Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" είναι ένα έργο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, φτιαγμένο με ανυπόκριτο λυρισμό και με πληθωρική ευαισθησία από πονεμένα βιώματα, προσωπικά αναθυμήματα και νοσταλγικά αναπολήματα που αναδίνουν μια απέραντη αγάπη και μια βαθιά αφοσίωση στον άνθρωπο. Είναι μια αδιάκοπη και τρυφερή αναζήτηση για ό,τι πιο ευγενικό και πιο υψηλό υπάρχει στη ζωή μας. Απλές και καλοσυνάτες και φωτεινές είναι τούτες οι σελίδες του Μενέλαου Λουντέμη. Ακόμη και μέσα απ' τα πιο πηχτά σκοτάδια, ένα καινούριο άστρο πάντα ανατέλλει...
Ο Μενέλαος Λουντέμης (αγγλικά: Menelaos Lountemis) ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή του Αιγιαλού της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τάκης Βαλασιάδης, ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο "Μενέλαου Λουντέμη" που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών (της οποίας ήταν μέλος) και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».
Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους.
Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφράσεις και μελοποιήσεις των έργων του Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο Λουντέμης ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Το έργο του καθίσταται ιδιότυπο λόγω του "ερασιτεχνικού" τρόπου γραφής του συγγραφέα, τον οποίον υπηρέτησε με πλήρη συνείδηση, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη. Αντίθετα, σκοπός του είναι η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Μαξίμ Γκόρκι, Κνουτ Χάμσουν). Χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε και το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Ο Λουντέμης έχει την τάση να στρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Όπως οι περισσότεροι το διάβασα στο γυμνάσιο και εντυπωσιάστηκα από τη ζεστασιά και τη γραφική απλότητα της αφήγησης, κατανοώντας απόλυτα γιατί θεωρείται ένα από τα απαραίτητα αναγνώσματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που πιστεύω ακόμα.
Όμως τώρα που το ξαναδιαβάζω 20 σχεδόν χρόνια μετά είμαι σε θέση να το δω με περισσότερη κριτική ικανότητα γι' αυτό που είναι: ένα παιδικό βιβλίο. "Κι είναι κακό αυτό;" θα ρωτήσει κάποιος. Καθόλου. Ωστόσο χάνει τη μαγεία του από μια ηλικία και μετά κι ίσως πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός με το πότε θα ασχοληθεί ή να ψάχνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Προσωπικά δε θα το πρότεινα σε έναν τριαντάρη ή σε κάποιον με τριψήφιο αριθμό βιβλίων στο ενεργητικό του, αν και είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί και από τις δύο κατηγορίες που το λατρεύουν. Δεν είμαι ένας απ' αυτούς.
Στο δεύτερο μέρος της τετραλογίας ο Λουντέμης έρχεται να συνεχίσει την ιστορία (αν υποθέσουμε ότι στο Συννεφιάζει υπήρχε κάτι τέτοιο) του Μέλιου, βελτιώνοντας πολλά από τα αρνητικά του προηγούμενου βιβλίου (οι διάλογοι είναι επιτέλους στα ελληνικά και υπάρχει μια υποτυπώδης υπόθεση), αφήνοντας αναλλοίωτα κάποια άλλα (η τυποποίηση των κοινωνικών ομάδων είναι πιο έντονη από ποτέ, με χαρακτήρες μονοδιάστατους - πολύ καλούς φτωχούς, πολύ κακούς πλούσιους - παρεκκλίνοντας ελάχιστα απ'τη γραμμή του κόμματος) και πάντα με μια εφηβική τρυφερότητα στη γραφή που εμένα με συγκινεί. Θεωρώ ότι θα μπορούσαν να λείπουν τουλάχιστον 150 σελίδες, ίσως όμως φταίει και το ότι δεν πολυσυμπαθώ τις αυτοβιογραφίες κι ότι βρήκα πολλά γεγονότα περιττά αλλά πρόκειται για ένα βιβλίο κλασικό που αξίζει να διαβαστεί. Στην εφηβεία. Κακό πράγμα τελικά η προτεινόμενη ημερομηνία λήξης...
