Το βράδυ της σύλληψής του ο Πωλ κοιτάζει τη βροχή απ’ το παράθυρο του σπιτιού του — εδώ και δύο χρόνια βρέχει ασταμάτητα. Δεν έχει καμία δυσκολία να ομολογήσει το έγκλημά του: σκότωσε τον πατέρα του, τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι. Και δεν νιώθει την παραμικρή μεταμέλεια.
Μόνο που ο φόνος έγινε στο νεκροτομείο του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Τουλούζης. Διότι ο πατέρας του ήταν ήδη νεκρός, από φυσικά αίτια. Κι επειδή ο Πωλ δεν μπορεί να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία, το δικαστήριο θα του επιβάλει δώδεκα μήνες υποχρεωτικής ψυχοθεραπείας.
Ο Πωλ καλείται να εξηγήσει την πράξη του. Αλλά για να εξηγήσει γιατί πυροβόλησε τον άνθρωπο που του έδωσε ζωή, είναι αναγκασμένος να διηγηθεί τη ζωή αυτή, ολόκληρη: από τη μέρα της γέννησής του, από την πηγή των δακρύων.
Από τον βραβευμένο με Goncourt 2019, συγγραφέα του Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο.
Jean-Paul Dubois (b. 1950) is a French journalist and author. He is the author of several novels and travel pieces, and reports for Le Nouvel Observateur. His novel, Une vie française, published in French in 2004 and in English in 2007, is a saga of the French baby boom generation, from the idealism of the 1960s to the consumerism of the 1990s. The French version of the novel won the Prix Femina. He won the Prix Goncourt in 2019 for Tous les hommes n'habitent pas le monde de la même façon ("All Men Do Not Inhabit This World in the Same Way"), a novel told from the perspective of a prisoner looking back on life.
Ένα βιβλίο που μοιράζει απλόχερα σκοτεινιά, πηχτή και μουσκεμένη,η ιστορία της ζωής του ήρωα,που,σταγόνα σταγόνα,στιγμή με τη στιγμή,διαβρώθηκε και διαμορφώθηκε έτσι ώστε να μοιάζει άγονη κι απέλπιδη. Πώς να μοιάζει η ζωή σου όσο προσπαθείς να βγάλεις από πάνω κι από μέσα σου τη βία που πνίγει την ύπαρξή σου από το πρώτο δευτερόλεπτο;
Βρήκα το βιβλίο αυτό εξαιρετικό,όμως σίγουρα θέλει την κατάλληλη στιγμή για να διαβαστεί. Ανάλογα με τη διάθεσή μου θα μπορούσε να κυμαίνεται ανάμεσα στα 3 και τα 5 αστεράκια-όμως,χάριν των πολύ δυνατών του στιγμών,του μακάβριου υπόβαθρου,καθώς και της τελευταίας παραγράφου,παίρνει 5/5⭐️
Ένας άνδρας στα 50κατι του μαθαίνει ότι ο πατέρας του πέθανε . Η αντίδραση του ? Πηγαίνει στο νεκροτομείο και του φυτεύει δύο σφαίρες στο κεφάλι . Συλλαμβάνεται και του επιβαλκεται ως ποινή να παρακολουθησει "υποχρεωτική ψυχοθεραπεία" ,μιας και δε γίνεται να καταδικαστεί "σκοτώνοντας" έναν ήδη "νεκρό" .Πώς όμως εξηγείται αυτή η πράξη? Τι σημαίνει? Αυτά παρακολουθούμε μέσα από τις συνεδρίες του Πωλ όπου ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του η οποία αποτελείται κυρίως από πόνο που τον οδήγησε σε μίσος . Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον αρρωστημένο γεμάτο κοροϊδία ,ψέμα και κυρίως έλλειψη αγάπης ,ο Πωλ δε θα μπορούσε παρά να γίνει ένας άνθρωπος αντίστοιχα πονεμένος και μοναδικός ,αρκετά χαρακτηριστικός της εποχής που διανύουμε και κάπως έτσι ο συγγραφέας δίνει τον τόνο μιας δυστοπιας (μιας και το όλο στορι εκτυλίσσεται στο 2031) με ανθρώπους που αναλύονται από μηχανές (με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα ) ,βουτηγμένους στη μοναξιά ,ένας πλανήτης με κλιματική καταστροφή και ιούς που μειώνουν τον πληθυσμό δραματικά και προβλέπουν το μέλλον ακόμη χειρότερο . Το βιβλίο αυτό ήταν πολύ καλό .είχε κάποια εξαιρετικά στοιχεία ψυχογραφηματος , βαθιάς ανάλυσης συναισθημάτων πολύπλοκων με τα οποία μπορούσες να ταυτιστείς έστω και μέχρι ενός σημείου ,έναν πρωταγωνιστή που σου προκαλούσε τη λύπη ,αλλά και τη διάθεση να τον κατανοήσεις ,ακόμη και σε σημεία που οι πράξεις του ήταν τραβηγμένες και μια κριτική ματιά στο πνεύμα της εποχής μας και στο πώς τελικά εξελισσομαστε σαν άνθρωποι ή γινόμαστε υποχείρια των συναισθημάτων μας. Η γραφή του συγγραφέα μου άρεσε πάρα πολύ ,καθώς και η ματιά του που μου θύμισε σε κάποια σημεία Ουελμπέκ,γι'αυτό και σκοπεύω να αναζητήσω και το προηγούμενο βιβλίο του που έχει εκδοθεί στα ελληνικά . Υπήρχαν βέβαια κάποια σημεία που οι συμβολισμοί και τα βαθύτερα ίσως νοήματα γίνονταν too much και δεν είχα τη διάθεση να το ψάξω περαιτέρω ,αλλά σε γενικές γραμμές τόσο εγώ ,όσο και ο αγαπημένος μου συναναγνωστης , Γιάννης το διαβάσαμε πολύ γρήγορα και με ορεξη ,οπότε αυτό λέει πολλά . "Τότε σαν δυο φίλοι που ποτέ δεν θέλησαν να αναστατώσουν τον κόσμο ή να τον επιβαρύνουν με την παρουσία τους,θα γλιστρησουμε στον ωκεανό ,κολυμπώντας κατά κει ,ο καθένας με τον τρόπο του ,ο ένας δίπλα στον άλλο . Έχοντας γίνει αυτό που μπορούσαμε,όντας αυτό που ήμασταν ,θα κολυμπήσουμε με ο,τι θα μας απομένει από τη ζωή ,ευθεία μπροστά ,προς εκείνο το κομματάκι του βράχου ,ξέροντας κατά βάθος πως δε θα μπορέσουμε ποτέ να το φτάσουμε ,αποφασισμένοι ωστόσο να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους ." 🌟🌟🌟💫/5 αστέρια
Τον Γάλλο συγγραφέα και δημοσιογράφο Jean Paul Dubois τον γνωρίσαμε αναγνωστικά μέσα από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ, το 2020, όταν κυκλοφόρησε στα ελληνικά το μυθιστόρημα του «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», σε μετάφραση της Μαρίας Γαβαλά. Μετά από 5 ολόκληρα χρόνια, οι εκδόσεις ΔΩΜΑ επανέρχονται με τη μετάφραση ενός δεύτερου μυθιστορηματικού έργου του Jean Paul Dubois, από τη Στέλα Ζουμπουλάκη, με τίτλο «Η πηγή των δακρύων».
Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα 200 μόλις σελίδων, ένα μυθιστόρημα βαθιά ψυχαναλυτικό, που ειλικρινά μου υπενθύμισε με τον καλύτερο τρόπο όλους εκείνους τους λόγους, για τους οποίους αγάπησα τον συγκεκριμένο Γάλλο συγγραφέα!
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ διαβάστηκε σε λίγες μόνο μέρες, συγκεκριμένα μέσα στο σαββατοκύριακο του Πάσχα, συντροφιά με το «reading buddy» μου, την αγαπημένη μου φίλη Ρούλα Κονιδάρη, τις ειλικρινείς αναγνωστικές της ματιές θα σας πρότεινα να ακολουθήσετε στο Instagram!
Όλα ξεκινούν όταν ο κεντρικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Dubois, ο Πωλ, πυροβολεί δύο φορές στο κεφάλι τον ήδη νεκρό πατέρα του, μέσα στο νεκροτομείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Τουλούζης. Η πράξη του διώκεται ποινικά. Ο Πωλ θα δικαστεί, μόνο που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τον θάνατο του πατέρα του, μιας και είχε ήδη πεθάνει από φυσικά αίτια. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο του επιβάλει ποινή δωδεκάμηνης, υποχρεωτικής ψυχοθεραπείας. Έτσι, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας αυτών των ψυχοθεραπευτικών συναντήσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Πωλ ξεδιπλώνει σταδιακά τη ζωή του, με τα καταπιεσμένα συναισθήματα του, τις ανομολόγητες επιθυμίες του, αλλά και τους μύχιους φόβους του να λούζονται στο φως. Ο Πωλ καλείται να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την προσωπική του αλήθεια, να την αποδεχτεί, να την κατανοήσει, να την μεταβολήσει και να καταφέρει να αφήσει πίσω του το παρελθόν και τις σκιές του, που τον βαραίνουν, και τελικά απελευθερωμένος από κάθε βάρος, από κάθε ενοχή να προχωρήσει τη ζωή του.
Ο Jean-Paul Dubois δημιουργεί έναν βαθιά τραγικό ήρωα, ο οποίος βρίσκεται διαρκώς σε μία εσωτερική αποσύνθεση. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος, καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα, που το αίσθημα της απώλειας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης του. Ο Πωλ δεν βιώνει διαρκώς μόνο το θάνατο της μητέρας του και του δίδυμου αδερφού του, αλλά και τον δικό του υπαρξιακό θάνατο. Ανίκανος πλέον όχι μόνο να διεκδικήσει το παρόν και το μέλλον του, ή να αποκαταστήσει τη ζωή του, αλλά και να ξεφύγει από τη σκιά του νεκρού πατέρα του, ο Πωλ αφήνεται στις καταστάσεις και στα ενοχικά του συναισθήματα, τα οποία τον καταδυναστεύουν.
Ο Πωλ μετατρέπεται σε ένα παθητικό ον. Δεν έχει πια έλεγχο της ζωής του, αλλά ούτε και του εαυτού του. Αφήνεται. Ζει το παρόν του εγκλωβισμένος σε ένα διάχυτο αίσθημα υπαρξιακής ενοχής, μακριά από κάθε ίχνος ανθρώπινης επαφής. Ο Πωλ είναι ανήμπορος να δημιουργήσει και να διατηρήσει οποιαδήποτε μορφή σχέσης, όχι επειδή δεν ξέρει πως να αγαπήσει, όχι επειδή δε διψά για ανθρώπινη επαφή, για κατανόηση, για αγάπη, αλλά γιατί κουβάλα σιωπηλά ένα αθέατο βάρος, αυτό του τραυματικού του παρελθόντος, το οποία αδυνατεί να μοιραστεί. Ο Πωλ δεν αντιμετωπίζει το παρελθόν του απλώς ως μία ανάμνηση, αλλά ως έναν τόπο, μέσα στον οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα εγκλωβισμένος, με τον χρόνο να περνά ανεπιστρεπτί χαμένος για εκείνον.
