Μια απελπισμένη γυναίκα στην εμμηνόπαυση αρχίζει να βλέπει παράξενα όνειρα -με Παναγίες, τίγρεις, αγελάδες, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τη Μέριλυν Μονρόε, τη μητέρα του Μπενίτο Μουσσολίνι-, όνειρα από τα οποία ξυπνάει κάθε βράδυ στις 4:30 ακριβώς. Για να ερμηνεύσει τη νυχτερινή ζωή της, επιδιώκει συναντήσεις με τις γυναίκες της οικογένειας: την κόρη, την αδερφή και τη μητέρα της. Κι ενώ οι συζητήσεις αρχίζουν να ξεμπλέκουν το κουβάρι της κοινής τους ζωής, τα όνειρα ξαφνικά σταματούν. Στρέφεται τότε σε άλλες γυναίκες, από τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη ως μια δεκάχρονη Αφγανή που αποχωρίστηκε ξαφνικά τη μαμά της. Κι αρχίζουν να παρελαύνουν στρατιές γυναικών που γεννούν, υιοθετούν, φροντίζουν ή αρνούνται να φροντίσουν. Καθώς οι εξομολογήσεις τους συσσωρεύονται και διανθίζονται από τεστ γνώσεων, επιτραπέζια παιχνίδια, παραμύθια, μαθήματα ετυμολογίας, θρησκευτικών και ζωολογίας, οι εμπειρίες τους εγκιβωτίζονται η μια μέσα στην άλλη, όπως τα μωρά στις κοιλιές των μαμάδων τους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου (English: Amanda Michalopoulou) είναι βραβευμένη Ελληνίδα συγγραφέας, με έργα μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες. Έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και το NEA, ενώ γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα και βιβλία για παιδιά.
Το βιβλίο της Μιχαλοπούλου για μένα ήταν μια εμπειρία. Πέρα από το κριτικό κομμάτι που αναπτύσσω στο κείμενο, θέλω να καταθέσω αρχικά και τα συναισθήματά που με εκανε να νιωσω: δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψα διαβάζοντας ένα βιβλίο, αλλά το συγκεκριμένο με έκανε να κλάψω στο κομμάτι που περιγραφει την Ελένη Τοπαλούδη. Ο τρόπος που απαριθμεί η μητέρα της τα βιβλία που διάβαζε η Ελενη, ο τροπος που περιγράφεται ως ένα παιδί αγαπημένο, όλα ζωγραφίζουν ένα πορτρέτο της απαλλαγμενο απο τη βια που της επέβαλαν και αυτό αποτελεί ίσως μια καθυστερημένη λυτρωση στο συλλογικο τραυμα που μας αφήνουν αυτές οι οικτρες εκφράσεις της σεξιστικής βίας. Και νομίζω πως σε τελική αναλυση αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου, πέρα από όλα αυτά που αναφέρω στην κριτική: η ανθρωπινότητά του, η αλήθεια του, η γυναικεία του ταυτότητα.
Η Μιχαλοπούλου επιλέγει την Παναγία ως την αρχετυπική μητρική φιγούρα, κάτι που αντιπροσωπεύει μια πραγματικότητα όχι απλώς στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη τη δυτική παράδοση. Η κατά τον Γιούνγκ «μεγάλη μητέρα» στο συγκεκριμένο πλαίσιο απομυθοποιείται, εξανθρωπίζεται και αποτελεί έναν καθρέφτη ενδοσκόπησης για την ηρωίδα.
