Ένας άντρας ζει και πεθαίνει στα Εξάρχεια με την ελπίδα ότι ο ξεχασμένος αναρχικός τον οποίο χρόνια τώρα παρακολουθεί θα βάλει επιτέλους τη βόμβα.
Νεαρή συγγραφέας από τη Θεσσαλονίκη αναζητά τον μίτο της ιστορίας της στα ανορθόδοξα ερωτικά τρίγωνα ενός μεσήλικα λογιστή, σε μπαρ στη Σόλωνος.
Ένας τριανταπεντάχρονος κριτικός κινηματογράφου ακολουθεί τον καλύτερό του φίλο στην καμένη Πάρνηθα, για να θάψουν μαζί το σκυλί που έχει στο πορτμπαγκάζ του, τη νύχτα που το "Αττικόν" τυλίχτηκε στις φλόγες.
Ένας πενηντάχρονος άνεργος συνοδεύει την ηλικιωμένη μητέρα του σε γειτονιά της Κυψέλης, για να εισπράξουν τη σύνταξή της, ενώ μέσα του κουτρουβαλούν λέξεις που έχουν τη δύναμη να τους συνθλίψουν Ιστορίες της Αθήνας, στα χρόνια της έξαψης και της πτώσης, σε αναζήτηση μιας καινούργιας σπίθας.
Τέσσερα διηγήματα που οι ήρωές τους προσπαθούν να μαντέψουν το πρόσωπο του άλλου, καθώς αφήνονται στα νυχτερινά ρεύματα της πόλης.
"Μαχαίρια και πεπόνια. Δημιουργική μαναβική. Όταν τους ακούς να μιλάνε για τις γυναίκες τους, τις γκόμενές τους, τι νιώθουν και τι καταλαβαίνουν από το θέατρο των σχέσεων, θες πραγματικά να το γυρίσεις, να γίνεις λεσβία. Μανάβηδες, μπακάληδες, χασάπηδες. Σπανίως κάτι άλλο. Κι αυτό, το άλλο, μάλλον είναι μια εντύπωση που μου έχουν αφήσει μυθιστορήματα ή ποιήματα αντρών, όχι οι άντρες οι ίδιοι."
Τέσσερα διηγήματα, τέσσερις διαφορετικοί τ(ρ)όποι (καλογραμμένα πάντως όλα), πολλές μετακινήσεις, πολύ περισσότερες κινηματογραφικές αναφορές -ε, και μερικά βραβεία, βέβαια. Το δεύτερο στη σειρά, "Θα το κρατήσω" για πρώτο, πολύ το εκτίμησα. Από εκεί και το απόσπασμα.