Ο Ηλίας, ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα -δουλειά, οικογένεια-, στα πενήντα τρία του χρόνια φεύγει από την Αθήνα και επιστρέφει στο χωριό του, το Δελβινάκι ψηλά στο Πωγώνι, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όταν μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται βάναυσα δολοφονημένη έξω από το χωριό, η εξιχνίαση του φόνου γίνεται για τον ήρωα έμμονη ιδέα, ένας σκοπός που γεμίζει το ψυχικό του κενό και τον άδειο χρόνο.
Με φόντο το χειμωνιάτικο τοπίο της ορεινής Ηπείρου, που αφήνει το αποτύπωμά του στη λιτή, αδρά ποιητική γλώσσα, στο απέριττο ύφος της αφήγησης, αλλά και στο ήθος των χαρακτήρων, ξετυλίγεται ο μίτος μιας ιστορίας φιλίας και προδοσίας που καταλήγει στη λύτρωση με τον ερχομό της άνοιξης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα με τη σύζυγό του και με τα δυο τους παιδιά, και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου στην Ήπειρο. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας από τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Έχει εκδώσει βιβλία για ενήλικες καθώς και βιβλία για παιδιά.
Διαβάζοντας κανείς - διαβάζοντας με αυτή την λαχτάρα που σε κάνει να χαϊδεύεις βιβλία και φύλλα, πριν καν τα ανοίξεις, με τη ματιά σου να παραστρατεί συνεχώς σε όλα τα αναγνώσματα- αναρωτιέσαι για πολλά. Ένα από αυτά: ποια λογοτεχνία μας αρέσει;
Συνειδητοποιώ πως στην Ελλάδα δεν θα γεννηθεί ένας Γκράχαμ Γκριν, ένα Ισιγκούρο, ένας Πόε. Δεν είναι προορισμένη η λογοτεχνία μας για αυτό, μάλλον. Μα διαβάζοντας το βιβλίο του Μακρόπουλου, καταλαβαίνει κανείς ποιος είναι ο δικός μας πλούτος. Σε αυτήν την ιστορία όπου το τοπίο - μάλλον ο τόπος τόσο γεωγραφικά, όσο και αισθητικά: με τις μυρωδιές, τις λαλιές, τις γραμμές, μα και τα κακοφωτισμένα καφενεία, και τους βαρύθυμους άλλοτε τρυφερούς χωρικούς - αυτά δεν αποδίδονται από καμία άλλη λογοτεχνία. Και ίσως δεν θα μιλήσουν αυτά τα πράματα σε έναν ξένο όπως σε εμάς. Αυτό προσφέρει η ιστορία τούτη: την επιστροφή ένός ανθρώπου στις ρίζες του, στον τόπο του, υπό την σκιά της κρίσης της οικονομικής και της οικογενειακής. Ο τσαλακωμένος αστός που επιστρέφει στο χωριό του, γίνεται ένα με τα βουνά, με τις φωνές και τους απόηχους. Και ζει το δράμα της σκληρής επαρχίας, από αυτά που είναι γεμάτη, αυτά που κουκουλώνονται καθημερινά, και οι πόρτες κλείνουν πίσω τους.
Να διαβαστεί, γιατί βιώνει μια αναγέννηση η λογοτεχνία και ειδικά η μικρή φόρμα στην Ελλάδα. Κι αυτό το βιβλίο, νομίζω, είναι στην προμετωπίδα αυτού του κύματος. Θα μιλήσει σε πολλούς από εμάς.
Πώς ξέρεις ότι ένα βιβλίο σου έχει κάνει πολλά κλικ; Όταν το ξαναδιαβάζεις σχεδόν οχτώ χρόνια μετά την πρώτη φορά, και -αν είναι δυνατόν- σε αγγίζει ακόμα πιο πολύ. Ίσως γιατί το καταλαβαίνεις καλύτερα τώρα.
Ο Ηλίας, στα 53 του χρόνια, φεύγει από την Αθήνα και επιστρέφει σε ένα χωριό στο Πωγώνι. Στα τρία πρώτα μέρη, κολυμπάς μαζί του σε *σχεδόν* ήρεμα νερά. Η επιστροφή στην Ήπειρο, η συγκατοίκηση με τη μάνα του, η προσπάθεια να ξεπεράσει τον χωρισμό από τη γυναίκα του και να κρατήσει επικοινωνία με τις κόρες του (όντας χωρισμένος), η φιλία του με τον αστυνομικό του χωριού.