Βέβαια, αν λάβουμε υπόψη τη θεωρία του Γιούνγκ, το μητρικό αρχέτυπο είναι προγενέστερο της χριστιανικής φιγούρας της Μαρίας, κάτι που σημειώνει και η ίδια η συγγραφέας στη σελίδα 262, όπου λέει η Μαρία: «Είμαι η φύση των πραγμάτων (...) Ξέρεις πόσα ονόματα έχω; Πόσο παλιά είμαι; Είμαι υπεραιωνόβια», αλλά και στα σημεία που η Μιχαλοπούλου εύστοχα συνδέει τα πολλά πρόσωπα της Παναγίας με αρχαιοελληνικές θεές όπως τη Δήμητρα, που αποτελεί εκτός των άλλων και προστάτιδα της μητρότητας. Χωρίς να σταματά εκεί, κάνει λόγο και για τον συγκρητισμό που παρατηρείται σε αρκετές θρησκείες, όπου απαντάται αυτή η μητρική φιγούρα που φαίνεται να συνδέεται αρκετές φορές με μια έμμεση λατρεία της θηλυκότητας, χωρίς να απολύει τον σεξισμό που τη συνοδεύει.
Η Παναγία του μυθιστορήματος είναι μια Παναγία εξανθρωπισμένη, που καταλήγει να ενσαρκώνεται στα πιο ασύμβατα πρόσωπα: σε ποιήτριες, αισθησιακές ηθοποιούς, σε μάνες δολοφονημένων κορών, σε τραγουδίστριες, στην ίδια τη Μιχαλοπούλου, στην κάθε γυναίκα, ακόμα και σε μια πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα (στη σελίδα 159 γίνεται μια πνευματώδης μνεία και για το βιογραφικό της: «Η Μαρία Π. γεννήθηκε, πέθανε και αναστήθηκε. Έκτοτε ζει ανάμεσά μας»).
Η συγγραφέας συνειδητά υπονομεύει τις κριτικές θεωρίες του παρελθόντος και τις κυρίαρχες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της γυναικείας εμπειρίας, τόσο σε διαπροσωπικό επίπεδο, όσο και σε συγγραφικό. Στη φροϋδική προσέγγιση, η οποία έχει επηρεάσει βαθιά τη δυτική λογοτεχνική θεωρία, αντιπροτείνει την Τζούλια Κρίστεβα («Γιατί κάρτες του Ζίγκμουντ Φρόυντ και όχι της Τζούλια Κρίστεβα;», σελ. 140), ενώ ως αντίβαρο στον φθόνο του πέους, προτείνει τον φθόνο της εγκυμοσύνης («Η μαιευτική μέθοδος γεννήθηκε από άνδρες που 1. Σκότωναν τον χρόνο τους φιλοσοφώντας 2. Φλέρταραν περπατώντας 3. Ζήλευαν την εγκυμοσύνη», σελ. 300)
Αυτό το χαρακτηριστικό διαφαίνεται και διαλογικά στη σύσταση του βιβλίου, όπου ενσωματώνεται πρακτικά μια αφήγηση που αντιβαίνει στην γραμμικότητα της παραδοσιακής ανάγνωσης ενός κειμένου και αγκαλιάζει την διακειμενική προσέγγιση της Κρίστεβα που ξεπερνά τα δίπολα και διαρρηγνύει τα σύνορα μεταξύ του σώματος, της ταυτότητας και της γλώσσας. Υπό αυτή την οπτική, η μίξη της ρευστότητας των ονείρων και της πραγματικότητας, καθώς και της μεταμυθοπλαστικότητας με τη συγγραφική αποστασιοποίηση, συνιστά απόπειρα διαρραγής των παραδοσιακών αφηγηματικών τεχνικών.