Ο Πωλ, ο ήρωας του Dubois εκφράζει ένα είδος ενός ατέρμονου πένθους. Αντί να προχωρήσει στα στάδια της αποδοχής και της συμφιλίωσης, παγιδεύεται στο μετέωρο χώρο μεταξύ απώλειας και ζωής, όπου το πένθος έχει μετατραπεί σε μία μόνιμη κατάσταση. Ο Πωλ βιώνει εσωτερικευμένα και καθημερινά την απώλεια της μητέρας και του δίδυμου αδερφού του, κατάσταση που αναπόφευκτα τον οδηγεί στο να χάνει σταδιακά τον εαυτό του. Ο Πωλ κουβαλά μέσα του έναν κόσμο κατεστραμμένο, όπου καθετί όμορφο είναι τόσο εύθραυστο, όσο και καταδικασμένο. Ο Πωλ ζει σε ένα καθεστώς εσωτερικής μάχης. Κάθε του μέρα αποτελεί μία προσπάθεια να αντέξει, να παραμείνει όρθιος, αντικρίζοντας τη σταδιακή, υπαρξιακή του διάλυση!
Ο Dubois δημιουργεί ένα αμιγώς ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα, το οποίο έρχεται να συνομιλήσει με ένα πλήθος ψυχαναλυτικών θεωριών, αλλά και εννοιών, μέσα από έναν έμμεσο, διακριτικό τρόπο. Αρχικά, ο Πωλ, ο ήρωας του Dubois θυμάται την τραγική στιγμή της γέννησής του, όπου ταυτόχρονα είναι και η στιγμή που πεθαίνουν, τόσο η μητέρα του, όσο και ο δίδυμος αδελφός του. Από την πρώτη του κιόλας ανάσα, ο Πωλ καλείται να συνδέσει άρρηκτα την ύπαρξη του με την απώλεια και την ενοχή, καθώς μέσα από αυτό το τόσο τραγικό γεγονός, φαίνεται σαν να οφείλει την ύπαρξη του στο θάνατο άλλων, γεγονός που τον κάνει να αισθάνεται πως δεν έχει δικαίωμα να ζήσει ή να είναι ευτυχισμένος. Αυτό το τραγικό συμβάν κατά την έναρξη της ζωής του Πωλ είναι τόσο βαθύ και θεμελιώδες για την ύπαρξη του, με τον ήρωα να το κουβαλά σαν κάτι που δεν έχει ποτέ πραγματικά τελειώσει! Ο Πωλ είναι σαν να ζει μία διαρκή επανάληψη της πρώτης εκείνης στιγμής της ζωής του, κάθε φορά που προσπαθεί να ζήσει, να αγαπήσει, να χαρεί. Αναπόφευκτα συναντά την απώλεια ξανά και ξανά. Ο ήρωας του Dubois δεν είναι απλά ένας άνθρωπος με τραύμα, είναι το ίδιο το τραύμα προσωποποιημένο. Όλη του η ύπαρξη είναι θεμελιωμένη στην απώλεια. Η ζωή και ο θάνατος είναι δύο έννοιες αδιαχώριστα μπλεγμένες μέσα του!
Ο Dubois μέσα από το τραγικό αυτό γεγονός, που καθόρισε αμετάκλητα την πορεία του ήρωα, εισάγει τη θεωρία της τραυματικής γέννησης, η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρία σύμφωνα με την οποία η ίδια η πράξη της γέννησης είναι μία τραυματική εμπειρία, καθώς συντελείται το βίαιο πέρασμα από τη μήτρα, που μέχρι πρότινος αποτελούσε ένα ασφαλές περιβάλλον, στον έξω κόσμο, έναν κόσμο κρύο, αφιλόξενο, γεμάτο άγνωστα ερεθίσματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Otto Rank, ο αποχωρισμός του βρέφους από το σώμα της μητέρας μέσα από τη διαδικασία της γέννησης, αφήνει μία βαθιά και ανεπούλωτη πληγή, την οποία ασυνείδητα αναβιώνουμε σε όλες τις μεταγενέστερες εμπειρίες απώλειας και εγκατάλειψης. Η γέννηση λοιπόν αποτελεί το πρώτο μεγάλο τραύμα στη ζωή του ανθρώπου, και ενδέχεται να επηρεάσει βαθύτερες δομές του ψυχισμού.
Στην περίπτωση του Dubois και στην ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ, η γέννηση δεν βιώνεται απλά ως μία τραυματική μετάβαση από τη μήτρα στον έξω κόσμο, αλλά ως μία μετάβαση που συμπίπτει ταυτόχρονα με έναν διπλό θάνατο. Ο Πωλ χάνει τόσο τη μητέρα του, που αποτελεί τη φυσική συνέχεια της ύπαρξης του, όσο και τον δίδυμο αδελφό του, που αποτελεί το άλλο του μισό, την πρώτη του διαπροσωπική σχέση κατά έναν τρόπο. Έτσι, η γέννησή του γίνεται ένα τραύμα θανάτου και όχι απλά ένα τραύμα αποχωρισμού. Η τραυματική και τραγική ταυτόχρονα γέννηση του ήρωα δεν αποτελεί απλώς μία πρώιμη ανάμνηση, αλλά είναι ένα ανεπούλωτο τραύμα, που ορίζει την ύπαρξη του. Όλη του η ζωή άλλωστε, όπως αποδεικνύεται μέσα από τις συνεδρίες ψυχανάλυσης είναι μία διαρκής προσπάθεια να καταλάβει, να δικαιολογήσει και να συμφιλιωθεί με εκείνη την πρώτη εμπειρία απώλειας.
