Ένας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του.
Αναχώρηση - άφιξη Περιπολία Η Βοβούσα Ένα ζαρκάδι Μικρή και μεγάλη άρκτος Το μαγεμένο αγριογούρουνο Τα ρολόγια Σάββατο Το άδειο ντιβάνι Ο ποιμενικός Με τους ορειβάτες Άνθρωποι σε ρόλο μαριονέτας Οι δυο σκανδάλες Στο τηλεφωνείο Στον Κήπο της Έλλης Η ξυλόσομπα Άσπρο, μαύρο Του Μεσονυκτικού Ξέφωτο Η παραδοχή Στο Κίνικ Μονόπρακτο δωματίου Ξεφώλιασμα Η Φραγκίτσα Προετοιμασίες Παραμονή Άγια νύχτα Χριστούγεννα Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων Το χελιδόνι, η μνήμη Τα δέντρα που γελούν με τους ανθρώπους Παραμονή Πρωτοχρονιάς Πρωτοχρονιά Γενάρης Σήραγγες από φως Περί ανέμων Χιονισμένες πλαγιές Η κούνια Η καταιγίδα Επάνοδος Τα χρωστούμενα Γίγαντες και επαγγελματίες Κορομηλιές Στο αρκουδόρεμα Πάλι εδώ έρχεσαι Το ψιλικατζίδικο Γκρέμισμα - χτίσιμο Το ζητούμενο, η ευτυχία Συνάντηση Η Πιρουσιάνα
Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Οι γάτες του ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου (Το Ροδακιό, 2012), Βένουσμπεργκ (Αντίποδες, 2015), Παλαιστές (Ποταμός, 2016), Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε (Ποταμός, 2017), Ζαχαρίας Σκριπ (Ποταμός, 2019), Ιστορίες της Μάντσας (Θράκα, 2020), Ο δον υπαστυνόμος (Αντίποδες, 2020), Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους (Ποταμός, 2022).
Αυτός ο χειμώνας, Δημήτρης Καρακίτσος (Αντίποδες, 2024)
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου, ο Στέργιος, ο πρωταγωνιστής, κάνει εδώ και χρόνια μια εποχική δουλειά που για μένα βρίσκεται στα όρια του ιδανικού: περνάει τους χειμώνες ως φύλακας ενός άδειου (κατά τους χειμερινούς μήνες) ορεινού χωριού της Μακεδονίας. Παρότι τα προηγούμενα χρόνια υπήρχαν και άλλοι (έστω λίγοι) φύλακες μαζί του, ο χειμώνας του μυθιστορήματος είναι ο πρώτος που ο Στέργιος θα περάσει ολομόναχος. Στην απομόνωση του χιονισμένου βουνίσιου τοπίου ο Στέργιος κοινωνεί με τη φύση και έρχεται αντιμέτωπος με πρακτικά προβλήματα, με την έλλειψη ανθρώπινης επαφής και με το παρελθόν, τον αέναο σύντροφό του. Η όλη υπόθεση εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια επιλογή που εντείνει την αίσθηση της απομόνωσης, απουσία ίντερνετ και κινητών τηλεφώνων.
Το θέμα του μυθιστορήματος με άγγιξε ιδιαίτερα – η ζωή σε έναν μικρό οικισμό στο βουνό αποτελεί διακαή πόθο, ιδίως μάλιστα όταν περιλαμβάνει μια απόλυτη (αν και προσωρινή) απομόνωση από την ανθρωπότητα. Προφανώς συντονίστηκα και με το θέμα της αστικοποίησης και της εγκατάλειψης των χωριών, που διαπερνάει το έργο. Ο συγγραφέας χειρίζεται τα ζητήματα αυτά με ευαισθησία και μεράκι, χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις αλλά και δίχως να επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επί του πρωταγωνιστή και του αναγνώστη.
Χρησιμοποιώντας λιτή, μετρημένη και νηφάλια πρόζα (κάτι που εκτίμησα ιδιαιτέρως, μιας και ο γλωσσικός πλουραλισμός παλιότερων έργων του είχε την τάση να με λιγώνει) ο Καρακίτσος αντικρίζει τη φύση με σεβασμό και δέος, αντλεί από καταστάσεις γνώριμες για όσους έχουν κάποια επαφή με την ορεινή επαρχία, ανακατεύει ρεαλιστικές ιστορίες με παραμυθένιες αφηγήσεις (η Φραγκίτσα, ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια, διηγείται τον γνωστό θρύλο της μαμής που πρέπει να ξεγεννήσει τη γυναίκα του βρυκόλακα) και εικονογραφεί με αξέχαστο τρόπο τα δύο περιβάλλοντα του πρωταγωνιστή: τόσο το ορεινό τοπίο όσο και το εσωτερικό του σπιτιού (ανά διαστήματα καταφύγιο γεμάτο θαλπωρή, ανά διαστήματα αφόρητο κελί). Με μαεστρία σκιαγραφείται και ο ίδιος ο Στέργιος, τραχύς άνθρωπος (πραγματικός ranger του βόρρά, θα έλεγε κανείς) που αναζητά τη συντροφιά στο δάσος και σε εκκλησιαστικά βιβλία, στο ραδιόφωνο και στις αναμνήσεις του. Ο χαρακτήρας του αποτελεί τρόπο τινά μια αποκρυστάλλωση του ρήγματος ανάμεσα στην πόλη και την επαρχία, του ασυμβίβαστου της ζωής στο βουνό με τον πόθο για μια φυσιολογική ζωή με ανθρώπινη αγάπη.
