Συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών συλλογών "Απόπειρες φωτός", 1966, "Σχήματα απουσίας", 1973, "Μεταμορφώσεις", 1974, "Τύποι ήλων", 1978, "Λεκτικά τοπία", 1983, "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη", 1986, "Εσωτικά τοπία", 1991, "Ο ακίνητος δρομέας", 1996, "Ιδεογράμματα", 1997 και "Τότε που η σιωπή τραγούδησε", 2000.
[Δείγμα πρώιμης γραφής:
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Ω, πόσο ήταν ωραίος έτσι, φιλημένος απ' το θάνατο, λίγο μετά από το σπασμό, λίγο πιο πριν από τη σήψη. Κλειστά τα μάτια και μισάνοιχτα τα χείλη του, λίγο μετά από το σπασμό, λίγο πιο πριν απ' το τσιγάρο που τόσο είναι επιθυμητό ύστερ' από τον έρωτα.
(από τη συλλογή "Απόπειρες φωτός", 1966) ]
"Αν και είμαι μόλις 63 ετών και έχω εκτίσει μόνο 40 χρόνια ποίησης, αποφάσισα να προβώ στη συγκεντρωτική αυτή έκδοση των ποιημάτων μου, φοβούμενος ότι, επειδή οι θεοί αγαπούν τους νέους, δεν θα έχω τον απαιτούμενο χρόνο για να δώσω στη δουλειά μου τη μορφή που θα έπρεπε να έχει, πριν παραδοθεί στην αιωνιότητα. Αν δεν το κάνω αυτό εγώ, θα το κάνει, ίσως, κάποιος συμπαθής τυμβωρύχος (βλέπε φιλόλογος), όταν δεν θά 'μαι πια εδώ και δεν θα μπορώ να του τραβήξω το αυτί για τις τυχόν αυθαίρετες (τι άλλο θα μπορούσαν να είναι;) "αναπαλαιώσεις".
Όσο κι αν φαίνεται να αστειεύομαι, το πράγμα είναι σοβαρό. Τα δύο από τα τρία πρώτα βιβλία μου (δεύτερο και τρίτο), που εκδόθηκαν ερήμην μου, γιατί τότε βρισκόμουν εις τας Ευρώπας και δεν έλαβα ποτέ δοκίμια, βρίθουν λαθών και στερούνται στίχων που για άγνωστη αιτία αγνοήθηκαν. Ιδαίτερα πονάω το τρίτο μου βιβλίο, τις "Μεταμορφώσεις", το οποίο, ενώ συνιστά τον θεμέλιο λίθο όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν, βγήκε παραμορφωμένο και, επί πλέον, ποτέ δεν διακινήθηκε. Αν θυμάμαι καλά, διέθεσα ο ίδιος 12 μόνο αντίτυπα σε τέσσερα βιβλιοπωλεία. Τα υπόλοιπα τα μοίραζα, επί χρόνια, δεξιά και αριστερά, σε φίλους και γνωστούς, και έχω ακόμη πέντε, αδιάθετα, στη βιβλιοθήκη μου." [...]
(απόσπασμα από τη "Λογοδοσία" του ποιητή, στο επίμετρο του βιβλίου)
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη Ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη").
Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003).
Έφυγε από τη ζωή απροσδόκητα το απόγευμα των Χριστουγέννων του 2011, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 68 ετών, στο Θροφαρί Κορινθίας, όπου ζούσε επί είκοσι χρόνια.
Βέβαια είμαι κύριος των κινήσεων μου Μπορώ να δώσω εντολή στα πόδια μου Να μ’ οδηγήσουν δεξιά και αριστερά Μπορς πίσω κάτω πάνω πολύ πάνω Αν ασκηθώ και θέλω γίνεται να φτάσω Πολύ ψηλά αφάνταστα ψηλά Όμως ποτέ δε θα μπορέσω Να σκαρφαλώσω στο κεφάλι μου Παράξενο αλήθεια να μπορώ Τόσο ψηλά να φτάσω και να μην μπορώ Να σκαρφαλώσω στο κεφάλι μου
70/70 λοιπόν. Άφησα επίτηδες τούτο δω το βιβλίο να είναι η 70η κριτική μου για αυτή τη χρονιά. Μαζί της συμπληρώνεται για ακόμα μια φορά ο αναγνωστικός στόχος του έτους. Νωρίς, νωρίς αυτή τη φορά. Αν και το τελείωσα την προηγούμενη βδομάδα θέλησα συμβολικά να είναι το βιβλίο αυτό με το οποίο ουσιαστικά πραγματώνεται ο μοναδικός εφικτός στόχος από αυτούς που είχα θέσει με την έναρξη της χρονιάς γιατί είχα και στόχους για το 2020 κατάλαβες; Ο Αργύρης Χιόνης και το έργο του κερδίζουν με συνοπτικές διαδικασίες το βραβείο της αναγνωστικής αποκάλυψης της χρονιάς και της τεράστιας αναγνωστικής προίκας που θα πάρω μαζί μου και θα την κουβαλάω στις επόμενες αναγνωστικές επιλογές μου. Η γραφή του βάλσαμο στην ψυχή μου, μια γλυκιά μελωδία που σου χαϊδεύει τα’ αυτιά. «Η φωνή της σιωπής» ήταν το επισφράγισμα σε μια χρονιά που η ποίηση με συντρόφευσε περισσότερο από ποτέ, που μαλάκωσε τον πόνο και τους φόβους, έπαιρνε τη λύπη όποτε ήταν δυνατό. Μια εξαιρετική ποιητική συλλογή που δε διακρίνεται για την περιπλοκότητα της αλλά που σε κερδίζει με την απλότητα και το γήινο προσανατολισμό της. Πόσο σπουδαίος δημιουργός ο Αργύρης Χιόνης. Η ποίηση του είναι τόσο μα τόσο ζωντανή και γεμάτη εικόνες. Μέθεξη, μυσταγωγία.