Κατά τη διάρκεια των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών, έρχεται στο φως και η δυσλειτουργική σχέση του ήρωα με τον πατέρα του, τον Τομά Λανσκί. Ο Τομά Λανσκί ψυχρός και αποστασιοποιημένος, ανίκανος να προσφέρει αγάπη, ασφάλεια, στοργή, επιδίδεται διαρκώς σε παράνομες δραστηριότητες και λειτουργεί ως ένα σύμβολο διαφθοράς του κόσμου των ενηλίκων. Ο πατέρας του Πωλ δεν είναι μόνο συναισθηματικά απών, αλλά και ηθικά διεφθαρμένος, γεγονός που καθιστά τον κόσμο του ήρωα ασταθή και δίχως ηθική πυξίδα. Αν η μητέρα του Πωλ τον εγκατέλειψε με το θάνατό της, ο πατέρας επιλέγει να τον «εγκαταλείψει» μέσα από τον συναισθηματικό του ακρωτηριασμό!
Η σχέση ανάμεσα στον Πωλ και τον Τομά είναι γεμάτη ένταση, αλλά και πόνο. Ο κεντρικός ήρωας του Dubois επιλέγει να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά από τον πατέρα του, με όποιο ψυχικό κόστος αυτό επιφέρει, ενέργεια που λειτουργεί και ως μηχανισμός επιβίωσης, καθώς ο πατέρας του είναι ένας άνθρωπος δίχως κανέναν ηθικό φραγμό, που εκθέτει τον ίδιο του τον γιο σε ένα πλήθος ηθικών και υπαρξιακών προβλημάτων, αλλά και κινδύνων. Ο Τομά είναι ένας πατέρας σκληρός και απάνθρωπος, που χειραγωγεί συναισθηματικά τον γιο του, αφήνοντας τον με τη διαρκή αίσθηση της αμφιβολίας και της ανασφάλειας, γεγονός που οδηγεί την ύπαρξη του ήρωα στο να χαθεί, κατά την απέλπιδα προσπάθεια αναζήτησης άλλων διαδρομών για να συνδεθεί με τον έξω κόσμο, κουβαλώντας διαρκώς στους ώμους του την υποψία ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι πλήρως αξιόπιστο στον κόσμο των ενηλίκων!
Όπως γίνεται αντιληπτό με το πέρασμα των σελίδων, ο ήρωας της ΠΗΓΗΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ ζει υπό τη βαριά σκιά του ασυνείδητου φόβου να επαναλάβει το μοτίβο του πατέρα του, τον οποίο ο ίδιος αποστρέφεται. Η σκηνή προς το τέλος του βιβλίου, όπου ο Πωλ ζητά από πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης να του δείξει την εικόνα του, κι εκείνο σχηματίζει το πρόσωπο του πατέρα του, έρχεται για να υπογραμμίσει με έναν τραγικά ειρωνικό τρόπο τον ανομολόγητο φόβο του ήρωα, αλλά και να αναδείξει πως το Υπερεγώ του ήρωα, κατά τον Freud, έχει ήδη διαμορφωθεί πάνω στο τραυματικό πατρικό πρότυπο. Ο φόβος της ταύτισης σχετίζεται άμεσα με τη διαγενεακή μετάδοση του τραύματος, καθώς ο ήρωας ασυνείδητα κουβαλά την ενοχή και το πένθος που δεν του ανήκουν εξ’ αρχής, αλλά του κληροδοτήθηκαν. Η εσωτερικευμένη εικόνα του «κακού πατέρα» καθηλώνει τον Πωλ στην αγωνία πως ποτέ δεν θα καταφέρει πραγματικά να ξεφύγει από εκείνον, παρά τις συνειδητές προσπάθειες απόρριψής του! Έτσι, ο φόβος αυτής της ομοιότητας αποκτά έναν βαθιά υπαρξιακό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί μία μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στην επιθυμία για αυτονομία, αλλά και στην ασυνείδητη επανάληψη του τραύματος.
Η αναπόφευκτη αυτή σύγκρουση οδηγεί τον ήρωα σε μια εσωτερική μάχη. Ο Πωλ δεν παλεύει απλώς ενάντια στον πατέρα ως μία εξωτερική απειλή-φιγούρα, αλλά ενάντια στον πατέρα ως μία εγκατεστημένη δομή στο πιο βαθύ σημείο της ύπαρξης του. Κατά τον Λακάν, ο ήρωας του Dubois φαίνεται να είναι αιχμάλωτος ενός «Άλλου», που υπαγορεύει τη θέση του στον κόσμο, πριν ακόμα ο ίδιος συνειδητοποιήσει το «Εγώ» του. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τη διαβρωτική σκιά του πατέρα του, ο Πωλ επιλέγει τελικά, όπως διαφαίνεται στην τελική σκηνή του βιβλίου να αφεθεί στη θάλασσα, στο υγρό αυτό στοιχείο, πραγματοποιώντας με αυτό τον τρόπο μία υπαρξιακή πράξη ένωσης της τάση προς τη διάλυση, την ενόρμηση προς τον θάνατο βάσει Freud, με την αρχέγονη, υπαρξιακή επιθυμία της επιστροφής στη μήτρα, συνδέοντας το με τη θεωρία του Rank για το τραύμα της γέννησης. Μέσα λοιπόν από αυτή την παράδοση στο υγρό στοιχείο, ο ήρωας του Dubois δεν απορρίπτει μόνο το πατρικό πρότυπο, αλλά αποδέχεται τη βαθιά ανθρώπινη αλήθεια ότι ποτέ δεν θα καταφέρουμε να αποσχιστούμε ολοκληρωτικά από τα ίχνη, που άφησαν μέσα μας, εκείνοι που υπήρξαν πριν από εμάς!
