Η ιστορία που αφηγείται αυτό το βιβλίο συμβαίνει σε τρεις νεοϋορκέζικες γειτονιές. Στην Τσάιναταουν, στην Κουζίνα της Κόλασης και στην Κρεαταγορά.
Οι εποχές του χρόνου και τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο· μέσα στην αποπνικτική ζέστη και κάτω απ' τη βροχή, οι μισοχαλασμένες επιγραφές του νέον αναβοσβήνουν πάνω από σκοτεινές τζαμαρίες· πίσω από τις ίδιες τζαμαρίες συμβαίνουν εγκλήματα. Τα μυστήρια της ιστορίας δεν αποκαλύπτονται ποτέ· οι απαντήσεις στα ερωτήματα μοιάζουν με κινούμενους στόχους και η ιστορία με κινέζικα κουτιά: όταν ανοίγεις το ένα, βρίσκεις ένα άλλο επτασφράγιστο. Γίνονται επτά φόνοι· οι ζωές των θυμάτων παραμένουν διφορούμενες, αν όχι μυστικές· ένας άνθρωπος μαθαίνει να βαδίζει· μια κοπέλα ταξιδεύει ψάχνοντας κάτι και βρίσκοντας κάτι άλλο: τον έρωτα, τον θάνατο· μια εκκεντρική γηραιά κυρία ζει στα βάθη του Μπρούκλυν ανάμεσα σε σκονισμένα αντικείμενα και αρχαία χειρόγραφα. Μερικά γεγονότα συμβαίνουν μπροστά σ' ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει στην κινέζικη συνοικία, μερικά σ' ένα άλλο, εκεί που ξεφορτώνουν τα σφαγμένα ζώα· και σ' ένα τρίτο, σε μια ρημαγμένη γειτονιά στο Μπρούκλυν· επίσης, σ' ένα εργοστάσιο που φτιάχνει κουλουράκια της τύχης και στις στοές του υπόγειου της Νέας Υόρκης, όπου φημολογείται ότι κυκλοφορούν βρικόλακες.
Τα "Κινέζικα Κουτιά" είναι θραύσματα της ζωής ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, του Στούαρτ Μαλόουν, που κυνηγάει μια χίμαιρα· επιπλέον, είναι μια περιπλάνηση, μια υπνοβασία, σε μια πόλη που δεν είναι παρά μια κατάσταση του μυαλού.
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε Φαρμακευτική στη Φυσικομαθητική Αθηνών, Ιστορία και Πολιτισμούς στην Εcole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι, Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι θαυμαστές της Σώτης Τριανταφύλλου τονίζουν τη δυνατότητα του έργου της να 'ταξιδεύει' μέσα από μια ποικιλία εικόνων, σε διάφορα μέρη του πλανήτη και διάφορες ιστορικές περιόδους (από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης, μέχρι τα σπίτια της ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα). Στο έργο της Σώτης Τριανταφύλλου συμπεριλαμβάνεται η αρθρογραφία της σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Τα άρθρα της στον αθηναϊκό τύπο αντικατοπτρίζουν τις αριστερές ανθρωπιστικές αξίες, ενώ πολλές φορές παράλληλα στέκονται κριτικά απέναντι στη αριστερά και τις επιλογές της στο χρόνο. Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων («Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτυ»), δύο βιβλία για τον κινηματογράφο («Κινηματογραφημένες πόλεις», «Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992»), τέσσερα μυθιστορήματα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Αύριο, μια άλλη χώρα», «Ο υπόγειος ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών») καθώς και ένα βιβλίο για παιδιά «Η Μαριόν στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση» (1999). Εργάζεται επίσης ως μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, reader σε εκδοτικούς οίκους και καθηγήτρια της Ιστορίας του Κινηματογράφου.
