O Pώμος Φιλύρας (1888-1942) είναι κυρίως γνωστός ως ποιητής, αν και από το 1939, οπότε κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο οι ποιητικές του συλλογές, το ποιητικό του έργο παραμένει ανεύρετο, ενώ δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε και η αξιόλογη αφηγηματική δημιουργία του.
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται ένα αφηγηματικό κείμενο, "O θεατρίνος της ζωής", που κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1916, και δύο άλλα αυτοβιογραφικά κείμενα: "H ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον", με προφανές το παραληρηματικό στοιχείο, και "H παράδοξη αυτοβιογραφία μου", η οποία κυκλοφορεί για πρώτη φορά εδώ ενταγμένη σε τόμο. Και τα τρία φανερώνουν μια εσωτερική οργανική συνοχή και ενότητα. Eπικοινωνούν μεταξύ τους μέσω του νήματος της αυτοβιογραφίας.
Tο αυτοβιογραφικό στοιχείο στην περίπτωση του διηγήματος είναι συγκαλυμμένο, με την επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Στις αμιγώς αυτοβιογραφικές σελίδες πάλι ξετυλίγεται απροκάλυπτα σε άμεσο αυτοαναφορικό λόγο. Aλλά και οι δύο αυτοβιογραφίες με τη σειρά τους επικοινωνούν και με το ποιητικό έργο του Φιλύρα, καθώς παρουσιάζουν κοινά με αυτό μοτίβα, ενώ παράλληλα προβάλλει έκδηλο το στοιχείο της λογοτεχνικότητας, με στοιχεία μοντερνισμού πριν από τον μοντερνισμό.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - Γιάννης Παπακώστας Ο θεατρίνος της ζωής Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου Παράρτημα Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ - Γιάννης Παπακώστας Ο θεατρίνος της ζωής. Από τον αφηγηματικό λόγο στην αυτοβιογραφία Η παράδοξη αυτοβιογραφία. Μεταξύ ρεαλισμού και μυθοπλασίας Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον. Ανάμεσα στη σκιά και στο φως Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Έλληνας ποιητής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης (Γιάγκος) Β. Οικονομόπουλος. Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός. Στα 14 του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Δεν σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο.
Στην ποίησή του διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπουν η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Συχνά στα ποιήματά του υπάρχει η αίσθηση της πικρίας και της απογοήτευσης, των ματαιωμένων προσδοκιών, που απορρέει από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική. Η δυσαρμονική αυτή αίσθηση εκφράζεται, όχι με τον υψωμένο τόνο των ποιητών που είχαν επηρεαστεί από τον Παλαμά, αλλά με λεξιλόγιο καθημερινό, το οποίο ενίοτε αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική γλώσσα.