Η ζωή είναι φτιαγμένη από σταγόνες – είτε δροσερό νερό που σε ξεδιψά είτε βαθύ, σκοτεινό ποτάμι που σε πνίγει. Για τους ήρωες αυτού του βιβλίου η απώλεια γίνεται καταρρακτώδης βροχή, που τους μουσκεύει ως το κόκαλο, αφήνοντας μια υποψία ουράνιου τόξου, μια αμυδρή ελπίδα για φως.
Η Τζένη επιστρέφει στο Αγρίνιο για την κηδεία του πεθερού της, του Λουκά, συνοδεύοντας τα παιδιά της. Ο Δημήτρης, ο πρώην σύζυγός της, θρηνεί τον πατέρα του, παλεύοντας με τις αποστάσεις ―συναισθηματικές και πραγματικές― που έχουν προκαλέσει ρωγμές στην οικογένεια. Ο αδελφός του, ο Αντώνης, κουβαλά το βάρος του παρελθόντος ενώ η Βαγγελιώ, η χήρα του Λουκά, αισθάνεται να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της… μαζί με τον άντρα της. Καθώς οι ήρωες παλεύουν με τη θλίψη, την πίκρα και την ενοχή, καλούνται να συνειδητοποιήσουν πως η ζωή δεν συνεχίζεται πάντα. Η ζωή σταματάει. ΑΥΤΗ η ζωή. Που ζούσες μέχρι τότε. Στα χνάρια όμως της απώλειας δεν είναι αδύνατον μια καινούρια ζωή να ξεκινήσει.
Τρέχουν οι ζωές μας σαν σταγόνες στο τζάμι και οι διαδρομές τους μας αναγκάζουν να παραδεχτούμε πως οι συνθήκες συχνά είναι πάνω από τις επιθυμίες μας. Ακόμα και αν θέλεις να διαγράψεις κάποιον από τη ζωή σου, όλα όσα έζησες μαζί του και όλα όσα σε δένουν είναι σχοινιά από ατσάλι. Κάθε άνθρωπος κουβαλά τις δικές του σταγόνες. Σταγόνες μνήμης, πόνου, αγάπης, που άλλοτε δροσίζουν και άλλοτε καίνε, άλλοτε λυτρώνουν και άλλοτε βαραίνουν την ψυχή.
Το πρόβλημα μου με αυτό το βιβλίο είναι ότι προσπαθεί να κάνει πάρα πολλά πράγματα σε πολύ λίγο χρόνο.
Μέχρι και τελευταία στιγμή εισάγει νέους χαρακτήρες, προσπαθεί να θίξει ταυτοχρόνως καμία 15ρια ζητήματα, να δώσει ιστορικό για τον κάθε κομπάρσο. Όλα μαζί μπερδεύονται, και στο τέλος, μένει ανάμεσα στις ατελείωτες διηγήσεις του παρελθόντος, μια πολύ άχνη και σύντομη πλοκή. Οι χαρακτήρες βρίσκονται σε μια *κατάσταση* και αναλύουμε αυτή την κατάσταση, χωρίς να ακολουθούμε κάποια πλοκή. Αντί να ξεδιπλώνεται κάποια ιστορία μπροστά μας, οι χαρακτήρες απλά αναπολούν το πολυτάραχο παρελθόν τους. Δεν χρειάζεται κάθε βιβλίο βέβαια να έχει αυστηρή αρχή μέση τέλος - ιδιαίτερα αν είναι κοινωνικού χαρακτήρα. Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες θα έπρεπε συνήθως να έχουν κάποιον κοινό θεματικό άξονα. Στις σταγόνες όμως θίγονται από τους χαρακτήρες τόσα πολλά διαφορετικά ζητήματα, που χάνεται η εστίαση και το βιβλίο γίνεται τοσο "ευρύ" που φαίνεται ρηχό. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να το θεωρήσει αυτό εσκεμμένο, ένα τέτοιο βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί "λαογραφικό", δηλαδή ο "στόχος" του να είναι απλώς να θίξει διάφορα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας - που ουσιαστικά αυτό κάνει. Όμως προσωπικά, με απογοήτευσε η τάση του βιβλίου να μου "λέει" πράγματα-να μου τα εξηγεί δηλαδή αναλυτικά- αντί να μου τα δείχνει. Αντί όλα τα θέματα να θίγονται εμμέσως και να γεννούνται σαν ερωτήσεις στον αναγνώστη, παρουσιάζονται όλα το ένα μετά το άλλο, σαν το Φιστίκι να τικαρει bullets από μια λίστα από φλέγοντα ζητήματα.
Υπάρχουνε ιδέες και καλό χιούμορ και προοπτικές για την συγγραφέα στο μέλλον, απλά το συγκεκριμένο βιβλίο μάλλον με απογοήτευσε
Αυτό το βιβλίο γίνεται πάρα πολύ προσωπικό - πάρα πολύ γρήγορα. Η ερώτηση δεν είναι πότε άρχισε να σου αρέσει αλλά πότε η συγγραφέας άρχισε να ξεψαχνίζει τις αναμνήσεις σου - τα ένστικτα σου - πράγματα που δεν έχεις απαραιτήτως ζήσει άμεσα ή έμμεσα, αλλά σαν προϊόν της ελληνικής κοινωνίας στην οποία ζούμε, ανατρεφόμαστε και κοινωνικοποιούμαστε, τελικά τα έχουμε δει, ακούσει και έστω προσπεράσει, ακόμα κι αν δεν κάναμε μια παύση για να τα σκεφθούμε δεύτερη φορά. Ε, τώρα θα την κάνεις την παύση, θες δε θες, και θα την νιώσεις και στο πετσί σου. Φυστίκι, φυστικάκι μου, κύλησα στο μυαλό σου κι έκαψα το δικό μου.
Ένα φυστικοβιβλίο αρκετά διαφορετικό από όσα μας έχει δώσει μέχρι τώρα το αγαπημένο ξυροκάρπι. Δε νομίζω να υπάρξει αναγνώστης που θα το διαβάσει και δε θα δει έστω και λίγο από τον εαυτό του μέσα στις σελίδες του. Ομολογώ πως δεν έκλαψα όπως είπαν πολλοί στα σοσιαλ, ίσως γιατί περίμενα να συμβούν κάποια πράγματα, είχε δώσει τα στοιχεία της η συγγραφέας, δεν ήρθαν ουρανοκατέβατα. Ένα βιβλίο που σίγουρα το αγάπησα και πέρασα ευχάριστα το χρόνο μου διαβάζοντας το.
3 ή 2 αστέρια. Με το που ξεκίνησα το βιβλίο, έπιασα τον εαυτό μου να είμαι υπερβολικά επικριτική. Η αλήθεια είναι πως είμαι κάπως διστακτική με τις ιντερνετικες προσωπικότητες που γράφουν βιβλία, αλλά επειδή εγώ και η μαμά μου ακολουθούμε χρόνια το φιστίκι και μου άρεσε ιδιαίτερα ένα διήγημα που είχε ανεβάσει στην σελίδα της, ήθελα πολύ να διαβάσω και τις σταγόνες.
Υπήρχαν πράγματα στο βιβλίο που δε μου άρεσαν, τα μισά αφορούν δικά μου κολλήματα και άλλα όχι. Αρχικά, νιώθω πως αυτό δεν ήταν ένα βιβλίο... Με σειρά. Ή πλοκή. Ήταν μια σειρά ιστοριών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δένονταν μεταξύ τους. Το συνεχές μπρος πίσω στην ιστορία με μπέρδευε, όπως και η εναλλαγή προσώπων στη μέση του κεφαλαίου. Επίσης θεωρώ πως κάποιοι χαρακτήρες είχαν βάθος άνευ λόγου (Ναζαν) και άλλοι έλειπαν εντελώς ενώ θα έπρεπε να είναι κομβικοι (Λουκας Sr.)
Περνώντας στα δικά μου, προσωπικά κολλήματα, έχω δύο "παράπονα". 1ον, η εναλλαγή των γλωσσών δεν έγινε με μαεστρία. Γιατί να ξεκινάει μια συζήτηση στα αγγλικά μεταφέροντας τα λόγια στα Αγγλικά, ενώ η δεύτερη πρόταση ήταν στα Ελληνικα; οκευ όλοι λίγο πολύ ξέρουν αγγλικά πλέον και θα αναγνωρίσουν τι σημαινει Shut up re vlammeno αλλά... Ήταν λίγο cringe? Αντίθετα θεωρώ ότι η Εύη μιλούσε με τις κατάλληλες πεταμενες Αγγλικές λέξεις, σαν εφηβη, που σημαίνει ότι όντως υπαρχει θέση για μισές αγγλικές και μισές ελληνικές προτάσεις, απλά πρέπει να τις διαχειριστουμε με το σωστό τρόπο!
Κολλημα νούμερο δυο: Η χρήση των κεφαλαίων στο βιβλίο μου φάνηκε λιγουλάκι παιδική. Φάση κάτι που θα έγραφα όταν ήμουν 14 σαν "ιστορια" αλλά ήταν word for word ο καυγάς που είχα με την αδερφή μου και τι θα έπρεπε να είχα πει. Η χρήση των italics ή των bold θα μπορούσε να είχε δώσει την ιδια αίσθηση στον αναγνώστη!
