Ο Σωκράτης Χαρίτος, άνεργος πρώην ασφαλιστής, θα ξεκινήσει την τηλεοπτική του καριέρα από trash εκπομπή ως ιδεαλιστής άθεος που μάχεται για την απελευθέρωση των μαζών από τη θρησκευτική πλάνη.
Όταν ο ρόλος του ιδεαλιστή πάψει να φέρνει τηλεθέαση, δεν θα διστάσει να μεταπηδήσει στο απέναντι στρατόπεδο μετατρέποντας σε αγία τη νεκρή ερωμένη του, εκμεταλλευόμενος τη δύναμη της τηλεόρασης και την ανάγκη του κοινού για θαύματα και μυστήριο.
Παράλληλα, μαζί με τον ιερομόναχο Τιμόθεο, θα δημιουργήσουν μια θρησκευτική κοινοβιακή οργάνωση από υπερχρεωμένους δανειολήπτες, τους οποίους θα μετατρέψουν σε ένα είδος σκλάβων απόλυτα ελεγχόμενων από τα ληγμένα τους δάνεια. Το κοινόβιο της αγίας μεγεθύνεται ολοένα μέχρι που σκάει η κρίση, οι τραπεζικές χορηγήσεις παύουν και τότε έρχεται αντιμέτωπο με το ίδιο του το μέγεθος.
Με τα μνημόνια να διαδέχονται το ένα το άλλο, η θρησκευτική οργάνωση του Χαρίτου από άσυλο καταχρεωμένων δανειοληπτών μεταλλάσσεται βαθμιαία σε έναν μικρόκοσμο όπου κυριαρχεί η απόγνωση και η παράνοια. Ταυτόχρονα, ο Εκλεκτός της αγίας Ελένης της Νεαπολίτισσας, Σωκράτης Χαρίτος, έρχεται αντιμέτωπος με κατηγορίες για συστηματικούς βιασμούς νεαρών γυναικών του Κοινοβίου.
Μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης της οργάνωσης και κατάρρευσης της εξουσίας τους, στο φόντο μιας κοινωνίας που συνθλίβεται, με το φάσμα της πείνας ορατό για τα τρεις χιλιάδες μέλη, ο Τιμόθεος αρχίζει να τους προετοιμάζει για τη «μεγάλη έξοδο» από τη φρίκη της ζωής στην εποχή του Μνημονίου.
Ο Χαρίτος διαφωνεί, μα έπειτα από τις κατηγορίες για τους βιασμούς το κύρος του έχει υποστεί βαρύ πλήγμα. Θα καταφέρει να αποτρέψει τη μαζική αυτοκτονία τριών χιλιάδων ανθρώπων; Πώς μπορεί να διασώσει τη μιντιακή του περσόνα από τις κατηγορίες για τους βιασμούς; Τι επιλογές έχουν σε μια οικονομικά κατεστραμμένη κοινωνία όπου η διάχυτη απελπισία οδηγεί τους ανθρώπους στον παραλογισμό; Σε μια χώρα εξουθενωμένη η οποία αναζητά εναγωνίως έναν σωτήρα που θα της δώσει ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο;
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πήρα στα χέρια το βιβλίο του Μπάμπη Χαραλαμπούλια, "Οι Θεομπαίχτες", ήμουν βέβαιη πως είχα να κάνω με ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερο, πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Και πράγματι, με το πέρας της ανάγνωσής του, αποδείχτηκε πως ο συγκεκριμένος ογκόλιθος δεν θυμίζει σε τίποτα τα εκατοντάδες βιβλία που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, έχοντας -εμφανέστατα- σκοπό να δώσει μια ισχυρή γροθιά στο σύγχρονο κατεστημένο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και όσων αυτό εκπροσωπεί, σε μια εποχή που τα πάντα γύρω μας μοιάζουν να σαπίζουν, ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι, που ιδανικά και συνειδήσεις ξεπουλιούνται με σκοπό να κερδηθεί η δόξα, η αναγνωρισιμότητα, το χρήμα.