Non leggo gialli o noir, d'abitudine, ma mi trovo spesso a leggere gialli, o noir, che vengono definiti atipici. E mi piacciono. Così come mi sono piaciute queste scatole cinesi che alla fine, scatola dopo scatola, come fanno un po' anche le matrioske, ti lasciano con l'ultima maledetta scatoletta chiusa tra le mani: ma un conto è trovarsi tra le mani una minuscola matrioska, un altro una scatola, per quanto microscopica, che è impossibile aprire. È la New York che meno delle altre mille New York più note conosci, scatola dentro scatola, a fare da scenario a questa storia; quella di Hell's Kitchen e Chinatown, quella dei cinesi e degli italiani, degli irlandesi e dei neri, dei greci e degli ebrei. Quella in cui - Tutti i cinesi sono bassi - commentò Malone. Jack rise. - E tutti gli irlandesi portano la croce con San Patrizio - disse. - E i neri ce l'hanno grosso - aggiunse Malone. - E i siciliani hanno paura che gli scopi la sorella. - E i greci non sono da meno. - Sì, ma i greci rompono i piatti. - Soltanto se si ubriacano.
Ed è la New York della fine degli anni Ottanta, quella della quale proprio pochi giorni fa, in quello che ormai è diventato il mio programma culto dell'estate, «America tra le righe», sentivo parlare Paul Auster: una New York in cui tutto è degrado, violenza, omicidi e sporcizia, tanto che nell'immaginario di chi come me non ha mai varcato quell'oceno viene da pensare più alla Chigago degli anni del proibizionismo che alla grande mela di Woody Allen o di Sex & the City. «Nel 1989», scrive Soti Triantafillou, autrice greca sorprendente e sconosciuta, sconosciuta per me ma amatissima in patria, e che scopro essere l'autrice di ben ventiquattro romanzi, «la criminalità a New York raggiunse livelli elevatissimi. L'anno dopo la situazione peggiorò. L'investigatore privato Stuart Malone, l'indolente eroe di questa storia, avrebbe detto che la città continuava a essere "fresca come una ciliegia"; in realtà la città vacillò e barcollò. E, per di più, fece bancarotta. Nel novembre del 1989 fu eletto il primo sindaco nero della storia […]». È questa, nell'estate del 1990, la New York di Malone, detective privato solitario come quasi tutti i detective privati («È colpa del cognome che hai, Stuart» gli diceva l'amico italiano Larry, morto per colpa sua quando erano entrambi poliziotti «Quel M-alone ti ha segnato a vita»), che ha due soli problemi che realmente lo interessano e lo disturbano: non riesce a dormire da mesi e ha perso, da anni, la donna che ama.
Gli omicidi che si susseguono, dunque, lo interessano molto meno dei rimedi orientali ai quali ricorre per cercare di dormire, o del feng shui con il quale cerca di ritrovare l'equilibrio perduto della sua esistenza, o dei bigliettini che trova nei biscottini della fortuna dai quali spera di ricevere indicazioni per il suo futuro, ma ai quali è costretto a interessarsi, suo malgrado, perché coinvolgono la comunità cinese della quale è a modo suo un esperto; e perché irlandese, proprio come i poliziotti del 5° distretto, quelli che si occupano dei delitti: prima uno, poi due, tre, quattro… e sei sono i lati dell'esagono che tutte le vittime hanno tatuato sulla pelle. E all'interno di quell'esagono c'è un cervo. Un cervo che da New York porta Deni Lamour, la giovane segretaria di Malone, dritta fino in Nebraska, nel cuore nero dell'«America rurale», quella dove i boscaioli dalle camicie a quadri e le battute di caccia incontrati nei pub a bere birra alla luce del giorno lasciano il posto, nell'oscurità della notte, a fanatici cristiani nazistoidi e al Ku Klux Klan. Scatole cinesi: scatole inserite l'una dentro l'altra. Quando se ne apre una, all'interno ce n'è un'altra più piccola, chiusa. Per estensione, mistero non risolto. Solo per dire che all'estate in cui tutto ha inizio, seguono l'autunno e un'inverno che sembra non avere mai fine, ma che dopo l'inverno arriva sempre la primavera, la stagione in cui, anche quando non tutte le scatole riescono a essere aperte tutto torna a fiorire; non solo i ciliegi.