Η διακειμενικότητα κατέχει κομβικό ρόλο στο μυθιστόρημα, ενώ είναι πολλαπλή και πολυδιάστατη. Πέρα από τις πλούσιες ρητές αναφορές της Μιχαλοπούλου σε φιλοσόφους και συγγραφείς, αλλά και σε ταινίες, τραγούδια και πίνακες (από τις νωπογραφίες με Μαντόνες του Τζιότο έως τις «οικογενειακές» απεικονίσεις του Ρέμπραντ μαζί με τον Ιησού και τον Ιωσήφ), η συγγραφέας ενσωματώνει επιτυχώς και το μιντιακό discource. Ήδη από τη σελίδα 20, η Παναγία, εκτιθέμενη στις διαφημίσεις του διαδικτύου, παίρνει μια γεύση του έμφυλου διαδικτυακού καπιταλισμού, με προσφορές επιμήκυνσης πέους και μαθημάτων squirting. O μιντιακός λόγος παρουσιάζεται παράλληλα και ως καταπακτή απαισιοδοξίας που όμως ανασύρει υπαρκτά προβλήματα εντός του ορίζοντα του μετανεωτερικού υποκειμένου. Έτσι, στον καμβά του μητρικού φάσματος κάνουν την εμφάνισή τους και οι μορφές των μητέρων «τεράτων», των παιδοκτόνων, αλλά, στον αντίποδα, και οι μορφές των πνιγμένων παιδιών των προσφύγων στις θάλασσες.
(Το πλήρες κείμενο της κριτικής θα το βρείτε στην bookpress όπου έγινε και η πρωτη δημοσίευση)
Το Μακρύ ταξίδι της μίας μέσα στην άλλη της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι ένα βιβλίο που σε οδηγεί σε μια σπάνια αναγνωστική εμπειρία. Το γράψιμό της χαρίζει εσωτερική ηρεμία και σε προσκαλεί να χαθείς μέσα στις σελίδες του, με ευγενικό και λεπτό χιούμορ που λειτουργεί σαν ανάσα ανάμεσα στη στοχαστικότητα του έργου.
Η πολυεπίπεδη έρευνα που στηρίζει το βιβλίο είναι εμφανής και αποδίδει καρπούς, ενώ το κείμενο ισορροπεί ανάμεσα σε σουρεαλιστικά και φεμινιστικά στοιχεία, δημιουργώντας έναν κόσμο που ταλαντεύεται γοητευτικά ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.
Οι διαδρομές της αυτογνωσίας και της εσωτερικότητας, η διερεύνηση της μητρότητας και η παγκόσμια σύνδεση μητέρας και κόρης μέσα από έναν «συμπαντικό ομφάλιο λώρο» οδηγούν στην τελική κατάληξη: στο απόλυτο Ένα, που περιλαμβάνει και αγκαλιάζει κάθε διαφορετικότητα. Το θηλυκό στοιχείο αναδεικνύεται έτσι σε θεϊκή αρχή, σε θεμέλιο του ίδιου του είναι.
Ένα βιβλίο καθόλου ελαφρύ, μα εξαιρετικά ενδιαφέρον∙ αξίζει να διαβαστεί, γιατί ανταμείβει πλουσιοπάροχα τον αναγνώστη.
Ίσως σε κάποια σημεία σας χάσει και το χάσετε αλλά σίγουρα αξίζει τον χρόνο σας! Τούτο το βιβλίο είναι πολλά, η ανάρτησή μου στο ινστα είναι ιδιαίτερα φορτισμένη και ίσως όχι αντιπροσωπευτική -γιατί, τι να πρωτοπείς; Διαβάστε το!