Ανακεφαλαιωνοντας γιατί είχα δεν είχα πάλι το έγραψα το σεντόνι μου, αυτό το βιβλίο είναι οκ για καλοκαιράκι- παραλια- αραλίκι και τέλος πάντων κάτι πρέπει να κάνει σωστά γιατί έχει πουλήσει και 14 Χιλ. Αντίτυπα. Κρατάω από αυτό τους πολύ καλά δουλεμενους χαρακτήρες, την εμπειρία της σχέσης μάνας και κόρης (και εγώ καλώς ή κακώς είμαι η κολλητή της μαμάς μου) και τις πραγματικές στιγμές στις ζωές ανθρώπων.
Κοινωνικό ή προσωπικό βιβλίο; Δεν έχω καταλήξει ακόμα. Σίγουρα όμως ανθρώπινο, ζεστό, συγκινητικό, δυνατό. Δύσκολα κάποιος δεν θα μπορέσει να συνδεθεί με κάποια από τις αφηγήσεις. Το θέμα της απώλειας άλλωστε που τόσο ωραία ξετυλίγεται από το Φυστίκι που Κυλαει, μας αφορά όλους μας.
Διαβάζοντας το "Σταγόνες" από το Φυστίκι ΠουΚυλάει ένιωσα σαν να πίνω καφέ με μια φίλη που εξιστορεί τη ζωή της στην κουζίνα του σπιτιού της. Μια κουζίνα, όχι από αυτές τις instragram-ικες, αλλά τις αληθινές, εκείνες με τα ξεχειλισμένα ταψιά, τα άπλυτα πιάτα, τις μισοτελειωμένες κουβέντες και τα βλέμματα που λένε περισσότερα από τις λέξεις.
Η ιστορία κυλάει αβίαστα (ναι το Φυστίκι τιμά το όνομά του), χωρίς δράκους, χωρίς πυροτεχνήματα, χωρίς ανατροπές τύπου Netflix, αλλά με μια περίεργη αίσθηση ζεστασιάς, που δεν μπορείς να προσδιορίσεις από πού πηγάζει. Υπήρχαν σημεία που με άγγιξαν, άλλα που με θύμωσαν, άλλα που με μελαγχόλησαν κι άλλα που πέρασαν πιο αθόρυβα από όσο θα ήθελα. Αλλά στο τέλος έμεινα με μια αίσθηση μη αναμενόμενης πληρότητας. Σαν να έχεις φάει μπάμιες, που δεν είναι το αγαπημένο σου φαγητό, αλλά τελικά προς έκπληξη όλων λες "Καλό ήταν, θα το ξαναέτρωγα. Μπορώ να έχω τη συνταγή;".
Με λίγα λόγια και μπόλικη αγάπη, το "Σταγόνες" δεν είναι αριστούργημα, αλλά έχει καρδιά και αλήθεια. Κανονική, καθημερινή. Κι αυτό είναι η δύναμη του: δεν προσποιείται τίποτα. Ναι, αυτό νομίζω πως είναι. Αν μου ζητούσαν με μια λέξη να περιγράψω το "Σταγόνες", θα έλεγα πολύ απλά "Χαρμολύπη", όπως είναι η ζωή όλων μας. Μια ατέλειωτη χαρμολύπη...
Θα πω όμως κι αυτό. Το Φυστίκι ΠουΚυλάει μπορεί και "σαγανάκι με μέλι". Δηλαδή, καλύτερα. Το ξέρει, το ξέρω, το ξέρουμε όλοι... Περιμένω λοιπόν την επόμενη φορά που θα πει «τώρα γράφω όπως μόνο εγώ μπορώ» και που οι σταγόνες θα γίνουν χείμαρρος...
Μπήκα στο βιβλίο με τεράστιες προσδοκίες καθώς διάβαζα διθυραμβικές κριτικές στα σοσιαλ, με αποτέλεσμα να βιάζομαι να το αγοράσω και να το ξεκινήσω. Λίγο απογοητευτικό. Περίμενα μάλλον πολλά βέβαια λόγω του hype. Σε όλο το ανάγνωσμα περιμένεις «κάτι να συμβεί». Δεν είχα καμία«wow» στιγμή, που να με εξέπληξε ή να είπα «δεν το περίμενα τώρα αυτό». Οι χαρακτήρες χλιαροί σαν χαρακτήρες, όλοι πανέμορφοι και περιζήτητοι και πολυπόθητοι με εκατό προβλήματα ο καθένας, που κι αυτό δεν είναι κάτι που με τρελαίνει σαν ιδέα, ότι κάποιον τον βρίσκουν όλα τα κακά της μοίρας ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ! Διάλογοι που ώρες ώρες τους ένιωθες πολύ cringe, (kalimera vlammeno?) και φαίνονταν περίεργοι, του στυλ ότι οκ μπορεί να τα διάβαζα αυτά σε μια συνομιλία στα σοσιαλ, αλλά δεν τα θέλω και στο βιβλίο που διαβάζω. Ξαναλέω είχα πολλές προσδοκίες, περί��ενα να κλαψω(?) καθώς όλοι αυτό λέγανε στις κριτικές στα σοσιαλ και ακόμη απορώ σε ποιο σημείο συγκινήθηκαν. Ηταν αρκετά προβλέψιμο όλο το βιβλίο, ίσως να προσπάθησε να βάλει πολλά στοιχεία της ζωής της και των γνωστών/φίλων της και να τα χωρέσει σε 300 σελίδες, και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει μια σούπα από προβλήματα, που εν τελεί δεν είπαμε τίποτα για κανένα από αυτά!
Με κάλυψε απόλυτα η κριτική της Φρόσως λίγο παρακάτω. Όντας fan του φυστικιού και χρόνια ακόλουθος της σελίδας της, διάβαζα με πολύ μεγάλη χαρά τα καθημερινά της posts και τρελαίνομαι για το χιούμορ της. Έτσι, λοιπόν, αγόρασα αμέσως το βιβλίο. Διαβάζεται πολύ εύκολα & έχει καλή ροή αλλά λογοτεχνικά είναι μέτριο, αν όχι κάτω του μετρίου. Επίσης, επειδή διάβασα ότι είναι ευχάριστο, δεν είναι. Κατ’ εμέ είναι αρκετά σκληρό και παρουσιάζει όλα τα κακέκτυπα της ελληνικής οικογένειας.
Τα χρόνια που παρακολουθώ το Φυστίκι έχουν μεγάλο αριθμό, είχαν γιατί άλλαξαν οι σχέσεις (μ) με τα σοσιαλ. Θεωρώ το χιούμορ της εύστοχο κ από τα πολύ επιτυχημένα. Με τούτη την εισαγωγή κ αφού έχω ολοκληρώσει το βιβλίο, Ξεκινώ δηλώνοντας ότι σαφώς, σαφέστατα κ ξεκάθαρα προτιμώ τα κωμικά της βιβλία. Κ συνεχίζω με τις σταγόνες. Ιστορία δυνατή αν κ εντάξει χωρίς εκπλήξεις κ ανατροπές. Καθημερινή, συνηθισμένη, ανθρώπινη και πολυσυζητημενη εξου κ σίγουρα ενδιαφέρουσα. Εχω γενικό θέμα με τα βιβλία που έχουν χαρακτήρες κ plot με όλα τα δεινά μαζί σαν ακρίδες του Φαραώ κ όλους τους χαρακτήρες κτ τους - τις - τα βρίσκει. Μ φαίνεται εξίσου μη ρεαλιστικό με το όλα ρόδινα κάπως. Επίσης ένα θέμα με την Εύη θεωρώ προσεγγίζεται τόσο ακροθιγως που οχι μόνο δεν εξυπηρετεί τον σκοπό αλλά αφήνει κ κενά που πραγματικά θα προτιμούσα να μην έμεναν, ειδικά σε θέματα εφηβείας. Γενικά το βιβλίο κυλάει αν κ έχει σημεία πολύ δύσκολα λόγω της θεματολογίας του κ πολλά triggers που εννοείται πάντα τσεκάρουμε πριν διαβάσουμε κτ. Ενδιαφέρον σε έναν βαθμό αλλά σίγουρα δεν θα το έβαζα στα αγαπημένα μ δικά της
Τελείωσα το Σταγόνες και νιώθω ότι πρέπει να πάρω μια ανάσα, ένα νερό και ίσως έναν ψυχολόγο να μιλήσουμε για αυτά που πέρασα. Η Τζένη χωρίζει, η συγγραφέας ξεσπάει σε όλους τους άντρες του πλανήτη στο πρόσωπο του Δημήτρη και εγώ κάπου στη μέση προσπαθώ να βρω νόημα στη ζωή. Οι σεξουαλικές σκηνές; Καθαρό cringe. Σαν να γράφτηκαν για να σοκάρουν και απλώς πέτυχαν να με κάνουν να νιώσω αμήχανα. Αν το βιβλίο είχε soundtrack, θα ήταν το Luben meme με Παΐσιο «σταμάτααααααα». Αν το βιβλίο είχε άρωμα, θα ήταν μια μίξη από passive aggression, broken trust και cringe. Το τελείωσα μόνο και μόνο για να μην με καταβάλει η περιέργεια αν στο τέλος θα υπάρξει κάποιο νόημα. Spoiler: δεν υπήρξε.