Ο Σωκράτης Χαρίτος εργάζεται σε μια ασφαλιστική εταιρεία, αλλά όταν δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί σε αυτά που ζητάνε οι εργοδότες του, βρίσκεται άνεργος και απελπισμένος, μην ξέροντας τι να κάνει. Ηλιαχτίδα στη μίζερη ζωή του θα είναι η Ελένη με την οποία γνωρίζεται και συνάπτει σχέση, κάτι που δεν θα κρατήσει για πολύ αφού εκείνη θα σκοτωθεί σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο πόνος του Σωκράτη, θα τον σπρώξει να μιλήσει για τα βάσανά του σε μια τηλεοπτική εκπομπή και αυτή θα είναι η αρχή μιας ιστορίας που θα τον πάει πολύ πιο μακριά απ' όσο ο ίδιος πίστευε, με εκατοντάδες ανθρώπους να μπλέκονται στη ζωή του και εκείνον να γνωρίζει την δόξα και την αποδοχή, για να βρεθεί από την κορφή στον πάτο, όταν όλες οι επιτυχίες του θα γυρίσουν εις βάρος του απειλώντας να τον καταστρέψουν.
Στην Ελλάδα του 2015, στην Ελλάδα του Μνημονίου και της εξαθλίωσης, όπου ακόμα και η αξιοπρέπεια πουλιέται και αγοράζεται, λίγα είναι τα βιβλία που μπορούν να μιλήσουν για την κατάσταση με γλώσσα ωμή και ρεαλιστική, παρουσιάζοντας την απόλυτη αλήθεια, έστω και μέσα από το πέπλο μιας κάποιας υπερβολής. "Οι Θεομπαίχτες" είναι ένα από αυτά τα μυθιστορήματα και αναμφίβολα θα το πρότεινα στον καθένα που θα ήθελε να διαβάσει κάτι ανάλογο, όχι όμως σε όλους. Κακά τα ψέματα, το συγκεκριμένο βιβλίο, μπορεί να είναι αντισυμβατικό, ανατρεπτικό, αναρχικό και ανορθόδοξο, μπορεί να είναι διαφορετικό και ιδιαίτερο, δεν είναι όμως για όλα τα γούστα και σίγουρα δεν απευθύνεται σε όλους τους αναγνώστες, αλλά σε εκείνους που έχουν μέσα τους την ιδιαιτερότητα εκείνη που θα τους επιτρέψει να το καταλάβουν, να το αποδεχθούν και γιατί όχι, να το αγαπήσουν.
Η αφήγηση της ζωή του Σωκράτη είναι ζωντανή, γλαφυρή και άμεση. Ο συγγραφέας δεν καταφέρνει μόνο να αναπαραστήσει την ζωή του και να περιγράψει την καθημερινότητά του μέσα από ένα πρίσμα που θυμίζει "Big Brother" -πιθανότατα αξιοποιώντας την ασφυκτική αίσθηση που προσδίδει η παρουσία των Μέσων-, αλλά πετυχαίνει να μας παρουσιάσει και να αναπτύξει παράλληλα, το ψυχογράφημα του ήρωά του που φτάνει στην κορφή της δόξας για να κατρακυλήσει από εκεί σε έναν βούρκο που αναμένεται να είναι πολύ πιο βαθύς, σκοτεινός και βρώμικος από εκείνον που βρισκόταν πριν να ξεκινήσουν όλα αυτά. Οι εξελίξεις είναι συνεχής και ασταμάτητες, υπάρχει έντονη δράση και αντίδραση, οι ανατροπές δεν λείπουν και όλα συμβάλλουν στο να έχουμε ένα βιβλίο η ροή του οποίου είναι γεμάτη ένταση και που σε κάνει να θες να ανακαλύψεις τι θα γίνει στη συνέχεια. Παράλληλα, το δηλητηριώδες και καυστικό χιούμορ του συγγραφέα, έρχεται να προστεθεί σε όλες εκείνες τις μικρές ή μεγάλες στιγμές που τονίζουν την διάνοιά του, αλλά και την αχαλίνωτη φαντασία του που όμως, παντρεύεται με τον ρεαλισμό χωρίς καν να το συνειδητοποιείς.
"Οι Θεομπαίχτες" είναι ένα αληθινό μυθιστόρημα που δεν γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο. Η πένα του συγγραφέα είναι ζωντανή και γεμάτη δύναμη αν και για να είμαστε ειλικρινείς, ορισμένες φορές γίνεται πιο φλύαρη απ' όσο θα έπρεπε και θα θέλαμε, πράγμα που σημαίνει πως το βιβλίο είναι εξωφρενικά μεγάλο και πως θα μπορούσε να είναι μικρότερο. Παρ' όλα ταύτα, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσουμε την ευφυΐα του, την παραστατικότητά του στην αποτύπωση της ζωής ενός ανθρώπου αλλά και της σύγχρονης κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, θρησκευτικής κατάστασης στην οποία και έχει περιέλθει η χώρα μας. Ένα βιβλίο με δεκάδες σημεία στα οποία αξίζει ο αναγνώστης να σταθεί. Ένα βιβλίο που πρέπει να το διαβάσει κανείς αργά και προσεχτικά προκειμένου να μπορέσει να αφομοιώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Ένα βιβλίο που μέσα από την μυθοπλασία του δεν διστάζει να αγγίξει υπαρκτά πρόσωπα της πολιτικής -και όχι μόνο- σκηνής. Ένα βιβλίο που μέσα από την υπερβολή του μας καλεί να δούμε τις δικές μας ζωές με άλλο μάτι.