Το τελευταίο μέρος, όμως, σε παρασέρνει σε ορμητικά νερά. Ένας φόνος, παράνομα κυκλώματα και τα όπλα που πολλές φορές είναι πάνω από τους γραμμένους νόμους διώχνουν οποιαδήποτε υπόνοια ειδυλλιακής ζωής στην επαρχία. Και κυρίως βλέπουμε την πολύ σκληρή κοινωνία του σήμερα.
Τελικά το βιβλίο ίσως μπορεί να ειδωθεί ως μια ιστορία για τα μυστικά που κρύβουμε ως κοινωνία, για τα ψέματα που λέμε ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό, για τις λέξεις που δεν λέμε για να μην χαλάσουμε την εικόνα, ή το αφήγημα, που έχουμε φτιάξει.
Τελικά, ο Μακρόπουλος χρησιμοποιεί την ατμόσφαιρα της Ηπείρου και τις κατάλληλες, άλλοτε αιχμηρές άλλοτε γεμάτες ευαισθησία και συμπόνια, λέξεις για να δείξει έναν κόσμο αλληλοσπαραγμού, γεμάτο από τις δικές μας ενοχές, που σε παρασέρνει στον βούρκο του και που το να τον κάνεις έναν κόσμο αγάπης και κατανόησης είναι εξαιρετικά δύσκολο έργο.
Αν και αγαπώ όλα τα βιβλία του Μακρόπουλου (σταθερά ο αγαπημένος μου συγγραφέας των τελευταίων χρόνων), αυτό μίλησε λίγο παραπάνω στην καρδιά μου. Ξανά. Και μου την έκανε και λίγο κομμάτια. Ξανά.
Για ο, τι θέλετε σχετικά με ελληνική λογοτεχνία, απλά ΜΗ ρωτήσετε εμένα 😂😂ωστόσο, πάντα ενδιαφέρομαι για τις κριτικές που κυκλοφορούν και για βιβλία που ο κόσμος του ινσταγκραμ ή του goodreads αγάπησε κι έτσι δε θα μπορούσα να αγνοήσω αυτές που μιλούσαν για τον Μιχάλη Μακροπουλο. Δεξιά κι αριστερά έβλεπα πολύ θετικά σχόλια για τα βιβλία του οπότε αυτό σε συνδυασμό με το ότι διάβασα πως είναι ένας άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στη Λευκάδα (πατρίδααααα), με έκαναν να τολμήσω την ανάγνωση ενός από τα βιβλία του. Ευτυχώς τα σχόλια κι οι κριτικές είχαν απόλυτο δίκιο. Καταρχάς να πω ότι η ανάγνωση του βιβλίου ήταν μια υπόθεση που κράτησε μόλις 1.5 ώρα, τόσο λογω του μικρού μεγέθους του, αλλά κυρίως λόγω του ότι δε μπορούσα να το αφήσω αν δεν έφτανα στο τέλος, στην κάθαρση του ήρωα, του Ηλία. Μια κάθαρση αμφίβολη βέβαια, καθώς ως το τέλος ο Ηλίας, ένας άνθρωπος που άφησε τη ζωή του στην πόλη στα 50κατι χρόνια του για να επιστρέψει στο πατρικό στην Ηπειρο, στις ρίζες του και βρέθηκε μπλεγμένος σε μια ανατριχιαστικη ιστορία φονων, τυψεων, σιωπής και ενοχής, δε δείχνει να έχει καταλήξει στο τι είναι σώστο να κάνει. Η εσωτερική ανάγκη για δικαιοσύνη και ηθικές αξιες έρχεται σε σύγκρουση με τη φιλία και οι γραμμές γίνονται πολύ λεπτές και θολές σχετικά με το τι είναι σώστο και τι όχι. Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν οι περιγραφές των τόπων της επαρχίας, των εθίμων, των κλασικών χαρακτήρων που όλοι έχουμε συναντήσει στα χωριά, η σκοτεινή ατμόσφαιρα που πάντα κάτι κρύβει και φυσικά το μυστήριο που περιμένεις να εξιχνιαστει ως το τέλος. Πραγματικά, ήταν ένα βιβλίο που με έκανε να πιστέψω πως υπάρχουν εξαιρετικά ελπιδοφόρα έργα νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας που αξίζουν να τα ψάξει κανείς.
