Δεν ευδοκίμησε τελικά ως νεκροθάφτης στη θέση του Ευταξία ο Στέφανος ο Λαδικός. Μοναχά μία κηδεία πρόλαβε να διεκπεραιώσει και αυτή ήταν της μητέρας του. Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα, Λαδικού, το γένος Κουμά, η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπό των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με τη γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά σαν λαβωμένο πουλάκι, όπως καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της το απόγευμα της Δευτέρας 19ης Μαΐου και ξεψύχησε ήσυχα. Σαν να αποκοιμήθηκε γλυκά κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Είχε και ένα απολύτως εμφανές όσο και αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη της, το οποίο αν και κατά κόρον ερμηνεύτηκε ως αδιάψευστο τεκμήριο του ότι έφυγε από τη ζωή ικανοποιημένη, ίσως να ήταν τελικά μόνον επιτιμητικό αφού, όπως πικρόχολα αποφάνθηκε και ο περιπτερούχος καπετάν Παράσχος Ψιλάκης κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι του απογοητευμένος από την απολύτως πλέον διακριτή κοινωνική της νήσου παρακμή, η μακαρίτισσα ίσως προείδε λόγω μιας πιθανής προθανάτιας έκλαμψης τα όσα αλλοπρόσαλλα επακολούθησαν την έξοδο αυτής. Πρόδρομος μιας μετακαταναλωτικής εποχής ή εντελώς ανισόρροπος ήταν τελικά ο νεκροθάφτης Στέφανος Λαδικός; Η κοινωνία του μικρού νησιού πάντως δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τις δράσεις του εντός νεκροταφείου και τις απόψεις του περί σαρκίου των νεκρών, και έτσι τον απέπεμψαν σύντομα από το πόστο του. Μια νουβέλα που αφηγείται με μπρίο τη σχάση ανάμεσα στο ιερό και το γελοίο, το σύστημα της τοπικής κοινωνίας και το οικοσύστημα της φυτοκοινωνίας.
Giannis Makridakis (gr: Γιάννης Μακριδάκης) was born in Chios in 1971 and studied mathematics. He organizes research and educational programmes and edits publications for the Chios Studies Centre, which he founded in 1997. He edits the three-monthly magazine Pelinnaio and has published two books on the history of Chios. His first novel Anamisis Denekes, published by Hestia in 2008, is already in its fourth edition and translated into Turkish.
Τον Γιάννη Μακριδάκη τον γνώρισα όταν έπεσε στα χέρια μου ο Ανάμισης ντενεκές, και τον αγάπησα διαβάζοντας τη νουβέλα του Η δεξιά τσέπη του ράσου. Έπειτα από αυτό το βιβλίο του έγινα πιστός του αναγνώστης. Ο τρόπος που αφηγείται είναι αγνός και αυθεντικός. Δεν απευθύνεται μόνο στην αναγνωστική ελίτ αλλά και στη μεγάλη μάζα των αναγνωστών, χωρίς διόλου να ευτελίζει το κείμενο του. Για μένα αυτό είναι ένα από τα μυστικά της πραγματικά καλής λογοτεχνίας.
Αν κανείς παρακολουθεί -όπως εγώ- τακτικά τον συγγραφέα όχι μόνο μέσω των βιβλίων του (εκδίδει σχεδόν ανελλιπώς ένα το χρόνο από το 2006) αλλά και μέσω των αναρτήσεών του στο μπλογκ του ή στα social media, διαβάζοντας το «Αντί Στεφάνου» θα διαπιστώσει ευθύς αμέσως ότι ο σαραντάρης Στέφανος, ο ήρωας της νουβέλας του, είναι ο ίδιος. Όπως κι ο Μακριδάκης, ο Στέφανος είναι ένας άνθρωπος που παράτησε αυτό που ξεκίνησε να σπουδάζει για να ασχοληθεί με τη φυσική καλλιέργεια ενός μικρού κτήματος στο νησί του τον απόλυτα φυσικό τρόπο ζωής. Ο «εναλλακτικός», όπως θα έλεγαν πολλοί, βίος του και η απέχθειά του προς την σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δυσπιστία (στην καλύτερη περίπτωση) και τον χλευασμό (στη χειρότερη) της μεγαλύτερης μερίδας των συντοπιτών του.