Ένας καλογραμμένος και ολοζώντανος ογκόλιθος 892 σελίδων που καταφέρνει ένα δυνατό χαστούκι στη στημένη πραγματικότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και στην οικονομική εκμετάλλευση της αφέλειας των πιστών από επιτήδειους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Μια καταγγελία για την ελληνική πραγματικότητα και για τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι πανέξυπνοι «λίγοι» χειρίζονται τη ζωή, τα πιστεύω, τα ιδεώδη και την καθημερινή ζωή των περισσότερων από μας. Ειλικρινά, αν κάποιος με ρώταγε ποια μυθιστορήματα να διαβάσω για την ελληνική κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα θα πρότεινα τους Θεομπαίχτες του Μπάμπη Χαραλαμπούλια και τη Μαύρη Αυγή του Θάνου Δραγούμη.
Ο Σωκράτης Χαρίτος δεν καταφέρνει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας για την οποία εργάζεται και απολύεται. Σχεδόν ταυτόχρονα γνωρίζει την Ελένη, μια γυναίκα που αλλάζει την καθημερινότητά του και τον βοηθά να ορθοποδήσει ώσπου ένα τροχαίο ατύχημα τους χωρίζει για πάντα. Απελπισμένος, ο Σωκράτης ασυναίσθητα στρέφεται σε μια τηλεοπτική εκπομπή να πει τον πόνο του κι αυτό είναι η αρχή μιας ανατρεπτικής, κλιμακούμενης και τραγικά αληθινής ιστορίας με χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με πάρα πολλά μηνύματα και υπαινιγμούς για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, με εκατομμύρια αφορμές για σκέψη και προβληματισμό.
Ο συγγραφέας, εκτός από την ικανότητά του να αναπαριστά σκηνές και διαλόγους με ζωντάνια, καταγράφει το χρονικό μιας προσωπικότητας και μιας ανθρώπινης ψυχής απο το ζενίθ ως το ναδίρ της εφήμερής ύπαρξής της (ή μήπως η πορεία είναι καθοδική και όχι ανοδική;). Ένιωσα σα να έβλεπα από κάμερα την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή, των στελεχών του τηλεοπτικού καναλιού, των μελών του Κοινόβιου, την αγωνία του Αρχιεπισκόπου να χειριστεί σωστά την αγιοποίηση της Ελένης και τόσα άλλα περιστατικά. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, ο χειρισμός της πραγματικότητας και η εξέλιξη της ιστορίας είναι πανέξυπνα δοσμένα και ειλικρινά δεν περίμενα ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί η ιστορία του Χαρίτου κατ’ αυτόν τον τρόπο στην τηλεοπτική επικαιρότητα! Αλλαγές στη στιγμή, ανατροπές, διαψεύσεις και ταυτόχρονος φωτισμός διαφορετικών πλευρών της πραγματικότητας και όλα αυτά προς τέρψιν του κοινού, που χαζεύει μπροστά από ένα γυαλί τις ζωές των άλλων!
Έπαθα σοκ με τον τρόπο που ξεκίνησε το μυθιστόρημα και πώς κλιμακώθηκε κι έφτασε σε αυτό το ταιριαστό τέλος! Μα τόση οξυδέρκεια και διεστραμμένη φαντασία; Μα από χήρος μάρτυρας θαύματος αγίας κι από κει ηγέτης ενός κοινόβιου τριών χιλιάδων ψυχών; Σε στενή συνεργασία με τον πατέρα Τιμόθεο, τον Σάιλοκ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, παίρνουν στα χέρια τους τα πανωτόκια των τραπεζών και τις ψυχές των πιστών τους που τους άφησαν τα δάνειά τους να τα χειριστούν όπως νομίζουν καλύτερα, αρκεί να απαλλαγούν από αυτά και να τους προστατεύει η Χάρη Της! Γροθιά στο στομάχι τα χιλιάδες αποσπάσματα που αφορούν πρόσωπα και καταστάσεις που έχουν περάσει από την ελληνική πολιτική και θρησκευτική πραγματικότητα (αποκορύφωμα ο Μποχατζόπουλος!), τραγικά πραγματική η κατάσταση με τις τράπεζες. Κι εκεί που λες πού θα καταλήξει αυτό, έρχεται η ύφεση, οι απαιτήσεις της Τρόικας, οι πορείς και η αγανάκτηση, έτσι το Κοινόβιο αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κάτι που εκμεταλλεύεται η εξοργισμένη Εκκλησία προς όφελός της, χρησιμοποιώντας τον πιο έξυπνο δούρειο ίππο για κατάρριψη της αγιότητας της Ελένης της Νεαπολίτισσας! Κι όλα αυτά διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη και τον Βόλβο!
