Η Ντάρια είναι η κόρη, η μοίρα της οποίας σημαδεύεται ήδη από τη γέννησή της λόγω λανθασμένης προγεννητικής διάγνωσης. Η Άντα είναι η μητέρα, η οποία στο κατώφλι των πενήντα ετών ανακαλύπτει ότι είναι άρρωστη. Η ανακάλυψη αυτή γίνεται η ευκαιρία να απευθυνθεί άμεσα στην κόρη της και να της αφηγηθεί την ιστορία τους. Τα πάντα περνούν μέσα από τα σώματα της Άντα και της Ντάρια: καθημερινές μάχες, θυμός, μυστικά, αλλά και απροσδόκητες χαρές και στιγμές απέραντης τρυφερότητας. Οι λέξεις διασχίζουν τον χρόνο, σε ένα συνεχές πάντρεμα του παρελθόντος με το παρόν. Μια ιστορία συγκλονιστικής δύναμης και αλήθειας, στην οποία κάθε στιγμή που περιγράφεται είναι ένα δώρο ζωής για τους αναγνώστες.
Δεν ξέρω τι να πω για το βιβλίο αυτό. Ο βιβλιοπώλης μου, είπε πως μιλάει για το θάνατο αλλά με μια αισιόδοξη διάθεση. Εγώ δεν κατάφερα να διαβάσω ούτε σελίδα χωρίς να σφίγγεται το στομάχι μου. Είναι ένα γράμμα μιας γυναίκας που πάσχει από καρκίνο στην ΑΜΕΑ κόρη της. Σε λίγο θα φύγει από τη ζωή και της μιλάει για την κοινή ζωή τους. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό στον εαυτό μου. Προφανώς και δεν έχουμε όλοι τα ίδια στεγανά.
Τα τελευταία χρόνια μου είναι εξαιρετικά δύσκολο και γι αυτό αποφεύγω να διαβάζω βιβλία που εμπεριέχουν μέσα ασθένεια. Με ταράζουν και μου είναι δύσκολο να τα διαχειριστώ τόσο αναγνωστικά όσο και συναισθηματικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο βρέθηκε κατά τύχη στα χέρια μου και αποφάσισα να του δώσω μια ευκαιρία. Δεν ξέρω αν έκανα καλά. Σφίχτηκε το μέσα μου. Πρακτικά μην περιμένετε να διαβάσετε από μένα κάποια κριτική, ούτε πιστεύω ότι μια τέτοια ιστορία μπορείς απλά να τη διαβάσεις, να της δώσεις μερικά αστεράκια ως βαθμολογία και ξεμπέρδεψες γιατί πρακτικά δε χρήζει κριτικής σαν ανάγνωσμα. Δε βρήκα άλλωστε και ιδιαίτερη δείγματα υψηλής λογοτεχνίας. Σαν κριτική για οσους το διαβάσουν χρήζει το γεγονός ότι ένα παιδί γεννήθηκε με σοβαρές αναπηρίες έπειτα από εγκληματικά λανθασμένη διάγνωση, ένα παιδί εξαιτίας της ανεπάρκειας του ιταλικού συστήματος να υποστηρίξει άτομα με τέτοιες αναπηρίες βασανίστηκε από τη γέννηση του και μια μητέρα που αργοπεθαίνει ούσα και εκείνη ασθενής αλλάζει την ισορροπία και τους κανόνες ενώ ήδη πολύ δύσκολου παιχνιδιού. Μοναξιά, εγκατάλειψη, απογοήτευση μια ματιά στην άβυσσο των συναισθημάτων μιας μητέρας που βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό που δεν ήθελε ποτέ, που βάζει τον εαυτό της να κάνει ό,τι μπορεί, που νιώθει μόνη μπροστά στις καθημερινές δυσκολίες μια μαρτυρία με την οποία ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν πόνο ασύλληπτο. Περισσότερο από μια ακόμα λογοτεχνική ιστορία είναι μια ιστορία που σκοπό έχει να ευαισθητοποιήσει το κοινό και κρατάω αυτό. Αδύναμο λογοτεχνικά, οδυνηρό προσωπικά.