Η Πάτρα, η μάνα του Στέφανου, επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω, ανησυχώντας για το τι θα απογίνει ο γιος της όταν αυτή θα έχει πεθάνει, βάζει μέσο και κανονίζει ο Στέφανος να πάρει τη θέση του νεκροθάφτη του χωριού. Ήσυχη πλέον ότι ο γιος της δεν θα μείνει ξεκρέμαστος, πεθαίνει: «Έγειρε το κεφάλι της αριστερά σαν λαβωμένο πουλάκι, όπως καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της το απόγευμα της Δευτέρας 19ης Μαΐου, και ξεψύχησε ήσυχα. Σαν να αποκοιμήθηκε γλυκά κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο». Είχε δε στα χείλη της «ένα απολύτως εμφανές όσο και αινιγματικό μειδίαμα». Ίσως να ήξερε όσα θα ακολουθήσουν. Διότι η πρώτη -και τελευταία- κηδεία που αναλαμβάνει ο γιος της να τελέσει είναι αυτή της μητέρας του. Και προκαλεί σούσουρο στο χωριό όχι μόνο όταν αυθαίρετα την θάβει στην φτωχική πλευρά του νεκροταφείου, αντί για «πρώτο τραπέζι πίστα» όπως είχε αποφασιστεί από τον πλούσιο αδελφό της, αλλά και όταν αποφασίζει, αντί στεφάνου, να φυτέψει πάνω στον τάφο ένα μποστάνι με… ξυλαγγουριές, αγνοώντας επιδεικτικά το μαρμάρινο μαυσωλείο που προορίζεται για εκείνην. Και όχι μόνο αυτό: κοπρίζει τακτικά το μποστανάκι με λίπασμα βιολογικότατο, τα δικά του αφοδεύματα, ώστε να μεγαλώσουν τα φυτά, να καρπίσουν και να διανείμει τα ξυλαγγουράκια στο μνημόσυνό της.
Όλα αυτά δοσμένα με μπρίο και μαύρο χιούμορ σε μία γλώσσα «ελαφριάς» καθαρεύουσας, εμπλουτισμένης με πολλές λαϊκές και χιώτικες εκφράσεις, που από τη μία θυμίζει Παπαδιαμάντη και από την άλλη «καθαρευουσιάνικου» τύπου αναφορά επίσημου οργάνου της τάξεως των αρχών του προηγούμενου αιώνα (αλήθεια, θυμάται κανείς την «Αστυνομική διαταγή 1907 της Ματαράγκας Καρδίτσας»;). Όπως αποκαλύπτεται στην πορεία, αφηγητής της ιστορίας είναι ο Αμφίαρτος, ο ξενομερίτης θεολόγος του γυμνασίου του νησιού με το εκπληκτικής προέλευσης παρατσούκλι (όχι, δεν κάνω σπόιλερ), ο οποίος μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, προορίζεται να αναλάβει τη θέση του νεκροθάφτη, αντί Στεφάνου. Διττή λοιπόν η σημασία του τίτλου :-)
Δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις. Διότι, κάτω από τις μακάβρια αστείες καταστάσεις που περιγράφονται στη φαρσοκωμωδία του «Αντί Στεφάνου», ο συγγραφέας δεν παραλείπει να πυροβολήσει ακόμη μια φορά στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία από την οποία ο ίδιος προσπαθεί να κρατά αποστάσεις. Δείχνει για ακόμη μια φορά τις οικολογικές του ευαισθησίες, κάνει το κλασικό «μακριδάκειο κήρυγμα» για την φυσική διατροφή, περιγράφει το καρναβάλι των προκαταλήψεων και του κονφορμισμού της κάθε κοινότητας και των μελών της. Από τα πυρά του φυσικά δεν γλιτώνει η επίσημη Εκκλησία και το εμπόριο του θανάτου από τους παπάδες που συντηρούν μία –κατά τον ίδιο- χωρίς κανένα νόημα παράδοση. Και δίνει και πάλι μπόλικη (βιολογική) τροφή για σκέψη.
Το εύρημα με τη γλώσσα το βρήκα πανέξυπνο. Αν ήταν μεγαλύτερο το βιβλίο ίσως να με κούραζε συνεχόμενη η χρήση της. Είναι όμως τόσο μικρό (140 σελίδες), όσο πρέπει για να παραμένει το κείμενο απολαυστικό. Δεν φεύγει «μονοκοπανιά» ωστόσο· η απόλαυση βρίσκεται στο να το διαβάζει κανείς λίγο-λίγο.