Ίσως κάποιοι/ες ξέρετε το Φυστικί Πουκυλάει. Εγώ μπήκα στην ομώνυμη σελίδα της στο facebook πριν αρκετά χρόνια και διάβαζα τα κείμενα της. Ακόμη τα διαβάζω. Κείμενα καθημερινά που έχουν συνήθως αστεία νότα, αλλά όχι μόνο. Το Φυστίκι, λοιπόν, γράφει και βιβλία κι εγώ διάβασα το ΛαβΖτόρι και τα Φυστικοπαραμύθια. Οι Σταγόνες είναι το τρίτο βιβλίο του Φυστικιού που πιάνω στα χέρια μου και βλέπω τη συγγραφική εξέλιξη.
Στις Σταγόνες η πλοκή ξεκινάει από την κηδεία του Λουκά. Εκεί γνωρίζουμε τη γυναίκα του τη Βαγγελιώ, τους δυο γιους τους, Αντώνη και Δημήτρη, την πρώην γυναίκα του Δημήτρη και τα δυο παιδιά τους. Απο εκεί ξεκινάνε φλας μπακ στις ζωές αυτών των ανθρώπων. Βλέπουμε την εξέλιξη στη σχέση μεταξύ τους από τα παλιότερα χρόνια μέχρι να φτάσουμε στο ετήσιο μνημόσυνο του Λουκά.
Στόχος του Φυστικιού ήταν με αυτό το βιβλίο να αγγίξει τη ζωή του καθενός μας, να δεις λίγο από τον εαυτό σου εκεί μέσα, κάποιο δικό σου κομμάτι ή κομμάτι δικού σου ανθρώπου. Με καθημερινούς, τωρινούς, ζωντανούς διαλόγους. Με σιγουριά λέω ότι η συγγραφέας πέτυχε τον στόχο της.
Στο τέλος κάποιων κεφαλαίων έπιανα τον εαυτό μου να έχει ένα χαζό χαμόγελο και σε άλλα κεφάλαια έκλαψα και ήθελα ένα μικρό διάλειμμα για να πάω στο επόμενο. Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται άνετα ακόμη και απο κάποιον που δε διαβάζει γενικότερα ή από κάποιον που έχει κάνει αναγνωστική αποχή και θέλει να επιστρέψει με κάτι αληθινό, τωρινό που θα τον αγγίξει. 5 αστεράκια, λοιπόν, για όλα αυτά που με έκανε να νιώσω.
Υ. Γ. Αν είχα το Φυστίκι μπροστά μου θα της έλεγα ευχαριστώ που με προετοίμασε για πράγματα που συνέβησαν σε επόμενες σελίδες και δεν μου ήρθαν ουρανοκατέβατα.
το βιβλίο σε φέρνει με έναν άμεσο τρόπο σε επαφή με την ελληνική κοινωνία κ οικογένεια του σήμερα, ακολουθώντας το παράδειγμα και άλλων νεοελληνικών κειμένων της τελευταίας δεκαετίας(π.χ. 170 τ.μ.) . το πρόβλημα είναι πως προσπαθεί να θίξει πολλά ζητήματα μαζί με αποτέλεσμα να μην έχει εμβαθύνει σε κανένα χαρακτήρα πραγματικά.
Με αφορμή την κηδεία ενός ανθρώπου ξεδιπλώνονται οι προσωπικές ιστορίες των συγγενών του, καταγράφονται οι διαπροσωπικές τους σχέσεις και αποκαλύπτονται μυστικά και απωθημένα που τα κάλυψαν η αδιαφορία και η ρουτίνα. Αυτισμός, καταπίεση, τοξικότητα, απιστία, μονογονεϊκή οικογένεια είναι μερικά μόνο από τα καθημερινά προβλήματα που αναφέρονται στο βιβλίο. Τι θα συμβεί από δω και πέρα; Πώς θα προχωρήσουν στη ζωή τους οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος;
Το Φυστίκι που Κυλάει έγραψε ένα δυνατό, ανατρεπτικό και άκρως ρεαλιστικό μυθιστόρημα για την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Βάζει κάτω από ένα αντικειμενικό μικροσκόπιο όλα τα λάθη, τα μυστικά, τα ψέματα, τα προβλήματα που οδηγούν τους ανθρώπους σε αδιέξοδα, σε καταπίεση, σε κρίσεις πανικού και χαρίζει μια ιστορία τόσο αληθινή που πονάει, ακριβώς γιατί όλοι θα αναγνωρίσουμε σε αυτήν κομμάτια της δικής μας προσωπικότητας. Δάκρυσα, γέλασα, σφίχτηκα, κράτησα την ανάσα μου, προβληματίστηκα κι όμως δε σταματούσα να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στον μικρόκοσμο του μυθιστορήματος, όχι μόνο γιατί αγωνιούσα για τη συνέχεια αλλά και γιατί ήθελα να δω πώς θα ολοκληρωθεί η ιστορία, πώς θα λυτρωθούν οι ήρωες και πόσο τους αγαπάει η συγγραφέας που τους δημιούργησε. Κινηματογραφική ροή, υψηλές ταχύτητες στις εξελίξεις, αληθινοί και καθημερινοί διάλογοι, ανατροπές είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του κειμένου. Σταγόνες που όλοι τις γευτήκαμε, τις αντικρύσαμε, τις νιώσαμε στις βροχερές μας μέρες, λαμπερές και μουντές πέφτουν όταν πρέπει ή έρχονται ακάλεστες, σταγόνες που λαμπυρίζουν αντικατοπτρίζοντας στιγμιότυπα, σκηνές, διαλόγους, ανθρώπους από τη ζωή του κάθε ενός από μας. Χαρά και γέλιο, έρωτας και ανεμελιά και ��ην ίδια στιγμή πόνος, απώλεια, τραύματα σωματικά και ψυχικά, λάθη και ανήφορος. Σταγόνες από δάκρυα λύτρωσης σαν αυτά που χαρίζει το τέλος, οργής για τα καταφανή λάθη που τραυματίζουν ψυχές, συγχώρεσης για χάρη της αγάπης. Σταγόνες που γυαλίζουν στο μαχαίρι που ανατέμνει μέχρι βάθους την ανθρώπινη ψυχή, παρουσιάζοντας ακριβοδίκαια τους χαρακτήρες του βιβλίου και φέρνοντας στο φως «οικεία κακά» που πληγώνουν, συγκολλούν αλλά και δίνουν ελπίδα για μια νέα αρχή.