Ελληνική λογοτεχνία ... και δηλώνω εντυπωσιασμένος. Μια νουβέλα, μια μικρή ιστορία, αλλά τόσο δυνατή, που δεν διέκοψα μέχρι να την τελειώσω. Θα συμφωνήσω με μια κριτική της "Καθημερινής" περί "νουάρ της Ηπείρου". Δεν είναι όμως απλά ένα νουάρ, άλλωστε νουάρ μυθιστορήματα σπάνια τα βαθμολογώ πάνω από 4.
Ο συγγραφέας είναι λιτός στο λόγο του, συνάμα περιεκτικός. Από την πρώτη σελίδα σε βάζει στο περιβάλλον, στον χώρο που εκτυλίσσεται η ιστορία. Εκτός από την ιστορία, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν χαρακτήρα πολύ οικείο και επίκαιρο στον Έλληνα αναγνώστη. Επίσης μια σχέση φιλίας, που στο τέλος φτάνει στα άκρα.
Drinking game (με τσίπουρο) για κάθε φορά που κάποιος πίνει τσίπουρο ή κάνει τσιγάρο : σε μόλις 117 σελίδες θα γίνετε ντίρλα. Μου αρέσει που το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης αναλαμβάνει δολοφονίες, και επίσης τι-να-κάνουμε δεν ξέρουμε αν ο (2ος τουλάχιστον...) κρεμασμένος πήγε από αυτοκτονία ή από εγκληματική ενέργεια. (Καλέστε ντε κανά ιατροδικαστή από τα Γιάννενα...) Μάλλον η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να γράψει ένα ηπειρώτικο αστυνομικό, αλλά είμαι σε ηλικία που θέλω μια τόσο δα αληθοφάνεια. Επίσης για φαντάσματα γυναικών είχα γράψει και εγώ σε διαγωνισμό διηγήματος κάπου εκεί στο Λύκειο (πριν 25 + χρόνια), δεν με βράβευσαν οι πουστηδοι, οπότε δεν το λες και πρωτότυπο για νεκρούς που ζητούν δικαίωση από τον άλλο κόσμο, βλέπε Αμαλία στο Παρά Πέντε. Τι άλλα; ¨Μην ακούς που λένε για διεφθαρμένους αστυνομικούς. Δεν λέω, υπάρχουν κι αυτοί, αλλά τα περισσότερα παιδιά είναι φιλότιμα, θέλουν μόνο να κάνουν την δουλειά τους. Η βρόμικη φάρα είναι οι δικαστές. Εμείς του πιάνουμε, Λιάκο, κι αυτοί τους βγάζουνε" Ε, ναι.
Τον Μιχάλη Μακρόπουλο τον γνώριζα μόνο μέσω των αρκετών αξιόλογων βιβλίων που έχει μεταφράσει, τώρα ήρθε ο καιρός να τον γνωρίσω και μ'ένα έργο πιο προσωπικό, μια φοβερά καλογραμμένη και ατμοσφαιρική νουβέλα. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο πενηντατριάχρονος Ηλίας, ο οποίος αφήνει την Αθήνα έχοντας χάσει δουλειά και οικογένεια, και επιστρέφει στο χωριό του, το Δελβινάκι Πωγωνίου, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, για να μείνει στο πατρικό του σπίτι μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του. Περνάει όλον τον χειμώνα ουσιαστικά μονάχος του, μέσα σε μαύρες σκέψεις και μελαγχολία για την πορεία της ζωής του, σ'ένα τοπίο ιδιαίτερο και μοναδικό, μα συνάμα κρύο και μοναχικό. Μετά το πέρασμα του χειμώνα, μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται βάναυσα δολοφονημένη έξω από το χωριό, και για τον Ηλία αυτό το γεγονός θα γίνει έμμονη ιδέα. Είτε γιατί θέλει να γεμίσει το κενό μέσα του, είτε γιατί θ��λει να έχει κάτι να απασχολεί το μυαλό και το σώμα του, ο Ηλίας θα προσπαθήσει να βρει τους ενόχους.
Όχι, δεν πρόκειται για μια αστυνομική νουβέλα. Το όλο "αστυνομικό" κομμάτι είναι απλοϊκό και όχι τόσο ικανό να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από μόνο του. Αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο ωραίο και ιδιαίτερο, είναι η γραφή, έτσι λιτή, περιεκτική και (συχνά) λυρική όπως είναι, με τις φοβερές περιγραφές των τοπίων και της καθημερινότητας σ'ένα κλασικό ελληνικό χωριό, καθώς και με όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή. Πραγματικά, μπορώ να πω ότι μαγεύτηκα από την γραφή, από αυτό το ταξίδι στο χωριό της ιστορίας, σ'έναν επαρχιακό τόπο όμορφο και συνάμα άγριο. Τα μισοσκότεινα καφενεία, τα παλιά χωριάτικα σπίτια, οι άδειοι δρόμοι, οι χωρικοί, οι κυνηγοί και οι τσοπάνηδες, τα βουνά και τα λαγκάδια, όλα αυτά. Και η ατμόσφαιρα: Κάπως μουντή και μελαγχολική, άνετα μπορεί να την χαρακτηρίσει κανείς και νουάρ.
