Στον νέο σταθμό, όπως ακριβώς και στον παλιό, σαν βραδιά ζει, φιγούρες μοναχές —δίχως καν ίσκιο— ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά. Στέκονται· κοιτάνε, χάνονται αθόρυβα, με τις αποσκευές στα χέρια, την άκρη της καμπαρντίνας να θροΐζει, τον άνεμο από πάνω στα γυμνά κλαδιά και τους μεταλλικούς δείκτες του μεγάλου ρολογιού να προχωρούνε αργά πάντα. Λίγο πιο πέρα, στο νέο λιμάνι, όπως ακριβώς και στο παλιό, άπνοα πλοία πλέουνε πλάι στην Πλας Μπλανς· το κρώξιμο των πουλιών σκεπάζει άλλες φιγούρες που περιφέρονται με άλλες αποσκευές στα βαριά τους χέρια. «Ίσως οι αποσκευές», σκέφτονται, «ίσως αυτές να είναι που μας βγάζουνε στο δρόμο». Τις βλέπεις πλέον έρημες, ακουμπισμένες στο βρεγμένο οδόστρωμα, περιτριγυρισμένες από ανθρωπόμορφους μεγάλους γλάρους που ψάχνουνε να σε κοιτάξουνε στα μάτια· ενώ οι φιγούρες, σε μια απόσταση, συνεχίζουν την περιδιάβαση, το ίδιο σκοτεινές, με τα ίδια βαριά χέρια κατακόρυφα να δείχνουν προς το χώμα, όπως ακριβώς και πριν. Δεν ήταν οι αποσκευές, το πέταγμα των γλάρων· ούτε το μεγάλο ρολόι, οι θολοί προορισμοί. Μπροστά τους πάντα ανοιγότανε μακρύς άγριος δρόμος — ήταν αυτός που γεννούσε την πορεία.
Το βιβλίο, χωρισμένο σε τρεις ενότητες, περιλαμβάνει 10 μικρά πεζά και 36 ποιήματα. Επιμέλεια: Βάγια Κάλφα Σχεδιασμός: Ευθύμιος Γάλλος Σχέδιο εξωφύλλου: Φλώρα Φραντζή
- Ανία -
Αστράφτει σαν πάχνη η ανία απλώνει σαν χιόνι ισχνή επιφάνεια λεία -ισχνή ναι· μα τα καλύπτει όλα- -όχι· το νου μου καλύπτει- και δε θέλω ν' ακούσω βήμα ανθρώπου ίχνη ν' αφήνει στο λαμπρό κλειστό μου τοπίο
- Όλη τη δίψα -
Σαν να συγκέντρωσα οικειοθελώς όλη τη δίψα —έτσι διάσπαρτη όπως ήταν στη ζωή μου— μονάχα στο δικό σου πρόσωπο και αυτοβούλως να με βύθιζα εντός της κάθε φορά που βρισκόμουνα μακριά σου
Εγώ μου το ’κανα αυτό κι όχι από άδολη αγάπη προς εσένα
Και δε θυμάμαι να μου ζήτησες τον κεντρικό αυτό ρόλο που σου ανέθεσα να παίζεις στη ζωή μου να συντονίζεις τους ανέμους μου να συγκεντρώνεις τις παράλληλες σταγόνες της βροχής στο πιο φαρδύ ποτάμι και κατά βούληση να τ’ οδηγείς είτε να με δροσίζει σαν ξαποσταίνω αμέριμνος στις όχθες είτε να με συντρίβει μ’ όλη του την ορμή
Με τα κουρέλια και τις στάχτες του να με συμπαρασύρει
Με το πρώτο του βιβλίο, «Λίμνες μέσα στη θάλασσα», που αποτελείται από δέκα διηγήματα και δύο ποιητικές ενότητες, ο Αριστοτέλης Πιττάρης μας δίνει ένα υβριδικό έργο, στο οποίο μαστόρικα γράφει με βαθιά ανθρωπιά για τον θάνατο, τη φύση, την ενικότητα των ανθρώπων, την αίσθηση αδιεξόδου, ακόμα και για την ριζοσπαστική αμφισβήτιση. Ένα παπάκι βρίσκει τον θάνατο και «Ποιος ξέρει; Κάποιοι τυχάρπαστοι