Η Τζένη και ο Δημήτρης λοιπόν έχουν αποκτήσει δυο παιδιά και πλέον είναι χωρισμένοι. Με διαρκή πρωθύστερα μαθαίνουμε την ιστορία τους, πώς γνωρίστηκαν, πώς ερωτεύτηκαν, ποια ήταν τα βήματα της σχέσης τους ως τον γάμο τους, πώς άλλαξαν τα πράγματα με τα παιδιά, την Εύη και τον Λουκά, πού έσπασαν και λύγισαν, τι έφταιξε, ποιες ήταν οι δυσκολίες και γιατί τελικά διαλύθηκαν. Η συγγραφέας εκεί που τους ρίχνει στα πιο βαθιά τάρταρα, εκεί και τους απογειώνει: «Εκείνο το πρωινό της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της Τζένης και του Δημήτρη, μέσα στην απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη αποτυχία τους ως γονείς, ως ζευγάρι, ως ενήλικες, από τον φεγγίτη στο μπάνιο γλίστρησε μια αδύναμη ακτίνα φωτός. Θαμπή, εύθραυστη. Αλλά έστω κι έτσι έσπασε τον ζόφο» (σελ. 237). Η Εύη είναι πλέον στην εφηβεία, υπερ-ευαίσθητη στα συναισθηματικά ερεθίσματα, στεναχωριέται λιγότερο για το οικονομικό θέμα τώρα που τους μεγαλώνει η Τζένη μόνη της και περισσότερο για την απελπισία στο πρόσωπο της μάνας της. Ένα πλάσμα που λες και γεννήθηκε ενήλικη, κάτι που δυστυχώς η μητέρα κατά λάθος εκμεταλλεύεται και τονίζει διαρκώς, ακουμπώντας έτσι ένα δυσβάσταχτο βάρος στο παιδί της, που πάντα πίστευε πως αυτό πρέπει να κάνει, να γίνεται υποστύλωμα στις οικοδομές όλου του κόσμου. Από την άλλη, ο αυτιστικός Λουκάς παρακολουθεί εργοθεραπεύτρια σε κέντρο ειδικής αγωγής και σημειώνει μικρά βήματα προόδου. Η Τζένη αποδέχτηκε σχετικά γρήγορα την ιδιαιτερότητα του γιου της, μιας και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Αυτή η διαδικασία αποδοχής δεν ήταν γραμμική, αφού τα συναισθήματα ενοχής, θυμού, απελπισίας επέστρεφαν κυκλικά. Πού βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά ο Δημήτρης, πώς αντέδρασε, πώς νιώθει μετά τη θύελλα που τους τίναξε στον αέρα; Ευτυχώς, είναι ένας πατέρας που «θα εξασφάλιζε πρώτα το κάτι παραπάνω για τα παιδιά του και μετά τα βασικά για τον ίδιο»! Ναι αλλά η σχέση του με την πρώην σύζυγο; Τα δικά του όνειρα και προσδοκίες;
Μόνιμο αγκάθι ανάμεσα στο ζευγάρι είναι η μάνα του Δημήτρη, Βαγγελιώ, μια αυταρχική γυναίκα που διαφεντεύει το σπίτι της και αρνείται ν’ αφήσει τα παιδιά της να φύγουν μακριά. Αρνάκι ο άντρας της, την άφησε να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή τους, του αρκούσε να νιώθει ασφαλής και ήρεμος πλάι της: «Ο χρυσός αυτός άνθρωπος που μιλούσε από το στόμα λίγο και από τα μάτια του πολύ. Που γέμιζε τα ρεζερβουάρ των παιδιών και των εγγονιών του με περισσή αγάπη, ανόθευτη, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς όρια, χωρίς διακρίσεις» (σελ. 279). Νικήθηκε τελικά από τον καρκίνο και η γυναίκα του νιώθει ξαφνικά πελαγωμένη και ολομόναχη. Τώρα τι γίνεται; Πώς θα επιβιώσει χωρίς το στήριγμά της; Ο απόλυτος έλεγχος που ασκεί στα παιδιά της, Αντώνη και Δημήτρη, δημιουργεί εντάσεις και δυσκολεύει τον αγώνα τους να σταθούν στα δικά τους πόδια, μακριά από τις εντολές της. Τα δυο αδέλφια είναι όσο πιο διαφορετικοί μπορεί να είναι δύο άνθρωποι που μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πόλη, από τους ίδιους γονείς. Σπάνια όμως μάλωναν όσο ήταν μαζί, δεν έμπαινε ο ένας στον ζωτικό χώρο του άλλου, πάντα συνυπήρχαν χωρίς να αναμιχθούν. Ο Αντώνης, έχοντας καλά κρυμμένα μυστικά, κάνει τα πάντα για να φύγει στο εξωτερικό, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. «…παραήταν ασημένιος για τα δεδομένα της μουντής κωμόπολης… ασύμβατος με τον αέρα της Αιτωλοακαρνανίας» (σελ. 82), «Δεν υπήρξε ποτέ κομμάτι του παζλ της συγκεκριμένης πόλης ο μικρός. Πάντα φευγάτος ήταν» (σελ. 92).
Ο Δημήτρης υποστηρίζει τον αδελφό του κι ας μένει ο ίδιος πίσω. Έτσι κι αλλιώς είναι μέτριος μαθητής, οπότε στράφηκε στις μηχανές και στα αυτοκίνητα για τα προς το ζην. Ο Αντώνης όμως έφυγε και γιατί ήθελε να γλυτώσει τον αδελφό του από τις συνέπειες των δικών του επιλογών, μιας και το ωστικό κύμα πάντα έπαιρνε τον Δημήτρη: «Ο μεγάλος το είχε συνηθίσει, το θεωρούσε δεδομένο, ο μικρός ασφυκτιούσε, τον έπνιγε αυτή η υποχρέωση που ένιωθε πως είχε στον αδελφό του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του» (σελ. 97). Οι γονείς τους πιέζουν τον Δημήτρη να ελέγχει τον Αντώνη κι αυτό τον κάνει έξω φρενών. Ο Δημήτρης δεν είχε το θάρρος του αδελφού του, ναι, είχε όνειρα, ήθελε να αντιδράσει αλλά «φοβόταν πως θα έτρωγε τα μούτρα του και θα αναγκαζόταν να γυρίσει στη μάνα του με την ουρά στα σκέλια». Είναι «έξαλλος με τον αδελφό του που δραπέτευσε και ανακουφισμένος ταυτόχρονα. Να τον βρίζει από τη μία και να τον καμαρώνει κρυφά από την άλλη. Για το μυαλό του, για το τσαγανό του, για όλα όσα έβαζε στόχο και κατάφερνε, ενώ ο ίδιος έμενε κολλημένος. Ανίκανος να φύγει. Δειλός» (σελ. 97). «Δεν είχε ποτέ τη δύναμη του μικρού. Το αστέρι του. Λες και γεννήθηκε μισοσβησμένος» (σελ. 107). Όσο ο Δημήτρης μάλιστα δεν κόβει τον ομφάλιο λώρο, τόσο η μάνα του τον διαφεντεύει. Και τότε ήρθε η Τζένη! «Όλα τα άσκοπά του σαν να είχαν βρει προορισμό».
Όλα ξεκινάνε με την κηδεία του Λουκά, όπου η συγγραφέας στήνει ολοζώντανες σκηνές: «…άρχισαν να σηκώνονται ένας ένας…Είχαν ξεπετάξει την υποχρέωση. Αν τους έλεγες «καλό καλοκαίρι», θα απαντούσαν «επίσης» χωρίς δεύτερη σκέψη» (σελ. 36). Από την αρχή οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι δύσκολες, η μητέρα δε συμπαθεί την Τζένη, ο Αντώνης άργησε να παραστεί και η Βαγγελιώ δε χάνει ευκαιρία να τον κατηγορήσει, εντείνοντας την επιθυμία του να φύγει μια ώρα νωρίτερα, η Τζένη συμμερίζεται την επιθυμία του Αντώνη και κατανοεί τη στάση του, αφού είναι η μοναδική που μπορεί να τον διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο, η επιθυμία του Λουκά να παραμείνει στο Αγρίνιο με τον μπαμπά και τη γιαγιά φέρνει την Τζένη στα όριά της, κάτι που αποσβήνει η Εύη. Λες και παρακολουθούσα κάτι μεταξύ κινηματογραφικής ταινίας και στιγμές από γεγονότα που έχω δει κι εγώ στη δική μου ζωή, με αληθινούς ανθρώπους, με ταιριαστούς διαλόγους, με γνωστές αφορμές! Έτσι αρχίζει σιγά σιγά το ταξίδι στο παρελθόν και στο παρόν όλων αυτών των χαρακτήρων, τους οποίους γνωρίζουμε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Η ζωή στη φοιτητική εστία του Γκερμερσχάιμ, το πρώτο ερωτικό καλοκαίρι στην Ιθάκη, το μαγικό Βερολίνο που «ήταν η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο, τόσο ανεπιτήδευτα κομψή, παλιακή και μοντέρνα ταυτόχρονα, σε αποδεχόταν χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προκαταλήψεις, η ίδια η πόλη μπορούσε να γίνει η παρέα σου» (σελ. 117), η γοητευτική Σκοτία εκείνο τον κρυστάλλινο Φεβρουάριο που η κλεψύδρα της ευτυχίας ενός ζευγαριού άρχισε να αδειάζει από την άμμο της και τόσα άλλα.