[Ah, il titolo del commento non c'entra nulla, se non per la presenza di un cinese, fa parte di una serie di titoli di giornale selezionati fra le migliori gaffe compiute in ambito giornalistico: mi aveva fatto tanto ridere!]
Δε ξέρω πού εντοπίζουν οι υπόλοιποι την απαισιοδοξία σ'αυτό το βιβλίο...κλείνει με το κεφάλαιο της Άνοιξης! Τι άσχημο υπάρχει στην Άνοιξη, όταν όλα είναι καινούρια και υπάρχει η ελπίδα για τα καλυτερα; Πράγματι η ζωή μας είναι σαν τα κινέζικα κουτιά, ένα μυστήριο. Ποιος όμως θα ήθελε στ' αλήθεια να ξέρει τι του επιφυλάσσει το μελλον; Σίγουρα όχι εγώ.. 4*, μου άρεσε πολύ!
Ανάμεικτα συναισθήματα, τόσο ανάμεικτα που δεν ξέρεις αν είναι για πολύ κακό η για πολύ καλό. Καταρχήν ξεροντας πόσο ταχυγράφος είναι δυσπιστώ προς στίς πρόθεσεις τις, δηλαδή το να γράψει ενα νεο νουαρ αστυνομικό βιβλίο. Μάλλον δεν το πετυχαίνει γιατί η ζυγαριά γέρνει αφόρητα προς την πλήξη. Επειτα διαβάζοντας το μου ηρθε στο μυαλό ο Αλεξακης: το μυθιστόρημα χρειάζεται να είσαι και λίγο αφελής, ως πολύ. Οι εξυπνοι ας γράψουν δοκίμια, κι εδω βλέπεις οτι διαπνέεται ο αέρας της εξύπναδας της, δεν σ΄αφήνει να παραμυθιαστείς με τους ήρωες. Στίγμες κιόλας νομίζεις οτι βγαίνει απο το βιβλιο κι αρχίζει να σου κουνάει το δάχτυλο περα δώθε:πρόσεξε αυτό, πρόσεχε εκείνο. Τελικά αποδεικνύεσαι παρά πολύ απρόσεχτος και το τελειώνεις βιαστικά κι ανακουφισμένος και προχωράς παρα περα με αλλο αέρα.
(εκείνο που με εντυπωσιάζει πάντως είναι πως γίνεται ενα βιβλίο που εχει μοσχοπουλήσει και δεν εχει αρέσει σε κανένα, μα σε κανέναν όμως, να απασχολεί ακόμη. Μάλλον το εξώφυλλο, το έξυπνο μαρκετινγκ να έκαναν και να εξακολουθούν να κάνουν την δουλειά τους. Οπως και οι φορτωμένες όσο και πληρωμένες προθήκες των βιβλιοπωλείων που το στόλισαν για αρκετό καιρό τα χρόνια της φούσκας. Αλλα οτι έλαμψε, ελαμψε, κι οτι έμεινε απο το πυροτέχνημα στο τέλος θα μείνουν,λέει,στάχτες.
Λίγο οι εξωπραγματικοί χαρακτήρες με τις αψυχολόγητες δράσεις τους, λίγο το σχίσμα ανάμεσα στις λεπτομερείς περιγραφές της Νέας Υόρκης και τους ήρωες που μιλούν και σκέφτονται με ελληνικούς ιδιωματισμούς, και λιγο το εισαγωγικό σημείωμα που εξηγεί τον τίτλο του βιβλίου αλλά λειτουργεί περισσότερο σαν απολογία για την δειλή απουσία οποιασδήποτε κορύφωσης, κι αναρωτιέμαι πραγματικά πώς το βιβλίο αυτό είχε τέτοια εμπορική επιτυχία.
Το είχα πάρει ένα καλοκαίρι πριν από 10-12 χρόνια, και γύρισα να το διαβάσω τώρα γιατί δεν έχω παρατήσει ποτέ βιβλίο στη μέση. Ας όψεται ο ψυχαναγκασμός μου...