Ο Πωλ, ο ήρωας της ΠΗΓΗΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ, από την πρώτη σελίδα του βιβλίου έρχεται αντιμέτωπος με την απώλεια της μητρικής φιγούρας, που αποτελεί την πιο σημαντική απώλεια της ζωής του! Έτσι, το υγρό στοιχείο, είτε ως αδιάκοπη βροχή που εμποτίζει υποδόρια κάθε σκηνή του βιβλίου, είτε ως τελική παράδοση στη θάλασσα, λειτουργεί συμβολικά όχι μόνο ως ένδειξη του διαρκούς πένθους του, αλλά και ως σύμβολο νοσταλγίας της αρχικής ενότητας του με τη μητέρα του. Το νερό άλλωστε συνδέεται άμεσα με την εμπειρία της μήτρας, λόγω του αμνιακού υγρού μέσα στο οποίο βρίσκεται προφυλαγμένο και ανέπαφο το έμβρυο. Μέσα λοιπόν στο μυθιστόρημα του Dubois, το νερό παρότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την απώλεια, γίνεται συνώνυμο της μητρικής παρουσίας. Άλλωστε στο αποκορύφωμα της αφήγησης, η βύθιση του ήρωα στη θάλασσα δεν συνδέεται με την ολοκληρωτική του καταστροφή, αλλά με την επιστροφή του σε μία πρώιμη κατάσταση του ανθρώπου, αυτή που βρίσκεται ασφαλής μέσα στο αμνιακό υγρό, όπου το τραύμα της απώλειας δεν είχε ακόμα γραφτεί στο σώμα και στην ψυχή του Πωλ. Έτσι, το υγρό στοιχείο δημιουργεί μία κυκλικότητα, όπου η αρχή και το τέλος, η γέννηση και ο θάνατος μετατρέπονται σε έναν αξεδιάλυτο κόμπο, όπως ακριβώς είναι και η ανθρώπινη εμπειρία!
Ολοκληρώνοντας λοιπόν, Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ είναι ένα βιβλίο για την σιωπηλή, υπαρξιακή μάχη που δίνουμε όλοι μέσα μας. Μία μάχη για να σβήσουμε τα τραύματα που κληρονομήσαμε, να λυτρωθούμε από το βάρος ενός τραυματικού παρελθόντος, που επιμένει να αναβλύζει μέσα από τα πιο κρυφά στρώματα της ύπαρξής μας! Ο ήρωας του Dubois παλεύοντας ανάμεσα στην ανάγκη να ανήκει και στην ανάγκη να λυτρωθεί, ανακαλύπτει ότι η επιστροφή στο αρχικό, υγρό σκότος της γέννησης του, μέσω της παράδοσης του στη θάλασσα, δεν είναι ήττα, αλλά μία αναγέννηση! Μία πράξη βαθιάς συμφιλίωσης με ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει. Στο τέλος, το βιβλίο μάς αφήνει με μια αίσθηση γλυκόπικρης αλήθειας: ότι η ελευθερία δεν έρχεται από τη διαγραφή των πληγών μας, αλλά από την ήρεμη αποδοχή ότι είναι πια μέρος του εαυτού μας.
Ο Πωλ, κανονίζει τη διακομιδή του νεκρού πατερα του από το εξωτερικό. Μόλις φτάνει στο νεκροτομείο της Τουλούζης, ο Πωλ, βγάζει ένα πιστόλι και τον πυροβολεί 2 φορές. Επειδή ήταν ήδη νεκρός, ο Πωλ υποχρεώνεται σε ετήσια υποχρεωτική ψυχοθεραπεία για προσβολή νεκρού. Κι έτσι ξεκινά μια καταβύθιση στις σκέψεις και στις αναμνήσεις του ήρωα μας.
Το βιβλίο μιλά και περιβάλλεται από θάνατο. Ο Πωλ, είναι ένας άνθρωπος μόνος, ένας άνθρωπος που ο γεννήτορας του, του στέρησε την μητέρα του και την αγάπη. Ο πατέρας του, σχεδόν τον χλεύαζε και θέλησε να καταστρέψει και τη σχέση με την Ρεμπεκά, τη δεύτερη μητέρα του. Ο Πωλ έχει στιγματιστεί από το τραύμα της απώλειας από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ζωής του και πλέον δεν βρίσκει χαρά και ικανοποίηση σε τίποτα. Οι υποχρεωτικές συνεδρίες, τον στέλνουν ξανά στα βάθη της θλίψης και των αναμνήσεων.
Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο λόγω θέματος ξεκάθαρα. Όμως είναι καλογραμμένο με την εξ��ιρετική πένα του Dubois, που γνώρισα με το Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο!
Καλό αν και δύσκολο! Ένα μακρύ ταξίδι στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή που απαιτεί την απερίσπαστη προσοχή μας. (Το δεν κατοικούν οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, μου άρεσε περισσότερο 🫢)
Du bon Dubois, toujours original et bien écrit. Dans celui-ci, on a clairement senti la volonté d’utiliser un stratagème pour raconter l’histoire d’enfance de l’auteur. Cela aurait pu être dans les circonstances d’un procès pour l’acte qu’il a commis. Ce sera finalement celui d’un suivi psychologique obligatoire.
Pour servir le propos romanesque, on a toujours des personnages campés dans leur originalité, au mépris de tout réalisme. Ce qu’on y gagne en fraîcheur, on le perd en vraisemblance.
La fin se fait attendre et donne l’impression d’un auteur qui se lasse et perd le fil de son propos avec quelques motifs constants : le Pays Basque, les chiens, le Canada, ce monsieur Tanner, une entreprise spécialisée dirigée par une femme, une certaine vie en suspension, incomprise et vide de sens, héritée d’un manque originel.