Υ.Γ. Πραγματικά πολύ όμορφη και προσεγμένη η έκδοση της Κίχλης.
Άλλο ένα υπέροχο βιβλίο από τον Μακρόπουλο που εξελίσσεται σε έναν από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Ένας πενηντάρης πρόσφατα χωρισμένος και άνεργος επιστρέφει από την Αθήνα στο χωριό του στην Ήπειρο για να ζήσει με τη γριά μάνα του. Παρά τις λίγες σελίδες τα βουνά της Ηπείρου, η φύση, οι άνθρωποι του χωριού, η καθημερινότητα σε ένα μικρό τόπο, οι εκκλησίες, τα σπίτια, τα καφενεία δίνονται ολοζώντανα και ταυτόχρονα με τον ίδιο δουλεμένο δωρικό λόγο που με έκανε να αγαπήσω τόσο το συγγραφέα. Η δολοφονία μιας άγνωστης κοπέλας θα ταράξει τα νερά και θα οδηγήσει τον ήρωα στην κάθαρση σαν σε αρχαία τραγωδία.
Δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Το διάβασα "λαίμαργα" μέσα σε 3 ώρες περίπου και καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης στο κεφάλι μου έπαιζε αυτό: https://www.youtube.com/watch?v=VXND9...
Γοερό, βαθιά ελληνικό. Η φωνή του συγγραφέα ενώνεται με τον τόπο, αγκαλιάζει κάθε ξερόκλαδο και στασίδι, αναδίδονται μυρωδιές της γης και των ανθρώπων. Κείμενο που θα μείνει στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων
Ο Ηλίας, επιστρέφει στο χωριό του, το Δελβινάκι Ιωαννίνων, έχοντας δει τη ζωή του να διαλύεται. Θέλει να ξεφύγει, να ανοίξει το μάτι του και να ξεθολωσει το μυαλό του. Παίρνει το χρόνο του κι η μάνα του περιποιείται το γιο της, αλλά ξέρει πως περνά δύσκολα και δεν του λέει πολλά πολλά. Ξεκινά περιπάτους, βρίσκει τον παλιό του φίλο, πίνει το τσίπουρο του στο καφενείο και απολαμβάνει την απλότητα και την αυθεντικότητα του χωριού. Σε αυτή τη νουβέλα του ο Μιχάλης Μακρόπουλος, φέρνει τον ήρωα του κοντά με τις ρίζες του. Με γλώσσσα λιτή αλλά περιεκτική, τον βάζει να αναλογιστεί την πορεία της ζωής του, που δεν τον οδήγησε εκεί που περίμενε. Οι περιγραφές του χωριού, της καθημερινότητας των κατοίκων και της άγριας ομορφιάς της περιοχής, μεταφέρουν στον αναγνώστη την σκοτεινή ατμόσφαιρα που επικρατεί.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος περπατά στα βουνά του Πωγωνίου και σκάβει στην κομματιασμένη ψυχή του ήρωά του τραγουδώντας με γλώσσα ποιητική ένα υπνωτιστικό μοιρολόι.
Ήταν τον περασμένο Σεπτέμβριο που διάβασα στους «New York Times» για τη μουσική του Αλέξη Ζούμπα, ενός ηπειρώτη βιολιτζή των αρχών του 20ού αιώνα, του οποίου σπάνιες ηχογραφήσεις συγκεντρώθηκαν πρόσφατα σε έναν δίσκο με τίτλο «Ένας θρήνος για την Ήπειρο». «Υπάρχει μια έκδηλη “υστερία” στο παίξιμό του», έγραφε η Αμάντα Πέτρουσιτς στο κείμενό της. «Κάθε νότα του Ζούμπα τρέμει», συνέχιζε, «σαν να έχει ο ίδιος υποστεί ένα τεράστιο συναισθηματικό πλήγμα».