Μου άρεσε πάρα πολύ. Νομίζω ότι η κυρία Τριανταφύλλου γράφει τόσο όμορφα, τόσο ατμοσφαιρικά. Υπέροχες εικόνες, και εγώ που πάντα βαριέμαι τις περιγραφές, σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούσα να τις χορτάσω... H πόλη παίζει βασικό ρολό στην ιστορία σχεδόν πρωταγωνιστικό, και από όσο ξέρω, η συγγραφέας έχει ζήσει στην Νέα Υόρκη, όποτε μάλλον είναι και πολύ ρεαλιστικές. Το βιβλίο είναι μελαγχολικό, αλλά νομίζω τελειώνει πολύ όμορφα με τρόπο που εγώ βρήκα αισιόδοξο. Δεν είναι βεβαία αστυνομικό και δεν δίνονται απαντήσεις, αλλά δεν με ενόχλησε καθόλου. Είναι προφανές πως δεν ήταν αυτός ο στόχος του βιβλίου. Αγαπώ Μαλόουν... Δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο της Σώτης τριαντάφυλλου αλλά νομίζω θα αναζητήσω και αλλά στο μέλλον.
Ο Στούαρτ Μαλόουν είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που υποφέρει από αϋπνία και από έξι φόνους στην Τσάινατάουν. Το ελάφι -σύμβολο του δολοφόνου- τον στοιχειώνει. Η ζωή του προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ζωές άλλων.
Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μια αφήγηση ρεαλιστική, ένα άλυτο μυστήριο. Μια ιστορία καθημερινής ρουτίνας.
Σίγουρα όχι ενα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα από άποψη τελικής έκβασης εξαιτίας της απουσίας αυτής. Ίσως όμως και ο σκοπός να μην ήτανε να βρεθεί ο δολοφόνος στο τέλος, αλλά να οικειοποιηθούμε τους χαρακτήρες της ιστορίας, να νιώσουμε οτι περπατάμε στους δρόμους της Νέας Υόρκης, σε γκέτο Κινέζων, να γνωρίσουμε την κουλτούρα τους, να λυπηθούμε τον ντετέκτιβ Μαλόουν λογω των προσωπικών και επαγγελματικών του αδιεξόδων, αλλά και να επέλθει η κάθαρση στο τέλος με την αποδοχή του εαυτού του και την αποφασιστικότητά του να πάρει γενναίες αποφάσεις που θα καθορίσουν το υπόλοιπο της ζωής του. Δοσμένα όλα αυτά με τον μοναδικό τρόπο αφήγησης της Σώτης Τριανταφύλλου. Γι’ αυτό και 4 αστεράκια!
*Κινέζικα κουτιά ίσον με τους κύκλους της ζωής που όσοι κλείνουν άλλοι τόσοι ανοίγουν. Η συνειδητοποίηση πως ακόμα κι αν νιώσεις ότι έχεις λύσει κάτι, σε περιμένει παρακάτω ��να ακόμα άλυτο μυστήριο.
Το βιβλίο αυτό εξέπληξε πολλούς, αφού ξεφεύγει κατά πολύ από τα μυθιστορήματα με τα οποία μας είχε «συνηθίσει» η Σώτη. Τώρα, αυτό το «συνηθίσει» είναι πολύ σχετικό.
Όπως και νάχει, η συγγραφέας μας μιλά για μια ακόμη φορά για την πόλη που ξέρει όσο λίγες στον κόσμο, τη Νέα Υόρκη. Ακολουθώντας τα βήματα του Ιδιωτικού Ντετέκτιβ Στούαρτ Μαλόουν, μας βγάζει βόλτα στις γειτονιές της πόλης, μας συστήνει τους κατοίκους της, κρίνει και επικρίνει τον τρόπο ζωής τους, με πικρό χιούμορ μιλά για τις πραγματικότητές τους: «Στις παρυφές της γειτονιάς βρισκόταν το αναμορφωτήριο Σπόφφορντ ή ‘Γέφυρες’. εκεί όπου έμπαινες ανήλικος παραβάτης και έβγαινες ενήλικος σήριαλ κίλερ», «Φεύγοντας από το Τμήμα, κρεμασμένος σχεδόν απ’ τη χειρολαβή του υπόγειου τρένου, σκεφτόταν με κατήφεια: ‘Δεν κερδίζουμε επειδή αξίζουμε, αξίζουμε επειδή κερδίζουμε’. αναρωτιόταν αν αυτό συνέβαινε σ’ όλη την οικουμένη ή ήταν ακόμα μια αμερικανική σπεσιαλιτέ».
