Η πρώτη φορά που τον συνάντησα ήταν στα Ιεροσόλυμα, όταν ξαφνικά ένιωσα γύρω μου το μυστηριώδη κυματισμό που προκαλούσε η παρουσία του. Γνώριζα τους στρατιώτες μου έναν προς έναν, ακόμη και μέσα στο πηχτό σκοτάδι, από τον ήχο της φωνής τους, από τη θέρμη της ανάσας τους, από τη μυρωδιά του ιδρώτα τους στα πέτσινα λουριά και στις προβιές που τυλίγονται τη νύχτα. Δεν ήταν ένας από τους συντρόφους μου, και όμως ίππευε ανάμεσά μας σιωπηλός, με μια φαρδιά κουκούλα πάνω από το κράνος, που του κάλυπτε το πρόσωπο και τα μάτια, αφήνοντας να ξεχωρίζει πότε πότε μια γωνιά από το πηγούνι του, που άλλοτε είχε το σφρίγος ενός έφηβου και άλλοτε σκεπαζόταν με ένα θαμπό γκριζόλευκο γένι. Τον κάλεσα να δειπνήσει μαζί μου όταν θα φτάναμε στο μέρος που θα περνούσαμε τη νύχτα. Μου απάντησε με τη σκονισμένη φωνή ενός πολύ γερασμένου ανθρώπου, θαμμένου κάτω από την ευγένεια αιώνων...
Έχω πιάσει την ελληνική λογοτεχνία αυτή τη περίοδο, σύγχρονη και λίγο παλιότερη και δεν το χω μετανιώσει. Εδώ έχουμε ένα κείμενο περιδιάβασης του ανθρώπινου πνεύματος σε φιλοσοφικές, θεολογικές και μυθολογικές ατραπούς τοποθετημένο σε διάφορα ιστορικά περιβάλλοντα.
Εξαιρετική η γραφή και εντυπωσιακή η δουλειά του συγγραφέα στο πραγματολογικό επίπεδο, αλλά το μπορχεσιανό αποστασιοποιημένο ύφος είναι κάτι που δε λειτουργεί για μένα πια.
Περίπλοκο και "δύσκολο" (σε καμία περίπτωση δυσανάγνωστο, όμως) μπορχεσιανό κείμενο, γεμάτο λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές. Περιήγηση στη φιλοσοφία, την αλχημεία και το μυστικισμό, με ασαφή ως ανύπαρκτη πλοκή. Σπουδαίο επίτευγμα πολυετούς εμβάθυνσης και σύνθεσης από τη μια, κουρασμένο από την άλλη, δίχως τη σπίθα που είχε το πρώτο έργο του συγγραφέα. Κυρίως, δίχως τη δυνατότητα ταύτισης του αναγνώστη με τα γεγονότα, τις εντυπωσιακές εικόνες και τα λεπτοδουλεμένα ψυχογραφήματα που χαρακτήριζαν το "... από το στόμα της παλιάς Remington"