Προς το τέλος του 1940, ο νεαρός μετεωρολόγος Χάρης Χωματάς αποφασίζει να μελετήσει συστηματικά το κλίμα της Αθήνας, προσδοκώντας ότι κάποτε, με βάση τα πορίσματά του, η πόλη θα πολεοδομηθεί κατά το δυνατόν εκ νέου. Λίγο αργότερα ο γεωπόνος Αντώνης Αστεριάδης ξεκινάει μια εξίσου εξαντλητική έρευνα για τους λαχανόκηπους της πρωτεύουσας, αναδεικνύοντας τον αποφασιστικό ρόλο τους κατά την πολεμική περίοδο, αλλά και ελπίζοντας να ωθήσει τη μεταπολεμική τους ανάπτυξη. Και οι δυο παίρνουν σβάρνα τις γειτονιές της Αθήνας και περνάνε "το πλείστον των τρομερών κατοχικών ετών" συλλέγοντας στοιχεία.
Οι δυο ερευνητές γνωρίζονται και γίνονται φίλοι. Αμφότεροι ζουν τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής, όμως αρνούνται να επιλέξουν στρατόπεδο, επιμένοντας να επικεντρώνονται στο επιστημονικό τους έργο, υπέρ της κοινωνίας. Με τέτοια μυαλά, απομονώνονται πολιτικά και απειλούνται απ' όλες τις πλευρές.
Ο Χωματάς κι ο Αστεριάδης αποτελούν συγγραφικές μεταλλαγές υπαρκτών προσώπων. Η μεταπολεμική Αθήνα ούτε πολεοδομήθηκε εξαρχής, ούτε νέους λαχανόκηπους απέκτησε - εμείς, όμως, οι αναγνώστες κερδίζουμε αφενός μεν μιαν εικόνα για το τι σημαίνει εμμονή στην επιστημονική έρευνα και αφετέρου μια θέαση της Κατοχής αποκλίνουσα από τα συνήθη στερεότυπα. Συνεπώς το μυθιστόρημα αυτό μπορεί εκ του ασφαλούς να κατηγορηθεί ως απάδον προς τις υγιείς, ηρωικές και φρονηματικές εκείνες αρχές επί των οποίων στηρίζεται η κρατούσα κατοχική ιστορία "και των δύο ημισφαιρίων", όπως θα έγραφε ο Άρης Αλεξάνδρου.
1940: "ΠΑΡΘΕΝΑ ΒΑΘΥΣΤΟΧΑΣΤΑ ΙΛΑΡΗ" (82 κομμάτια) 1941: Η ΓΙΑΝΝΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ (87 κομμάτια) 1942: Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΜΟΝΟΜΑΝΙΑ (99 κομμάτια) 1943: ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ ΜΑΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ (92 κομμάτια) 1944: "ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΛΑ, ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗ "Χ"" (107 κομμάτια) ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΟΦΕΙΛΕΣ
Ο Δημήτρης Φύσσας γεννήθηκε το 1956 στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος νεοελληνικής φιλολογίας και πολιτικών επιστημών. Πέρασε από τα κόμματα της Αριστεράς, εργάστηκε σ' ένα εργοστάσιο και σε δύο βιβλιοπωλεία, έγραψε λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες, αρθρογράφησε σε ποικίλα έντυπα, δίδαξε το μάθημα της έκθεσης σε φροντιστήρια άλλων και σε δικά του. Σήμερα ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα Γλώσσας-Λογοτεχνίας, εταιρική, και πολιτική επικοινωνία/κειμενογραφία, επιμέλεια κειμένων, λεξικογραφία, βιβλιοπαρουσίαση, αθηναιογραφία. Συνεργάζεται με τις εφημερίδες "Athens Voice" και "Athens Review of Books"
Ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Δημήτρη Φύσσα προκαλεί με την βαθιά ειρωνεία του τον αναγνώστη και κλείνει πονηρά το μάτι σ’ όποιον αγγίξει το βιβλίο. Το εξώφυλλο των εκδόσεων Εστία είναι μια νοσταλγική φωτογραφία που έχει την εξής ιδιαιτερότητα, αν και παραπέμπει σε μια χαμένη αισθητική της παλιάς Αθήνας είναι σύγχρονη: ένα στενό, ισόγειο σπίτι και γλάστρες έξω από την πόρτα της αυλής.