Το ηπειρώτικο μοιρολόι του Ζούμπα είχα συνεχώς στο μυαλό μου διαβάζοντας το «Δέντρο του Ιούδα», από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, που σε ταξιδεύει στο άγριο, χειμωνιάτικο τοπίο του Πωγωνίου. Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι γνωστός ως επί το πλείστον για την έντονη μεταφραστική του δραστηριότητα (μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Χέμινγουεϊ, Καπότε, Μπέλοου, Μπράντμπερι, Κινγκ). Περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου διαδραματίζεται και το βιβλίο του. Έχει ερωτευτεί την Ηπειρο. Περπάτησε τα βουνά της σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως τα περπατά ο Ηλίας, ο συνομήλικός του πρωταγωνιστής στη νουβέλα.
Ο Ηλίας είναι ένας πενηντάρης Αθηναίος. Με μια τσεκουριά η οικονομική κρίση τού σκίζει τη ζωή όπως ακριβώς στο χωριό σκίζουν στα δυο τα κούτσουρα για τον χειμώνα. Χάνει δουλειά, γυναίκα και παιδιά και επιστρέφει στο Πωγώνι για να ζήσει με τη μάνα του και το φάντασμα του νεκρού πατέρα του. Άδειος συναισθηματικά, βρίσκει μοναδική παρηγοριά στις βόλτες του στα γύρω βουνά και στις κουβέντες με τον Κώστα, παιδικό του φίλο και αστυνόμο της περιοχής. Η δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας που του θυμίζει την κόρη του συγκλονίζει τον Ηλία. Η εξιχνίαση του εγκλήματος τού γίνεται έμμονη ιδέα με αυτόν τον τρόπο γεμίζει τον άδειο του χρόνο στον βαρύ ηπειρώτικο χειμώνα. Η κάθαρση θα έρθει την άνοιξη, στο βουνό, κάτω από μια κουτσουπιά. Μια παράδοση θέλει το δεντρο να ανθίζει κοντά στο Πάσχα επειδή από ένα τέτοιο κρεμάστηκε ο Ιούδας όταν αντιλήφθηκε το μέγεθος της προδοσίας του. Εκεί, κάτω από το δέντρο του Ιούδα, θα έρθει η λύτρωση. Ο Ηλίας θα λάβει την απόφασή του. Θα θυσιαστεί για να σώσει ό,τι πολυτιμότερο του έχει απομείνει: το υστερόγραφο μιας φιλίας.
Το «νουάρ» δεν είναι το πιο δυνατό κομμάτι της ιστορίας του Μακρόπουλου. Το ποιος είναι ο δράστης του φόνου είναι προφανές από την αρχή και η αστυνομική πλοκή είναι απλοϊκή. Όμως και ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι να γράψει ένα νουάρ μυθιστόρημα. Είναι να σκάψει στη ρημαγμένη ψυχή του ήρωά του. Αλλά κυρίως είναι να περιγράψει με ποιητική γλώσσα τον τόπο που αγάπησε για την άγρια ομορφιά του, τη μελαγχολία των κατοίκων του, τη χειμωνιάτικη μοναξιά του, τις αντιφάσεις του: «Σκοτάδι και φως μπλέκονταν στους κλώνους των δέντρων και μες στις βατσουνιές, σαν να ‘χαν μετατρέψει η νύχτα και η μέρα σε πεδίο της αναμεταξύ τους μάχης κάθε κλαδί και κλαδάκι. Οι τσομπάνηδες δεν είχαν βγάλει ακόμη τα ζώα. Το βουνό ήταν δικό του». Στο βάθος θα ‘λεγε κανείς ότι ακούει ένα μοιρολόι. Άγριο και συνάμα γλυκό, μοναχικό, ηπειρώτικο
Δεν χρειαζεται να εισαι Χριστός για να μη σταυρώσεις έναν Ιούδα . Με μια εξαιρετικη γλώσσα που Χρησημοποιει, σε απόλυτη αρμονία το γήινο και ταυτοχρονα υπερβατικό τοπίο ο συγγραφέας μιλάει για τους καθημερινούς ανθρώπους , τη μοναξιά τη φιλια , την προδοσία και την απανθρωπιά .