Η λογοτεχνική μου ζωή ξεκίνησε στα 10, με αυτό το βιβλίο. Από τότε το ξαναδιάβασα τουλάχιστον άλλες 100 φορές. Ενδιάμεσα, φυσικά, παρεμβάλονταν και όλα τα υπόλοιπα του ίδιου συγγραφέα. Δε θα ήταν υπερβολή να πω πως ο Μενέλαος Λουντέμης υπήρξε ο πνευματικός μου κηδεμόνας. Άσκησε τόση επιρροή στο χαρακτήρα μου, στις αξίες μου, στην ηθική μου, στα γούστα μου, στο χιούμορ μου, όσο και οι ίδιοι οι γονείς μου. Ήταν ένας από τους θεμέλιους λίθους της προσωπικότητάς μου και γι' αυτό του είμαι ευγνώμων.
Στη συνέχεια, φυσικά, διάβασα κι αγάπησα πολλούς άλλους συγγραφείς, Έλληνες και ξένους. Κανείς, όμως, δεν τον έφτασε κι ούτε θα τον φτάσει ποτέ, γιατί εκείνο το είδος του πνεύματος που χαρακτήριζε ανθρώπους όπως ο Μενέλαος Λουντέμης, έχει χαθεί από τον κόσμο. Κι είναι μεγάλο κρίμα που, κατά τη γνώμη μου, ούτε όσο ζούσε, ούτε αφού πέθανε, πήρε την αναγνώριση που του άξιζε. Ίσως γιατί, όταν διαφώνησε, είπε ευθαρσώς τη γνώμη του (βλέπε το βιβλίο του "Λύσσα").
Για μένα, το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", είναι το ωραιότερο μυθιστόρημα του κόσμου.
Αποτελεί το δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας του Μέλιου στο οποίο το μικρό αγόρι καταφέρνει να πάει στο χωριό για να μάθει γράμματα παλεύοντας ταυτόχρονα με τη φτώχεια, τη μοναξιά και την εχθρότητα των γύρω του που πολύ γρήγορα βιάζονται να κατακρίνουν και να απορρίψουν. Δυστυχώς το βρήκα κουραστικό και πολύ μεγάλο. Κάποια σημεία και χωρία με άγγιξαν, αλλά γενικά η υπόθεση είναι απλοϊκή και δεν ενδείκνυται για μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι περισσότερο εφηβικό-νεανικό.
A cult book of children literature in Greece, with an interesting setting and food for thought. The plot may seem very simple and banal in the eyes of the cynical reader (some poor orphan trying to go to school and experiencing poverty, stuck up teachers and romance) but all that are dressed nicely not only with a very well fleshed out way of life, but also with likable characters and a very good insight to the worries of that era’s youths.
The first thing that made a great impression on me is the words Loudemis was using. It was a lot of now mostly obsolete local dialects that made several dialogues to be hard to comprehend if you are accustomed only to the “Koine Greek” which is basically the common use of the language spoken by everyday people in all the country and without the local idioms. So it is surely rather hard to get what do all these words mean if you never were a farmer and in touch with tools and places that are now only found in museums. I remember stopping reading every two minutes just to go ask my parents what do these alien words mean, heh. And guess what, not even they knew half of them, simply because they were even before their time or were known to them with a different word. Basically they were synonyms based on bastardization of Koine by other foreign cultures coexisting with the Greeks for many centuries.
It’s not like the book is incomprehensible; it is still easy to figure out the context if you read a few sentences in a row and keep track of words that repeat. It is also a great way to feel like the story is written in a genuine tongue, meaning you are really made to believe the characters are illiterate backwater shepherds who speak with words mingled by other languages or degraded because of the lack of proper education. At worst, they will sound in Greek like cowboys in Wild West with a very heavy accent and chewing of certain syllables.
The above is peanuts before the second thing that made an impression on me; the constant allegories Loudemis is using in order to describe his feelings towards everyday events. They were making the reading to feel really fantasy-like even when it was describing plain events. It also gave a great lyrical note to them, proving how imaginative and idealistic his mindset is. I will give some examples considering this, by mentioning the most memorable quotes I still recall from the story. - “The wind was blowing like a gypsy” meaning the wind was annoyingly hot. - “The rivers were rushing to drown in the sea” meaning the snow up in the mountains was melting because of spring. - “The stairs were roaring like kittens whose tails you stepped on” meaning the wooden stairs were squeaking a lot. Of course the meanings to the above quotes are not explained to you; you need to figure them out yourself. This makes the book hard for casual readers who are used to straightforward explanations but a great emotional and mental reward for those who get them. It’s exactly what makes the reading to feel special and not just some typical peasants in some typical town doing typical stuff.
A third thing that impressed me is how he didn’t miss to include the way people felt about certain things. They weren’t passively plowing fields and cooking, they also had a mindset of their own, sometimes rebellious and anti-conformist. This is also what gave an identity to otherwise simple everyday people and despite still feeling like caricatures if seen from afar, the simple things each one of them was saying and doing throughout the story helped to flesh them out in a nice way.