(Πρώτη δημοσίευση εδώ: https://diastixo.gr/kritikes/xenipezo...) Η Άντα ντ’ Αντάμο (1967-2023), γεννημένη στην Ορτόνα της Κεντρικής Ιταλίας, ήταν διπλωματούχος της Εθνικής Ακαδημίας Χορού και πτυχιούχος της Σχολής Επιστημών του Θεάματος. Έγραψε δοκίμια για τον χορό και το θέατρο. Στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο Σαν αέρας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Δήμητρας Δότση, μιλάει για την κόρη της, Ντάρια, που γεννήθηκε με βαριά νευρολογική βλάβη (ολοπροσεγκεφαλία). Ο εγκέφαλός της δεν έχει τη φυσιολογική αρχιτεκτονική και η διαταραχή αυτή συνοδεύεται από διαταραχές ακοής και όρασης και σοβαρή κινητική αναπηρία. Το όνομά της, Ντάρια, χωρισμένο στα δύο με απόστροφο, δηλαδή «Ντ’ Άρια», παραπέμπει σε ένα πλάσμα αέρινο, αιθέριο. Με αυτό το λογοπαίγνιο η συγγραφέας εκφράζει την ξεχωριστή θέση που έχει το παιδί στη ζωή της, τόσο διαφορετικό από τα συνηθισμένα παιδιά που τρέχουν, παίζουν, πέφτουν και χτυπάνε. Η δική της κόρη δεν περπατάει μόνη της, στέκεται όρθια μόνο με ορθοστάτη για εξάσκηση, κατά τα άλλα δεν έχει γευτεί τη βαρύτητα που κρατάει όλους τους ανθρώπους στη γη, σαν να μην είναι γήινο πλάσμα αλλά αέρας ή, έστω, σαν αέρας.
Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, μεταβαλλόμενης έντασης και θερμοκρασίας, άλλοτε ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη και άλλοτε σπαρακτική, με συναισθηματικές κορυφώσεις και λυρικά ξεσπάσματα. Είναι η ειλικρινής κατάθεση μιας προσωπικής ιστορίας τόσο επώδυνης, που δεν αφήνει περιθώρια λογοτεχνικότητας, καθώς τα συγκλονιστικά γεγονότα ισοπεδώνουν κάθε πρόθεση ενασχόλησης με αφηγηματικές τεχνικές και σχήματα λόγου. Ακόμα περισσότερο, αφού στο αέρινο βάρος της Ντάρια έρχεται να προστεθεί και άλλη μια κακοτυχία: η Άντα ανακαλύπτει ότι πάσχει από προχωρημένο καρκίνο του μαστού και αγωνίζεται να συμβιβαστεί με το επερχόμενο τέλος και ταυτόχρονα να δρομολογήσει τη διάδοχη κατάσταση στη φροντίδα της Ντάρια.
Παρά το διπλά ζοφερό θέμα, η ιστορία της Ντ’ Αντάμο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα βιωματικού κειμένου. Διαβάζεται απνευστί, κι αυτό όχι λόγω της μικρής έκτασης, αλλά χάρη στην ειλικρίνεια και τη δύναμη που αποπνέει. Η Ντ’ Αντάμο είναι μαχήτρια, δεν μεμψιμοιρεί, αν και σε αρκετά σημεία αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή της χωρίς την Ντάρια, καταλήγοντας πάντα να επιλέξει την τωρινή της κατάσταση – δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της χωρίς την κόρη της, είναι δυο ζωές αχώριστες, ενωμένες και συμπληρωματικές. Ταυτόχρονα όμως βιώνει και μια διαρκή και ασίγαστη μοναξιά:
Το να έχεις ένα ανάπηρο παιδί είναι σαν να είσαι μόνος. Ανεπανόρθωτα, οριστικά μόνος […] Η μοναξιά αποτελείται από μικροσκοπικές κουκκίδες, η μία δίπλα στην άλλη. Δεν το καταλαβαίνεις. Είναι η φίλη που συνεχίζει να σου χαρίζει καπέλα πολύ μεγάλα για το κεφάλι ενός μικροκέφαλου παιδιού. Ο ξάδελφος που σου κουνάει με περηφάνια ένα ξύλινο παιχνίδι κάτω από τη μύτη σου, το οποίο ούτε ένας φυσιολογικός ενήλικος δε θα μπορούσε να χειριστεί, όμως εκείνος καυχιέται ότι το επέλεξε ειδικά για την κόρη σου.
