Την άνοιξη του 1900 ο Μενέλαος Σκληρός γύριζε από το τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη. Ό, τι έκλεινε τα τριανταοχτώ του χρόνια. Δεν είχε κάνει ποτέ του επάγγελμα κανένα. Σπούδασε τα νομικά, καθώς όλα τα παιδιά των μεγαλοαστικών οικογενειών που βρίσκουνε περιουσία αρκετή για να ζήσουν άνεργα. Οι δυό του αδερφές είχανε φύγει νωρίς από το σπίτι. Η μεγάλη, που παντρεύτηκε αξιωματικό, πήρε μαζί της και τη μικρότερη. Ο Μενέλαος Σκληρός έμεινε μόνος κι' έζησε μια ζωή σκοτεινή. Μονάχα γνώριμους είχε, ποτέ φίλους. Τον έβλεπαν να περνάει στους δρόμους, να κυκλοφορεί στα κέντρα κι' ύστερα να χάνεται για καιρό.
Greek writer of the "Generation of the '30s". He wrote short stories, novels and plays.
He was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915, when he moved to Athens, where he finished school and studied law at the University of Athens. He made his first appearance in Greek literature in 1925 with the short story collection The Forgotten. He took part in the war of 1940 and documented this experience in some of his short stories and especially in his book April. In 1969 he was awarded the prize of Literary Excellence (Αριστείο Γραμμάτων) of the Athens Academy.
He died on 3 August 1979 in Athens.
His son, Dimitri Terzakis, is a noted composer.
Novels Prisoners (Δεσμώτες, 1932) The Decay of the Tough Ones (Η παρακμή των Σκληρών, 1933) The Purple City (Η Μενεξεδένια Πολιτεία, 1937) Princess Isambo (Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, 1945) Journey with Esperus (Ταξίδι με τον Έσπερο, 1946) The Twilight of Men (Το λυκόφως των ανθρώπων, 1947) Without God (Δίχως Θεό, 1951) The Secret Life (Η μυστική ζωή, 1957) The Novel of the Four (Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, 1958) (written together with Karagatsis, Myrivilis and Venezis)
Short story collections The Forgotten (Ο ξεχασμένος, 1925) Automn SYmphony (Φθινοπωρινή συμφωνία, 1929) Of Love and of Death (Του έρωτα και του θανάτου, 1943) April (Απρίλης, 1946) Affection (Η στοργή, 1944)
Plays Emperor Michael (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ, 1936) Wedding March (Γαμήλιο Εμβατήριο, 1937) The Cross and the Sword (Ο σταυρός και το σπαθί, 1939) Helots (Είλωτες, 1939) The Master (Ο εξουσιαστής, 1942) The Great Game (Το μεγάλο παιχνίδι, 1944) Pure (Αγνή, 1949) Theofano (Θεοφανώ, 1956) Night in the Mediterranean (Νύχτα στη Μεσόγειο, 1957) The Happiness Ransom (Τα λύτρα της ευτυχίας, 1959) Thomas the Two-Souled One (Θωμάς ο δίψυχος, 1962) The Ancestor (Ο πρόγονος, 1970)
Ποτέ δεν κατάλαβα το ενδιαφέρον για ‘κεινο το αθλητικό παιχνίδι που αγνοώ το όνομα του και ουσιαστικά μπαίνεις μέσα σ’ ένα δωμάτιο με μια ρακέτα κι ένα μπαλάκι και το πετάς στον τοίχο τρέχοντας ν’ αποκρούσεις. Κάποιος θα πει, είναι σκληραγώγηση των αντανακλαστικών, γυμναστική, πως έχει πλάκα, διατηρεί μια πρόκληση ίσως. Εγώ το έβρισκα πάντοτε ανούσιο. Όπως πετάξεις τη μπάλα έτσι και θα σου ΄ρθει. Υπό γωνία, ψιλοκαμπανιστά, χαμηλά, δυνατά, τζούφια. Ουσιαστικά είναι χτυπήματα που περιμένεις. Ο τοίχος είναι άψυχος, σκληρός, ψυχρός, αδιάφορος . Θα συνεχίζει για όσο έχεις αντοχή να σου ανταποδίδει. Μα αυτή του η αντίδραση δεν είναι παρά η προβολή της δικής σου δράσης. Ιδρώνεις, χτυπιέσαι, κουράζεσαι, λαχανιάζεις, μα δε σταματάς. Συνεχίζεις έχοντας κάποιο σκοπό, αυτό το σκοπό: τη δράση για την αντίδραση. Μόνο που είναι πουλημένο παιχνίδι. Ξέρεις πάντα.