Of course being a highly idealistic story, at times it felt like the author was placing too much of his personal hatred towards certain people and notions and thus this luminous book has black spots every time Loudemis nags about something. When he wants to be negative towards a mentality, he is doing it in a most blunt and cartoony way which makes it feel bad next to everything else. Maybe he is kinda excused to be vulgar and insulting towards what you don’t like and surely having no mood to sit down and flesh out people you hate. But darn, those parts felt so awkward to read. More specifically he has an anathema towards “kathare Greek”, an old and supposed pure and sophisticated way of the language that nobody was using much even back in those days but was otherwise taught in schools as the official grammar just because it had a lot better structure and lyrical sound to it. It was let’s say the equivalent of teaching a Shakespearean type of language to bunch of rednecks. His hatred for a language that common people don’t understand led him to write in their lingo and that means he prefers to sacrifice grammar density for emotional bonding with the reader. It works even if it doesn’t sound like mechanically perfect writing.
There is a second anathema in it, and that’s towards religion. The most bad mannered and evil so to speak people in the book is the school principal for being a supporter of kathare Greek, as well as his right hand men, the theology and grammar teachers. They are presented as nothing but mean, petty, ever angry, ever loathing cartoon villains who love to do nothing else besides hitting and mocking children for trying to think differently. And sure, I agree that the school is trying to teach you things their way, which usually has little to do with ACTUAL life. It’s just that Loudemis went overboard and turned them to demons trying to brainwash the students into becoming lifeless puppets who believe in God without ever making questions about Him and writing in a tongue they don’t even speak.
I understand why Loudemis did that, since his hero is as baronic as it gets and needed an appropriate setting to bring out his dislike for the status quo. Melios wanted to be a poet who writes about human misery, something he couldn’t do with the mechanical restrictions of kathare or the blind devotion to a religion that demands from you to love something you can’t see of prove of its existence, yet expect all the pain in life to be rewarded after death. And it is a more than obvious parallel to the author’s real life. Just like his hero was kicked out of school for writing in koine and not trusting God, so was he exiled from Greece for similar beliefs. This makes the story not exactly fictional but rather a school version of the author’s life, where he mentions all he loves and hates in his life. If you are aware of the modern rules of good literature, one of them would be to not place too much of yourself in a character because it turns the whole thing too biased towards some mentalities. But hey, the book is so old, there weren’t any such rules back then. It works fine in an emotional level for the time it was written.
Something which left me rather neutral is the romantic aspect of the story. Many students and teachers fall in love amongst them. I was amazed to see how equally corny it feels with modern chick flicks even if it was written 60 years ago. I was never a fan of romance and the awkward behavior they had toward each other felt very iffy for someone as cynical as me. It sure gave more passion to the story and it definitely excused better the clash of the orphan idealistic hero with the stuck up evil principal. He writes a love letter in koine, and hell breaks loose for not being in the language they teach him, as well as placing what they considered lust above the love for God. Other than that, ok, I didn’t like all the sappy stuff about how a girl’s eyes glitter like stars or how her hair dances gracefully in the wind. What is this, a shojo manga?
In all it was a very interesting read and I gladly recommend it to any Greek reader. It had a bit of everything in it, sad times, happy times, romance, a rebellion against the status quo, an adventure to the pastures of a simple way of life and the realization that one matures through pain and not through carefree strolling in the park. You can’t write about everyday life if you haven’t been slapped to the face a few thousand times by it and I guess this is what makes it far more likable and real to some other very famous and somewhat similar in themes series of books. You know, that series with a boy with glasses who goes to be a wizard and fights some evil reincarnated evil with stupid sounding names because it’s his destiny…
Το διάβασα όταν πήγαινα γυμνάσιο και έτυχε να μας βάλει εκείνες τις μέρες η καθηγήτρια μας στην έκθεση θέμα ένα βιβλίο που μας άρεσε πολύ,για πρώτη φορά και ίσως και μοναδική για τα σχολικά μου χρόνια,πήρα 19 στην έκθεση!!!!!!!
Υπάρχουν φαντάζομαι πολλές λεπτομερείς κριτικές για το υπέροχο αυτό βιβλίο. Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί έναν έμμεσο και βιωματικό τρόπο κριτικής, όπως αισθάνθηκα να την εκφράσω.