Μια ελεγχόμενη καταβύθιση στα αιθουσαία σκοτάδια μιας ψυχής τραυματισμένης από την πρώτη της ανάσα. Η ματαιωμενη παιδικοτητα που δε βιώθηκε και άφησε έναν άνθρωπο μετέωρο στην ενήλικη ζωή του, ο δυσερμηνευτος σαδισμός του Λανσκί και, γενικότερα, όσα οδήγησαν τον πρωταγωνιστή στην απονενοημένη (;) πράξη του εκδιπλωνονται με εικόνες καλοσμιλεμενης λογοτεχνικότητας δοσμένης με δωρική μαεστρία. Κείμενο που ρέει σαν το νερό, το οποίο ως leitmotif, είναι παντού παρόν. Άλλοτε καθαιρει, άλλοτε διαλύει, ενίοτε απελευθερώνει. Πρωτότυπο θέμα και μια φευγαλέα ματιά στο εύρος των τρόπων με τους οποίους οι γεννητορες μπορούν από πρότυπα και προστάτες να γίνουν οι πιο ανάλγητοι ευνουχιστες.
Toujours un vrai plaisir. Toujours cette langue riche et cet amour des mots, et ici un scénario improbable au départ mais au fur et à mesure des ces séances d’analyse, on touche du doigt une réalité bien plus tangible et des rapports humains tres forts et très profonds. Sur fond de pluie incessante dont la morosité imprègne le roman.
Pôvod sĺz od francúzskeho spisovateľa Jean-Paula Duboisa je introspektívnou výpoveďou o dedičstve viny a rodinnej traume, odohrávajúcej sa na pozadí sivého predmestia Toulouse. Ide o vyrozprávanie krutého príbehu muža, ktorý prestrelí hlavu svojmu mŕtvemu otcovi, vyvŕšiac tým na ňom akt akejsi pomsty, zadosťučinenia, ba priam splatenia dlhu za psí, premoknutý a do špiku kosti podradný, scestný život.
Román je citlivým, ale drsným, vypointovaným rozprávaním rámcovaným terapeutickými sedeniami v upršanom francúzskom mestečku. Dubois volí introspektívny tón, v ktorom sa prelína surová realita so symbolikou vody. Nie je to čítanie na jedno posedenie; vyžaduje si trpezlivosť nechať sa viesť emóciou namiesto deja. Voda sa na čitateľa valí zo všetkých strán, slová stekajú po očiach najprv ako drobné kvapôčky, následne však tento leitmotív naberá na intenzite a zaplavuje všetky zmysly a vy sa odrazu topíte. Aj keď sa autor miestami pohybuje na hrane pátosu, pod povrchom zostáva precízne vystavaný rytmus rozprávania, ktorý bráni tomu, aby sa text rozpadol do čistej lyriky. Krútite sa vo víre s hlavnou postavou, podpisujete sa pod jej utrpenie, súhlasíte s jej konaním a napokon jej túžite, vyvrhnutý na protiľahlom brehu, zakričať, že rozumiete. Chceli by ste zvrátiť čas, museli by ste však tohto muža nenávratne vyhubiť. Pretože jeho život – taký, aký ho musel prežiť, – sa rozpísal v matkinom lone. Pôvod jeho sĺz bol zakódovaný v embryonálnej pamäti.
Nedalo by sa ujsť. Iba ak únikom k druhej strane konca.
4,5/5. Belle découverte! Un synopsis curieux qui a su piquer ma curiosité, mais c’est surtout les thèmes qui vont rester avec moi. On y parle de relation père-fils, de deuil, de vengeance, de solitude, le tout sans tomber dans l’excès ou dans le mélodrame, mais en gardant un ton très vrai. Peut-être une petite longueur au milieu, mais sinon, un excellent texte.
Δεν μου άρεσε. Το θέμα του βιβλίου είναι ο θάνατος και όλη η ατμόσφαιρα που αποπνέει είναι πολύ καταθλιπτική και αποπνικτική. 1☆ για την όμορφη γραφή του Ντυμπουά, αλλά μέχρι εκεί.
L'écriture de Jean-Paul Dubois est toujours aussi agréable dans ce dernier opus mais son regard désabusé sur le monde qui l'entoure devient tout à fait oppressant depuis quelques années et atteint son paroxysme avec L'origine des larmes. Il n'y a plus d'humour ou de dérision.
Il y est question de vengeance tout du long, d'abandon, de peine et de mal de vivre. Et tous ces beaux sentiments dans un contexte de pluie diluvienne interminable en 2032.
The story is brilliant, very moving and so well-written. Made me think about life. I would have given it 5 stars if not for Dubois’ choice to set the novel in 2031. The parts where the character talks about AI and the flooding of the Garonne felt very technical and forced and contrasted the smooth and emotional flow of the rest of the novel. I am happy there was an explanation for the heavy rainy days though, because I did question whether Dubois was aware of how the weather is in Toulouse.
"Paul a commis l’irréparable : il a tué son père. Seulement voilà : quand il s’est décidé à passer à l’acte, Thomas Lanski était déjà mort… de mort naturelle. Il ne faudra rien de moins qu’une obligation de soins pendant un an pour démêler les circonstances qui ont conduit Paul à ce parricide dont il n’est pas vraiment l’auteur.
L’Origine des larmes est le récit que Paul confie à son psychiatre : l’histoire d’un homme blessé, qui voue une haine obsessionnelle à son géniteur coupable à ses yeux d’avoir fait souffrir sa femme et son fils tout au long de leur vie. L’apprentissage de la vengeance, en quelque sorte.
Mélange d’humour et de mélancolie, ce roman peut se lire comme une comédie noire ou un drame burlesque. Ou les deux à la fois."
Le roman s'ouvre sur un étrange interrogatoire autour d'un sordide fait divers. Paul a tiré deux balles dans la tête de son père mort... Qu'est-ce qui a bien pu pousser ce chef d'une entreprise de sacs mortuaires à commettre un tel acte ? C'est ce qu'il va devoir expliquer à un thérapeute dans le cadre d'une procédure "d'obligation de soin" sur 12 mois. Paul nous raconte tout : le décès de sa mère biologique et de son jumeaux, son enfance, l'emprise de Lanski sur son fils et sa deuxième femme, les séparations successives, et surtout, la mort qui rôde, partout, toujours, tout comme l'eau "water, water everywhere"... Ce long monologue l'aidera-t-il à surmonter ses traumatismes de jeunesse, qui l'ont conduit à une solitude extrême ?