Για τη πλοκή του βιβλίου δεν έχω να πω πολλά καθώς το οπισθόφυλλο τα λέει καλά από μόνο του. Η γραφή του Μακρόπουλου είναι εξαιρετική! (για ακόμη μία φορά) Ωραίες περιγραφές, λυρικές φράσεις μικρές, κοφτές και περιεκτικές εκεί που δεν τις περιμένεις, η πλοκή κυλάει νεράκι χωρίς να κουράζει καθόλου. Αυτό που πάντα μου κάνει εντύπωση στη γραφή του συγγραφέα είναι το πως καταφέρνει να «γεμίζει» τις ιστορίες του, παρά την μικρή έκτασή τους. “Ο χρόνος υπήρχε μόνο έξω, ήταν ένας ξένος που με ξένα μάτια παρακολουθούσε. Ο χρόνος ήταν τα γένια που μεγάλωναν στα μάγουλα του, αλλά έπειτα ξυριζόταν κι ο χρόνος έφευγε, κυλούσε με το σαπουνόνερο μες στην αποχέτευ��η.”
Σύντομη αλλά σφιχτή ιστορία. Εξαιρετικό χτίσιμο ατμόσφαιρας και ξεχωριστοί χαρακτήρες. Ωραία χρήση της ντοπιολαλιάς αν και δε φτάνει, κατά τα γούστα μου, το Γκιακ σε αυτό τον τομέα.
Ο Μιχάλης επιστρέφει μετά από χρόνια στο χωριό του στην Ήπειρο, δίπλα στο Πωγώνι όπου και μεγάλωσε. Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε έπειτα από τον χωρισμό με την γυναίκα του. Μια απόφαση αναπόφευκτη, διότι δεν μπορούσε να επιστρέψει και να συνεχίζει να ζει μια ζωή όπου είχε αλλάξει και δεν θα ήταν ποτέ ίδια για εκείνον. Η ήρεμη ζωή που επιζητούσε ήρθε, αλλά για λίγο..
Σκοτάδι κα φως μπλέκονταν στους κλώνους των δέντρων και μες στις βατσουνιές, σαν να ’χαν μετατρέψει η νύχτα και η μέρα σε πεδίο της αναμεταξύ τους μάχης κάθε κλαδί και κλαδάκι. Οι τσομπάνηδες δεν είχαν βγάλει ακόμα τα ζώα. Το βουνό ήταν δικό του''
Ακόμα ένα βιβλίο που λάτρεψα από τον συγγραφέα, λιτό, λυρικό, οικείο, αλλά και μελαγχολικό. Με τις περιγραφές του χωριού, των ανθρώπων στα καφενεία είναι ένα μοτίβο που έχουμε ζήσει όλοι στη χώρα μας και εύκολα μπορεί κάποιος να ταυτιστεί. Οι παιδικές φιλίες που εξελίσσονται σε αδερφικές και η στήριξη που υπάρχει στις δυσκολίες είναι ένα κομμάτι που χαίρομαι που υπάρχει ακόμα και στις δύσκολες εποχές που ζούμε. Αν και ήταν είχε και στιγμές μελαγχολικές, νομίζω ότι ίσως γίνει το αγαπημένο μου από τον συγγραφέα.
Το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα για εμένα. Ο τρόπος που δίνει τις διαπροσωπικές σχέσεις, ο χειρισμός της γλώσσας, οι περιγραφές των τοποθεσιών δίνονται ΟΛΑ με απίστευτα καλοδουλεμένο τρόπο και με τόση λυρικότητα που πραγματικά δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Το έκλεισα και ήθελα να το διαβάσω ξανά εκείνη την στιγμή.
Λογοτεχνικό whodunnit από έναν απ' τους καλύτερους συγχρόνους Έλληνες συγγραφείς. Δεν ήταν εξίσου καλό με το Μαύρο Νερό όμως ήταν πραγματικά καλογραμμένο και οι χαρακτήρες σε κέρδιζαν μέσα από την απλότητα και τον νατουραλισμό τους. Δεν προτείνεται τόσο σαν αστυνομική ιστορία όσο σαν μια σπουδή χαρακτήρων.