Είναι Ιούλιος. Βρίσκομαι μαζί της καθισμένος σε ένα κακοδιατηρημένο παγκάκι με ξεφτισμένο χρώμα. Ήταν από τις λίγες δραστηριότητες που μπορούσαμε ακόμη να απολαύσουμε, δεδομένης της κατάστασης της υγείας της. Τους τελευταίους μήνες είχε χειροτερέψει, με αργό μα απρόβλεπτο ρυθμό. Θα γύριζε στην πατρίδα της σύντομα για να βρεθεί ξανά με την οικογένειά της, οπότε θα ανανεώναμε το λογοτεχνικό μας ραντεβού για μετά το καλοκαίρι. Μπροστά μας στεκόταν μια ολιγόβουη παιδική χαρά, δίπλα στο χρυσαφί μα μαραμένο από την αναπάντεχη ανομβρία του καλοκαιριού πάρκο. Είχαμε βρεθεί να συζητήσουμε το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε, όπως και συνηθίζαμε κάθε φορά. Αφού αναλύσαμε αυτά που θέλαμε, με ρώτησε: «Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας?»
Μέχρι τότε είχα διαβάσει ένα σωρό βιβλία, κάθε είδους, από δεκάδες συγγραφείς. Δεν ήταν περίπλοκο να της απαντήσω. Εξάλλου μου είναι εύκολο να απαντήσω στις ερωτήσεις περί αγαπημένων πραγμάτων. Αγαπημένου φαγητού, αγαπημένου τραγουδιού, αγαπημένης ταινίας ή αγαπημένου βιβλίου. Καθετί πράγμα είχε μια δική του αξία, που είτε δυσκολευόμουν ή δεν ήθελα να την κατατάξω. Δεν ήθελα να συγκρίνω ή να αδικήσω κάποιον ή κάτι. Δεν ήθελα να τα βάλω όλα σε μια βολική λίστα ή όπως βάζουμε τα στολίδια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και στην κορυφή ένα αστέρι. Και όσο εγκάρδια με ρώτησε, τόσο ατάραχα της απάντησα, ότι δεν είχα κάποιον αγαπημένο. Η υπερβολικά ήρεμη και άγευστή μου απάντηση την κέντρισε.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι κανένας συγγραφέας, κανένα βιβλίο δεν σε έχει αγγίξει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπει στη δικιά σου κορυφή? Κανένας δε σε έκανε να νιώσεις λίγο περισσότερο ζωντανός, να κλάψεις, να νιώσεις ότι γεμίζεις με κάτι πρωτόγνωρα οικείο?» Είδα μια σπίθα στα μάτια της που με έκανε να νιώσω άβολα. Δεν κατάλαβα το συναίσθημά της, την ανήσυχη ψυχή της να πασχίζει να βγει στην επιφάνεια, να με αγγίξει, να δικαιωθεί. Και κατάλαβα πόσο λειψός ήμουν. Επειδή είχε ζήσει κάτι που εγώ δεν είχα.
2 μήνες μετά
Είμαι διακοπές σε ελληνικό νησί. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχα κλείσει εισιτήρια και δωμάτιο. Απόφαση της στιγμής, μην τυχόν και ξεγλιστρήσει το καλοκαίρι από τα χέρια μου δίχως να διαβάσω κάποιο βιβλίο σε ερημική παραλία των Κυκλάδων. Οι τεράστιοι βράχοι έριχναν τη σκιά τους στη στενή λωρίδα αλμυρής άμμου. Ωστόσο δεν εμπόδιζαν το μάτι να βλέπει το βαθύ μπλε του Αιγαίου, πλημμυρισμένο με το φως του ήλιου που μεσουρανούσε. Αποτελεί εξάλλου τον ιδανικότερο τρόπο να ξεκουράζεις το βλέμμα σου ενώ διαβάζεις.
