Ο ελληνικός κινηματογράφος πνέει τα λοίσθια. Ελάχιστες ταινίες γυρίζονται πλέον και προβάλλονται μπροστά σε άδεια καθίσματα. Στο σινάφι των κινηματογραφιστών αναζητούνται υπεύθυνοι παντού. Ανάμεσα στα "μαύρα πρόβατα" περιλαμβάνεται ο Δημήτρης Ευθυμίου, κριτικός με δρακόντεια πένα πάλαι ποτέ. Σύμφωνα με τη σχετική σπερμολογία, ο Ευθυμίου μισεί θανάσιμα τους ντόπιους σκηνοθέτες. Η αλήθεια είναι πως εκείνος, τώρα πια, δεν μισεί και δεν λατρεύει κανέναν. Πλήττει αφόρητα με τη δουλειά του και θα άλλαζε ευχαρίστως με όποιον δεχόταν να μεταβεί αντ' αυτού στη Θεσσαλονίκη, για να καλύψει -όπως κάθε χρόνο- το Φεστιβάλ. Η φετινή διοργάνωση, όμως, του επιφυλάσσει απροσδόκητες συγκινήσεις. Πίσω από τις πλάτες του και γύρω από μια νεαρή ηθοποιό στήνεται ένα ερωτικό γαϊτανάκι, όπου ο πόθος παραχωρεί συχνά τη θέση του στις δολοπλοκίες, τη ματαιοδοξία και τον κίνδυνο. Ο Ευθυμίου, εν αγνοία του, θα εξυπηρετήσει σχέδια τρίτων και όταν θελήσει να απεμπλακεί, θα διαπιστώσει πως είναι πολύ αργά. Βρίσκεται ήδη στο μάτι του κυκλώνα.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Έλληνες (Ελ. Βενιζέλος, ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα Ντε Φερ (Action24, 2014). Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των τεσσάρων (1998). Έχει εκδώσει τα βιβλία: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Κινούμενα σχέδια (1984), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Ανάλαφρες ιστορίες (1995), Κομεντί (1999), Πιπέρι στη γλώσσα (2000), Το ραβδί και το καρότο (2004), Ο ουρανός στο κεφάλι μας (2004), Τιμής ένεκεν (2004), Πικάντικες ιστορίες (2005), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), O Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Ήμουν κι εγώ εκεί (2016), Γκαγκάριν (2016), Τα διηγήματα (2018), Η κυρία που λυπάται (2018).
Διηγήματα και μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσεχικά. Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων της περίοδο 2001-3, υπό την προεδρία του Βασίλη Βασιλικού, και βραχύβιος αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010.
Τον Μάιο του 2012 εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Από τον Ιανουάριο του 2014 ως το τέλος της ίδιας χρονιάς ήταν ανεξάρτητος βουλευτής.
Ανάμικτα τα συναισθήματα για την «Πρώτη εμφάνιση». Ξεκίνησε πολύ ωραία, το πρώτο μέρος ήταν απολαυστικό, μετά πλάτιασε πάρα πολύ. Είναι προφανές ότι δε χρειάζονταν 600 σελίδες για να πει ο συγγραφέας αυτή την ιστορία. Κλασικό παράδειγμα βιβλίου που έπρεπε να συμμαζευτεί πριν κυκλοφορήσει. Την υπόθεση την βαρέθηκα από ένα σημείο και μετά. Οι χαρακτήρες έμοιαζαν με καρικατούρες, σαν πρωταγωνιστές ελληνικής καλτ ταινίας. Δεν μου έκανε μεγάλη αίσθηση.
Όπως και ο περισσότεροι σχολιαστές στο Goodreads.com, εκτίμησα κι εγώ ιδιαίτερα την ρέουσα και λογοτεχνική αφήγηση του συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται με τους αναγνώστες εμπειρίες (ή επικρατούσες εικασίες) από το χώρο του κινηματογράφου (με επίκεντρο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) και του περιφερειακού θεάτρου, καθως και την βαθειά λογοτεχνική παιδεία του. (Σε μεταγενέστερο βιβλίο του, το “Νεοέλληνες-Πορτρέτα”, ο Π.Τ. αναφέρεται στις εμπειρίες στο χώρο που απέκτησε χάρις στη φιλία του με τον Κώστα Αρζόγλου, που του έδωσαν άφθνο υλικό για “την Πρώτη Εμφάνιση"). Το βιβλίο ξεκινάει με αρκετό ενδιαφέρον και πλοκή. Σε κάποιο σημείο αρχίζει να πλατειάζει, αλλά ο ευχάριστος τρόπος γραφής βοηθάει στο να συνεχίσεις το διάβασμα. Το τέλος κάπως άχρωμο.