Η νύχτα με τρομάζει απ' το πρωί Ο φόβος μου τη στήνει εμπρός μου Ο ήλιος ανατέλλει όμως η σκέψη της Δε βγαίνει απο το μυαλό μου ώρες πολλές Πριν σκοτεινίασει ανάβω όλα τα φώτα Λάμπες ισχυρές λάμπες πολλές για να μη μείνει ούτε μια γωνία αφωτιστη και περιμένω προσποιούμενος ότι δεν περιμένω Σκαλίζοντας χαρτιά βιβλία ξεφυλλιζοντας Δήθεν χαμένος σε σκέψεις βαθυατόχαστες Δήθεν αδιάφορος για το εφιαλτικό της Πρόσωπο που έρχεται ζυγώνει Αργά αργά μα σταθερά στα τζάμια μου Κολλάει πάνω τους πλαταίνει Από την πίεση γλοιώδες και άμορφο Κι αόματο με γλώσσα πεταμένη Έξω μια γλώσσα μαύρη και υγρή Που απειλεί τα τζάμια μου Τις λάμπες μου και την ψυχή μου.
Η ποίηση του Χιόνη ήταν ειλικρινά μια αποκάλυψη για μένα. Όχι ότι είναι μεγαλειώδης κι αλλόκοσμη, το αντίθετο θα έλεγα. Είναι γήινη, κοφτή, λιτή και σύντομη. Αλλά και τόσο ωραία, με τέτοιον εσωτερικό ρυθμό και τέτοια ψιθυριστή δύναμη... Ίσως μου άρεσε τόσο γιατί αισθάνομαι πως αν είχα το ταλέντο και την ψυχή να γράψω ποίηση, έτσι θα 'γραφα.
Από τα αγαπημένα μου:
Τα κόκαλά-μας είναι κάτι Πίφερα φλάουτα φλογέρες που ένας Κακός θεός τά 'φραξε με μεδούλι Τά 'θαψε κάτω από στρώματα πολλά Σάρκας και λίπους κι είναι Μια θλίψη τώρα τ' άκουσμα των ήχων Που βγαίνουν απ' τα πλαδαρά κορμιά-μας Μια θλίψη ανυπόφορη όταν ξέρεις Πως μέσα-μας βαθιά υπάρχει τόση Πνιγμένη μουσική.
Όσο και αν υπάρχει ένας πλούτος σύγχρονης ελληνικής ποίησης, νομίζω πως η πένα του Αργύρη Χιόνη καταφέρνει πάντα να ξεχωρίσει. Όχι με την έννοια του καλυτερου απο τους άλλους (όπως και στη λογοτεχνία, έτσι και στην ποίηση, τα αξιολογικά κριτήρια έρχονται δευτερεύοντα), αλλά με την έννοια ενός διαφορετικού κόσμου, που ο αναγνώστης δεν μπόρεσε ποτέ να φανταστεί.
Η συλλογή σχεδόν ολόκληρου του ποιητικού έργου του Α. Χ. δεν μπαίνει σε ένα καλούπι, αλλά μεταπηδά απο το ένα στο άλλο πριν προλάβει να σχηματιστεί και να παγιωθεί η μορφή του. Για αυτό βλέπουμε μια μετάβαση απο το πένθιμο, στο μελαγχολικό και στο αστείο, μερικές φορές και στο σαρκαστικό. Η μόνη θεματική μου καλύπτει όλα τα ποιήματα, είναι αυτή του παραλόγου. Ο Α. Χ. με εμφανείς επιρροές απο τον σουρεαλισμό, πλάθει βουνά που μετατρέπονται σε χαλίκια, ανθρώπους που τους φύτεψαν τα δέντρα, μέχρι και αγνοούμενους γέροντες θαμμένους μέσα στην καλοκαιρινή άμμο.
Είναι φυσιολογικό αυτού του είδους η ποίηση να μην αρέσει σε όλους, αλλά προσωπικά, ο Α. Χ. έχει μια τόση ξεχωριστή θέση στα αναγνώσματα μου που και μισό στίχο να έγραφε, θα τον διάβαζα με θρησκευτική ευλάβεια.
«Έκοβε κι έτρωγε λουλούδια, έκοβε κι έτρωγε λουλούδια κόκκινα κίτρινα γαλάζια, καταβρόχθιζε όλα τα χρώματα. Για να χορτάσω, έλεγε, ομορφιά για να χορτάσω.»