Από την άλλη, όσο καλογραμμένο και παραστατικότατο κι αν είναι το κείμενο, σύντομα ένιωσα να μπουκώνω από πληροφορίες και μηνύματα. Ναι, χάλια και άσχημα τα πράγματα, ναι, ωραία τα παραδείγματα των ανθρώπων που διαλέγει ο συγγραφέας ως τεκμηρίωση των απόψεων και συνέχιση της ιστορίας του, ναι, έξυπνη η κλιμάκωση της ιστορίας, αλλά πρόκειται για πάρα πολλές σελίδες που φοβάμαι ότι ο αναγνώστης ίσως κάπου αδιφορήσει ή κουραστεί! Και είναι αδύνατο να υπερσκελίσει κάποιες σελίδες, γιατί είναι τόσο πυκνογραμμένο το μυθιστόρημα που κάθε λέξη είναι και σημαντικός κρίκος. Η καλύτερη λύση θα ήταν να κυκλοφορήσει σε δύο ή τρία βιβλία που και περισσότερο χώρο θα έδιναν στον συγγραφέα να αναπτύξει τις απόψεις του χωρίς να στομώνει το κουρασμένο μυαλό ενός αναγνώστη και πιο σφιχτοδεμένο θα ήταν. Άνετα μπόρεσα να ξεχωρίσω τρεις περιόδους: το πριν, η αγιοποίηση και η θρησκευτική εκμετάλλευση, το Κοινόβιο και η κρίση.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ή θα το παρατήσετε ή θα το διαβάζετε σελίδα σελίδα όποτε βρίσκετε χρόνο. Κατ’ εμέ, καλύτερα να το διαβάζετε αργά αργά ώστε να αφομοιώνονται καλύτερα οι πληροφοριες και τα κοινωνικά μηνύματα παρά να το παρατήσετε. Αξίζει να το ανακαλύψετε, γι’ αυτό και το υποστηρίζω.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«-Ξέρεις τι είναι ένα παιδί; Ταξίδια, έρωτες, γούστα, λίγο πολύ όλα αυτά έχουν την ίδια γεύση, δεν σ’ αλλάζουν. Μόνο σαν γίνεις γονιός καταλαβαίνεις ότι έως τώρα γνώριζες μονάχα ένα κομμάτι του εαυτού σου, το εγωιστικό κομμάτι που ξέρει να κοιτάζει αποκλειστικά την πάρτη του. Το παιδί ξεκλειδώνει μέσα σου ένα ολόκληρο ορυχείο από συναισθήματα που αγνοούσες. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα απ’ ό,τι έχεις βιώσει. Για πρώτη φορά στη ζωή σου νιώθεις ευτυχία όχι μόνο παίρνοντας αλλά κυρίως δίνοντας. Δίνοντας ολοένα και περισσότερα. Μπροστά σ’ αυτό το θάυμα, το παρελθόν καταλαγιάζει. Άλλωστε, δε σου μένει και χρόνος, να το ταΐσεις, να το κάνεις μπάνιο, να μαγειρέψεις, να πας στη δουλειά...Πού μυαλό και όρεξη για ριπλέι...» (σελ. 68).
«Η όψη του σκοτείνιασε. Οι φαντασιώσεις του μοσχεύματα που απορρίφθηκαν» (σελ. 73).
«Οι τράπεζες είναι κατεξοχήν χώροι ψευδαισθήσεων. Εδώ μέσα δεν υπάρχει απαγορευμένη φαντασίωση, στον ναό του δανεισμού όλα είναι δυνατά..Κυριλέ σφαγείο...Σου γ...νε τη ζωή και δεν ανοίγει ρουθούνι...Πόσοι άνθρωποι θα είχαν γλιτώσει τις περιουσίες τους εάν τα κέρδη ήταν ένα τοις εκατό λιγότερο;» (σελ. 80-81).