Κάποιοι κριτικοί βιάστηκαν να «βαφτίσουν» αυτό το μυθιστόρημα Αστυνομικό. Καμία σχέση. Απλά οι φόνοι που γίνονται και τους οποίους προσπαθεί, όχι ιδιαίτερα είν’ η αλήθεια, να εξιχνιάσει ο Μαλόουν, δεν αποτελούν παρά την αφορμή για την περιπλάνηση του ήρωα σε τόπους και σε ανθρώπους, σε μια πόλη γεμάτη ζωή, πόνο, θάνατο, όπου όλοι είναι τόσο διαφορετικοί, αλλά οδυνηρά ίδιοι. Εξάλλου όπως λέει και ο κινέζος φιλόσοφος της γειτονιάς, ο Κι Γιανγκ: «Όταν βρέχει, όλοι βρέχονται». Ο Μαλόουν, θα μπορούσε κι αυτός να είναι κάποιου είδους φιλόσοφος, φιλόσοφος του δρόμου, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ρίξει μια ατάκα και να καθαρίσει, ή ίσως έναν αφορισμό. Οι αφορισμοί εξάλλου είναι η ειδικότητά του: «Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, κι έπειτα σε σκοτώνει», «Αστυνομικός δεν γίνεσαι, αστυνομικός καταντάς. Όπως ο κλέφτης, ο ληστής, ο φονιάς και η πουτάνα», «Δεν είμαι πια τόσο νέος για να υποφέρω…»
Ο ιδιόρρυθμος αυτός ντετέκτιβ είναι ένας από τους πιο συμπαθείς ήρωες που δημιούργησε με τη φαντασία και τη γραφίδα της η Σώτη. Ένας ήρωας γήινος, ανθρώπινος, με πολλά ελαττώματα, νοσταλγός ενός έρωτα που έσβησε στο χθες, αρωγός μιας αγάπης τρυφερής για τον κόσμο, που αυτόν τον ίδιο φαίνεται να τον έχει προσπεράσει. Όσο για το όνομά του, κάπου διάβασα ότι μάλλον αποτελεί λογοπαίγνιο –M-alone– αλλά προσωπικά θα διαφωνήσω, χωρίς βέβαια να μπορώ να μπω και στο μυαλό της συγγραφέως. Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, πρόκειται απλά για ένα συνηθισμένο ιρλανδικό όνομα.
Όπως και νάχει, τα «Κινέζικα κουτιά» είναι ένα πλούσιο σε εικόνες μυθιστόρημα που σηκώνει περισσότερες από μία αναγνώσεις.
Δεν κερδίζουμε επειδή αξίζουμε, αξίζουμε επειδή κερδίζουμε. Αυτή η φράση - καταγγελία του νεοφιλελευθερικού αξιακού συστήματος εκφέρεται από την υποτιθέμενη νεοφιλελού συγγραφέα, στόχο των απανταχού καταγγελέων γνώμης και έκφρασης. Η Σ.Τ. ήδη από το Εργοστάσιο, αλλά και πριν απ' αυτό, είχε αποδείξει την εξωστρέφεια της γραφής της, το πλήθος των αναφορών και βιωμάτων της, αλλά και την χρήση κάτι άλλου που λείπει πολύ από την ελληνική λογοτεχνία: του documentation, της δουλειάς πίσω από τη γραφή, με τη γνώση και διαχείριση αλλά κυρίως την προσωπική ματιά και τον αξιόπιστο σχολιασμό για γεγονότα και συνθήκες. Αυτό το τελευταίο διαφοροποιεί την αφήγηση σε σχέση με άλλα ελαφριάς ιστορικότητας αναγνώσματα, όπου το ιστορικό χρησιμοποιείται ως απλό χαλί για την αφήγηση (όπως στον εξαιρετικό Θέμελη) ή ακόμη και ως εύκολο πιασάρικο άρπαγμα (Ανδρουλάκης και πολλοί δυστυχώς άλλοι). Στο συγκεκριμένο βιβλίο η Σ.Τ. παίζει με τα κλισέ του νουάρ, με τον αρχετυπικό ντετέκτιβ, τη γραμματέα, τους αστυνόμους, τον μπάρμαν, αφήνοντας να ξετυλιχθεί η πίκρα για την άνευρη υστερική ζωή της Νέας Υόρκης, έτσι όπως την ορίζουν τα πλήθη, οι φυλές, τα συμφέροντα και τα παιγνίδια κυριαρχίας. Αυτά.