Ένα πανέμορφο βιβλίο (με επίσης υπέροχα ταιριαστό εξώφυλλο), μέρη του οποίου ήδη με τραβάνε να τα επισκεφτώ ξανά. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
Είναι αλλιώτικη η ζωή στα βουνά. Ώρες ώρες, οι μέρες μοιάζουν με χαλασμένη βρύση. Σταγόνες που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς. Σαλιγκάρια που πέρασαν ρόδες από πάνω τους. Κι όμως, είναι τόσο όμορφα. Δες, για παράδειγμα, πώς μυρίζει το δάσος την άνοιξη. Έρχεται το χωριό και σε στολίζει με γιρλάντες από αρχέγονο αέρα. Σε βαφτίζει στα νερά της Φαντίνας. Στα πηχτά του ηλιοβασιλέματα, την ώρα που σηκώνεται το αγιάζι. Τι και αν σου ζητά για αντάλλαγμα την ελευθερία σου. Όλοι αυτό σου ζητούν, στο κάτω κάτω.
Χειμώνας του 1989. Για άλλον ένα χειμώνα ο Στεργιος αναλαμβάνει θέση φύλακα στα ορεινά των Γρεβενών και τις Πινδου. Μόνος του αυτή τη φορά. Έχει προετοιμαστεί και γνωρίζει πόσο δριμύς μπορεί να γίνει ο χειμώνας εκεί πάνω. Όμως, του αρέσει. Απολαμβάνει τη μοναξιά αλλά για πόσο;
Μερικές φορές δεν χρειάζεται μια ιστορία ή μια φτιασιδωμένη γλώσσα για να σε αγγίξει ένα βιβλίο. Αυτό κατάφερε ο συγγραφέας να κάνει με το συγκεκριμένο βιβλίο.
Με πήρε μαζί του ο Στεργιος στις περιπολίες του. Μου έδειξε τη φύση και την ομορφιά της ησυχίας του δάσους. Αλλά και το σκληρό πρόσωπο που δείχνει ο χειμώνας- για αυτό ρέω πρέπει να τον αψηφάς. Στις αναπολήσεις του ήρωα, του κρατούσα παρέα, πότε με τον καφέ, πότε με ένα ποτήρι κοκκινέλι. Κατανόησα την ανάγκη της μοναχικότητας του αλλά και την έλλειψη μιας συντροφιάς. Κι όλα αυτά με λιτή πρόζα, απαλλαγμένη από φιοριτούρες και ντοπιολαλιές.
Ενα βιβλίο ήσυχο και ταυτόχρονα δυνατό.
«Τίποτα δεν σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όσο το χιονισμένο δάσος. Τα χρώματα ατονούν και ξεθωριάζουν, το καφέ γίνεται γκρι και το πράσινο μαύρο, ο ουρανός ξεβάφει, ότι δεν είναι σύννεφο χάνεται στο λευκό, σε ένα λευκό που εκμηδενίζει όποιο στοιχείο αποπειραθεί να του προσθέσει τρίτη διάσταση. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι το ποτάμι. Τα νερά που κυλούν σιωπηλά και οι κρύσταλλοι στα βράχια, η απόκοσμη σιωπή, λες και οι ήχοι που συνοδεύουν την κίνηση μουδιάζουν κι αυτοί από το κρύο.»
" Υπήρχαν τα δέντρα και ο ίσκιος των δέντρων. Το χορτάρι. Τα χρώματα του σούρουπου. Οι στροβιλοι του Αράου Άλμπου και τα νερά. Τα μενεξεδενια άνθη της Κενταύρειας, το παγωμένο χιόνι. Η μυρωδιά της οχθης και οι καταιγίδες. Η απόχρωση της φτερης, τα βράχια, οι οξιές και τα ρόμπολα, που γέρνουν στο έδαφος μόλις γεράσουν. Υπήρχαν στανες, τα κατσίκια και τα πρόβατα, τα ξύλινα κουτάλια. Τα υφαντά. Οι βίδρες, οι νανοχέντρες και οι χελώνες. Οι γουστερες. Οι αγριόγατες. Το νερό της Φαντίνας. Το πάτωμα του ναού του Αγίου Γεωργίου και οι φθαρμενοι άγιοι στους τοίχους. Η τριχιά της καμπάνας του Αγίου Νικολάου. Το μεσοχώρι, το καφενείο, οι παρέες. Η λύπη όταν πρέπει να φύγεις από το χωριό, και η χαρά όταν γυρίζεις. Η συγκίνηση. Ο χειμώνας που τελείωνε.