Πολυ ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή. Καταπιάνεται με ορισμένες θεματικές επαναλαμβανόμενες εικόνες, όπως είναι το νερό, το σπίτι, ακόμη και η ίδια η ποίηση. Η ποίηση του Χιόνη είναι γεμάτη παρομοιώσεις, οπτικές και ακουστικές εικόνες, αλληγορίες και προσωποποιησεις. Άψυχα αντικείμενα αποκτούν ζωή, και σουρρεαλιστικές εικόνες όπου ένα δωμάτιο γεμίζει με δέντρα την ώρα που ο ένοικος άπραγος κοιτάζει χωρίς να μπορεί να επέμβει στη δύναμη και την ορμή της φύσης. Τα πάντα παίρνουν ζωή. Το κρεβάτι γίνεται τετράποδο, το τραπέζι βγάζει φύλλα. Το σπίτι γενικότερα ως συμβολισμός, είναι ζωτικής σημμασίας αλλά πάντα κρύβει μια ανασφάλεια σε σχέση με την φύση. ‘’Τώρα, γυμνός κι ανάπηρος, στέκεται στη μέση του δωματίου του, χαμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει, που να πάει.’’ Αυτή η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στη φύση μπορεί να έχει να κάνει και με τύψεις. Γενικά ο άνθρωπος παρουσιάζεται αδύναμος, προβληματισμένος, έστω νιώθει έτσι απέναντι στη ζωή και τα όσα συμβαίνουν γύρω του και όλα πάντα σε σχέση με τη φύση και την ποίηση. Κυριαρχεί η ιδέα ότι είναι φιλοξενούμενος στους χώρους που τον περιτρυγιρίζουν όπως είναι το σπίτι του, δεν νιώθει πως του ανήκει τίποτα. Το θέμα της ταυτότητας είναι προφανές σε σχέση με τα σπίτια, με την φυση, σε σχέση με κοινωνικές απαιτήσεις για το άτομο. Ο κακός ο λύκος που σφύζει από αγάπη αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. ‘’Δεν είναι δυνατό τέτοια αισθήματα να έχω. Γιατί αν το μάθαιναν τα προβατα, θα πέσουν να με σπαράξουν’’. Η διαδικασία της ποίησης, το χαρτί , το μολύβι, οι λέξεις, ο ποιητής και η δυναμική της σχέσης μεταξύ τους μέχρι να φτάσει η λέξη στο χαρτί και να γίνει ποίηση είναι ένα θέμα που επανεμφανίζεται στις συλλογές. ‘’Έπιανε το μολύβι να γράψει τις σκέψεις του. Το μολύβι χόρευε σαν τρελό ανάμεσα στα δάχτυλα του, το χαρτί αρνιόταν να λεκιαστεί....’’ ‘’Το χαρτί άσπρο σαν χιόνι. Οι λέξεις το κοιτούν δισταχτικά’’. Υπάρχει γενικότερη αμφιθυμία στην αναπαράσταση της ποίησης και κατά καιρούς μια αρνητική χροιά στην απεικόνηση της, που σε κάποια σημεία παρομοιάζεται με τον θάνατο. ‘’Τα βιβλία μπούχτισαν τη σοφία τους, δεν μπορούσαν πια ούτε μια τυπωμένη λέξη ν’ αντικρύσουν, σβήσαν όλες τις σελίδες τους, σβήσαν τους χρυσούς τίτλους απ ‘τα εξώφυλλα τους, έπαψαν να ‘ναι βιβλία’’. Γενικότερα, οι συμβολισμοί είναι διάχυτοι στην ποίηση του Χιόνη, τα ψάρια παραπέμπουν στην ελευθερία κινήσεων, τα δέντρα συμβολίζουν την προσφορά και την ανάπτυξη, οι πέτρες τα θεμέλια. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ποιητής διερευνά και τις διάφορες συμβολικές χρήσεις κάποιων λέξεων όπως είναι ο δρόμος ‘ Χάνω το δρόμο, λέμε, όμως ποτέ δε χάθηκε κανένας δρόμος’ και τις διάφορες χρήσεις και σημμασίες μιας μόνο λέξης, όπως είναι για παράδειγμα η πέτρα ‘ Πέτρα στα νεφρά, η πέτρα θεμέλιο της σιγουριάς’. Μέσα από ποιήματα σαν αυτά, ο Χιόνης αποδεικνύει πως η ποίηση μπορεί να δώσει νέες σημμασίες σε μικρές καθημερινές έννοιες που φτάνουμε να θεωρούμε δεδομένες ή μιας χρήσης, ή καμιά φορά απλά αγνοούμε την πληθώρα χρήσεων και εννοιων που προσφέρουν. Η Φωνή της Σιωπής είναι μια συλλογική έκδοση που θεωρώ ότι ένας φίλος της ποίησης πρέπει να διαβάσει. Προσωπικά την βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα και είμαι σίγουρη ότι θα ανατρέξω σε κάποια από τα ποιήματα της στο μέλλον αρκετές φορές. Τη συστήνω ανεπιφύλακτα.