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι χαρακτήρες που συντροφεύουν τις δύο οικογένειες, όπως το εξάχρονο κοριτσάκι που στέκεται όρθιο, με τη ζακέτα της μαμάς της στα χέρια, ακίνητο, αμίλητο και κοιτάζει την πόρτα την ημέρα που η μάνα της ηττήθηκε από τον καρκίνο. «Όποιος φεύγει δεν ξαναγυρίζει» και το έμαθε αυτό καλά το κοριτσάκι που ξάπλωνε πάνω στη ζακέτα της μάνας της για να κοιμηθεί μυρίζοντας το ύφασμα κι ευτυχώς τη στήριξε η γιαγιά της, βοηθώντας τη να γίνει «Δυο γυναικών κόρη». Είναι και ο γοητευτικός Κωνσταντινουπολίτης Ερέν Μπαντέμ που θα παίξει απρόσμενο κομβικό ρόλο στο μυθιστόρημα και η ιστορία του ξεδιπλώνεται γεμάτη κοφτερά αγκάθια. Ασήκωτο βάρος οι επιλογές του για την οικογένειά του και αβάσταχτες οι συνέπειές τους στις ζωές των γονιών του, Ναζάν και Αράς, δυο ανθρώπων σε ισχυρή πολιτική και οικονομική θέση στην Τουρκία. Η ζωή του Ερέν είναι γεμάτη τρυφερότητα και έρωτα, ώσπου η τρυφερή μητέρα του χώθηκε σε δύσμορφο κουκούλι και δε δίστασε να παραδώσει -μεταφορικά- τον γιο της στον Άδη. Τα κεφάλαια που τον αφορούν τα διάβαζα με κομμένη ανάσα, μιας και σε αυτά η γραφή φτάνει στο απόγειό της σε θέματα περιγραφών, ατμόσφαιρας, παραστατικότητας και άφθαστου ρεαλισμού. Η τελική σκηνή μεταξύ πατέρα και γιου παραλίγο να μου προκαλέσει εγκεφαλικό και κρατούσα την ανάσα μου για επικίνδυνα πολλή ώρα μετά το πέρας της. Οι χαρακτήρες που γνώρισα παύουν να έχουν βαφτιστικά ονόματα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μεταμορφώνονται σε κάτι σκληρό, ανείπωτο κι όλα αυτά για κάτι που θα έπρεπε να το γιορτάζουν κι όχι να το λοιδωρούν. «Η ιέρεια άγγιξε σιωπηλή την πόρτα. Ο πεθαμένος γιος της βγήκε από το δωμάτιο». Και τότε…
Το κείμενο είναι γεμάτο καλοδουλεμένα ψυχογραφήματα, παραστατικότητα και αληθοφάνεια. Δε θα ξεχάσω πόσο έντονα περιγράφηκε μια κρίση πανικού, τις κραυγές ενός μικρού κοριτσιού που η επιθυμία της να δει τηλεόραση παραπάνω από μια ώρα οδήγησε σε ομηρικούς καβγάδες τους γονείς της («μπαμπά, δε θέλω να δω τηλεόραση, να, δες πάω στο δωμάτιό μου, σε παρακαλώ», πόσο πόνεσα εκεί, πόσο μου θύμισε οικεία κακά!), τις συνέπειες από μια ολική υστερεκτομή στο σώμα και στην ψυχολογία μιας γυναίκας και τις στιγμές ανθρωπιάς μεταξύ δυο γυναικών που ήταν ξεκάθαρα εχθροί ως εκείνη τη στιγμή που… Σκόρπιες και αξιοπρόσεκτες μεταφορές και παρομοιώσεις στολίζουν το κείμενο: «Μα ο ήλιος εκείνο το απόγευμα της συμπεριφερόταν σαν γονιός, ήθελε να αφήσει το στοργικό του χάδι πάνω στα χέρια και στον λαιμό της» (σελ. 67). Εδώ δάκρυσα: «…άφησε από τα μάτια του να τρέξουν σταγόνες ευτυχίας… Έτρεξαν μέσα του και βρήκαν και γέμισαν μικρές ρωγμές, σαν υγρός χρυσός που συγκολλάει σπασμένο πήλινο» (σελ. 158). Και ένα από τα αγαπημένα μου: «…τα βλέμματα, οι κουβέντες, όλα σκάλωναν πάνω του σαν να ήταν φτιαγμένος από βέλκρο που μάζευε πάνω του ανεπιθύμητο χνούδι…» (σελ. 211). Λέξεις που δημιουργούν απρόσμενες εικόνες και σημαντικές αλήθειες: «…τα δάχτυλά τους έμειναν απλώς να αγγίζονται. Για το υπόλοιπο της διαδρομής, τις ένωναν λίγα χιλιοστά επιδερμίδας… Καμιά φορά, αυτό που σε στηρίζει και σε κρατάει στην επιφάνεια όταν σε τραβάνε βαρίδια στον πάτο είναι απλώς λίγο δέρμα» (σελ. 49). Από την άλλη, το χιούμορ με το οποίο έχουμε γνωρίσει τη συγγραφέα είναι εκεί, διακριτικό, ανάμεσα στις γραμμές, μόνο που τα γεγονότα δε σε αφήνουν να το απολαύσεις είτε γιατί αμέσως έπεται κάτι σκληρό είτε γιατί είναι κρυφά αναμεμιγμένο με κάτι που προκαλεί εντονότερα συναισθήματα, όπως οργή ή / και συγκίνηση. Απολαύστε μία και μόνη πρόταση, που συνδυάζει την κραυγή της μάνας που εξαφανίστηκε το παιδί της με την προσπάθεια μιας τυχαίας περαστικής να βγάλει πετυχημένη selfie με το σκυλί της αγκαλιά: «Η μάνα του Δημήτρη ούρλιαζε στο τηλέφωνο, ο Βαρόνος προσπαθούσε να ακρωτηριάσει την ιδιοκτήτριά του κι εκείνη να δείξει το outfit τους» (σελ. 215).
Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι καίριες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις: «…το σχολείο, οι παρέες, η εφηβεία, είναι ένας μικρόκοσμος της ενήλικης κοινωνίας, βλέπεις ένα δεκαπεντάχρονο παιδί και ταυτόχρονα βλέπεις έναν πενηντάρη που χτίζεται. Πολλά στρώματα σκυρόδεμα θα πέσουν πάνω του, πολλές εμπειρίες, ο πυρήνας όμως είναι εκεί. Στο σχολείο…θα δοκιμαστούν σκληρά οι αντοχές, τα συναισθήματα και ο χαρακτήρας τους. Δεν είναι εύκολη πίστα» (σελ. 263). Επίσης: «Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν στα δεκαεννιά τους. Δεν μειώθηκε η αγάπη, η ζωή αυξήθηκε. Και λίγο λίγο μπήκε ανάμεσά τους…Άλλαξαν. Δεν είχαν τσακωθεί, δεν είχαν σταματήσει να αγαπιούνται. Ζωή έπαθαν» (σελ. 281-282). Και κυρίως: «Η ζωή σταμάτησε… Αυτό που συνεχίζεται λέγεται επιβίωση. Συνήθισε. Να ζει χωρίς τη ζωή του. Γιατί η ζωή δεν συνεχίζεται όταν χάνεις τη ζωή σου… Μόνο συνηθίζεται» (σελ. 283).
Οι «Σταγόνες» είναι ένα υπέροχο, απολαυστικό μα και σκληρό μυθιστόρημα που μου χάρισε αξέχαστες στιγμές, με γέμισε σκέψεις και προβληματισμούς. Ένα ταξίδι στο χθες και στο σήμερα, μια παρέα 300 περίπου σελίδων, άνθρωποι που αγάπησα και αντιπάθησα και συνεχώς αναρωτιόμουν τι θα τους συμβεί από δω και πέρα. Τα απόνερα του παρελθόντος και πώς επηρεάζουν το παρόν, πώς θα αντιδράσουν οι ήρωες του βιβλίου στις ανατροπές που έρχονται, πόσο εύκολα θ’ αλλάξουν νοοτροπία, αντιλήψεις, στάση ζωής, πόσο δυνατοί και έτοιμοι είναι για την απώλεια, για την ανατροπή, για το λάθος; Και τι όμορφο τέλος: «…ακολούθησε την πορεία της σταγόνας. Είχε διανύσει τα μισά. Είχε ακόμη πολλή πορεία. Μπορεί να ενωνόταν με άλλη, μπορεί να κυλούσε ολομόναχη» (σελ. 332).
Οι Σταγόνες είναι ένα βιβλίο που στα χέρια μου κύλησε σαν νερό! Η αφήγηση και η πλοκή ρέουν χωρίς δυσκολία παρά το γεγονός ότι θίγονται σημαντικά κοινωνικά ζητήματα όπως η απώλεια, το πένθος και η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Οι χαρακτήρες είναι οικείοι και προσιτοί και σε προσκαλούν να ταυτιστείς και να βιώσεις μαζί τους έντονες καταστάσεις και το συναισθήματα.
Το βιβλίο ξεκινά με την άφιξη της Τζένης και των παιδιών της στο Αγρίνιο για την κηδεία του πεθερού της. Με τον πρώην σύζυγό της να θρηνεί και την κυρα Βαγγελιω, την πεθερά της να βγάζει χολή, μόνο ο Αντώνης, ο αδελφός του μοιάζει να κρατά τις ισορροπίες. Με αυτή λοιπόν την αφορμή, ξετυλίγεται η ιστορία της Τζένης και του Δημήτρη, καθώς και του Αντώνη.
Πρώτη επαφή με τη γραφή της συγγραφέως με ένα βιβλίο που θίγει την θα τολμήσω να πω «παλιά αθάνατη ελληνική οικογένεια». Και λέω παλιά, γιατί θέλω να πιστεύω ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα πλέον. Η μητέρα κέρβερος που θέλει τα αγόρια της κοντά της, ένας πατέρας ήσυχος που δεν αντιδρά και 2 γιοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που όμως παραμένουν αγαπημένοι. Έστω κι αν ο ένας έπρεπε να ξενιτευτεί για να ανθίσει.
Κι από την άλλη, ο Δημήτρης που ο έρωτας του για την Τζενη, τον κάνει να αντισταθεί στα θέλω των δικών του και να κυνηγήσει το δικό του όνειρο. Όμως, στις δυσκολίες λακίζει. Η Τζενη, ορφανή από μικρή μεγάλωσε με την αγάπη και τη φροντίδα της γιαγιάς της - κι αυτή την αγάπη θέλει να δώσει στα παιδιά της.
Καλογραμμένο με ωραίο στήσιμο των χαρακτήρων, θίγει θέματα που ταλανίζουν την σύγχρονη κοινωνία, όπως οι μαθησιακές δυσκολίες και η άρνηση που οι γονείς εμφανίζουν απέναντι σε αυτό, οι σχέσεις των ανθρώπων σε οποιοδήποτε επίπεδο κι όλα αυτά με σταγόνες χιούμορ που ελαφρύνουν το κλίμα.
