Kανείς δεν μπορεί να ζει υπό το κράτος του «ανιχνευτού αληθείας» ή μιας χρόνιας –ανά επταήμερο– ανάκρισης για τα κοινά. Eντούτοις η βιοποριστική συνεργασία με την εφημερίδα είναι αμείλικτη. H κοπάνα δεν συγχωρείται· οι λόγοι «πνευματικής υγείας» δεν γίνονται δεκτοί ούτε γι' αστείο. H κρίση είναι βέβαια κατά κανόνα τεμπέλικη, βραδύνους, απρόθυμη – πλήν όμως η αντεπιστέλλουσα υποχρέωση να φθέγγεσαι για τα κοινά αποβαίνει με τα χρόνια ρητορικό κουσούρι.
Αυτά σημείωνε ο Κωστής Παπαγιώργης στο οπισθόφυλλο του Κέντρου Δηλητηριάσεων, αποτυπώνοντας με λίγες λέξεις το στίγμα του «κατ’ επάγγελμα» γραφιά. Στα Υπεραστικά συμπεριλαμβάνονται τα κείμενα που δημοσίευσε στην ομώνυμη στήλη του, την περίοδο 1995-1997, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Aν» της Απογευματινής και στο πολιτιστικό ένθετο «Αrtion» της ίδιας εφημερίδας. Πρόκειται για κείμενα που ξεπερνούν την εποχή τους, καθώς τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της λειτουργούν ως ερεθίσματα, αφορμές ή και προφάσεις, για να ξετυλίξουν την οξεία κριτική σκέψη ενός σπουδαίου στοχαστή.
Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (πραγματικό ονοματεπώνυμο του Kωστή Παπαγιώργη) ήταν Έλληνας δοκιμιογράφος, αρθρογράφος και μεταφραστής φιλοσοφικών έργων.
Γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας, όπου εργαζόταν ως δάσκαλος ο πατέρας του. Στη συνέχεια έζησε στην Παραλία της Kύμης (1951-1960), στο Χαλάνδρι, και εν τέλει στα Εξάρχεια, όπου και διέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Το 1966 πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές νομικής και παρέμεινε εκεί για ένα χρόνο. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για σπουδές φιλοσοφίας και παρέμεινε εκεί ώς το 1975. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της¨ Βανσέν¨ με καθηγητές, τους Ντελέζ, Λιοτάρ και Σατελέ. Δεν ολοκλήρωσε ούτε τις σπουδές νομικής ούτε αυτές της φιλοσοφίας.
Το 1975 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και επιδόθηκε στη μετάφραση φιλοσοφικών έργων, αλλά και τη συγγραφή δοκιμιακών κειμένων και βιβλίων. Εξέδωσε και το θεωρητικό περιοδικό «Χώρα». Υπήρξε στενός φίλος του Χρήστου Βακαλόπουλου, για τον οποίο έγραψε και το βιβλίο "Γειά σου Ασημάκη".
Είχε επίσης συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά, διατηρώντας κατά καιρούς στήλες στην εφημερίδα Επενδυτής, στο περιοδικό Αθηνόραμα, και στην εφημερίδα Lifo.
Το 2002 τιμήθηκε με το κρατικό λογοτεχνικό βραβείο μαρτυρίας - χρονικού για τον Κανέλλο Δεληγιάννη.
Ζούσε με τη γυναίκα του, Ράνια Σταθοπούλου. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 2014.
Άρθρα του Κωστή Παπαγιώργη από τα μέσα της δεκαετίας του 90. Με το ενδιαφέρον που έχει ο λόγος του, την έλλειψη ενδιαφέροντος που μπορεί να έχουν πια μερικά από αυτά λόγω χρονικής απόστασης, με ψήγματα σοφίας που μας έκαναν να τον αγαπήσουμε μέχρι κι ένα άρθρο για τον Παναθηναϊκό του Βάντσικ και του Βαζέχα που η εποχή τους τελείωνε.
Λιγο αδύναμα κειμενα,και μερικά απο αυτά εντελώς ξεπερασμένα μιας και η εποχή που εχουν γραφτεί και με τον τρόπο που εχουν, δηλαδή κατά παραγγελία, μοιάζει να έχει ξεπεραστεί. Θες γιατί άλλαξε η εποχή, θες γιατί αυτό που λέγεται ανθρώπινη οντότητα άλλαξε πλευρό και προσανατολισμό, κάτι τέλος πάντων μου μοιάζει παρωχημένο. Εν αναμονή για τα καλύτερά του, δηλαδη ο τομος με τα τελευταία του κείμενα απο την lifo, που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό. Νομίζω οτι την τελευταία δεκαετία, μέχρι το 2013 έγραψε οτι καλύτερο είχε μεσα του, κι ίσως μερικά σπάνια διαμάντια. Αλλά, ολα στον καιρό τους.