«Με κάθε ευρώ που εξοικονομούσε -κόβοντας ακόμα και απ’ τη διατροφή του- τάιζε τα δάνεια, που λίγο ακόμα να έμεναν νηστικά θα ξεπετάγονταν απ’ τα κλουβιά τους και θα κατασπάραζαν το προσημειωμένο του βιός» (σελ. 174).
«-Άκου να σου πω, στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός να είσαι, όταν πρόκειται για διαφημίσεις θα το βουλώνεις όποτε σου πούμε εμείς! Κατάλαβες;» (σελ. 181).
«Στην εποχή του λυσσαλέου μιντιακού ανταγωνισμού επικρατεί εκείνος που ανταποκρίνεται ταχύτερα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο ενδιαφέρον του κοινού εξασφαλίζοντας καλεσμένους με επικοινωνιακό χάρισμα και πλειοδοτεί σε πληροφορίες -διασταυρωμένες ή όχι, δεν έχει μεγάλη σημασία- για το θέμα που κάθε βράδυ αναγορεύεται σε φλέγον ζήτημα της επικαιρότητας. Διότι τα μηχανάκια της «AGB» είναι φτιαγμένα να μετράνε τη θεαματικότητα, όχι την αλήθεια» (σελ. 241).
«Δεν υπάρχει πιο απολαυστικό γεύμα για τους δημοσιογράφους από τις σάρκες ενός καταξιωμένου συναδέλφου τους» (σελ. 246).
«Τη μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς καθηλωμένης στο πλαφόν των επτακοσίων ευρώ, που ισοπέδωνε τα πτυχία των πανεπιστημίων, τις ξένες γλώσσες, την εξυπνάδα, την εργατικότητα. Μονη δίοδος για μια αξιοπρεπή ζωή στη σύγχρονη Ελλάδα, τα λεφτά των γονιών ή μια θέση στο Δημόσιο που τάζουν τα πουλημένα κομματόσκυλα για να στρατολογούνε οπαδούς απ’ την απελπισμένη μάζα των ανέργων. Η προσωπική αξία δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η προσωπική αξία ήταν καταδικασμένη να αναδεικνύεται μονάχα μέσα από κομπίνες... Η δομή του κράτους, από την κυβέρνηση, τα κόμματα ως τον τελευταίο δημόσιο υπάλληλο, τρεφόταν από μαύρο χρήμα και κλίκες...Μια κοινωνία της οποίας οι ίδιοι οι γ... ηγέτες έχουν κάνει τη διαφθορά θρησκεία και την ατιμωρησία νόμο του κράτους, εκπέμπει ένα στίγμα στους από κάτω» (σελ. 568).
«Αναπόφευκτα, σκάνδαλο το σκάνδαλο αρχίζεις να απευαισθητοποιείσαι. Τη θέση της οργής παίρνει η στενοχώρια, τη θέση της στενοχώριας η πίκρα, ακολουθεί η περιφρόνηση και εντέλει σαν λύτρωση επέρχεται η αδιαφορία. Στο τέλος τίποτα πια δε σου κάνει εντύπωση. Τους έχεις ικανούς για όλα...Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που οι νόμοι ισχύουν για όλους εκτός από τα κόμματα, τους πολιτικούς και τους κομματικώς διορισμένους κρατικούς αξιωματούχους;» (σελ. 569).
«Εάν ένας πιστός αρχίσει τις ερωτήσεις, δύσκολα τον κρατάς. Όσες απαντήσεις και να του δώσεις, πάντα θα ζητάει κάτι περισσότερο. Έχει πάψει να δέχεται τον Θεό ως δεδομένο και απαιτεί αποδείξεις, είναι χαμένη υπόθεση» (σελ. 661).
«Του φάνηκε σαν να περπατούσε στον διάδρομο ενός μουσείου. Ενός υπαίθριου μουσείου οικονομικού ολοκαυτώματος» (σελ. 804). [περπατώντας σε δρόμο με άδεια και κλειστά μαγαζιά]
«Σ’ αυτούς που έχουν μάθει να ζουν μέσα στην τηλεόραση, το ένστικτο της αυτοπροβολής γίνεται εξίσου δυνατό με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τους τρελαίνει το γυαλί. Δεν αντέχουν τον εξοστρακισμό από την οθόνη, είναι σαν ένα είδος θανάτου γι’ αυτούς...Όταν η τηλεοπτική εικόνα κάποιου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει να παρουσιάσει η μίζερη ζωή του, τότε η εικόνα του σα να αποκτά ξεχωριστή υπόσταση, ξεχωριστό ένστικτο αυτοσυντήρησηης από κείνο του πραγματικού εαυτού του» (σελ. 872).