Η λέξη καιροσκόπος σημαίνει άνθρωπο χωρίς αρχές που καιροφυλακτεί και αρπάζει οποιαδήποτε ευκαιρία του προσφέρεται και έτσι συχνά αλλάζει στρατόπεδο, πολιτική τοποθέτηση, φίλους, συμμάχους κ.λπ. Ο ένας από τους δυο ήρωες του βιβλίου είναι καιροσκόπος με την έννοια ότι κατασκοπεύει τον καιρό, δηλαδή μετεωρολόγος και με βαθιά πίστη στην επιστήμη του και σε ό,τι αυτή μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο και στην κοινωνία. Το βαθύ δράμα του ήρωα είναι η προσήλωσή του στον ορθολογισμό και στην θέση που θα πρέπει να καταλάβει το άτομο σε μια αξιοκρατική κοινωνία. Την θέση του αυτή μοιράζεται μ’ έναν άλλο επιστήμονα γεωπόνο και δημόσιο λειτουργό, και ο δεύτερος μελετά τους λαχανόκηπους της κατοχικής Αθήνας και την επισιτιστική κάλυψη των αναγκών σε μια περίοδο κρίσης, της πολεμικής κατοχής της Αθήνας από τους γερμανούς. Όσο κι αν το θέμα φαίνεται νοσταλγικό και εξειδικευμένο σκιαγραφεί το πεπρωμένο κάθε μεγαλούπολης στον δυτικό κόσμο, έτσι όπως το σάρωσε η ανάπτυξη στα τέλη του 19ου αιώνα. Και τέλος ο β’ παγκόσμιος πόλεμος ήρθε και διέγραψε όλο το παρελθόν που είχε απομείνει για να μας θυμίζει πως ήταν ο αρχαίος κόσμος κάποτε. Η κατοχική Αθήνα είναι το σκηνικό των μικροσυγκρούσεων στο περιθώριο της ιστορίας που πίσω από την κρίση καθορίζουν αυτή την αλλαγή. Στο περιβάλλον των ηρώων κυριαρχεί η αισχροκέρδεια, η απανθρωπιά και αγεφύρωτα πολιτικά μίση. Ο καιροσκοπισμός είναι η μόνη ορθολογική ατομική στάση που μπορεί να αποδώσει οικονομικά οφέλη μια και η διάλυση της κοινωνίας είναι προφανής. Κι όμως ο μετεωρολόγος και ο γεωπόνος, ο ήρωας και η σκιά του, ελπίζουν. Κάνουν αυτό που η κοινωνία έχει σαν στήριγμα για να αντέξει, σκέπτονται το μετά, όχι σαν άτομα αλλά σαν πολίτες. Σήμερα το 2014 μόνο η γενιά των πενηντάρηδων έχει μια θολή εικόνα για την πρωτεύουσα όπως ήταν κάποτε. Μπορεί από τις περιγραφές του βιβλίου να βρει κάποια σημάδια και να συσχετίσει το κείμενο με τον τόπο. Νομίζω ότι είμαστε η τελευταία γενιά κάθε δυτικής μεγαλούπολης που μπορεί να κάνει αυτή την σύνδεση μεταξύ του αρχαίου και του βιομηχανικού τοπίου. Γι’ αυτό το λόγο δεν με ξένισε ο τρόπος γραφής και η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος του Δ. Φύσσα. Το κείμενο δεν ακολουθεί τους κανόνες της πλοκής του ευπώλητου βιβλίου, μα δεν υπάρχει κανείς που να βρει σε αυτό ούτε μια δυσνόητη παράγραφο. Η ορθογραφία του ανατρέχει στη γλώσσα που μιλιόταν την περίοδο 1935-1960 και εικονοποιεί με τον κουτσομπόλικο τρόπο των λέξεων μια ακόμα υπόγεια σύγκρουση της κοινωνίας. Τέλος ο χωρισμός σε παραγράφους παραπέμπει σε τουριστικό οδηγό όπου τα αξιοθέατα είναι οι τιμές των προϊόντων με την κατάρρευση της αγοράς, τα καλλιεργούμενα στρέμματα της Αττικής γης, μαζί και ο πόλεμος για το νερό και φυσικά η μεταβολή της θερμοκρασίας από το 1899-1943. Είναι ένα κείμενο που θυμίζει έντονα τον Παυσανία που σημείωνε διεξοδικά τον κόσμο μεταξύ 800 Π. Χ. και 145 Μ.Χ. που τον είχε μελετήσει με πάθος και ήθελε να τον περιγράψει με ακρίβεια. Αυτός είναι ο Δημήτρης Φύσσας και το πάθος του για το ποιοι είμαστε και από που ερχόμαστε μας παρασέρνει.