L'univers dans lequel nous plonge ici Jean-Paul Dubois se rapproche d'une dystopie sombre ou plutôt d'un roman noir d'anticipation (l'action se déroule en 2031). Tout y est imbibé : que ce soit par les larmes humaines (de Paul ou de Guzman) et leurs origines diverses (l'émotion ou la maladie) ou par les pluies incessantes qui inondent la planète Terre... J'ai été surprise par cet aspect dystopique et séduite par l'originalité de la narration. J'ai cherché longtemps un point d'accroche ou un port d'attache, sans parvenir à le trouver, d'où ma note un peu décevante malgré la qualité de plume de Jean-Paul Dubois. Son style est fluide, travaillé et recherché. Le vocabulaire est très riche (le dictionnaire de ma liseuse ne connaissait aucun des mots dont j'ignorais la signification...). L'écriture est très 'sensitive' : elle s'adapte aux souvenirs et s'imprègne des humeurs du narrateur : mélancolie, angoisses, colères tues jusqu'à l'explosion. De regrets en remords, Paul erre dans ses souvenirs ; et nous entraîne à sa suite. Paul s'adresse à nous comme si nous étions le thérapeute larmoyant qui le suit, l'écoute, le conseille et surtout, le questionne. À ce lourd détail près que Paul nous révèle - comme en aparté - ce qu'il cache en séance "d'obligation de soin".
J'ai relevé plusieurs paradoxes qui m'ont intriguée. Paul se livre beaucoup mais avec parcimonie sur son passé et ce fameux père qu'il faut symboliquement tuer. L'auteur joue avec une certaine idée de l'absurdité, avec les secrets et les mensonges, tout en restant très ancré dans un réalisme troublant, une crédibilité très concrète.
Malgré ces aspects très positifs, je n'ai pas réussi à m'attacher au personnage. Je n'ai ressenti aucune empathie pour Paul, m'attendant à ce qu'il nous raconte des choses bien plus horribles que ce qu'il nous confie... Deviendrai-je sadique à force de lire des tragédies ? D'ailleurs, il est souvent question de tragédie grecque dans l'Origine des Larmes : Œdipe en tête, suivi par le Styx qui charrie ses vivants et morts, sans oublier Jonas sur son bateau, perdu en pleine mer. Seulement voilà : j'ai trouvé les personnages trop lisses. Que ce soit Paul, son père, les frères fantasmés ou le psy, tous ces hommes manquent d'aspérité à mon goût. Seule Rebecca, la deuxième mère, a su susciter mon intérêt, mais elle reste très (trop?) secondaire dans l'intrigue selon moi. Beaucoup d'eaux, peu de mots mais beaucoup de maux... qui m'ont parfois un peu ennuyée, je dois bien l'avouer...
Pour avoir tiré deux balles dans la tête de son père déjà mort d'un AVC, Paul Sorensen, le narrateur, est condamné à la détention avec sursis et soumis à une obligation de soins . Pendant un an, une fois par mois, il va revivre auprès d'un psychiatre , le Dr Guzman, sa douloureuse histoire, de la perte à l'accouchement de sa mère et de son jumeau aux souffrances et humiliations subies auprès d'un père monstrueux.
On retrouve bien sûr dans ce dernier Dubois nos repères habituels : un nouveau Paul, Toulouse et la côte basque (et même une petite incursion au Canada), et les thèmes récurrents dans son oeuvre de la filiation et des relations père-fils souvent compliquées. Mais le roman est d'une grande noirceur, dominé par la figure terrible d'un pere d'une méchanceté machiavélique qui a détruit la vie d'un Paul que seule la tendresse d'une belle mère a maintenu à flots.
Le roman se situe en 2031, alors que le climat, totalement détraqué, noie depuis deux ans Toulouse et les plages basques sous des trombes d'eau qui rendent l'atmosphère encore plus sinistre ! Heureusement on retrouve l'inventivité et l'ironie de Dubois, avec la profession de Paul (gérant d'une entreprise de housses mortuaires), le psychiatre atteint d'une conjonctivite chronique qui lui fait couler des larmes devant un patient incapable, lui, d'en avoir, et des digressions qui m'ont , par exemple, amenée à regarder sur le net les tableaux de ce peintre coréen Kim Tschang-yeul qui a consacré sa vie à peindre des gouttes d'eau…
Un roman nettement plus sombre et pessimiste que les autres de Jean- Paul Dubois, que j'ai refermé avec un certain soulagement je dois dire.
«Chacun de mes anniversaires commémore la mort de Marta et de mon frère. L’origine des larmes se trouve là, au fond du ventre de ma mère.… deux morts contre ma vie. Je suis le fruit de cette rançon. Je sais ce que je dis. Je connais l’origine des larmes.» ~p21
«Peu à peu, j’ai ressenti que je me trouvais au centre d’un monde singulier, au cœur d’une fabrique humaine unique qui, une vie durant, habilla toutes les nuances de la tristesse avec des millions de litres d’eau. J’étais arrivé à l’origine des larmes.» ~p143 [au Kim Tschang-Yeul Museum, Ile de Jeju, Corée du Sud]
Avec son roman bouleversant «Tous les hommes n'habitent pas le monde de la même façon», Jean-Paul Dubois a remporté le prix Goncourt 2019… et pourtant, « L’Origine des Larmes » tombe à plat pour nombre de critiques et de lecteurs — mais pas pour moi! J’apprécie cet auteur à l’ingéniosité littéraire rare qui ose aborder un thème sombre, guide son protagoniste à travers un lourd traumatisme paternel et entraîne ses lecteurs dans une spirale de colère, dégoût, douleur et d’immense chagrin.