«Άφησε από τα μάτια του να τρέξουν σταγόνες ευτυχίας. Έτρεξαν μέσα του και βρήκαν και γέμισαν μικρές ρωγμές, σαν υγρός χρυσός που συγκολλαει σπασμένο πήλινο.»
«Στα δεκαπέντε σου χρόνια νομίζεις πως το κρεμμύδι έχει μόνο μία στρώση φύλλα. Θα σου πάρει καιρό να το ξεφλουδίσεις. Και θα τρέξουν δάκρυα στην πορεία. Μα μόνο έτσι θα μάθεις πως οι ψυχές των ανθρώπων είναι περίπλοκες και δεν υπάρχουν απόλυτα χρώματα, ούτε κατάμαυρο ούτε αγγελικά λευκό – στις αποχρώσεις παίζουμε όλοι. Στα γκρι, στα ασημί, στα μολυβένια, στα χρώματα της στάχτης, του καπνού και του σύννεφου.»
Η «Φυστίκι ΠουΚυλάει» αλλιώς γνωστή και ως «Στυφίκι», είναι ένα από τα πιο αγαπημένα ψευδώνυμα της σύγχρονης ελληνικής διαδικτυακής γραφής. Την παρακολουθώ χρόνια, και κάθε φορά με εκπλήσσει με αυτά που γράφει. Άλλοτε γελάω μέχρι δακρύων, άλλοτε κλαίω μέχρι σκασμού με τα κείμενά της. Έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα – να σε αγγίζει βαθιά, χωρίς περιττούς θορύβους, να σε διαπερνάει μέχρι τα μύχια της ψυχής σου.
Γνωστή για τη λυρική της πρόζα, την αβίαστη τρυφερότητα και τη συναισθηματική ευφυΐα της γραφής της, έχει κατορθώσει να συνδέσει ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό με ιστορίες καθημερινής τρέλας, που φλέγονται από εσωτερική ένταση. Το παρανόμι της είναι πια συνώνυμο πλέον της συγκίνησης, του γέλιου, της «σταλαγματιάς» που μαζεύει μέσα της ένα ολόκληρο «ποτάμι».
Πολύ σύντομα να σας πω ότι η ιστορία ξεκινά με την επιστροφή της Τζένης στο Αγρίνιο, για την κηδεία του πεθερού της, συνοδευόμενη από τα παιδιά της. Αυτό το γεγονός γίνεται η αφορμή για να ξεδιπλωθούν οι προσωπικές ιστορίες των μελών της οικογένειας, αποκαλύπτοντας μυστικά και συναισθήματα που είχαν παραμείνει, για καιρό, καλά κρυμμένα.
Διαβάζοντας το «Σταγόνες» και ούσα λάτρης της σημειολογίας, των συμβολισμών και των κρυμμένων νοημάτων, δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως το βιβλίο είναι γεμάτο από τέτοια… καλούδια. Κάθε φράση, κάθε αντικείμενο, κάθε χειρονομία, μοιάζει να κουβαλάει κάτι παραπάνω από την επιφάνειά του. Ένα βλέμμα που λέει όσα τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν, ένα άγγιγμα που υπονοεί κάτι, μια σιωπή που ουρλιάζει πιο δυνατά από κάθε διάλογο. Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες το Φυστίκι, αν ήθελε δηλαδή να παίξει το παιχνίδι του «κρυμμένου θησαυρού» με τους αναγνώστες της. Πάντως, αν δεν το ήθελε και απλώς έτυχε, έχω να πω πως… πέτυχε 100%. Κι εγώ –σαφώς και– πήρα το φτυάρι και έσκαψα. Και κάτω από κάθε στρώση λέξεων, βρήκα κάτι: έναν κόμπο στο λαιμό, ένα συναίσθημα, ένα γέλιο, ένα ερώτημα, μια εσωτερική πληγή που δεν λέει να κλείσει.
Μιλώντας για συμβολισμούς, ο πρώτος κιόλας είναι φανερός από το εξώφυλλο. Ο τίτλος. «Σταγόνες». Ο τίτλος λειτουργεί ως η ραχοκοκκαλιά του βιβλίου. Γιατί σταγόνες είναι τα ασήμαντα γεγονότα της ζωής που, όπως το νερό την πέτρα, διαβρώνουν σχέσεις, οι χειρονομίες φροντίδας, όπως ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, μια σούπα, ένα γλυκό χαμόγελο αλλά και τα δάκρυα που δεν χύθηκαν, οι συγκρατημένες εντάσεις και σιωπές που έπνιξαν ουρλιαχτά.
Το παιχνίδι με το τενεκεδάκι που συναντάμε στην αρχή του βιβλίου, ένας συμβολισμός για τη ζωή που κλοτσάμε μπροστά μας χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξει. Και στο τέλος, το τενεκεδάκι που χάνεται, όπως και η ανεκπλήρωτη παιδική επιθυμία
Δεκάδες τέτοιες μεταφορές συναντάμε στις «Σταγόνες». Και ίσως μια από τις πιο δυνατές είναι η στολή του Ερέν. Ένας υπέροχος συμβολισμός. Αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας για κάποιους αλλά και φυλακή για τον ίδιο. Ενσαρκώνει την επιτυχία που δεν επέλεξε. Τα καλογυαλισμένα κουμπιά παίζουν εδώ το ρόλο της μάσκας της κοινωνικής αποδοχής.
Θεωρώ, – και αυτό το πιστεύω από τότε που πρωτοδιάβασα κείμενό της και όχι μόνο τώρα που διάβασα το βιβλίο – πως το δυνατότερο σημείο του Φυστικιού είναι οι μεταφορές της και η εικονοπλαστική της ικανότητα. Κάθε εικόνα που δημιουργεί με τις λέξεις ανοίγει παράθυρα προς την ψυχή του αναγνώστη της. Κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο!
Το βιβλίο δεν ακολουθεί γραμμική πλοκή, ούτε στοχεύει στην κορύφωση ή την κάθαρση. Αντίθετα, έχει τη μορφή ενός κυκλικού, αποσπασματικού ημερολογίου, όπου κάθε ενότητα φωτίζει διαφορετικές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης: Οικογένεια και πένθος, αγάπη και σεξουαλικότητα, εφηβεία και αυτοσυνείδηση, τραύμα και επιβίωση και τέλος φροντίδα και συγχώρεση.
Η πλοκή –όπου υπάρχει– λειτουργεί σαν ομφάλιος λώρος που ενώνει αόρατα τις ψυχές των χαρακτήρων και όχι τις πράξεις τους.
Η ροή δεν είναι σταθερή – και πολύ σωστά. Ο ρυθμός αλλάζει με βάση την συναισθηματική ένταση κάθε φορά. Άλλοτε τα κεφάλαια κυλούν σαν νερό, άλλοτε πάλι οι λέξεις μοιάζουν να παγιδεύονται μέσα στο χαρτί. Αυτό μην το περάσετε για αδυναμία, δεν είναι · είναι συνειδητή τεχνική.
Αδυναμία κάποιος θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρίσει την έλλειψη δράσης ή αφηγηματικής κλιμάκωσης και σίγουρα οι αναγνώστες που τα αναζητούν αυτά τα στοιχεία σε ένα βιβλίο, ίσως νιώσουν πως «δεν συμβαίνει τίποτα. Ωστόσο παιδιά, η ουσία εδώ δεν είναι το τι γίνεται αλλά το τι αισθάνεται κανείς!
Οι χαρακτήρες που έχει πλάσει το Φυστίκι είναι πολυδιάστατοι, πρισματικοί και απόλυτα ρεαλιστικοί. Πίσω από κάθε «σκληρό» υπάρχει μια καρδιά που δεν άντεξε άλλο, πίσω από κάθε «ήρωα» ένα τραύμα που έγινε περηφάνια. Η Τζένη, μια μητέρα που σπαράζει ανάμεσα στην παθητικότητα και την οργή. Προσπαθεί να είναι μάνα αλλά δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο. Όμως το προσπαθεί κι αυτό είναι από μόνο του αρκετό. Ο Αντώνης, ο ήρεμος, ο ρεαλιστής, ο ευγενής, που ό,τι δεν είπε ποτέ με λόγια, το έδειξε με πράξεις. Ο Ερέν, ο αγαπημένος μου, ο πιο ποιητικός απ’ όλους. Η επιτομή του τι σημαίνει να αγαπάς με ήθος κι ανιδιοτέλεια. Και η Βαγγελιώ, η τερατώδης πεθερά που από στρίγκλα μετατράπηκε σε αρνάκι. Που η ζωή της έμαθε πώς να γίνει ο θεματοφύλακας της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Ίσως η πιο ουσιαστική μεταμόρφωση σε όλο το βιβλίο. Κάθε χαρακτήρας παρουσιάζεται με ενσυναίσθηση, αποφεύγοντας τα στερεότυπα και τις απλοποιήσεις.
Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι περίπλοκες, γεμάτες αντιφάσεις και συναισθηματικές εντάσεις, που αντανακλούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Οι διάλογοι μεταξύ τους είναι φυσικοί και αυθεντικοί, αποτυπώνοντας την καθημερινή γλώσσα και τις συναισθηματικές τους αποχρώσεις. Μέσα από τις συνομιλίες των χαρακτήρων, αποκαλύπτονται οι εσωτερικές τους συγκρούσεις και οι προσπάθειες για κατανόηση και συμφιλίωση.
Οι «Σταγόνες» του Φυστικιού δεν είναι απλώς μια συλλογή επεισοδίων από την ζωή μιας οικογένειας. Είναι μια χούφτα γεμάτη μικρές αλήθειες της ζωής. Ένα βιβλίο γλυκόπικρο, βαθιά ανθρώπινο, γενναιόδωρο και μεστό, που επιβραβεύει την παρατηρητικότητα και τιμά την απλότητα ως στάση ζωής.
Τσιμπήστε το κι αφήστε τις «Σταγόνες» να σας δροσίσουν!
Με μια γραφή τόσο ζωντανή που θαρρείς πως απλώνει το χέρι κι αγγίζει την ψυχή, οι Σταγόνες από το Φυστίκι που κυλάει ξεκινούν σαν ρυάκι που κυλά αθόρυβα και εναρμονίζεται με το τοπίο. Κάθε σταγόνα κι ένας πρωταγωνιστής. Χαρακτήρες ήρεμοι, αυστηροί, δυναμικοί, people pleasers, ανεξάρτητοι ή εξαρτημένοι, χαλαροί ή αγχωμένοι, ευγενικοί και δοτικοί, παθιασμένοι, πικρόχολοι, εξωστρεφείς ή εσωστρεφείς, αποφασιστικοί και ενεργητικοί μας συστήνονται μέσα από μια σκηνοθετική ματιά που πιάνει και τις πιο λεπτές κινήσεις και εκφράσεις με τρόπο που νομίζεις πως βλέπεις τηλεοπτική σειρά. Οι διάλογοι μοιάζουν τόσο καθημερινοί που λες ότι τους έχεις ακούσει ή ακόμα περισσότερο ότι τους έχεις ζήσει.
Προς τη μέση του βιβλίου το ρυάκι γίνεται χείμαρρος και παρασύρει συναισθήματα, λόγια και όρια. Οι πρωταγωνιστές αρχίζουν να συγκρούονται, να χάνουν μάχες, να υπερισχύουν, να διαλύονται.
Προς τη μέση του βιβλίου το ρυάκι γίνεται χείμαρρος και παρασύρει συναισθήματα, λόγια και όρια. Οι πρωταγωνιστές αρχίζουν να συγκρούονται, να χάνουν μάχες, να υπερισχύουν, να διαλύονται. Ένα κύμα θεόρατο τους παρασύρει και τους πετά σε μια θάλασσα γεμάτη εκατομμύρια σταγόνες κι εκείνοι παλεύουν πια για να κρατηθούν στη ζωή. Όχι στη ζωή που ήξεραν, αλλά εκείνη που ανοίγεται μπροστά τους με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Η ποικιλία των θεμάτων που θίγονται μέσα στην ιστορία αγγίζει εντυπωσιακά πολλές πτυχές της κοινωνίας. Ομοφυλοφιλία, αυτισμός, ορφάνια, αμβλώσεις, προβλήματα υγείας, διεθνείς σχέσεις, γονεϊκότητα, εφηβεία, φιλία, απιστία, σχέσεις, έρωτας και αιώνια αγάπη περιβάλλονται άλλοτε με ευαισθησία και ευγένεια κι άλλοτε με ένταση και πάθος, ανάλογα την περίσταση. Κυρίαρχη όλων, η απώλεια που σε μεταμορφώνει ακούσια και πολλές φορές βίαια.
«Πώς διαγράφεις άραγε από την καρδιά σου έναν άνθρωπο που αγαπάς, επειδή αλλάζουν οι συνθήκες; Πώς πας παρακάτω , όταν νοσταλγείς ακόμα στιγμές που έζησες μαζί του, όταν ακόμη νιώθεις ότι έχεις κουβέντες να του πεις, στιγμές να μοιραστείς, πράγματα να του δώσεις…»
«Η ζωή δε ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ όταν χάνεις τη ζωή σου. Τέλος. Μόνο συνηθίζεται.»
Ένα εξέχον στοιχείο της γραφής του Φυστικιού είναι η ενσυναισθητική ματιά. Οι ήρωες δεν ειναι δαίμονες ή άγγελοι, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες, εγωισμό, τραύματα και μια έμφυτη δίψα για αγάπη και τρυφερότητα.
«Στα δεκαπέντε σου χρόνια νομίζεις πως το κρεμμύδι έχει μόνο μια στρώση φύλλα. Θα σου πάρει καιρό να το ξεφλουδίσεις. Και θα τρέξουν δάκρυα στην πορεία. Μα μόνο έτσι θα μάθεις πως οι ψυχές των ανθρώπων είναι περίπλοκες και δεν υπάρχουν απόλυτα χρώματα, ούτε κατάμαυρο ούτε αγγελικά λευκό – στις αποχρώσεις παίζουμε όλοι. Στα γκρι, στα ασημί, στα μολυβένια, στα χρώματα της στάχτης, του καπνού και του σύννεφου.»
Όσον αφορά τη γλώσσα, παρά τη γενικότερη αμεσότητα της γραφής της, το Φυστίκι χρησιμοποιεί το λυρικό ένδυμα των παρομοιώσεων για να προσεγγίσει τα πιο ευαίσθητα σημεία της ιστορίας. Περιβάλλει τις λέξεις της με εικόνες οικείες που μεταφέρουν το νόημα κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη. Οι συμβολισμοί είναι διάχυτοι ξεκινώντας κιόλας από τον τίτλο. Οι σταγόνες είναι οι ίδιες οι ζωές μας που αγωνίζονται «πάνω σε ένα τζάμι» να απομακρυνθούν, να συγκλίνουν, να προχωρήσουν πάσει θυσία. Οι σταγόνες είναι δάκρια πόνου, είναι ιδρώτας πάθους και μόχθου, είναι αίμα που βράζει, που κυλά, που γίνεται νερό. Τέλος, είναι όλα αυτά που νιώθουμε να ρέουν μέσα μας και να μας μεταλλάσσουν στην πορεία του χρόνου και των εμπειριών της ζωής.
Δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος από τις Σταγόνες. Θα θυμώσεις, θα βρίσεις, θα συγκινηθείς θα σοκαριστείς, θα λυτρωθείς. Θα ταυτιστείς με την Τζένη, τον Δημήτρη, τον Αντώνη, την Εύη… Οι ήρωες του Φυστικιού είμαστε εσύ κι εγώ, γι’ αυτό και θα δεις τον εαυτό σου μέσα τους και θα μείνεις να απορείς πώς γίνεται να γράφει για τη ζωή σου χωρίς να σε ξέρει. Εξάλλου, ήταν μια υπόσχεση που έδωσε και τήρησε στο έπακρο!
Είναι ένα βιβλίο για όσους θέλουν ν’ αγαπήσουν το διάβασμα, για όσους το αγαπούν ήδη, αλλά και για όσους έχουν χάσει το πάθος τους για την ανάγνωση, αφού η δύναμη των λέξεων του Φυστικιού μετατρέπει τον αναγνώστη σε σφουγγάρι έτοιμο να απορροφήσει τις Σταγόνες του!
Κατανοώ ότι το Φυστίκι που κυλάει έχει πάρα πολλούς φανς εκεί έξω. Είμαι κι εγώ μία από τις φαν της. Εδώ και χρόνια μάλιστα. Ομολογώ ότι τρελαίνομαι για τα διαδικτυακά της σχόλια και ιστορίες. Όμως δεν θα το κρύψω ότι δεν είχα διαβάσει ποτέ μέχρι τώρα κάποιο βιβλίο της. Αποφάσισα όμως - με τον τόσο ντόρο που έγινε για το καινούριο βιβλίο – ότι επιτέλους ήγγικεν η ώρα να την γνωρίσω και ως συγγραφέα. Και η αλήθεια είναι ότι τελικά την προτιμώ στο κωμικό της στοιχείο. Εκεί είναι η απόλυτη βασίλισσα. Εκεί έχει δικαιωματικά τον χρυσό θρόνο. Είναι μία κατηγορία μόνη της, ασυναγώνιστη. Στο συγκεκριμένο βιβλίο χωρίς να θέλω να την στεναχωρήσω είναι απλά μέτρια. Σκληρή λέξη το ξέρω. Δεν είναι κακό βιβλίο, μην με παρεξηγείτε, διαβάζεται εύκολα. Όσο εύκολα όμως διαβάζεται, τόσο εύκολα ξεχνιέται. Λογοτεχνικά δεν λέει κάτι. Που το σέβομαι. Δεν είναι όλα τα βιβλία λογοτεχνικοί θησαυροί, και στην τελική δεν θα έπρεπε να είναι και όλα. Πρόκειται για ένα βιβλίο, που διαδραματίζεται στην σύγχρονη εποχή - στο τώρα-τώρα – προσπαθώντας να αγγίξει τα διάφορα ζητήματα που ίσως ταλανίζουν τη σημερινή κοινωνία. Και νομίζω ότι αυτό είναι το πρόβλημα. Η προσπάθεια αυτή την έχει εγκλωβίσει. Προσπαθεί να αγγίξει τόσα πολλά θέματα, που εντέλει αυτό που καταφέρνει είναι μια επιφανειακή προσέγγιση. Προσεγμένη μεν, επιφανειακή δε. Νιώθω πιο πολύ ότι ήταν μια έκθεση ιδεών που έπρεπε ντε κ καλά να χωρέσουν τα πάντα όλα για να πάρει όλες τις μονάδες στη βαθμολογία. Δεν θα αδικήσω την συγγραφέα, προφανώς τα κατάφερε πολύ καλύτερα από άλλους/ες. Όμως για μένα παγιδεύτηκε σε αυτό το τρυπάκι, συγκρατώντας ως ένα βαθμό - την μαγική υπό άλλες συνθήκες - συγγραφική της πένα.