Ενδιαφέρον, ελκυστικό μυθιστόρημα, που δεν αρκείται στα ''πείνα, κατοχή, αντίσταση κτλ'', αλλά στην επιστημονική εμμονή των πρωταγωνιστών την περίοδο 1940-1944.
Ένα πολυφωνικό γραπτό, είναι ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος. Δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα - ο βιογραφική αφήγηση και η παράθεση ερανισμάτων μάλλον κάνει δύσκολη την κατηγοριοποίησή του.
Δύσκολη κάνει και την ανάγνωσή του: πολλές φωνές, να μιλάνε, να αφηγούνται, άλλοτε συντόμως να παρεμβαίνουν με σκέψεις, αναθέματα. Ο καιροσκόπος (μετεωρολόγος) και ο φίλος του ο κηπουρός () παραθέτουν την πρόοδο των ερευνών τους. Εν μέσω κατοχής, ακόπιαστα, προσπαθούν να φέρουν εις πέρας καθείς το βιβλίο του. Κόντρα στις κακουχίες. Μα και κόντρα στον αγώνα τον αντιστασιακό, τον οποίο κρίνουν και κατακρίνουν. Κι εδώ μπορώ να πω πως ο αναγνώστης μπορεί να ενοχληθεί από αυτή την την απαξίωση και την εξύψωση του επιστημονικού του κάματου ως ύψιστης μορφής αγώνα, έναντι στα ¨ελαφρομυαλιά¨ ξεκοιλιάσματα των αντιστασιακών. Μάλιστα ο ένας εκ των δύο φτάνει στο σημείο να σκεφτεί πως οι Γερμανοί θα είναι χαρούμενοι που θα φύγουν από το τρελοκομείο της Ελλάδας -σχόλιο πάνω στον ασύντακτο, ατίθασο χαρακτήρα του Έλληνα. Ξεχνάει ο πρωταγωνιστής πως επρόκειτο για κατακτημένο λαό;
Δε θα ασχοληθώ με το ιδεολογικό κομμάτι του βιβλίου -το οποίο είναι αμφίβολης χροιάς- αλλά για το υφολογικό. Προσοχή, λοιπόν, στον δυνητικό αναγνώστη: είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερο, είναι η καταγραφή της Ελλάδας της Κατοχής, μέσα από σταχυολογήσεις τιμών σιτηρών, τιμολογίων παροχής νερού και άρδευσης, συμπερασμάτων επιστημονικών για τα μικροκλίματα της Ελλάδος. Μέσα από θραύσματα συντάσσεται μια ιστορία προσχηματικού χαρακτήρα.
Δεν το βαθμολογώ το βιβλίο. Δε νομίζω πως εντάσσεται εύκολα στα βιβλία που βαθμολογεί ο Έλληνας αναγνώστης εδώ. Αμφίβολο αν υπάρχει αναγνώστης για αυτό το βιβλίο. Μα ίσως έτσι ακριβώς συμπλέει με αυτή την δουλειά ο Φύσσας με τους ήρωες του βιβλίου του, που έγραφαν και αγωνίζονταν με τον ίδιο τους τον εαυτό, για ένα ανύπαρκτο αναγνωστικό κοινό.