B.R.A.CE. 2020 Θα ξεκινήσω με την δήλωση πως λατρεύω την γραφή του Τατσόπουλου. Έχει ροή, έχει ωραία ελληνικά, βγάζει νόημα, δεν περιαυτολογεί, είναι απολαυστική για τα δικά μου γούστα.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο όλα ξεκινάνε κανονικά, γνωρίζουμε κόσμο, πάμε Θεσσαλονίκη, μαθαίνουμε για το Φεστιβάλ και εξελίσσεται η υπόθεση μας. Και ξαφνικά ζούμε ένα τεράστιο φλας μπακ, το οποίο ναι μεν δίνει στοιχεία αλλά ενώ κρατάει όσο το ταξίδι Θεσσαλονίκη Γιάννινα , νιώθεις πως πας Πελοπόννησο... Κάποια στιγμή το ξαναβρίσκουμε και λες τώρα μάλιστα! Αλλά στο τέλος χάνεται λίγο πάλι κι εγώ έχω ένα "κόλλημα" με το τέλος που θέλω να βγάζει νόημα. Πιστεύω πως χρειαζόταν ένα "τριμάρισμα" πριν εκδοθεί.
Ένας λόγος που το δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη είναι γιατι ο Τατσόπουλος έχει τα καλύτερα ελληνικά που έχω διαβάσει και όντως και εδώ επιδεικνύει μια απολαυστική ευφράδεια. Η γραφή του είναι χειμαρρώδης, παιχνιδιάρα, ζωντανή. Δυστυχώς η ιστορία δεν είναι εξίσου ικανοποιητική. Ο ήρωας μας είναι ένας κριτικός κινηματογράφου που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη για το φεστιβάλ και μπλέκεται σε μια περιπέτεια με μια πρωτοεμφανιζόμενη. Στα μισά του ββλίου, και για περίπου το ένα τρίτο, ο ήρωας ακούει μια μακροσκελή αφήγηση για το παρελθόν της πρωτοεμφανιζόμενης. Αυτό το παρελθόν έχει περισσότερο ενδιαφέρον από την βασική πλοκή και νομίζω θα προτιμούσα να διάβαζα ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αυτό.
Στα θετικά ότι κάποιοι χαρακτήρες είναι ολοζώντανοι και στιβαροί. Ένιωθα ότι διάβαζα για πραγματικούς ανθρώπους. Επίσης είχε γούστο να διαβάζω για κάτι τόσο έντονα 90ς μετά από τόσα χρόνια.
Πολύ φλύαρο. Ενδιαφέρουσα πλοκή, χαρακτήρες που θέλεις να τους γνωρίσεις αλλά και μια ατελείωτη φλυαρία στη περιγραφή των γεγονότων και τους διαλόγους που δεν βοηθάει στην διατήρηση του ενδιαφέροντος
Ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά το χώρο του θεάματος. Έπιασα στιγμές τον εαυτό μου να ζητά να μην ανακατευεί ποτέ με τον ελληνικό κινηματογράφο τόσο επίσημα (αν κι εφόσον). Με παρακίνησε η Καλοσύνη των Ξένων να γνωρίσω και τα άλλα έργα του συγγραφέα. Δεν μπορώ να πω ότι απογοητεύτηκα ούτε ενθουσιάστηκα. Φοβερή ροή και αφήγηση και στη μέση ένα μεγάλο κουβάρι: η κυρίως υπόθεση από την πραγματική (;) όψη. Και στο τέλος κάτι ψιχουλάκια για να κλείσουμε. Νταξ καλο είναι αλλά άλλα περίμενα. ΛΊγο στο στήσιμο πάει πίσω όμως σαν πένα είναι καλή.