Καθώς έχει προηγηθεί μια έκτρωση πριν από την εγκυμοσύνη της Ντάρια, η Ντ’ Αντάμο αναρωτιέται πώς θα ήταν αν είχε γεννήσει ένα υγιές αγόρι, πιθανόν να μην είχε προχωρήσει στη γέννηση της Ντάρια ή, αλλιώς, η Ντάρια θα είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, αφού είναι πεπεισμένη ότι το πρώτο εκείνο έμβρυο ήταν άρρεν. Επίσης, οι γιατροί διέγνωσαν ότι πιθανόν η κύηση της Ντάρια ήταν δίδυμη, αλλά το άλλο έμβρυο απορροφήθηκε εντελώς, η αγέννητη αδελφή της Ντάρια. Είναι εντυπωσιακή η ικανότητα του νου να θεραπεύει και να γεμίζει τις πληγές και τα κενά της πραγματικής ζωής με ακυρωμένες πιθανότητες, με ενδεχόμενα που δεν τελεσφόρησαν, αλλά ελαφρώνουν την αβάσταχτη πραγματικότητα και μόνο σαν ιδέα.
Η Ντ’ Αντάμο ζει με την κόρη της μέχρι την εφηβεία, προλαβαίνει την πρώτη της έμμηνο ρύση, αναπολεί την αντίστοιχη δική της ηλικία με τις δυσκολίες της μετάβασης στο γυναικείο σώμα. Καθώς το βιβλίο προχωράει προς το τέλος του, οι ζωές των δύο γυναικών συμπλησιάζουν ακόμα περισσότερο – και δεν είναι μόνο η συναισθηματική εγγύτητα, αλλά η εγγύτητα των πεπρωμένων τους και οι αναλογίες στην καθημερινότητά τους.
Το ημερολόγιό μου είναι γεμάτο από σένα. Στο πορτοφόλι μου η δική μου και η δική σου ταυτότητα, η δική μου και η δική σου κάρτα υγείας, το δικό μου και το δικό σου πιστοποιητικό αναπηρίας. Στον υπολογιστή οι δικές μου και οι δικές σου εξετάσεις. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο μοιάζουμε οι δυο μας. Ίσως όλα τα όνειρά μου μ’ εσένα που είσαι δύο να μιλάνε τελικά για σένα κι εμένα. Είμαι η μητέρα σου, είμαι ο αδελφός σου που δεν κράτησα, είμαι η αγέννητη δίδυμη αδελφή σου.
Με την αρρώστια της η Ντ’ Αντάμο συρρικνώνεται και λιγοστεύει, έως ότου σταματήσει να υπάρχει ή θα υπάρχει μέσα από την Ντάρια: «Άραγε, στο τέλος θα χαθώ μέσα σου; Είμαι η Άντα. Θα γίνω Ντάρια, σαν αέρας…»
Η Άντα ντ’ Αντάμο πέθανε το 2023, λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του βιβλίου της Σαν αέρας για το βραβείο Strega, με το οποίο τιμήθηκε μετά θάνατον. Στη μνήμη της θεσμοθετήθηκε το βραβείο Ada d’Adamo στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Χορού της Ρώμης, που απονέμεται σε καλλιτέχνες με έργο που εμπεριέχει κοινωνικές λειτουργίες. Πρόκειται για ένα αξιανάγνωστο βιωματικό κείμενο, το οποίο ευτύχησε σε μια υποδειγματική απόδοση στα ελληνικά από τη Δήμητρα Δότση.