Αρκετά κλισέ σε αυτή την ιστορία και κάπως αναμενόμενη εξέλιξη (εκτός από το τέλος) αλλά αφενός ο Μακρόπουλος γράφει υπέροχα, αφετέρου η ιστορία διαδραματιζόταν στο Πωγώνι, πολύ κοντά στην Πυρσόγιαννη, ε δεν ήθελα και πολύ για να το διαβάσω σχεδόν μονορούφι
Το "Δέντρο του Ιούδα" είναι η ιστορία του πενηντατριάρη Ηλία, ο οποίος μετά από προσωπική και οικονομική κρίση επιστρέφει στο χωριό του και στη μητέρα του μην έχοντας που αλλού να πάει.Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά... Στα παγωμένα ελληνοαλβανικά σύνορα, στο χωριό Δελβινάκι και την ευρύτερη περιοχή του Πωγωνίου,ο Ηλίας θα προσπαθήσει να ξαναπροσδιορίσει τον εαυτό του,στην χιονισμένη μοναξιά των βουνών θα θελήσει να απαλλαχτεί από το παρελθόν του 'ρίχνοντάς' το από πάνω του σαν νεκρό δέρμα και να κερδίσει την μάχη που έδινε ανέκαθεν με τον εαυτό του-ακόμα και πριν τον χωρισμό του-και η οποία είναι εντέλει και η αληθινή κρίση που πρέπει να αντιμετωπίσει. Το βιβλίο 'μυρίζει' Ελλάδα και συγκεκριμένα ελληνική επαρχία και το ποιητικό ύφος συγκινεί και ταξιδεύει τον αναγνώστη.Η δολοφονία της κοπέλας στα μισά του βιβλίου στέκεται η αφορμή ώστε ο Ηλίας να ξεκινήσει το ξεκαθάρισμα του τοπίου μέσα του, να δώσει τη μάχη για να βρει τον εαυτό του και βρει προσωπική γαλήνη. Κάπου στην αρχή υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο Ηλίας καπνίζει ξαπλωμένος μες τη νύχτα στο δωμάτιο του και νιώθει την ανάγκη να αφήσει το σώμα του να καπνίζει εκεί ξαπλωμένο κι άψυχο, τσόφλι, κι αυτός να πλανηθεί σαν καπνός, σαν σύννεφο, να γνωρίσει ξανά όλον τον κόσμο από την αρχή, μαζί και τα παιδιά του, να δώσει μια σε τούτο το θραψερό τσόφλι που κάπνιζε μες το βουβό σκοτάδι, για να λευτερωθεί για πάντα η ψυχή. Στο τέλος του βιβλίου τα καταφέρνει ο Ηλίας, η μάχη γι'αυτόν τελειώνει,λυτρώνεται και απαλλάσσεται από τα βάρη και τις επιλογές του παρελθόντος του και τελικά καταφέρνει αυτό που ονειρευόταν και ελευθερώνει την ψυχή του κι ας μένει φυλακισμένο το σώμα του. Κοιτάει τα χέρια του και βλέπει σ' αυτά τοπία πλατύτερα απ'αυτά που είχε γνωρίσει ποτέ του και σε κάθε άρθρωση του κάθε λυγισμένου του δαχτύλου μια βουνοκορφή...
Μετά από τρεις νουβέλες, έχω υποψιαστεί ότι τα τέλη δεν έχουν μεγάλη σημασία για το Μακρόπουλο, ενδεχομένως και να τα φοβάται. Αλλά εδώ, περισσότερο από τις άλλες που διάβασα, ήθελα κάτι ακόμα πιο απτό. Έλα όμως που η σύλληψη κι η γλώσσα της αφήγησης έρχονται άλλη μια φορά να με συγκλονίσουν, και καταλήγω πάλι τον συγχωρώ. Ειδικά επειδή τον ταύτισα με τη δυστοπία, κι εδώ έδωσε ένα έργο άκρως αληθινό κι επίκαιρο. Χαλάλι τα φοβισμένα τέλη.
"Τα διαμάντια είναι παντοτινά" λεει ένα τραγούδι..Τί να πω για ένα βιβλίο, εγώ μια ταπεινή αναγνώστρια...Απλά λάμπει και ξεχωρίζει, όπως ξεχώριζε και ένα άλλο βιβλιο των εκδόσεων Κίχλη, εκείνο του Κάρολου Τσίζεκ..Το να μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία, έναν τόπο, τους ήχους και τους ανθρώπους που το συνθέτουν, ακόμη και τις εποχές του χρόνου που περνούν από πάνω του είναι υπόθεση καθημερινης εξάσκησης..Είναι η ίδια επαναλαμβανόμενη άσκηση στο ταε τσι, σαν να επαναλαμβάνεις καθε μερα το ίδιο ποιημα μονο που καθε μέρα είσαι ένα βήμα πιο μπροστά και αγγίζεις την τελειοτητα!
Μία περίεργη νουβέλα που όμως ήταν ταμάμ για το τι έψαχνα και χρειαζόμουν.
Αρνητικά: Έχει spoiler στο οπισθόφυλλο το οποίο δεν νομίζω ότι το έχουν καταλάβει ότι το έχουν κάνει και βασικά προϊδεαζουν τον αναγνώστη. Ειλικρινά πρέπει να το αλλάξουν.