Εκεί ήταν που δίπλα στους ήχους των κυμάτων ξεκίνησα να το διαβάζω. Ένα παιδί μετράει τα άστρα. Ποιο παιδί είναι αυτό? Και τί σημαίνει ο τίτλος? Θα καταφέρει να τα μετρήσει? Επισκέφτηκα κάθε παραλία του νησιού και διάβαζα από μερικά κεφάλαια. Πήγα σε όσες παραλίες είχε πρόσβαση η μηχανή μου, με το βιβλίο συντροφιά. Δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι παρόμοιο. Δεν είχα συνηθίσει να γυρίζω σελίδα με τέτοιο φυλλοκάρδι. Και σίγουρα δεν είχαν συνηθίσει τα μάτια μου να γεμίζουν κάθε δεύτερη ή τρίτη σελίδα. Είναι εκπληκτικό το πώς μπορεί μέσα σε λίγες γραμμές ο Λουντέμης να σου εναλλάξει τα πιο αντιφατικά συναισθήματα με τον πιο γλυκό τρόπο. Να νιώσεις διαδοχικά λύπη, εκτίμηση, αδικία, ευτυχία, πόνο, Ανθρωπιά. Να νιώσεις ταύτιση. Να νιώσεις τον πρωταγωνιστή ως ένα κομμάτι του εαυτού σου. Κομμάτια που έχεις ζήσει, έχεις σκεφτεί, έχεις απαρνηθεί, έχεις υλοποιήσει. Και να νιώσεις αγάπη. Η μαεστρία του Λουντέμη δε βρίσκεται απαραίτητα στις λέξεις. Βρίσκεται στην ιστορία που θέλει να σου εκμυστηρευτεί πίσω από αυτές, συνεχίζοντας να σου μιλάει δίχως φωνή, στοχεύοντας απευθείας στην καρδιά σου. Σε κάνει να νιώθεις ζωντανός σε έναν κόσμο που αξίζει να ζεις. Είχα πλέον καταλάβει αβίαστα ότι, άθελά μου, είχα απαντήσει σε μια ακόμα ερώτηση.
Και ήθελα να γυρίσω να τη βρω. Να της πω να μου ξανακάνει την ερώτηση. Να της πω ότι πλέον, γνωρίζω την απάντηση! Διάβασα ένα βιβλίο τόσο ξεχωριστό, που απέκτησε μια θέση μέσα μου. Και να της έλεγα γιατί. Να της έλεγα ότι διαβάζοντάς ένα βιβλίο, ένιωσα να ξαναγεννιέται κάτι, σαν ελπίδα για τον κόσμο αυτό. Ότι ένιωσα μέσα μου την σπίθα που είδα στα μάτια της. Και όταν την ξαναέβλεπα θα την καταλάβαινα. Την αντίδρασή της, τις απανωτές, γεμάτες ζωντάνια και απορία ερωτήσεις της. Και έτσι γύρισα να της το πω. Την αναζήτησα. Αλλά δεν τη βρήκα. Είχε φύγει. Και δε θα γυρνούσε πια. Δε θα την ξανάβλεπα ποτέ. Δεν θα της το έλεγα ποτέ. Δε θα το άκουγε ποτέ να βγαίνει από τα χείλη τα δικά μου. Αλλά ίσως μέσα της να ήξερε ότι ήταν θέμα χρόνου.
Ένα ακόμα βιβλίο που διάβασα για πρώτη φορά πριν πολλά-πολλά χρόνια. Και όπως όλη η τετραλογία του Μέλιου μού έχει μείνει αξέχαστο. Στην τωρινή, δεύτερη ανάγνωσή του, θυμόμουν πολλά κομμάτια του (ειδικά από το πρώτο μέρος). Πολύ καλή αποτύπωση της τότε εποχής και πολύ καλή η γραφή. Ίσως να μη διαβάζεται πια τόσο εύκολα από τη νεολαία καθώς οι καιροί έχουν αλλάξει σημαντικά, αλλά εγώ συνεχίζω και το θεωρώ must για κάθε Έλληνα ανγνώστη.
όταν λένε ότι είναι από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, σίγουρα δεν υπερβάλλουν καθόλου. Απλή γραφή, αποπνέει αθωότητα, λεπτομερείς περιγραφή που σε τοποθετεί στην Ελλάδα του '50 και πυγμή... ψυχικό σθένος που είναι η γενεσιουργός μήτρα της ελπίδας.
Μόλις τελείωσα το βιβλίο και πραγματικά νιώθω συγκλονισμένος. Ο τρόπος με τον οποίον ο Λουντέμης καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη μία πληθώρα συναισθημάτων, σκιαγραφώντας μονάχα τη ζωή και τα βιώματα ενός φτωχού παιδιού, του Μέλιου, είναι αριστοτεχνικός. Μεταφέρει τον αναγνώστη σε μία άλλη διάσταση, τον κάνει να συμπάσχει με τους ήρωες, σκιαγραφώντας τόσο ρεαλιστικά και τόσο απλά τις ζωές τους. Από τις πρώτες γραμμές, ο αναγνώστης αισθάνεται όλα τα συναισθήματα που αναβλύζουν από το κείμενο όπως συμπόνια, αγάπη, φιλία, φτώχεια, προδοσία, απλοϊκότητα, φιλανθρωπιά, βαρβαρότητα, υποκρισία,λύτρωση, σε τέτοιο βαθμό που ταυτίζεται με τις καταστάσεις και τους ήρωες. Το βιβλίο αυτό με συγκίνησε πραγματικά και ο μόνος λόγος που μετανιώνω που το διάβασα τώρα, είναι επειδή δεν το διάβασα νωρίτερα! Ένα αριστούργημα που δεν πρέπει να λείπει από την προσωπική συλλογή κανενός!