«γιατί μας αρέσουν οι κουζίνες, τα αμπαζούρ με χαμηλό φωτισμό, οι εσωτερικές σκάλες, τα κεριά, οι τριανταφυλλιές στον κήπο; / τι είναι το σπίτι, η πόρτα, τα παράθυρα; γιατί χωρίζουμε τον κύβο σε μικρότερους κύβους, να μη μας βλέπει κανείς, πέρα από τους ανθρώπους που μας βλέπουν συνεχώς, την οικογένειά μας; είναι το σπίτι απομίμηση ζεστής κοιλιάς; κι αν δεν έχει θέρμανση, είναι κοιλιά ψυχρής μάνας; γιατί φτιάχνουμε από το σπίτι μια οικουμένη; μυρμηγκοφωλιές για υπομονή, σπηλιές αρκούδων για βαθύ ύπνο, φωλιές πουλιών, φάτνες, κοτέτσια;»
το ότι διάβαζα την προσευχή στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ενώ άκουγα το τελευταίο μέρος του everything is romantic ήταν religious experience θα γράψω περισσότερα σε λίγες μέρες, θέλω να ανασυρω ο,τι ηχητικό έχω στείλει σχετικό με το βιβλίο, να τα γράψω όλα
Είχα καιρό να τελειώσω βιβλίο σε ώρες αναγνωσης που δεν ξεπέρασαν τις 10. Με ρούφηξε στις σελίδες της αυτή η εμπειρία, το γυναικείο βίωμα που συνομιλεί απευθείας με τη συλλογική μας εμπειρία, με το ασυνείδητό μας.
«Ένα βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ ξεκόλλησε από το σκοτάδι μια γυ��αίκα που έμοιαζε στην Παναγία…»
Ξεκίνησα την ανάγνωση με αρνητική διάθεση μιας και η επαφή μου με την γραφή της Μιχαλοπούλου δεν είχε λειτουργήσει στο παρελθόν. Και όμως, εδώ με κράτησε μέχρι το τέλος, παρά την περίεργη, σχεδόν ενοχλητική επιλογή της μη γραμμικής ιστορίας.
«Όλα τ’ άλλα που τα λες πραγματικότητα είναι όνειρο. Εγώ είμαι αληθινή…»
Το κείμενο είναι μια ενδοσκόπηση για την ηρωίδα (και τέρμα αυτοαναφορικό για την ίδια την συγγραφέα προφανώς, αλλά λίγη σημασία έχει) και όχημα είναι το έξυπνο εύρημα της συγγραφέως να χρησιμοποιήσει φανταστικούς διαλόγους με την αρχετυπική μητρική φιγούρα της Παναγίας, την οποία βλέπει κάθε βράδυ στα όνειρα της. Παράλληλα παρεμβάλλονται οι διάλογοι με την κόρη της, αλλά και τη μητέρα της, φέρνοντας στο προσκήνιο της πολλαπλής κατεύθυνσης ιδιότητα μιας γυναίκας που μπορεί να είναι και κόρη και μάνα και αδερφή και χίλια δυο άλλα πράγματα.
«Ο χρόνος είναι πλανήτης…»
Όμως, όσο έξυπνο και αν είναι σαν εύρημα το κόλπο με την εξανθρωπισμένη Παναγία, νομίζω πως θα κούραζε γρήγορα και έτσι βλέπουμε να περνούν μπροστά μας και άλλες γυναίκες, διάσημες και μη, από την Σιμόν ντε Μποβουάρ και την Τζούλια Κρίστεβα και από προσφυγοπούλες μέχρι την μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά και δεκάδες άλλες και μετά θα έρθουν οι αναφορές στις θρησκείες, η αμφισβήτηση στην κυρίαρχη ψυχαναλυτική θεωρία, η αναφορά στην pop κουλτούρα μέσα από ταινίες, συγγραφείς, τραγούδια και πίνακες ζωγραφικής), στη ζωολογία, στην ετυμολογία των λέξεων, ένα τεράστιο κουβάρι ή καλύτερα μια μεγάλη μπαμπούσκα (ματριόσκα οκ) δίχως τέλος, με πολλαπλά σουρεάλ στρώματα από κάτω, όσα και η ίδια η μητρότητα ή καλύτερα η ίδια η γυναικεία φύση σε έναν κόσμο που συνεχίζει να φωνάζει πατριαρχία...