À l’heure de Facebook, Instagram et TikTok, où règnent la superficialité, le vernis des mots et la quête d'excuses faciles, il est compréhensible — mais totalement injuste — de reprocher à l’auteur sa gravité, sa noirceur et ses méditations profondes. C’est précisément en ces temps insensés, où narcissiques, oligarques et milliardaires déchaînés dominent le monde, que nous devons honorer les écrivains-penseurs exceptionnels comme Jean-Paul Dubois.
Dubois allo stato puro. Ilare e malinconico fino alle lacrime (sic!). Un Paul, ancora un altro naturalmente, la cui disperazione è così assoluta che perfino gli scenari distopici fatti di giornate buie e piovose sono niente in confronto. Il suo è un mondo fatto di solitudine e rancore, ma anche di tenerezza infinita. Splendide le immagini prese in prestito da Blade Runner per descrivere il futuro prossimo di una umanità che è tuttavia completamente assente dal racconto, incentrato tutto su Paul, la sua famiglia impossibile e lo psicoterapeuta che lo ha in cura. Ci sono molti dei temi ricorrenti cari a Dubois: le auto, gli incidenti aerei, il cane, il suicidio. Mancano il tagliaerba e il dentista…. Sorprendente il fatto che sia descritta la pratica coreana del Happy Life (vivere il proprio funerale come cura alla depressione) proprio come in un romanzo appena pubblicato di un altro autore francese contemporaneo! Perfino le copertine dei due libri sono praticamente uguali! Un altro colpo burlesco di un autore che non teme confronti? Un romanzo magnifico, profondissimo e assurdo.
This entire review has been hidden because of spoilers.
C'est un roman assez étonnant qui raconte une vengeance d'un fils blessé par le comportement odieux de son père. L'action se déroule à Toulouse en 2030 sous un déluge d'eau. Celui qui raconte doit discuter chaque mois avec un psychiatre car il a tiré deux balles dans la tête de son père déjà mort à la morgue. Le vocabulaire est choisi, j'ai du vérifier plusieurs fois le dictionnaire. Le pétrichor est par exemple l'odeur de la terre après la pluie. Le style est alerte. On ne s'ennuie pas. Cependant, on se demande ce qui motive l'écriture d'une telle histoire. L'auteur a-t-il vécu quelque chose de similaire dans sa famille ? La cruauté de ce père est sans limite.
Roman particulièrement sombre, avec une omniprésence de la mort et de la tristesse. Le style de l'auteur, mêlant humour noir et sensibilité, offre une lecture à la fois touchante et dérangeante. Les thèmes de la mort, de la vengeance et de la quête d'identité sont abordés avec une profondeur remarquable. Le récit s'ouvre sur un acte déroutant : Paul tire deux balles sur le corps déjà décédé de son père, ce qui le conduit à une obligation de soins psychiatriques. Cette entrée en matière intrigue (j'étais impatiente de commencer chaque nouveau chapitre) et Jean-Paul Dubois nous fait remonter le temps, afin que le lecteur puisse comprendre ce geste.
Dans L’origine des larmes, Dubois tisse un récit aussi absurde que cynique : Paul déteste son père et commet un parricide sur lui… alors qu’il est déjà mort. Il tire sur le cadavre de son père, et ce geste insensé le mène à un procès surréaliste, où il échappe à la prison mais se retrouve condamné à une année de psychothérapie. Chaque séance devient l’occasion d’exhumer de nouveaux secrets familiaux, tandis que l’intrigue prend place dans une France de 2032, noyée sous une pluie incessante et façonnée par une intelligence artificielle omniprésente. Si ce n’est pas, à mon sens, le meilleur Dubois, son humour noir, ses idées audacieuses et son absurdité assumée en font une lecture troublante, fascinante par sa cruauté et son ironie grinçante.
Dans l’origine des larmes de Jean-Paul Dubois, on découvre l’histoire de Paul, auteur d’un fait divers surprenant : il prend la décision de tuer son père déjà mort… Folie ou acte réfléchi ?
Le monologue de Paul est souvent interrompu par son psychologue qui se lève pour aller se mettre des gouttes dans les yeux !!! Mais pourquoi avoir fait ce choix? C’est tellement agaçant que l’auteur se laisse aller à ce radotage sans valeur ajoutée pour l’histoire toutes les 10 pages !
Un roman captivant au début mais mon intérêt à progressivement baissé en cours de lecture. Trop de redondances.
Διήγηση της ιστορίας ενός δικαίως διαλυμένου ανθρώπου που προσπαθεί, σε λίγο μετακινημένο μελλοντικά χρόνο, πράγμα που δημιουργεί πρόσθετο βάρος στην αφήγηση εφόσον συμπεριλαμβάνει και τα οικολογικά μελλούμενα, να επιπλεύσει κρατώντας όπως όπως, το κεφάλι του έξω από το νερό. Νερό της ασταμάτητης βροχής, θαλασσινό νερό της ελάχιστης πιθανής ευτυχίας. Πολύ συγκινητικό. Σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα , βαθια ανθρωπινο και με πρωτότυπο αφηγηματικό τρόπο
J’ai écouté l’audio livre et j’ai cru ne jamais en voir le bout. C’est sombre, très bien écrit mais peu intéressant. La balle dans la tête de son père n’est qu’un prétexte à une accumulation d’anecdotes horribles comme si l’auteur ne savait plus quel détail rajouter pour rendre sa vie et son père encore plus sordides. Bref un mauvais moment de lecture me concernant.
Φανταστικό βιβλίο, υπέροχα γραμμένο και η Dubois γράφει τόσο βαθιά και αβίαστα.Τον αγάπησα στο προηγούμενο βιβλίο του "Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο" και σ' αυτό ενθουσιάστηκα ξανά που τον συνάντησα.