Μια μέρα, μέσα σ` εκείνα τα ατέλειωτα χρόνια, μπόρεσαν να κοιταχτούν στον καθρέφτη: αντίκρισαν έναν άλλον. Αδυνατισμένοι σαν ασκητές, κομματιασμένοι απ` τα ασταμάτητα βασανιστήρια οι «όμηροι» της στρατιωτικής δικτατορίας της Ουρουγουάης, να τους περιφέρουν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, καταδικασμένους στη μοναξιά ενός κελιού που δεν ήταν μεγαλύτερο από φέρετρο. . . (Εντουάρντο Γκαλεάνο)
Mauricio Rosencof (born June 30, 1933) is a well-known Uruguayan playwright, poet and journalist from Florida, Uruguay. Since 2005 he has been Director of Culture of the Municipality of Montevideo.
He was a founder of the Communist Youth Union and leader of the National Liberation (Tupamaros) (MLN-T) and in 1972 was arrested and tortured. After the coup of 1973 he was held "hostage" with eight more prisoners. After twelve years in prison, he was released in 1985.
Un libro necesario para reconstruir la historia reciente de nuestro país. Escrito de tal manera de no caer simplemente en el morbo de describir las bestialidades, ni de llamar al odio. Un relato que se centra en la vivencia humana de la incomunicación, de la injusticia, de la soledad a través de las décadas. Testimonio desde la desafortunada perspectiva de los protagonistas, los rehenes.
Como es la transcripción de una charla, separada en capítulos cortos diferenciando distintas anécdotas más o menos en orden cronológico, el valor literario no radica en su forma o estructura, sino en el mensaje, en la memoria.
Este libro es fascinante. Cargado de crudezas y verdades, logra transmitirte cada una de las vivencias de éstos ex integrantes del MLN-T tomados rehenes durante la última dictadura en Uruguay. Las torturas, el abuso, el hambre y el desasosiego que los rondaba permanentemente, te cala hondo por su manera de transmitir las cosas, sin esconder nada. Es uno de los testimonios fundamentales para revivir y no olvidar jamás los horrores cometidos durante la dictadura, que por lo pronto, la mayoría de ellos ahondan en la impunidad.
"El pueblo que no conoce su historia, está condenado a repetirla."
Μία κριτική μου για το βιβλίο των Mauricio Rosencof και Eleuterio Fernández Huidobro 'Ñato' "Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής" ["Memorias del Calabozo"] και παράλληλα, για την ταινία του Álvaro Brechner "Η Δωδεκάχρονη Νύχτα" ["La Noche de 12 años] (2018), η οποία βασίστηκε στο βιβλίο και προβλήθηκε κατά το 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης. Το πλήρες κείμενο βρίσκεται στο link: https://www.oanagnostis.gr/%ce%b7-%ce...
Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής των Μαουρίσιο Ροσενκόφ & Νιάτο Φερνάντες Ουιδόμπρο
Με αφορμή την προβολή τής ταινίας Η δωδεκάχρονη νύχτα [La noche de 12 años] (2018) του Álvaro Brechner, κατά το 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2018)
Μια μέρα, μέσα σ’ εκείνα τα ατέλειωτα χρόνια, μπόρεσαν να κοιταχτούν
στον καθρέφτη: αντίκρισαν έναν άλλον. Αδυνατισμένοι σαν ασκητές,
κομματιασμένοι απ’ τα ασταμάτητα βασανιστήρια οι “όμηροι” της
στρατιωτικής δικτατορίας της Ουρουγουάης, να τους περιφέρουν από
στρατόπεδο σε στρατόπεδο, καταδικασμένους στη μοναξιά ενός κελιού
που δεν ήταν μεγαλύτερο από φέρετρο. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν ούτε
καν με τα αντικείμενα. Γιατί στα κελιά τους δεν υπήρχαν αντικείμενα, δεν
υπήρχε τίποτε. Ξάπλωναν πάνω στο παγωμένο τσιμέντο, αλαφιάζονταν
από κάθε τρίξιμο της καγκελόπορτας, κάθε ήχο στρατιωτικής μπότας, που
μπορεί να σήμαινε γι’ αυτούς έναν ακόμη κύκλο βασανιστηρίων.
(Από τον Πρόλογο του Εδουάρδο Γκαλεάνο στο: Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής).[1]
Ουρουγουάη: η ‘Ελβετία’ της Λατινικής Αμερικής – Σύντομη ιστορική αναδρομή
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μέχρι λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυβερνήσεις τής Ουρουγουάης ακολούθησαν με συνέπεια ένα πρόγραμμα ‘οικονομικού εθνικισμού’, το οποίο περιελάμβανε εκτεταμένες εθνικοποιήσεις λιμανιών, τραπεζών, σιδηροδρόμων και σφαγείων, καθώς και τη δημιουργία καταστάσεων κρατικού μονοπωλίου σε ζωτικούς τομείς τής οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η παραγωγή πετρελαίου, τα αλκοολούχα ποτά, η ασφάλιση των εργαζομένων, το ηλεκτρικό ρεύμα, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Σταδιακά, ο βαθμός εξάρτησης της Ουρουγουάης από το ξένο κεφάλαιο έφτασε να είναι ένας από τους χαμηλότερους σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.[2]
Η Ουρουγουάη υπήρξε η πρώτη από τις χώρες τού λεγόμενου ‘Νότιου Κώνου’ [Cono Sur], στην οποία σχηματίστηκε ‘ριζοσπαστική’ κυβέρνηση. Ο ‘ριζοσπαστισμός’ [radicalismo] υπήρξε μία γενικότερη μεταρρυθμιστική τάση που εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική στις αρχές τού εικοστού αιώνα, με βασικά της προτάγματα την εδραίωση της δημοκρατίας, την ανακατανομή τού πλούτου και το μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και τη δημιουργία εθνικών οικονομιών βασισμένων στον κρατικό παρεμβατισμό και την προστασία των εθνικών εξαγωγικών προϊόντων.