Ο Κωστής Παπαγιώργης, αγαπημένος για πολλούς «επαγγελματίας γραφιάς» τρυπώνει στις ειδησεογραφικές στήλες και κάνεις λέξεις τη δική του ματιά, αγγίζοντας πολιτιστικές και κοινωνικές χορδές. Ψάχνει τα πάθη των ανθρώπων, τις καθημερινές συνήθειες, τις αξίες της ζωής, τα μικρά και μεγάλα θέματα, για να καταλήξει σε μια απόδοση οπτικής που θα κάνει τον αναγνώστη όχι μόνο να αναρωτηθεί, αλλά και να ταυτιστεί. Η συλλογή αυτή μιλά σχεδόν για όλα. Και μπορεί η θεματολογία της να μοιάζει περιορισμένη, ο τρόπος όμως είναι που κάνει το πλησίασμα πιο ζωντανό. Ο Κωστής Παπαγιώργης αντανακλά την καθημερινότητα και σε μικρές συγκεκριμένες στιγμές ξέρει ότι μπορεί να μιλήσει, να γράψει και να αφήσει τον αναγνώστη και ανοιχτό το μυαλό – και το στόμα. Μαέστρος στη χρήση της γλώσσας και των λέξεων, βρίσκει τις κατάλληλες, ώστε να αφήσει πίσω του ένα ιδιαίτερο στίγμα. Είναι απλός, αλλά συνάμα μεστός. Εύκολος σαν γουλιά απ’ το κρασί σου, αλλά και βαρύς όπως το μεθύσι που θα ξεχαστείς. Μοιάζει να κυλά η ανάγνωση, αλλά έχει τον τρόπο του και να γυρνάς πίσω στις αράδες και να ψάχνεις να αντιληφθείς πόση αλήθεια ζεις στο κείμενό του. Στα Υπεραστικά τα θέματα είναι ασταμάτητα. Μικρά, σύντομα κείμενα, σαν ρουφηξιές απ’ τον πρωινό καφέ, που δεν εξαντλούνται στον –κατά κανόνα– στείρο ειδησεογραφικό περίγυρο. Αντίθετα μάλιστα σε κάνουν να χαμογελάς που ο νους σου ταυτίζεται και που τελικά αυτή η φωνή θα μπορούσε να σου ταιριάζει. «Στην τέχνη, όσο δύσκολα βρίσκεις κάτι, τόσο εύκολα το ιδιοποιείσαι ατιμωρητί», μας γράφει και όλα έχουν να κάνουν με την πολυπόθητη παρθενογένεση. Αγγίζει τα κείμενα, τη γραφή, τους ανθρώπους που τολμούν, όσους θέλουν να γίνουν η επιφάνεια και ανάμεσα στις σελίδες του κρύβεται ένας κόσμος ελληνικών στερεοτύπων. Με διάσπαρτα ιστορικά, αλλά και φιλοσοφικά στοιχεία, ο Κωστής Παπαγιώργης αρπάζεται απ’ το πιο ακριανό σημείο του περιστατικού και του είναι αρκετό ώστε όλοι οι αναγνώστες να έχουν έναν λόγο να προβληματιστούν. Μπροστά στην ουσία που κρύβει η απλότητα των συμβάντων, ο γραφιάς αυτός βρίσκει στίγματα ζωής, νοοτροπίας και ανήσυχου πνεύματος. «Η ιστορία, όπως έγραφε ο Βαλερί, διδάσκει ότι δεν διδάσκει τίποτα· εν τούτοις, έστω και μέσα στο τίποτα, η πολιτική –το πλέον αμφιλεγόμενο επάγγελμα– νιώθει την ανάγκη, εκτός από την προεξόφληση του μέλλοντος και τη στανική διεκδίκηση του παρόντος να αποκαθιστά και το παρελθόν – δηλαδή τον εαυτό της». Πέραν, όμως, όλων δεν είναι μόνο η ματιά του συγγραφέα, είναι και το πειθήνιο ύφος γραφής. Η κειμενική υπόσταση των μικρών αυτών «άρθρων» αποτελεί το πιο απλό παράδειγμα πύκνωσης και αποτύπωσης ολόκληρης της αλήθειας που μπορεί να κρύβεται πίσω από μια «καλή πένα». Γιατί μπορεί από τη μία να γράφει ότι «κάθε φορά που κάποιος βάζει το χέρι στην καρδιά – η “καρδιά” δεν είναι εκεί» και απ’ την άλλη, με τόσες λίγες λέξειςς να μας μιλά με εικόνες: «καλοκαίρι σημαίνει ανεμιστήρας ή ανοιχτά παράθυρα, καρπούζι και μύγες». «Το βιβλίο», γράφει, «μένει στον βαθμό που συναιρείται με τη ζωή. Έμεινε ό,τι μπόρεσε, γράφει ο Βαλερί για τα διαβάσματά του. Κι αυτό που μένει είναι αναγκαστικά λίγο, όσο είναι και το πνευματικό ανάστημα του αναγνώστη», κι έχει μόνο δίκιο. Από την άλλη, όμως, είναι βαθύς γνώστης πως «ένα χειρόγραφο ταλανίζεται σε ταξίδια, σε πολέμους, σε καφενεία και βρομερά καταγώγια – δεν έχει σημασία! Τι στέλνει ο ουρανός και δεν τα πίνει η γης; Όποια κι αν είναι η ιστορία της συγγραφής του βιβλίου, άπαξ και διαβεί το κατώφλι του τυπογραφείου, η μοίρα του αλλάζει. Αποσπάται από τον συγγραφέα και ανήκει στην ανθρωπότητα». Και ο ίδιος, λοιπόν, επιμένει ότι «η αληθινή λογοτεχνία περιγράφει έναν κόσμο όπου κανείς δεν έζησε, όσο οικείος κι αν δείχνει», για να μας χαρίζει στη γραφή του κόσμους που συνυπάρχουμε αλλά συνήθως δεν τους παρατηρούμε.
απολαυστική γλώσσα, ενάργεια και ψήγματα σοφίας τα κείμενα δεν είναι πλέον όλα επίκαιρα, η γραφή και η επαγωγική σκέψη του συγγραφέα όμως κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη υπάρχουν διάσπαρτες προτάσεις-αφορισμοί-διαπιστώσεις που από μόνα τους θα μπορούσαν να είναι το θέμα ολόκληρων δοκιμίων υπάρχουν στιγμές που η καθημερινότητα ανατέμνεται, αναλύεται και αποκαλύπτεται με καταπληκτική οξύτητα, καθαρότητα και διορατικότητα.