Η αφορμή αυτής της ιστορίας είναι μια απώλεια: η Τζένη πηγαίνει να πει το τελευταίο αντίο στον πεθερό της. Τι κι αν έχει χωρίσει με τον σύζυγό της, το Δημήτρη; Η οικογένεια είναι πάντα οικογένεια, και σε αυτή την στιγμή η γυναίκα βλέπει τους ανθρώπους της να παλεύουν ο καθένας με την απώλεια του. Ο Δημήτρης, που έχει χάσει την ίδια και τα παιδιά όταν δε διαχειρίστηκε σωστά το γάμο του. Ο αδερφός του ο Αντώνης, που ήδη έχει χάσει υπερβολικά πολλά πράγματα και ακόμα ζει με αυτό το βάρος, και η πεθερά Ευαγγελία, που έχει χάσει το σπιτικό της όπως εκείνη το ήξερε και διαφέντευε.
Με την αφορμή λοιπόν διαβαζουμε μια ιστορία που πηγαίνει πίσω αρκετά χρόνια, σκαλίζει τις ψυχές των ηρώων μας για να νιώσουμε τι τους συμβαίνει και γιατί σήμερα είναι έτσι όπως είναι, και μας θυμίζει ότι πολλές φορές οι άνθρωποι είναι δεμένοι μεταξύ τους με πολλούς, πάρα πολλούς τρόπους! Και όσο και να προχωράνε, καμιά φορά κουβαλάνε και τους άλλους πίσω τους και μέσα τους.
Αν με ρωτάτε, εμένα με συγκίνησε το συγκεκριμένο βιβλίο. Κάπως μίλησε στην ψυχούλα μου, ίσως να ήταν και καλό το timing. Αλλά ήταν μια προσωπική, βαθιά ευαίσθητη ιστορία και με έκανε να κοιτάξω ξανά τους ήρωες που είχα ήδη κρίνει από την αρχή.
Μην σας τα πολυλογώ. Σε ένα απόγευμα ζεστό το διάβασα και το ευχαριστήθηκα.
Ένα σπάνιο ψυχογράφημα. Η συγγραφέας έχει εισέλθει βαθιά στον ψυχισμό των προσώπων και, εναλλάσσοντας τις οπτικές γωνίες και το χρονικό πλαίσιο, μιλάει για τα πάντα. Ο καθένας τους έχει παρελθόν, η κάθε ιστορία έχει ενδιαφέρον, είναι όλες μπλεγμένες και άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Δεν υπάρχει πραγματικά κακός. Όλοι είναι άνθρωποι, με τα λάθη και τα σωστά τους, με τα πάνω τους και τα κάτω τους, σε μια ακριβοδίκαιη μοιρασιά όπου η ζωή κι οι αναποδιές της είναι ο πραγματικός κακός. Κι αυτό είναι θαύμα να το πετύχει κανείς. Να βγει από τη θέση του και να μπει στη θέση όλων. Να καταλάβει, να δικαιολογήσει, να ψέξει, να κρατήσει ισορροπίες. Το ότι οι χαρακτήρες ήταν ανθρώπινοι το βίωσα καθώς έπιανα τον εαυτό μου να ανακαλεί σκηνές από το παρελθόν ή να έχω την ανάγκη να μιλήσω με τους χαρακτήρες αυτούς για να τους βοηθήσω.
Ο τίτλος ταιριαστός, ειδικά στις τελευταίες σκηνές η εικονοπλασία και ο λυρισμός ήταν κορυφαία. Νιώθω τιμή που έχω βάλει το μικρό μου λιθαράκι (πραγματικά μικρό, το έργο ήταν ήδη πολύ καλό) στο βιβλίο πριν εκδοθεί.
Είναι εν τέλει ένα βιβλίο ανθρώπινο. Αυθεντικό κι ανθρώπινο.
Quotes:
Δεν μειώθηκε η αγάπη, η ζωή αυξήθηκε. Και λίγο λίγο, μπήκε ανάμεσά τους.
Γιατί η ζωή ΔΕΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ όταν χάνεις τη ζωή σου. Τέλος. Μόνο συνηθίζεται.
Το λάτρεψα! Διαβάζεται μονορούφι γιατί είναι απίστευτα πραγματικό και σημερινό. Και πολύ πολύ συγκινητικό. Η ελληνίδα μάνα μου θύμισε τόσο πολύ τη δική μου, που έκανε χίλια τερτίπια προκειμένου να μην φύγουν και τα δύο παιδιά της από την επαρχία, η οικογένεια της Τζένης που τόσο ιδανικά ξεκίνησε μόνο για να χτυπηθεί από την αδυσώπητη καθημερινότητα, η οποία είναι πράγματι ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε ζευγαριού, κάτι που κανείς δεν υποψιάζεται στα 20 του, ο 'ιδανικός' έρωτας που σκοντάφτει πάνω στον εγωισμό και την φιλοδοξία των προσώπων της ίδιας σου της οικογένειας... Και όλα αυτά με πολύ όμορφη γραφή. Νομίζω όμως πως το συγκεκριμένο βιβλίο θα αγγίξει περισσότερο άτομα λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, που έχουν νιώσει τι εστί να μεγαλώνεις 2 ή και περισσότερα παιδιά χωρίς γονείς για βοήθεια ή λεφτά να τρέχουν από τα μπατζάκια, καθώς θα ταυτιστούν απόλυτα με το Λουκά και τη Τζένη, παρά νεαρότερες ηλικίες που δεν έχουν αντίστοιχες εμπειρίες και μπορεί να θεωρήσουν αυτές τις καταστάσεις από βαρετές ως υπερβολικές.
Η ιστορία με κράτησε. Ο τρόπος γραφής της συγγραφέως μου αρέσει πολύ. Αν εξαιρέσουμε κάποιες εκφράσεις που δεν πολύ συμπαθώ, αλλά έτσι κ αλλιώς αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό τρόπο έκφρασης πολλών, απόλαυσα την ανάγνωση. Η πλοκή με κρατούσε. Δεν ήθελα να την αφήσω. Έπρεπε να ξέρω. Αγαπημένος χαρακτήρας ίσως εντέλει η Ευαγγελία. Αθάνατη Ελληνίδα μάνα. Λιγότερο αγαπημένος χαρακτήρας η Ναζάν, δεν χρειάζεται να γράψω κατι παραπάνω. Οι επιλογές του καθενός... Όποιος το διαβάσει θα καταλάβει. Η Τζένη τράβηξε πολλά. Έκλαψα μαζί της. Ευχαριστούμε για την όμορφη ιστορία.
Ευχάριστο ανάγνωσμα, με ζωντανές εικόνες για τη σχέση μιας γυναίκας και ενός άντρα αλλά και όλες τις υπόλοιπες ζωές της ευρύτερης οικογένειας και πως μπλέκονται όλα γλυκά μεταξύ τους. Μια θαρρετή ματιά στον αυτισμό, στις ψυχικές νόσους, ακόμα και στην αυτοχειρία που αγγίζει τις ζωές όλων μας. Για κάποιο λόγο όμως δεν το συμπάθησα τόσο σαν βιβλίο, το ότι ασχολήθηκε με τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες τόσο πολύ κάπου με έχασε, ήθελα περισσότερη εστίαση. Επίσης σε 1-2 σημεία η ένταση των διαλόγων με ενόχλησε. Κατά τα αλλά η γνώριμη γραφή του Φυστικιού ρέει άμεση και γλαφυρή.
Χρόνια είμαι φαν της κυρίας Φυστίκος, τόσο στο Facebook όσο και μέσα από τα δύο βιβλία που έχω διαβάσει. Πήγα, λοιπόν, να πάρω και αυτό, αλλά διαβάζοντάς το, από την αρχή ακόμα άρχισα να απογοητεύομαι. Μου φάνηκε σαν μια προσπάθεια να δείξει πως έχει και άλλο πρόσωπο, πέρα από το χαβαλεδιάρικο/καυστικό, και τελικά δεν το πέτυχε. Η πλοκή δεν με συνεπήρε, δεν βρήκα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, στο τέλος, βαρέθηκα. Ελπίζω να επιστρέψει στο αρχικό της στυλ.