Ως Πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο πρώτος ριζοσπάστης Πρόεδρος της Λ. Αμερικής, Χοσέ Μπάτγιε ι Ορδόνιες (1903-1907 και 1911-1915) ,“… επεδίωξε να καταστήσει τη χώρα του πρότυπο δημοκρατίας και να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική δικαιοσύνη, βασιζόμενος στη λογική τής κοινωνικής αρμονίας.”[3] Σε αυτόν πρέπει να αποδοθούν οι βαθιές δημοκρατικές παραδόσεις τής Ουρουγουάης, με τη θέσπιση της καθολικής ψήφου, την αναγνώριση του δικαιώματος στο συνδικαλισμό και την απεργία, την υποχρεωτική οκτάωρη εργασία, τη θεσμοθέτηση ενός πλουραλιστικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, το οποίο επέτρεπε την άσκηση της εξουσίας από ένα εννεαμελές Εκτελεστικό Σώμα – με τη συμμετοχή και μελών τού αντιπολιτευτικού κόμματος των Λευκών֗ [4] αλλά κι η επέκταση σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους (ήδη μέσω διατάξεων του Συντάγματος του 1917) κλπ.,[5] χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στη χώρα το προσωνύμιο ‘Ελβετία’ τής Λατινικής Αμερικής.[6]
Ωστόσο, με το τέλος τού Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του λίγο μεταγενέστερου της Κορέας, οι προσωρινές συνθήκες τόνωσης της συνολικής ενεργού ζήτησης που είχαν δημιουργηθεί έπαψαν να υπάρχουν και τα πρώτα σημάδια κόπωσης του οικονομικού μοντέλου τής ‘αυτάρκειας’ – της δημιουργίας μίας αυτοδύναμης εθνικής οικονομίας, περιστρεφόμενης γύρω από μία ισχυρή βιομηχανία κι υπό την αιγίδα ενός έντονου κρατικού προστατευτισμού – έκαναν την εμφάνισή τους: η Ουρουγουάη είχε για καιρό εφησυχάσει στα απτά κι εντυπωσιακά αποτελέσματα του ‘Μπατγισμού’: σταδιακά έμεινε πίσω, από τεχνολογικής άποψης, στον καίριο για την οικονομία της τομέα τής βοσκής ζώων. Η παραγωγικότητά της παρέμεινε στάσιμη, ενόσω τα κόστη αυξάνονταν֗ υψηλό είχε καταστεί και το κόστος παραγωγής σιταριού, την καλλιέργεια του οποίου είχε ενθαρρύνει ενεργά η κυβέρνηση της Ουρουγουάης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο֗ το ίδιο πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας αντιμετώπιζε κι η εγχώρια βιομηχανία στο σύνολό της, η οποία, όπως σημειώθηκε ήδη, είχε θέσει ως στόχο της την εθνική αυτονομία κι αυτάρκεια, ωστόσο, πολύ γρήγορα έφτασε στα όριά της, λόγω εν πολλοίς και του μικρού μεγέθους τής εγχώριας αγοράς֗ το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας, εμπνεύσεως Μπάτγιε, έφτασε επίσης σταδιακά στην εξάντλησή του και πλέον αποτελούσε ένα δυσβάστακτο για την οικονομία βάρος: ο μέσος Ουρουγουανός πολίτης είχε τη δυνατότητα να απασχολείται σε δύο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Σε κάθε μία απ’ αυτές μπορούσε να παρευρίσκεται για λίγες μόνο ώρες την ημέρα, με αντίστοιχα πενιχρές απολαβές. Σε καμία από αυτές δεν μπορούσε προφανώς να είναι παραγωγικός κι από καμία τους δεν αμειβόταν με αρκετά χρήματα, ώστε να μπορεί να βιοποριστεί αποκλειστικά και μόνο από αυτήν֗ οι κοινωνικές πολιτικές τού Μπατγισμού κατέληξαν με τον καιρό να δημιουργήσουν έναν κρατικό μηχανισμό-τέρας. Σταδιακά, ο μόνιμα ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός εγκατέστησε για τα καλά στη χώρα έναν ανεξέλεγκτο, καλπάζοντα πληθωρισμό, ήδη από τη δεκαετία τού ’50 και μετά.[7]
Relatos muy impactantes de más de una década de la vida de Mauricio Rosencof y Eleuterio Fernández Huidobro, así como los recuerdos que Pepe Mujica también sufrió con ellos, se perdieron en las mazmorras de la dictadura uruguaya com todo el tipo de inhumanidad, hambre, tortura física y psicológica, y la violencia sexual contra las prisioneras.
Todo esto debería bastar para que nadie le extrañe a las dictaduras de Latino America y que persona alguna mas sea torturada.
Muy buen libro, que logra mantener, a través de la narrativa, la fluidez y el compañerismo de las entrevistas. Su carácter biográfico permite que el lector reflexione sobre diversas temáticas, como política y ética.
Mas allá del horror de todo lo narrado, Rosencof mantiene un equilibro de lenguaje visceral pero a la vez medido, como si supiera hasta dónde empujar el cuchillito para que lastime pero no mate.
Un relato que te hace sentir parte de la historia. Al leerlo te imaginas en los lugares en que ellos estuvieron y al mismo no podes entender como alguien sobrevive a eso