Τα κείμενα της Μόνης κληρονομιάς αποκλίνουν πιο πολύ προς το διήγημα παρά προς το «πεζογράφημα», όπως το εννοεί και το γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, που θεωρείται και ο εισηγητής του στη λογοτεχνία μας.
Τα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς, γραμμένα στην Αθήνα το 1972 και το 1973, αντανακλούν την περίοδο προσαρμογής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα στη ζωή της πρωτεύουσας, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα από τα τέλη του 1971. Οι ιστορίες του Γιώργου Ιωάννου μπορεί να μιλούν για τα άφθονα βάσανα και τις λιγοστές χαρές της ζωής – της νεοελληνικής ζωής μάλιστα –, αλλά κατά βάθος προβάλλουν την πρωταρχικότητά της και τη βεβαιότητα ότι της αξίζει κάθε υπομονή, κάθε αγώνας και κάθε ελπίδα.
Τα δεκαεφτά κείμενα της Μόνης κληρονομιάς κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1974 – δηλαδή τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας –, γι’ αυτό υπάρχουν στο βιβλίο υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση, καθώς και η εναντίωση στο καθεστώς της εποχής.
[...]Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ΄αυτήν. Διασκίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρος και σε στηρίζει... Ακόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονται ελκυστικές μες στην αχνάδα.[...]
Υπέροχος Ιωάννου Η ομίχλη, Ο παλιός αέρας, Περιμένοντας τον λογαριασμό, Τα λεμόνια ήταν ακριβά, και τόσα άλλες ιστορίες, που μας διηγείται μέσα από τα μάτια του μικρού παιδιού, που θαρρώ πως έμεινε αλώβητο από γεγονότα απανθρωπιάς και πολέμου.