Η Ada D’Adamo ανακαλύπτει ότι είναι άρρωστη και έτσι αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο στη κόρη της, την Ντάρια, για την κοινή τους διαδρομή από την παιδική μέχρι την εφηβική ηλικία του κοριτσιού.
Η Ντάρια διαγνώστηκε με ολοπροσεγκεφαλία κάτι που της στερεί την ακοή και την όραση. Η ολική αναπηρία οδηγεί την συγγραφέα σε σκέψεις όπως το πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί που χρειάζεται συνέχεια την παρουσία σου και την ψυχολογική δύναμη που απαιτείται να καταβάλει ο γονιός για να ξεπεράσει τις δυσκολίες.
Ο τρόπος που αναλύει τα γεγονότα που της έχουν παρουσιαστεί δείχνουν μία γυναίκα- αγωνίστρια που δεν φοβάται να μιλήσει για όσα την πληγώνουν. Ο πόνος που έχει η μάνα που παλεύει με την ασθένεια της και συλλογίζεται το παιδί που θα αφήσει πίσω της είναι σκληρός.
Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την αναπηρία και την απώλεια. Αγγίζει λεπτά ζητήματα και στοχεύει να μας κάνει να αγκαλιάσουμε τα δύο πρόσωπα της ιστορίας μας και να νιώσουμε έστω και λίγο τις δυσκολίες τους.
Αν και νομίζω πως το συγκεκριμένο ανάγνωσμα θα αγγίξει τις γυναίκες και ειδικά τις μητέρες θα πρότεινα να διαβαστεί και από το ανδρικό κοινό.
Πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο. Αν και λογοτεχνικά δεν αποτελεί κάτι ιδιαίτερο, εντέλει κατορθώνει μέσα από το ιδιόμορφο στυλ γραφής που άλλοτε θυμίζει αυτοβιογραφία, άλλοτε δοκίμιο και άλλοτε μυθιστόρημα, να σε κρατήσει ως το τέλος.
Η μεγάλη αξία του βιβλίου έγκειται στα ζητήματα που αναπτύσσονται. Η συγγραφέας μέσα από αυτό το γράμμα-αφήγηση στην κόρη της, αναδεικνύει τις δυσκολίες της ασθενείας, της καθημερινής φροντίδας ενός παιδιού με σοβαρά πρόβληματα υγείας, της συνύπαρξης, του γυναικείου ρόλου ως μητέρας, αλλά και ως αυτόνομης ύπαρξης. Χωρίς ηρωισμούς και εύκολες λύσεις. Συγχρόνως, κατορθώνει με ανάγλυφο τρόπο να αναδείξει όλες αυτές τις παραμέτρους ως ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, με αναφορές στο δικαίωμα της άμβλωσης, στην έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας.
Στο αυτοβιογραφικό Σαν Αέρας, (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ψυχογιός), η Ιταλίδα χορεύτρια και δοκιμιογράφος Άντα Ντ’ Αντάμο [Ada D' Adamo] απευθύνεται στην κόρη της, Ντάρια (Ντ’ άρια = σαν αέρας), την οποία πρόκειται σύντομα να αποχωριστεί. Το βιβλίο ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβρη του 2023, η συγγραφέας πεθαίνει από καρκίνο του μαστού τον Απρίλιο του 2024 και τον Ιούλιο λαμβάνει μετά θάνατον το σημαντικό βραβείο Strega. Ο αποχαιρετισμός προς την κόρη της είναι μια νηφάλια ανασκόπηση της κοινής τους ζωής, γεμάτη τρυφερότητα, οικειότητα αλλά και το διαρκές πένθος για μια άλλη πραγματικότητα.