέλος που δεν κατάλαβα τί ακριβώς πρόσφερε παρά να επεξηγήσει τον τίτλο του βιβλίου που έχει πάλι να κάνει με το πως ο ίδιος ο συγγραφέας προσδιορίζεται ταυτοτικά. Φαινομενικά η συζήτηση έχει να κάνει με το πως παρουσιάζεται και ταμπελώνεται ο ίδιος από τρίτους εκκλησιαστικούς. Στην πραγματικότητα όμως νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με μια εσωτερική προσπάθεια ταυτοτικού προσδιορισμού.
Συνοπτικά όλες οι προσωπικές τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις και αναρτήσεις στα social του Τατσόπουλου, σχετικά με θέματα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που αγγίζουν τα όρια της γραφικότητας στο όνομα του κέρδους. Εγώ πάντως μέσα από την ανάλυση των απόψεων του σχετικά με τα θαύματα έτσι όπως τα πλασάρει η Εκκλησία, δεν διακρίνω έναν άθεο όπως δηλώνει, ούτε φυσικά και έναν σύγχρονο σατανά όπως τον χαρακτηρίζουν. Μάλλον έναν βαθιά πληγωμένο και απογοητευμένο άνθρωπο που ανακάλυψε στην πορεία μ��τά από μελέτη το μεγάλο παραμύθι της θρησκείας με την οποία μεγάλωσε και γαλουχήθηκε.
Ζούμε σε μία περίοδο όπου τα ζητήματα της πίστης δεν έχουν σημασία ούτε για τους πιστούς καλά - καλά. Και όσοι δηλώνουν πιστοί ουσιαστικά δεν πιστεύουν μιας και από το θρησκευτικό κομμάτι κρατάνε μόνο την επίσκεψη στην εκκλησία Χριστούγεννα κ Πάσχα, άντε κ καμιά την μεγάλη εβδομάδα.
Οπότε πάλιωσε η μόδα του φιλοσοφημένου άθεου σκεπτικιστή. Οι αποκαλύψεις του βιβλίου είναι για μωρά παιδιά, σε θαύματα πλέον πιστεύουν μόνο τα άτομα 70+ ετών.
Το δε εξώφυλλο με την φάτσα του συγγραφέα, πλήρως αντιαισθητικό και φωνάζει για προσοχή και σημασία.
Ενδιαφέρον περιεχόμενο και αλήθειες που πονάνε ειδικά όσους έχουν κουτάκια και παρωπίδες ως προς την Εκκλησία .Ο Τατσόπουλος εξιστορεί και παραθέτει αποδείξεις για αυτά που λέει .Προσωπικά κουράστηκα με τις πολλές λεπτομέρειες αλλά ίσως είναι απαραίτητες για αυτούς που δυσπιστούν .