Το βιβλίο ανήκει δικαίως στα κλασσικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας.Διαβάζοντάς το η απόλαυση και το ενδιαφέρον που σου προσφέρει,σε κάνει να θες να το χαρίσεις,να το προτείνεις και στα παιδιά εκεί που είναι στο έμπα της εφηβείας και όχι μόνο.
Θα προσπαθήσω απλά και μόνο να δώσω αφορμή σε κάποιους να διαβάσουν ένα εξαίρετο βιβλίο,αξιοποιώντας γόνιμα και δημιουργικά τον ελεύθερο τους χρόνο και ταυτόχρονα να βρουν την ευκαιρία να «βυθιστούν» σε ένα μακρινό ταξίδι στο παρελθόν,αναμοχλεύοντας σκέψεις,εικόνες,λέξεις,συναισθήματα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκτήσουν εκ νέου κάτι από εκείνη την τόσο μαγευτική φάση και ηλικία της ζωής του ήρωα αλλά και της ζωής όλων μας.
Η γλώσσα του Λουντέμη είναι άμεση κι όμορφη και συχνά μέσα από το μονόλογο της αφήγησης προκύπτουν ενδιαφέρουσες απόφθεγματικες εκφράσεις.Βάζει τους ήρωες να μιλούν ο καθένας τη γλώσσα του,το δικό του ιδιώμα και τη δίκη του ιδιαλεκτο,πράγμα που συντελεί στη μεγάλη αληθοφάνεια που έχουν μέσα στο βιβλίο.Η δύναμη της γλώσσας που όσο και αν μοιάζει μακρινή σήμερα,σε κλείνει μέσα στη μαγεία της μέχρι τέλους.
Ο συγγραφέας λοιπόν με τρόπο αριστοτεχνικό,με τεχνική ανυπέρβλητη,με γλώσσα ζωντανή "κατανοητή",με εικόνες καθημερινές αλλά δυνατές από τις οποίες αποπνέουν συναισθήματα,βιώματα,χαρές και λύπες.Δημιουργεί μια ανεπανάληπτη ηθογραφία (με έντονα τα βιογραφικά στοιχεία.)Το διάβασμα γραμμή-γραμμή,σελίδα τη σελίδα,κεφάλαιο το κεφάλαιο αναδεικνύεται σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία που ξεφεύγει κατά πολύ από τα συχνά και τυπικά όρια της ανάγνωσης του διαβάσματος ενός βιβλίου και καθίσταται μια μέθεξη,ιεροτελεστία,ζωή ζωντανή καθημερινή.
Πράγματι οι ήρωες του βιβλίου είναι όλοι τόσο καλοδουλεμένοι,πέρα όμως από τις αρετές του Λουντέμη,αυτός που θα διαβάσει το βιβλίο μέσα από αυτό θα αντλήσει ή θα επανακτήσει πολλά από εκείνα που στο πέρασμα των χρόνων έχουμε χάσει ή έχουμε περιορίσει (λησμονήσει).
Ο Μέλιος ένα αγόρι ορφανό μεγαλώνει σε ένα χωριό ως παραγιός αλλά τον καίει ο καημός για την μεγάλη του αγάπη τα "γράμματα".Καταφέρνει λοιπόν να μαζέψει τα χρήματα και με την εύνοια ενός δασκάλου καταφέρνει να κατέβει στη μεγάλη πόλη.Μια πόλη,μια κοινωνία όπου δε περισσεύει ούτε μια στάλα αγάπη για εκείνον.Θα παλέψει όμως την αδικία,τη φτώχεια και το κτήνος που συχνά κουμαντάρει την ανθρώπινη συμπεριφορά.Την αγάπη ωστόσο τη συναντά εκει που δε το περιμένει,σε ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας που μόλις επιβιώνουν.
Μαζί λοιπόν με τον Μέλιο,το Δακρυτζίκο,το Χαμωλιά,το Μπίθρο,το γερό-Θόδωρο,το μπάρμπα Ανέστη,καλή ανάγνωση.
Αν έπρεπε να βάλω σε ένα μόνο βιβλίο 5 αστέρια θα ήταν αυτό. Λένε ότι όταν ένα βιβλίο ειναι καλό, όταν το τελειώσεις, δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Ε, αυτό συνέβη με αυτό το βιβλίο.