λένε για κάτι έργα, κάτι διαρροές μιας εξόρυξης χρυσού κάπου εκεί κοντά. Ποιος ξέρει;»,ενώ άλλοτε σκέφτεται οτι: «Και, όμως, μένουμε ενικοί σχεδόν μονοκόμματοι. Καθένας ξέχωρα». Αυτό το ξέχωρα συνιστά και μια άβυσσο, οπότε το ποιητικό υποκείμενο επιτρέπει στον εαυτό του να ονειρευτεί και λέει: «να αφήναμε τα κομμάτια μας να παίξουν επιτέλους στον αέρα• να βρεθούν μεταξύ τους οι λύπες και να παρηγορηθούν οι χαρές και να συνομιλήσουν οι προσμονές μας». Αφήνει ακόμα περιθώριο για μια έφοδο στον ουρανό, μια νέα ελευθερία «Να δαγκώσουμε το χέρι που μας ταΐζει (...) Όπως σε παλιότερες, αγριότερες εποχές». Στα εξαιρετικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά, συμπυκνώνει τόσο την συνείδηση του κοινωνικού και πολιτικού ψύχους, όσο και εκείνη της αναπόδραστης ανάγκης για κάτι ζεστότερο, για την συνύπαρξη, την προσμονή για εκείνη που θα του έδειχνε τον δρόμο προς το συναίσθημα ξανά, την τρυφερότητα για όσους «δεν πήραν το τρένο τους ποτέ», αλλά και την αλλαγή, το να ξεχύνεσαι στους δρόμους σε μια νέα ελευθερία, το να πάψεις να κοντοστέκεσαι λαχανιασμένη στα σκοτεινά, το να βγάζεις μεγαλόπρεπα τη γλώσσα. «Δε βγάζω λέξη δε βγαίνω έξω• παραμερίζω λίγο μόνο κι αφήνω τον κόσμο ολόκληρο να μπει». Να μπει, λοιπόν κι ο κόσμος, όπως ο αναγνώστης γενναιόδωρα μπαίνει στα ευρύχωρα και φιλόξενα αυτά κείμενα και αναπνέει, αναγνωρίζοντας τον εαυτό του και τους δίπλα του, την σημασία του μαζί, της πιο δυναμικής, αναγκαίας και όμορφης αναστάτωσης.
Για ένα κόμμα λάθος
Ομίχλη στον ορίζοντα κι όσο ανέβαινα όλο και περισσότερη ομίχλη —σκίστηκαν τα παπούτσια βαρύ κι άχρηστο στον ώμο το τουφέκι— αλλά ανέβαινα
Εκεί πάνω κρυμμένη σίγουρα γινότανε η μάχη κι εγώ θ’ ανέβαινα θα συμμετείχα θα νικούσαμε κι αγκαλιασμένοι για κάτω θα τραβούσαμε —όσοι ζωντανοί—
Κι επέμενα να ανεβαίνω εγώ κι η ομίχλη επέμενε να ’ναι ομίχλη ώσπου έφτασα στην κορυφή θα ήμουν· έτσι πίστευα —είπαμε· ομίχλη, μπροστά μου δεν έβλεπα—
Και περίμενα και περίμενα και η ομίχλη ομίχλη Ώσπου είπα «θα κατέβω» και το ’πα δυνατά αυτό Λες για να μ’ ακούσουν
οι αόρατοι εχθροί οι αόρατοι φίλοι και η αόρατη η ομίχλη
Και σε αυτό το τελευταίο ποίημα πολλοί αριστεροί και κομμουνιστές θα έβρισκαν τις δικές τους αγωνίες, άνθρωποι που προσβλέπουν σε έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς αδικία και διαιρέσεις. Ομίχλη βέβαια, αλλά ακόμα πιστεύουμε.
Πλησίασε ζώο απόψε γλυκά έλα να ξαποστάσεις στην κουρασμένη μου πλάτη να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά να περάσεις τα νύχια σου πάνω απ’ την ύπαρξή μου να πληγωθώ έστω αλλά να βγω απ’ αυτήν την απάθεια που μ’ έχει καταπιεί