Στα καλά του βιβλίου η πολύ καλή γραφή, ευρηματικότητα, περιγραφές που σε εντάσσουν στο κλίμα, παραστατικότητα, καλή σκιαγράφηση χαρακτήρων. Δυστυχώς η Σώτη πέτυχε πολύ ωραίο εξώφυλλο (γι αυτό το πήρα) αλλά η πλοκή είναι λίαν επιεικώς απογοητευτική. Έχει πολύ πιο καλά βιβλία η Σώτη και να σημειώσω ότι γενικώς με τα μυθιστορήματα δεν το'χω.
Μέχρι τη μέση μου φαινόταν πως είχε κάνει copy paste από άλλα βιβλία και ιστορίες ή σκόρπιες φράσεις. Μετά μου φαινόταν πως είχε κάνει κακή μετάφραση...και βρήκα και κάτι περίεργες λέξεις..."αδόνητος" (σελ. 99) (λέξη ποιητική περισσότερο) αντί για ακλόνητος, "αβυσσαία άγνοια" (σελ. 193) (άστοχη λέξη) αντί για αβυσσαλέα και τέλος "Ξαναντού" (σελ 275) αντί για Ζαναντού (Zanadu)...Και να να μοντερνίσει λίγο δε μαθαίνουμε ποτέ το δολοφόνο...
Ένα διαφορετικό αστυνομικό! Μου άρεσαν πολύ οι δομημένοι χαρακτήρες , τα λογοπαίγνια και η συνέπεια στο θέμα! Αρκετές στιγμές είναι σουρεάλ και λίγο με δυσκόλεψε. Επίσης, καμιά φορά κλίνει στο δοκίμιο ( με πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις )ή και στο λογοτεχνικό και όχι αμιγώς αστυνομικό. Τέλος, ήταν κάπως τρομαχτική η εμμονή του ντετέκτιβ με την πρώην του.
Υ.Γ Ο ντετεκτιβ Μαλόουν έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας! Άυπνος, με περιστασιακή χρήση ναρκωτικών και πονεμένη καρδιά και επιβιώνει...
Δεν ξέρω τι έγινε με αυτό το βιβλίο αλλά δεν έδεσε το γλυκό. Θέλεις ήμουν εγώ σε κακή φάση όταν το διάβαζα, θέλεις κάτι στον τρόπο γραφής δεν μου έκατσε καλά, να φταίει ο κεντρικός ήρωας με τον οποίο δεν μπόρεσα να τα βρω καθόλου...; Σκέφτομαι πάντως ότι πρέπει να δώσω στα Κινέζικα Κουτιά μια ακόμα ευκαιρία.. γιατί κάτι μου λέει ότι απλά έφταιγε η φάση όταν τα πρωτοδιάβασα.
Κινέζικα κουτιά... Θραύσματα ζωής ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, εικόνες από φτωχογειτονιές και παροικίες της Νέας Υόρκης. Πικρό, χωρίς happy end. Και χωρίς διαλεύκανση των εγκλημάτων, τα οποία οι ήρωες είχαν αναγάγει σε λόγο ύπαρξης τους....