Ο Μακριδάκης είναι ένας από τους ωραιότερους σύγχρονους έλληνες αφηγητές. Πέρα από την εκκεντρικότητά του -ίσως και γι αυτήν ακριβώς- πραγματικά χαίρομαι κάθε νέο του πόνημα. Δεν θέλει πολλή προσπάθεια να φανταστεί κανείς μια ταινία με τον ίδιο στον ρόλο του Στέφανου. Αλλά πάλι, αυτό το έχω ξαναπει για τη «Δεξιά τσέπη του ράσου» και τον μοναχό Βικέντιο. Δεν θα ήταν άσχημο κάποια στιγμή να το αποφάσιζε. Αν δεχτεί βέβαια να απομακρυνθεί για λίγο από το κτήμα του στη Βολισσό της Χίου ;-)
Αν και είμαι μεγάλη φαν της γραφής του Μακριδάκη καθώς και όλων των στοιχείων που θα συναντήσεις στα βιβλία του όπως πχ η νησιώτικη ντοπιολαλιά ή η λυρική και άκρως ποιητική γραφή, ομολογώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν το πρώτο του που με έκανε να αισθανθώ εντελώς άβολα με το συγγραφέα. Χωρίς να διαφοροποιεί το στυλ ή να αλλάζει πρακτικά κάτι η ιστορία, το θέμα αυτής καθώς και ο κεντρικός της χαρακτήρας δε με κέρδισαν ποτέ. Μάλλον ήταν πιο μακάβριο αν και πάντα δοσμένο με δόσεις μαύρου χιούμορ από αυτό που μου αρέσει να διαβάζω. Thank you, next.
3 αστέρια, κι αυτά αποκλειστικά για την υπέροχη, πάντα στον Μακριδακη, γλώσσα. Το θέμα ήταν άβολο. Προσφερόταν για κάποιου είδους προβληματισμό, αλλά κ πάλι - awkward.
Προσπαθώ τόσο πολύ ν' αγαπήσω αυτό τον συγγραφέα, γιατί η γλώσσα του ειναι μελετημένη και γοητευτική. Παντα όμως κάτι δε μου φτάνει στην πλοκή, συχνά κάτι μ ενοχλεί, σαν αγκάθι στο παπούτσι που δε μ αφήνει να προχωρήσω ανέμελη κ να χαρώ τη διαδρομή. Αυτός ειναι ο τρίτος μου Μακριδακης σε 2 μήνες. Το παλεύω
Ένας Μακριδάκης που απηχεί όσο ποτέ άλλοτε τον Παπαδιαμάντη... Είναι το πέμπτο του βιβλίο που διαβάζω (μετά τον Ντενεκέ, το Ράσο, τον Ήλιο και την Κωνσταντία) και αυτήν την φορά απήλαυσα τον εξαιρετικά μακροπερίοδο μεν, αλλά με σπάνια μαεστρία φιλοτεχνημένο δε, καθαρευουσιάνικο λόγο και το υποδόρια σκωπτικό ύφος που αντιμετωπίζει παραδοσιακούς και εναλλακτικούς (βλ. τον ίδιο τον συγγραφέα) τύπους της μικρής νησιώτικης κοινωνίας. Ο αφηγητής, που μας αποκαλύπτεται προς το τέλος, κρατά τις ισορροπίες...
Κλασικός Μακριδάκης.Αν μπορέσεις να συνηθίσεις αυτήν την περίεργα όμορφη γραφή που περιέχει ντοπιολαλιές,καθαρεύουσα,νησιώτικα,χωριάτικα και αλλα τέτοια όμορφα είναι σίγουρο ότι θα περάσεις καλά διαβάζοντας τα βιβλία του.
Τον Μακριδάκη τον ξέρω από το παλαιότερό του, Ήλιος με Δόντια. Γνώριζα για την δική του εμμονή - κινητήριως δύναμη όλων των συγγραφέων με χαρακτήρα: το νησί του, οι ντοπιολαλιές, η φύση, μια κριτική ματιά στην μικροψυχία του επαρχιώτη Έλληνα, αλλά παράλληλα αγάπη για αυτούς τους ανθρώπους, για τον τόπο μας.