Είναι η δεύτερη φορά, που κρατώ στα χέρια μου και το βιβλίο αυτό του μεγάλου Μενέλαου Λουντέμη. Ένα από τα πιο εμβληματικα έργα της Ελληνικής σύγχρονης λογοτεχνίας, κοσμεί με την παρουσία του, τη λογοτεχνία του, τους χαρακτήρες, τον καταιγισμό των θεμάτων, την Ελληνική βιβλιογραφία.
Ένα έργο, που πιστεύω πρέπει να αποτελεί το επίκεντρο κάθε προσέγγισης μέσα στην εκπαίδευση με κάθε γόνιμο τρόπο. Θεατρική παράσταση, εργασία συλλογική με χωρισμό τμημάτων, συζητήσεις, προσέγγιση-μελέτη χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν.
Τα καλολογικά στοιχεία στη γλώσσα του Λουντέμη, πολύ δύσκολα τα συναντάς σε τέτοια έκταση και λυρισμό. Ειδικά οι παρομοιώσεις του δεν έχουν προηγούμενο.
Έτσι λοιπόν, το δεύτερο έργο της μεγάλης τους τετραλογίας μας ανοίγει με άπλετο δραματικό φως την πρώτη επαφή του νεαρού Μέλιου στο σχολείο και το ρίξιμό του στα πιο άγρια και βάρβαρα νερά της πραγματικότητας.
Δεν νομίζω να μπορούμε να πούμε και κάτι παραπάνω πάνω στο θρυλικό αυτό βιβλίο.
I have read this book probably five times and I would read it again. It approaches the passing from the childhood to manhood with such delicacy and finesse that its like you see a flower blossoms in front of you. The first separation from the bosom of the family, the first love, the first real friendship its all there given to you from a charismatic author.
Κάποιες σελίδες κυλούσαν νεράκι, κάποιες άλλες που υπήρχαν πολλές λεπτομέρειες κυρίως για καθηγητές κάπως με κουραζαν. Αλλα για αυτές τις σελίδες που κυλούσαν σαν νεράκι αξίζει πραγματικά κάποιος να το διαβάσει. Συγκινητικό και τρυφερό ❤️🌸
"Ο αέρας φύσαγε σα γύφτος." Φύσαγε ο αέρας και έσπρωχνε τον Μέλιο που τον έδερνε η αδικία, η έχθρα και η φτώχεια. Τίποτα δεν κατάλαβε και προχωρούσε ολοένα. Μπορεί να ήταν ο αέρας, μπορεί η αγάπη που συνάντησε, μπορεί αυτά που έγραφε, ίσως όλα μαζί να έδωσαν φως στην ψυχή του. Στον δρόμο του συνάντησε ανθρώπους που τον αγάπησαν, αλλά και ανθρώπους που δεν χώνεψαν ούτε τον ίδιο, μα ούτε και κανέναν άλλο, και βάλθηκαν να καταστρέψουν ό,τι όμορφο συναντούσαν. Μερικές ψυχές αντιστάθηκαν...
Οι Πέρσες: "-Να του βάλω μια τρικλοποδιά; -Σκάσε, ρε! Εμείς είμαστε άντρες. Ατιμίες δεν κάνουμε. Θα τον ρίξουμε στο ποτάμι τίμια. (...)-Κάνει που είμαστε ένας με τρεις; -Κάνει! (...) Κείνος με την έκθεσή του, γιατί τα βάνει με ολόκληρη την τάξη;"
Μπίθρος: "Αυτό το παιδούδι είναι πρώτος φίλος μου."
Μπαρμπα-Θόδος:"Σε γυρεύουνε οι χασάπηδες... Σφίξε τα δοντάκια σου και τράβα. Τα πράματα είναι ζόρικα. Το βλέπω. Μα βαστάξου ψηλά! Ντρέτος."
Σωτήριος Σκαμβουράς:" Ξύπνησε σκυθρωπός. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι είδε άλλη μια φορά τη ζωή του, τις εκστρατείες του, τα τολήματά του. Ήταν πελαγωμένος μες σε έναν απάνθρωπο κόσμο. Μίσησε το σχολείο. Κάθε μέρα τον πότιζε αποθάρρυνση."