«Είμαι η Φύση των πραγμάτων. Είμαστε πολλές. Ήρθε η ώρα να ενωθούμε, να θυμηθούμε. Κι εσύ ξεχνάς από το ένα όνειρο στο άλλο…»
Ξεκινάει υπέροχα: ένα ταξίδι φαντασίας ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, τη θηλυκότητα τους ρόλους της και όλες της τις εκφάνσεις, το κοινό μας βίωμα - διαχρονικό και δίχως να μας διαχωρίζει η ηλικία - μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριας-συγγραφέως. Όμως μετά αρχίζει και κάνει κοιλιά, αρχίζει η πρωταγωνίστρια να αμφιβάλλει για τον εαυτό της, χάνει τη μαγεία του υπερρεαλισμού που τα όνειρα χάριζαν στο βιβλίο, και το κείμενο σταδιακά χάνει το ρυθμό που είχε αποκτήσει. Προς το τέλος παίρνει άλλες μορφές, μετουσιώνεται σε μια συλλογή εμπειριών άλλων γυναικών, ένα φεμινιστικό μανιφέστο και μια λίστα πληροφοριών που ίσως και θα έπρεπε να μπουν στο βιβλίο αλλά ίσως και όχι. ΟΚ, καταλαβαίνω τη λογική και πήρα την πληροφορία, δεν την απόλαυσα όμως τόσο όσο την αφετηρία του βιβλίου, τη βουτιά στο όνειρο και στην εμπειρία. Κατ' εμέ θα μπορούσε να είχε γίνει μια καλύτερη επιμέλεια ώστε η δυνατή εκκίνηση να συνοδευόταν και από σταθερό βήμα μέχρι το τέλος του.
«-Δεν θα έρθει κανείς να μας βοηθήσει; -Σιωπή. Αυτή είναι δουλειά της μάνας. -Μα είναι τρελό! -Ακριβώς γι αυτό είναι δική μας δουλειά.»
2.5 ⭐️ στρογγυλεμένα γιατί, παρόλο που δεν μπορώ να κατανοήσω τον τρόπο σκέψης και γραφής της Μιχαλοπούλου, μου έδωσε σε αρκετά σημεία τροφή για σκέψη και ένιωσα σα να μιλούσε εκ μέρους μου, ως μητέρα και ως κόρη.
Ήταν πολύ μπερδεμένο το βιβλίο για τα δικά μου γούστα, πολύ σουρεάλ και συνειρμικό.
Ένα αυτομυθοπλαστικό κείμενο, αυτοαναφορικό και, ίσως, υπερβολικά προσωπικό. Χωράει πολλή συζήτηση για τα θέματα που θίγονται και χαίρομαι που το διάβασα στα πλαίσια ενός book club και θα μπορέσω ν ακούσω κι άλλες απόψεις.
«Κατά τα άλλα, η μητέρα είναι σιωπηλό δοχείο. Σκλάβα ικανοποιημένη με τη σκλαβιά της.»
Δυσκολεύομαι να "βαθμολογήσω" το συγκεκριμένο βιβλίο, και δεν θα το κάνω. Είναι ένα ανάγνωσμα που με μπέρδεψε και δεν μπορώ να πω ότι το κατάλαβα. Σε σημεία μου δημιούργησε σύγχυση και ήθελα να το αφήσω στην άκρη. Ίσως επειδή δεν είμαι ούτε κόρη, ούτε μάνα (;) Ποιος ξέρει. Λατρεύω τη γραφή της Μιχαλοπούλου και λογοτεχνικά δεν απογοήτευσε. Όπως και να έχει, με εξίταρε. Αν και δεν μπόρεσα να το διαβάσω με "φυσικότητα", κρατάω το παρακάτω απόσπασμα, που ίσως εξηγεί και το μπέρδεμά μου, ίσως και όχι. Κι αν όχι, μάλλον δεν πειράζει. "Εκείνη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, θα 'πρεπε να ξέρει πως ο κόσμος θ' αλλάξει μόνο αν οι άντρες διαβάσουν για τη ζωή των γυναικών με την ίδια φυσικότητα που διάβαζαν ανέκαθεν οι γυναίκες για τη ζωή των αντρών".