Ένα δημοφιλές σύνθημα από τον παρισινό Μάη του ’68 έλεγε χαρακτηριστικά «κάτω απ’ το λιθόστρωτο, η παραλία»· έξι δεκαετίες μετά συνοψίζει παραστατικά την τουριστική εμπειρία των μεγάλων ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Ένας ανέμελος καπιταλισμός-πανδέκτης «αυθεντικών» εμπειριών, με όχημα τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και την εναλλακτική διασκέδαση, μεταμορφώνει τις άλλοτε υποβαθμισμένες γειτονιές. Ωστόσο το τίμημα των «πόλεων που ποτέ δεν κοιμούνται» είναι υψηλό: τα λαϊκά και μεσαία στρώματα τις εγκαταλείπουν, το κόστος στέγης και διαβίωσης κορυφώνεται, οι υποδομές λυγίζουν από τον συνωστισμό, ενώ η οικονομία εθίζεται στο εύκολο κέρδος μένοντας πίσω στους αναγκαίους τεχνολογικούς και παραγωγικούς μετασχηματισμούς. Τελικά, η τουριστική πόλη είναι όντως «ζωντανή πόλη» ή μήπως την παριστάνει υποκρύπτοντας μια βαθιά υπαρξιακή κρίση;
Ο Ρακκάς εστιάζει κυρίως στο φαινόμενο του υπερτουρισμού στο άστυ και το πώς αυτός καταλήγει να αλλάζει τον χαρακτήρα των πόλεων, εκφυλιστικά, προς αγχώδεις αστικές δυστοπίες, παρά τους “τουριστικούς παραδείσους”. Βερολίνο, Βαρκελώνη, Παρίσι, Αθήνα. Πόλεις οι οποίες γίνονται ζωντανά “μουσεία” λόγω του ιστορικού τους βάρους και στις οποίες καταλήγει να τουριστικοποιείται και να εμπορεύεται όχι μόνο η πολιτιστική τους ιστορία, αλλά ακόμα και κοινωνικά φαινόμενα όπως η διαρκής και επίμοχθη οικονομική κρίση των κατοίκων της (κάτι τέτοιο έγινε με την περίπτωση της Αθήνας), ελλείψει άλλων οικονομικών δομών.
Ο τουρισμός ως “βαριά βιομηχανία” είναι στην πραγματικότητα ένας εύκολος τρόπος ανήθικου και επιζήμιου πλουτισμού αλλά και πνευματικής έκπτωσης. Εδώ η σκέψη του Ρακκά συγγενεύει αρκετά με της Pachedo αφού και οι δύο τους επισημαίνουν την πνευματικώς αλυσιτελή διασκέδαση “του σαββατοκύριακου” και του fast type τουρισμού που φαίνεται να επικρατεί στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Αυτός είναι και, κατά τον Ρακκά, ο “ανέμελος” καπιταλισμός, του οποίου το υποκείμενο είναι ο “περιηγούμενος συλλέκτης εμπειριών, οι επισκέπτες που ακόμα και σε ένα σαββατοκύριακο αξιώνουν να ζήσουν σαν ντόπιοι”.βίλες, στην οριακή φτώχεια και τα κουπόνια φαγητού.
Ο συγγραφέας αναφέρει όλα τα αρνητικά της άκρατης τουριστικοποίησης που πλέον εισβάλλει στις αποβιομηχανισμένες πόλεις όχι μόνο με τις κλασικές μορφές ξενοδοχειακών καταλυμάτων, αλλά και με τη μορφή ενός διατιθέμενου σπιτιού για βραχύχρονη μίσθωση μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb.
Η παροχή υπηρεσιών μέσα από αυτές τις πλατφόρμες αισθητικοποιείται, καταλήγει να υπακούει σε ένα φαντασιακό που γεννιέται και τρέφεται από μια κερδοθηρική εικονοποιία.
Αυτή η ανεξέλεγκτη έκρηξη διαδικτυακής “επιχειρηματικότητας”, η ασίγαστη “ινσταγκραμοποίηση” του φυσικού χώρου, η οικεία που μετατρέπεται σε επιχείρηση, βασίζεται σε ένα εξιδανικευμένο μοντέλο νεοφιλελευθερισμού που θέλει τον εργαζόμενο να ενδίδει σε μια επιδημία αστόχαστης επενδυτικότητας και εκμετάλλευσης κάθε δυνατού πόρου και που δρα άκρως επιζήμια για τους εκάστοτε τόπους: το κόστος ζωής αυξάνεται, πιέζονται οι ανεπαρκείς υποδομές, αλλοτριώνεται το φυσικό και το αστικό τοπίο. Και αυτό δεν συνιστά αποκλειστικά, κατά τον Ρακκά, φαινόμενο του υπερτουρισμού (overtourism) αλλά συνολικά μια αρνητική παράμετρο της ανεξέλεγκτης τουριστικόποιησης των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου αιώνα που αποτέλεσαν επί της ουσίας μια “αναπτυξιακή παγίδα” ή, όπως σημειώνει αντιστοίχως και η Pachado μια μανία “αναπτυξιοκρατίας”.
Τα αρνητικά, άλλωστε, όπως γίνεται φανερό από όλα τα παραπάνω, υπερτερούν κατά πολύ των θετικών: η ταξιδιωτική υπερκινητικότητα των φθηνών πτήσεων επιβαρύνει ασφυκτικά την ήδη σφύζουσα κλιματική κρίση και, παρά τις φιλικές επιγραφές περί “οικολογικών καταλυμάτων” ο τουρισμός τόσο στις παραδοσιακές ξενοδοχειακές μονάδες όσο και στην βραχυχρόνια μίσθωση των Airbnb (και μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση με πολύ μεγαλύτερο και ανεξέλεγκτο οικολογικό αποτύπωμα) παραμένει μια από τις μεγαλύτερες αιτίες του κλιματικού προβλήματος. Ο μεγάλος αριθμός τουριστών που δέχονται οι πόλεις και τα νησιά εξαντλούν τους δημόσιους πόρους και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η λειψυδρία σε περιοχές όπως η Νάξος, σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας, οδηγούν σε καταστροφές καλλιεργειών και πλήττουν τον πρωτογενή τομέα. Παράλληλα, η διαρκής “σκηνοθεσία” του τουριστικού τόπου κατισχύει σε κάθε τομέα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Οι πόλεις υποχρεούνται να μένουν “άγρυπνες”, να προσφέρουν στο καταναλωτικό υποκείμενο διαρκείς πηγές φεστιβοποίησης.
Σοβαρά τώρα, έχει μεταξύ άλλων σχετικά πρόσφατα στοιχεία για τον τουρισμό (και τα Airbnb) στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πώς η Ελλάδα (δεν) έχει κάνει (ουσιαστικά) κάτι για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του υπερτουρισμού όπου αυτός παρατηρείται, αλλά και τι έχουν κάνει άλλες πόλεις όπως το Παρίσι. Μπορεί να μην συμφωνώ (ή να μην έχω τη γνώση να συμφωνήσω/διαφωνήσω) με την ανάλυση του συγγραφέα, ωστόσο το βιβλίο είναι χρήσιμο για τη σχέση (ανέμελου) καπιταλισμού και υπερτουρισμού και την επίδρασή της στο πώς ζούμε.