Ουδέτερα: Έχει πάρα πολλά τοπωνύμια και ονόματα της Ηπείρου. Αυτό είναι τέλειο στο να σε βάλει στον κόσμο του αλλά μπορεί να χαλάσει κάποια άτομα γιατί γίνεται σε μεγάλο βαθμό. Από την άλλη νομίζω ότι όποιος πάει υποψιασμένος για το πως γράφει ο κος Μακρόπουλος δεν θα τον πειράξει ίσα ίσα που αυτό περιμένει. Αυτό έγινε και με εμένα. Ο τρόπος γραφής που είναι λίγο λυρικός, λίγο ποιητικός. Όχι σε υπερβολικό βαθμό όπως σε άλλα αναγνώσματα που να σε ενοχλεί ή να καταλήγει να μην βγάζεις άκρη με το τι γίνεται στην ιστορία. Είναι αρκετό όμως για ενοχλήσει ίσως κάποιους. Δεν θα εκπλαγώ αν δεν αρέσει ο τρόπος γραφής αυτός. Οπότε λίγο προσοχή.
Θετικά: Φοβερό κλίμα. Φοβερές εικόνες και μία απλότητα και αφαιρετικότητα στις σκηνές τις συνομιλίες. Όλα. Αν έχεις ειδικά και μία επαφή με επαρχεία και αυτές οι εικόνες με τα μοχανικά σκοτεινά καφενεία, τους ανθρώπους που πάνε για κυνήγι το ξημέρωμα με στρατιωτικά παντελόνια και το πως είναι οι γυναίκες σε αυτές τις οικογένειες τότε η νουβέλα του κ. Μακρόπουλου θα σε κάνει να τα νιώσεις στο πετσί του. Η ιστορία είναι τόση όση και σου αφήνει μία πικρία όση ώρα την διαβάζεις.
Προτείνετε με τα χίλια για όσους έχουν μία αγάπη για τα λαογραφικά κείμενα με την ελληνική επαρχεία να είναι ο πρωταγωνιστής σε αυτές. Δεν είναι όμως για όλους. Το μικρό του μέγεθος επίσης βοηθάει.
Μετανιώνω που το διάβασα με ντάλα ήλιο και όχι δίπλα σε ένα τζάκι με συντροφιά τσίπουρου από μπουκάλι παλιού αναψυκτικού και επιγραφή ΤΣΙΠΟΥΡΟ.
Μια μικρή νουβέλα που διαδραματίζεται (που αλλού) στα χωριά της Ηπείρου. Πρωταγωνιστής ένας άντρας χωρίς κανένα μέλλον, που απλά γυρνάει στο χωριό του γιατί δεν έχει που αλλού να πάει. Ένα έγκλημα τον επηρεάζει και δίνει ένα στόχο στην άδεια ζωή του. Πολύ καλογραμμένο, με άγγιξε γιατί δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι στη θέση του πρωταγωνιστή, να περιμένω δηλαδή απλά να περάσει η ζωή μου, χωρίς να έχω κάτι να κάνω. Επειδή είμαι τόσο αντίθετος χαρακτήρας, με τράβηξε αυτή η απραξία του πρωταγωνιστή.
Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στα βιβλία του Μακρόπουλου είναι τα τοπωνύμια, τα ονόματα των χαρακτήρων, οι ιδιωματικές λέξεις και ο αβίαστος τρόπος να νιώσεις εγγύτητα με τον ήρωα, ο οποίος είναι ανθρώπινος, καθημερινός, χωρίς ιδιαίτερα χαρίσματα και βιώματα. Επιπλέον, οι περιγραφές των τόπων, παρότι συνήθως δεν μου αρέσουν σε άλλα βιβλία, σου δημιουργούν ισχυρές εικόνες, σαν να περπατάς εσύ σε εκείνα τα μέρη. Με ηρεμεί αυτός ο συγγραφέας.
Πολλά κρύβει η ψυχή του ανθρώπου, πολλά κρύβουν τα διαμερίσματα της Αθήνας, αλλά ακόμα περισσότερα κρύβονται στα βουνά της Ηπείρου. Μια εξαιρετική νουβέλα για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη ψυχή του ανθρώπου.
Όταν ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το βιβλίο δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να εξελιχθεί σε αστυνομική νουβέλα! Με εξέπληξε ευχάριστα αλλά θα προτιμούσα να είχε λιγότερα ονόματα μιας και δεν τα πηγαίνω καλά με τα τόσα ονόματα.