Οι φίλοι: "-Άιντε, έχε... έχε γεια. Χύθηκε πάνω του και τον αγκάλιασε... κι ύστερα. -Στο διάολο, ξεφωνίζει, έτοιμος να χώσει μια μπουνιά μες στα μάτια του. Τι σκυλοκλαίμε, ρε, τώρα σα γριάδια; Α στο διάολο!" Έδωσε μια κλωτσιά κι έφυγε κατά την πόλη.
Τώρα ο Μέλιος έμεινε ολομόναχος. Ολομόναχος αυτός και ο παλιός του φίλος, ο δρόμος."
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την αγάπη για τη γνώση. Η γραφή του Λουντέμη ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Αναμειγνύει ποίηση με πεζό λόγο, φαντασία με πραγματικότητα. Είναι ένα βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε άνετα να διαβαστεί πάνω από 10 φορές. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους, ανεξαρτήτου ηλικίας, φύλου, και συγκεκριμένων ενδιαφερόντων ως προς τα βιβλία. Το συγκεκριμένο θα σας καταπλήξει. 5 στα 5 αστέρια, αν και αξίζει άπειρα. Ένα πραγματικό αριστούργημα.
It had made me such an impression when I first read it, mostly because of Melios, book's main hero and author's persona; how he first managed to get through and how he was thrown away, afterwards, when he was simply thinking and writing differently than other students at school.
На пръв поглед романът е доста семпъл - едно ученолюбиво, но бедно момче се опитва редовно да посещава училище, и донякъде успява да реализира мечтата си. Интересното в случая беше, че колкото повече навлизах в историята, толкова повече се замислях за моето начално (и средно) училище. Както главния герой Мельос, аз също имах мили и не чак т��лкова мили съученици. Ние също се разделяхме на групички, и създавахме или разваляхме приятелства през годините. Първата любов също беше голяма работа заради всички емоции и цялата несигурност. Дали той ме харесва? Дали тя не е влюбена в друг? От което обикновено следваше драма. Общо взето голямото предимство на книгата е, че създава една доста носталгична атмосфера и по този начин въвлича читателя в повествованието. Не че се оприличавам съвсем с Мельос. Моите учители и директори никога не стигнаха до такива крайности, като неговите (и с право, защото ДАЗД щеше да се намеси). Ясно е, че историята се развива в друго време, когато и разбиранията са били по-различни. И все пак жестокото отношение на възрастните към детето успя да ме ядоса, и то защото Мельос ми хареса. Той е доста идеализиран персонаж: хем е хлапе, хем изглежда е изтъкан само от добро. Винаги учтив и мил, независимо колко злобно се отнасяха другите с него, той вдъхновяваше останалите да му подражават. Колкото и нереалистично да беше, няма как да не помисля, че има нужда от повече такива хора.
Όμορφη και λιτή γλώσσα, το κείμενο και η πλοκή χωρίς υπερβολές, αποτυπώνει την εικόνα μιας περασμένης Ελλάδας. Δυστυχώς φαίνεται πως άργησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο καθώς συγκαταλέγεται κατ' εμέ στην εφηβική λογοτεχνία. Πολύ ρομαντικός τίτλος, πολλά υποσχόμενος ο συγγραφέας, πολλές διθυραμβικές κριτικές μού δημιούργησαν ενθουσιασμό και υψηλές προσδοκίες που γκρεμίστηκαν. Μου ανακαλούσε συχνά εικόνες από το "Χωρίς Οικογένεια" του Έκτορα Μαλό και εγκλωβίστηκα σ' αυτή τη σύγκριση. Όποια βαθμολογία μου θα ήταν τόσο υποκειμενική που θα αδικούσε το έργο του Λουντέμη γι΄αυτό αρκούμαι στην αποτύπωση της γεύσης που μου άφησε μόλις έκλεισα το βιβλίο. Αναγνωρίζω ότι η γραφή του Λουντέμη είναι αυθεντική και παραδέχομαι ότι διαβάζεται ευχάριστα γι' αυτό και θα αποτελεί για μένα υποψήφιο δώρο στη βιβλιοθήκη συγγενών και φίλων.
Συγγνώμη, με κούρασε…Με κούρασε το ότι δεν είχε δομημένη πλοκή.Με κούρασε η διάλεκτος, με κούρασαν οι ιδιωματισμοί,με κούρασε η αργή εξέλιξη,με κούρασε η παιδικότητα του.Με κούρασε το ότι αναγκάζει το συναίσθημα.Μεγάλωσα;Μήπως ήμουν κουρασμένη;Μήπως έπρεπε να του δώσω κι άλλο χρόνο;Δεν ξέρω τι έπαιξε ρόλο αλλά το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι έχω διαβάσει και καλύτερα.