Ήταν η ψυχή του δάσους, άγρια, αγερωχη μέσα στο σώμα του ζώου. Ήταν η ψυχή των βουνών, η ψυχή της βόρειας Πίνδου. Ήταν η ψυχή του στην ολότητά της, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Ο Στέργιος έκανε ένα βήμα πίσω. Συγκινημένος, σήκωσε το όπλο κάθετα και πυροβόλησε."- Δημήτρης Καρακίτσος, "Αυτός ο Χειμώνας", σ. 172, Αντίποδες
ΥΓ Χθες βράδυ τελείωσε αυτό το πολύ ευσυνοπτο, άρτιο -γραμματικα, λεξιλογικα και συντακτικά- βιβλίο των 176 σελίδων, το οποίο ήταν μαζί μου στον πιο δύσκολο χειμώνα μου. Από το Δεκέμβριο του 2024 έως χθες. Ένας χειμώνας σαν αυτόν που έζησε ο Στέργιος στο Περιβόλι. Με τα ίδια ακριβώς συναισθήματα, τις μοναξιες, τις κουβέντες στον εαυτό, τα δάκρυα, τις στιγμές που θες να μιλήσεις κάπου αλλά δεν βρίσκεις. Μια ολόκληρη εποχή δεν τολμούσα να το ανοίξω γιατί βλέπετε ο χειμώνας και η εσωτερική αναμέτρηση είναι δύσκολο έργο. Υπήρχε όμως η φύση και για μένα. Τα χρώματα, το χιόνι, το κρύο, ο αέρας, τα δέντρα, τα πουλιά, οι αλεπούδες, τα είδη βροχής. Θα ήθελα να πω και τούτο γιατί όσο διάβαζα θυμήθηκα κείμενα, ποιηματα και μουσικές για το χειμώνα από τότε που ήμουν στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Θα αφήσω δύο ποιηματα που περιγράφουν το βιβλίο του Δημήτρη το ένα είναι της Christina Rosettti- A Christmas Carol: In the bleak midwinter, frosty wind made moan, Earth stood hard as iron, water like a stone; Snow had fallen, snow on snow, snow on snow, In the bleak midwinter, long ago. Και το έτερο είναι μια υπέροχη εκδοχή του χειμώνα από τον Όμηρο [Ρ569] «χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν επί χθονί» Ευελπιστώ ότι αρκετοί γονείς, καθηγητές, δάσκαλοι και απλοί αναγνώστες-ούτε δημοσιογραφοι, ούτε μπλογκερ, ούτε περισπουδαστοι- θα μπουν στον κόπο να διαβάσουν αυτές τις σελίδες και να νιώσουν το χειμώνα, τα χρώματα, τις μυρωδιές, τον τόπο τους, τις γεύσεις, τα συναισθήματα και στην τελική την ελληνική χλωρίδα και πανίδα που δυστυχώς χάνεται μέρα με την ημέρα και χρόνο με το χρόνο.
This entire review has been hidden because of spoilers.
Οι περιγραφές του για την ελληνική επαρχία και γενικότερα για την φύση είναι εντυπωσιακές.Οι αναφορές του επισης σε όνειρα, μύθους και παραδόσεις υπέροχες!!
Ένας άνδρας, μόνος με τη φύση και τις σκέψεις του.
Ο ήρωας μας είναι φύλακας: προσέχει ένα ορεινό ελληνικό χωριό, εγκαταλελειμμένο και πνιγμένο στο χιόνι. Περνάει τον καιρό του ολομόναχος στην απεραντοσύνη του χιονιού, στο έλεος του χειμώνα. Κάποιες φορές νιώθει τη μοναξιά, αλλά ο καιρός δε βοηθάει ούτως ή άλλως τα σχέδια του. Και σκέφτεται, κομμάτια του παρελθόντος που έρχονται να του θυμίσουν ότι οι αποφάσεις του είναι που που τον οδήγησαν σε αυτήν τη ζωή.
Ο Δημήτρης Καρακίτσος κατάφερε σε λίγες σελίδες, με πανέμορφη γραφή, να περιγράψει την σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, την επιβλητικότητα των στοιχείων της φύσης αλλά και το μόνιμο επιχείρημα της μοναξιάς, τόσο με ή χωρίς παρέα.
Μικρό και παράλληλα επιβλητικό, και πιστεύω θα είναι από αυτά στα οποία θα ανατρέχω συχνά.
Για το συγκεκριμένο βιβλίο είχα πολλές προσδοκίες καθώς το θέμα με αγγίζει ιδιαίτερα. Όμως κάτι με έχασε τελείως. Ήταν ανιαρό αλλά χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι η γραφή σχετιζόταν με την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ένα σημείο σχεδόν στη μέση ξεχώρισα που σε μια συζήτηση ο πρωταγωνιστής εξηγεί τη σχέση του με το χωριό.