Έτσι και σε αυτό το μικρό βιβλίο, το νησί, που δεν ονομάζεται αλλά πολύ εύκολα του προσδίδονται στοιχεία από τους αγαπημένους τόπους του Μακριδάκη, ξετυλίγεται μια ιστορία με θέματα την μικρόνοια των νησιωτών, το κουτσομπολιό που τρώει την διαφορετι��ότητα ως αντικαθρέφτισμα της ριζοσπαστικότητας του αποτυχημένου βάσει κοινωνικών συμβάσεων, πρωταγωνιστή, με τις αλλόκοτες συνήθειές του.
Διαβάζεται εύκολα το Αντί στεφάνου, είναι γραμμένο με τέχνη. Μα αυτή, ακριβώς, η γραφή του, φορτωμένη την καθαρεύουσα του αφηγητή δασκάλου, κάπου με κούρασε. Το μάτι μου πήγαινε μπρος πίσω για να συνταιριάξω το νόημα των μακροσκελών, στρυφνώς συνενταγμένων προτάσεών του του Μακριδάκη.
Παίρνει δόση ο αναγνώστης: ελληνικότητας, νοσταλγίας στις εποχές των αναγνωστικών μας σχολικών κειμένων - με μια σαρκαστική τώρα προσέγγιση. Μα δεν γίνεται τίποτα συνταρακτικό σε αυτήν την ιστορία. Και αυτό άλλοτε μετράει άλλοτε όχι στις προσδοκίες των αναγνωσμάτων μας.
Η γραφή του Γιάννη Μακριδάκη γενικώς μου αρέσει πολύ. Δυστυχώς όμως το θέμα αυτού του βιβλίου δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Στο πρώτο μέρος οι περιγραφές της κηδείας αλλά και του κοπρίσματος με έκαναν να αισθανθώ δυσφορία. Τις απόψεις του όσον αφορά το θέμα τις γνώριζα και δεν ήταν αυτές που έφταιγαν για την δυσφορία μου, αλλά ο τρόπος που αποτυπώθηκαν στο βιβλίο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάνοντας τες εικόνα σιχάθηκα λίγο. Το δεύτερο μέρος ήταν λίγο πιο ανάλαφρο στην ανάγνωση και μου άρεσε περισσότερο.
Εξαιρετικός ο Μακριδάκης όπως πάντα και σ΄αυτή την "μακάβρια" νουβέλα. Η διαφορετικότητα απ΄τις άλλες νουβέλες του ήταν η υπέροχη χρήση της καθαρεύουσας που ταίριαζε απόλυτα με το θέμα και με έκανε να γελάσω σε αρκετά σημεία.
Ο Στεφανος ειναι αυτο που θα λεγαμε "εναλλακτικος" τυπος. Τοσο εναλλακτικος ομως που θεωρειται σαλεμενος. Ενας ανθρωπος ο οποιος εχει ταξιδεψει σε μερη πολυ μακρινα κι εχει γνωρισει αλλους πολιτισμους κι αλλες νοοτροπιες και τροπους ζωης δε μπορει να γινει αποδεκτος απο μια μεριδα ανθρωπων που ισως δεν εχουν φυγει ποτε απο το νησι, αλλα κινουνται καθημερινα στο τριγωνο που οριοθετουν το παντοπωλειο, το κρεοπωλειο και το καφενειο. Το διαφορετικο, λοιπον, το φοβομαστε. Οτι δε μπορουμε να καταλαβουμε, κυριως λογω μη διευρυμενων οριζοντων, λογω φτωχου πνευματος, εχουμε την ταση να το ερμηνευουμε ως ανισορροπο κι αυτο το κανουμε για να προστατευτουμε και να νιωσουμε πως ειμαστε φυσιολογικοι και οχι οτι εμεις υστερουμε σε συγκριση με κατι που δε μπορουμε να κατανοησουμε ή δε μπορουμε να φτασουμε. Γι' αλλη μια φορα, η γλωσσα της αφηγησης ειναι εξαισια!
Ο Μακριδάκης με την ιστορία του βιβλίου δίνει έναν πολύ γλυκιά, βαθιά ανθρώπινη αλλά και συνάμα αισιόδοξη διάσταση σε ένα τόσο άγριο πράγμα όπως είναι ο θάνατος. Και με τον μοναδικό αυτό τρόπο που χειρίζεται τον λόγο και τις λέξεις.