Η πρώτη μου επαφή με το καινούριο βιβλίο του Μπάμπη Χαραλαμπούλια “Οι Θεομπαίχτες” -το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα- ήταν τουλάχιστον ενθουσιώδης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αντιλαμβάνεσαι την αρτιότητα της γραφής του από την πρώτη σελίδα. Ωστόσο, δε νομίζω πως κάποιος πρέπει να το διαβάσει μόνο γι’ αυτό το λόγο.
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής θεωρώ πως είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο βιβλίο, από πολλές απόψεις. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να πω πως είναι η ιστορία του Σωκράτη Χαρίτου, ο οποίος από golden boy καταλήγει άνεργος, καταθλιπτικός, ηγετική φιγούρα, λατρεμένο είδωλο και οι ιδιότητες γύρω από το όνομα του όλο και πληθαίνουν. Συνειδητά δε θέλω να προσθέσω τίποτα παραπάνω για την ιστορία, όχι μόνο γιατί πιστεύω πως κάθε εξέλιξη έχει τη σημασία της, αλλά γιατί κάθε πληροφορία που εισπράττει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης έχει ξεχωριστή αξία.
Προσπάθησα αρκετά να καταλάβω τι είναι αυτό που με γοήτευσε περισσότερο στους “Θεομπαίχτες”. Όπως προείπα είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, με μοναδικό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και άμεση ταύτιση των χαρακτήρων με τον αναγνώστη. Όμως δεν είναι αυτοί οι λόγοι που με κάνουν να θεωρώ το συγκεκριμένο βιβλίο όχι μόνο αξιόλογο, αλλά και εν δυνάμει κλασσικό.
Ο Μπάμπης Χαραλαμπούλιας κάνει μία ιδιαίτερη επιλογή με τον τρόπο που αποφασίζει να καταγράψει και να μιλήσει για όλα όσα διαμορφώνουν την κοινωνία μας. Γράφει ένα μυθιστόρημα και χρησιμοποιεί τη φαντασία του και την πολυσχιδή του πένα για να βγάλει στην επιφάνεια τους τρόπους με τους οποίους γεννάται, μεγαλώνει και πεθαίνει μια κοινωνία, μια ιδεολογία. Ο συγγραφέας εισχωρεί και αναδεικνύει τις αιτίες με τις οποίες επιτελούνται οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευση και των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Ελλάδα του τότε και του σήμερα. Στην Ελλάδα των μνημονίων, όπου η εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία είναι απόλυτα συνυφασμένες. Στην Ελλάδα της τέταρτης εξουσίας και των αποσιωπηθέντων πολιτικών σκανδάλων.
Οι “Θεομπαίχτες” είναι μια εξαιρετική κοινωνιολογική ανάλυση για όλους τους αναγνώστες. Θα μπορούσα ίσως να πω πως το μεγάλο του μέγεθος ενδεχομένως να κουράσει τον αναγνώστη, αν και προσωπικά δεν εισέπραξα κάτι τέτοιο. Ωστόσο, θεωρώ πως ακόμα και τα ονόματα που επιλέγονται έχουν την σημασία τους. Απευθύνεται σε απαιτητικό κοινό, το οποίο επιθυμεί να δει με άλλα μάτια -ίσως πιο χιουμοριστικά, ίσως πιο καθημερινά και αντικειμενικά- τα όσα διαδραματίζονται καθημερινά. Ο αναγνώστης μπορεί να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που λαμβάνει και να φτάσει σε δικά του συμπεράσματα.
Καταλήγω, πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον Σωκράτη –ακόμα και η επιλογή αυτού του ονόματος ίσως δεν είναι τυχαία- με αλληγορικό τρόπο για να αναλύσει την πορεία των κοινωνιών, κυρίως εν μέσω καπιταλισμού. Οι κοινωνίες δημιουργούν ιδεολογίες και οι ιδεολογίες διαμορφώνουν κοινωνίες. Ο Μπάμπης Χαραλαμπούλιας το γνωρίζει και το αποδομεί με μια πρωτότυπη και μοναδική συγγραφικά σύλληψη, όπου μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τις επόμενες γενιές συγγραφέων.