Δεν ξέρω αν είναι ρωμιά, τουρκάλα ή φράγκισσα, όμως είναι κείνη που άκουσε το σμίξιμο των σπαθιών με τη σάρκα και τις φωνές των μανάδων που βλέπανε τις κόρες τους να βιάζονται, που αντίκρισε βρέφη κομματιασμένα να κείτονται πεταμένα στα βράχια, που έζησε το γιουρούσι και το πελέκι. Είναι αυτή που είδε τη Μεγάλη Σφαγή.
Κάτω από τα δάκρυά της μίσος δε θα βρείτε. Δεν ζητάει εκδίκηση κι ας είναι ασυγχώρητοι όσοι στο όνομα του Θεού ή του χρήματος, της απληστίας ή του μίσους, βρωμίζουν τη ζωή με τις πράξεις τους. Μνήμη ζητάει!
Η Βγερού! Η Χιώτισσα που κατάφερε να επιζήσει από τη Σφαγή του 1822 κι από τη δουλεία στη Σμύρνη και να επιστρέψει στη Χίο, να κάνει παιδιά, εγγόνια και ν’ αφήσει κληρονομιά την ιστορία της.
Μια ιστορία που, σχεδόν δύο αιώνες μετά, θα βρει αποδέκτη την Αγγελική, μια σύγχρονη Ελληνίδα, και θα τη βοηθήσει να συναρμολογήσει την κατακερματισμένη της ταυτότητα.
Μία νουβέλα-μαρτυρία για την ανθρώπινη αγριότητα, μία νουβέλα-διαμαρτυρία ενάντια στη χρήση της βίας διαχρονικά και στη σιωπή της ανοχής που την περιβάλλει, μία νουβέλα-καταβύθιση στον ψυχισμό της Ελληνίδας και στα άδυτα της συλλογικής μας μνήμης.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο ΠΤΜ, Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγκριτική Λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει γράψει τα θεατρικά έργα: «Μοργκεντάου» (2003), «Πλατεία Εμπορίου ή πόσο καλό είναι το φως» (2004), "Δρακόλιμνη (2018). Τη νουβέλα «Βγερού Γλυκά Φανού» (Αιώρα 2015) και τα εφηβικά-νεανικά μυθιστορήματα: "Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2018), "Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2020), "Αγριόπαπιες, Όνειρο πρώτο: Η απόδραση" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2021) "Αγριόπαπιες, Όνειρο δεύτερο: Η εξέγερση" (ΠΑΤΑΚΗΣ 2022) "Αγριόπαπιες, Όνειρο τρίτο: Η απελευθέρωση (ΠΑΤΑΚΗΣ 2023)
να ακόμη μια πολύ όμορφη νουβέλα, σας είπα πως κάτι συμβαίνει με το short fiction στην Ελλάδα τελευταία
συγκινήθηκα με τη Βγερού και την Αγγελική και τις ιστορίες τους. σαφώς εκείνη της Αγγελικής υπολείπεται σε σχέση με της Βγερούς, όμως δούλεψαν αρκετά καλά σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, μια στο 1822 και μια στο σήμερα. πολύ ωραίο και το κεφάλαιο με την παράλληλη αφήγηση, ενώ για το κομμάτι της ντοπιολαλιάς θα είναι καλό double feature με το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, αν αρέσουν σε κάποιον αυτά τα γλωσσικά στοιχεία σε ένα βιβλίο
Μου άρεσε πολύ, κι ακόμη περισσότερο επειδή διαδραματίζεται στη Χίο και χρησιμοποιεί πολλές λέξεις ντόπιες που αναγνωρίζω λόγω των δεσμών μου με το νησί. Επίσης, έμαθα κάποια πράγματα που δεν ήξερα, όπως για τον καταστροφικό σεισμό του 1881. Το διάβασα σε λίγες ώρες και με συγκίνησε πολύ. Η σύγχρονη ιστορία βέβαια δεν είναι τόσο δυνατή όσο αυτή της Βγερούς, αλλά είναι μια αξιόλογη προσπάθεια.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που λόγω της έρευνας που έχει γίνει από τον συγγραφέα, θα μείνει ως παρακαταθήκη στις γνώσεις όποιου το διαβάσει, είτε μικρός, είτε μεγάλος. Δεν ξέρω ένας έφηβος αναγνώστης αν θα μπορέσει να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, ώστε να μπορέσει να το ολοκληρώσει κιόλας, γιατί αυτό χρειαζόμαστε πολλές φορές σε μια ιστορία, έναν ήρωα να ταυτιστούμε, αλλά σίγουρα αξίζει να το ξεκινήσει κανείς μέχρι να βρει τα στοιχεία που θέλει σε ένα βιβλίο. Βασικό μειονέκτημα είναι ο όγκος της ιστορίας. Νομίζω πως θα έπρεπε να είναι λίγο μικρότερο χωρίς να έχει εκπτώσεις στην ιστορία του. Καταπληκτικό το εξώφυλλο, περιττή η εσωτερική διακόσμηση με διάφορα λουλούδια. Σχεδόν κάθε κεφάλαιο τελειώνει με κάποιο ζώο που κάπως εμπλέκεται στο τέλος κάθε σκηνής, θα μπορούσε να ζωγραφιστεί κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, ποτέ δεν είπε: «Καταραμένη η φυλή που έκανε τις σφαγές. Καταραμένη η γενιά που τους αφάνισε!» Όμως λέει ασυγχώρητοι όσοι βάδισαν στο μονοπάτι της παλιανθρωπιάς. Κι ας είναι Γιουρούκοι, Ζεϊμπέκοι, Αρναούτηδες, Τούρκοι ή Έλληνες, Οβραίοι ή Φράγκοι. Ασυγχώρητοι όσοι στο όνομα του Θεού ή του χρήματος, της απληστίας ή της εκδίκησης, βρωμίζουν τη ζωή με τις πράξεις τους. Κάτω από τα δάκρυά της μίσος δε θα βρείτε. Δεν ζητάει εκδίκηση. Μνήμη ζητάει! Μνήμη πικρή σαν πικραμύγδαλο. Να την εβάζεις κάθε πρωί στο στόμα, για να θυμάσαι πόσο γλυκιά κι όμορφη είναι η ζωή. Όχι μόνο για μας τους Χιώτες, για όλη την ανθρωπότη! Και με τούτη τη μνήμη να τη ξαναφτιάξεις από την αρχή. Αυτή είναι!»