Στη ζωή δεν ξέρεις όμως. Η δράση σου μπορεί να πέσει στο κενό είτε να φέρει μια αντίδραση δυσανάλογη και όχι τώρα που περιμένεις, μα κάποτε άλλοτε. Έτσι ξεχνάς την αιτία, θάβεται, ίσως είναι και μια ασύνειδη επιλογή σου. Επίσης, έρχονται στιγμές που εσύ ο ίδιος δεν είσαι παρά η αντίδραση, ή ακόμη και το μπαλάκι. Πράξεις και λόγια. Κάποτε τα λόγια γίνονται πιο επιθετικά, μόνα σου όπλα τα λόγια, η σιωπή, είτε η πράξη. Μα χάνεσαι στη σιωπή, δική σου ή των άλλων δεν ξέρεις, Πότε να την ακούς και πότε να την αγνοείς, πότε είναι μια απάντηση και πότε αφηρημάδα, αμηχανία, αδυναμία, κενό; Ποτέ δεν ξέρεις… έγκαιρα. Μια μόνη επιλογή έχεις, να αυτοπροσδιορίζεσαι και να ανατρέπεις, αλλιώς γίνεσαι το μικρότερο απ’ τα ζώα, το πιο κυνηγημένο απ’ τους άλλους κι από ‘σενα. Δεν ξέρεις γιατί τρέχεις, δεν ξέρεις αν σε κυνηγούν και ούτε πως εσύ κυνηγάς. Ψάχνεις ένα σκοπό, την έννοια και όχι μια εικόνα. Φευγαλέα αντιλαμβάνεσαι αυτά που σε ωθούν, τα απωθείς ή κρατάς κάτι στον ψυχικό σου ουρανίσκο, ένα μελλοντικό φτύσιμο πόνου, πίκρας και λύσσας για τους εχθρούς. Μα ποιοι είναι οι εχθροί και ποιοι δεν είναι;
<< Η μεγάλη όμως προσμονή είναι ‘κεινη που δεν έχει άλλο σκοπό από τον εαυτό της. Η προσμονή του ισοβίτη >>
<< - Σας λέω λοιπόν εγώ πως η ψυχή μας είναι άσχετη με την κληρονομικότητα. Έτσι δε μπορείτε να την περιορίσετε σε μια απλή λειτουργία φυσική. - Άσχετη; Ώστε τι είναι; Μια δύναμις; - Δύναμις. - Και πάντως, όχι ηθική. - Γιατί όχι; - Γιατί ηθικός είναι ο χαρακτήρας. Όταν λέμε καλός, ή κακός, μοχθηρός ή δίκαιος, εννοούμε βέβαια το χαρακτήρα. - Έστω. - Λαμπρά! Και τώρα τι μένει για την ψυχη; Μια δύναμις, είπατε. Κι εγώ συμφωνώ. Μα αφού η δύναμις αυτή βρίσκεται πάνω απ’ την ηθική, αφού δεν ευθύνεται για τα αμαρτήματα του χαρακτήρα και δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή, παρά ΄΄θεία΄΄, ή όχι; … - Ασφαλώς ναι. - Λοιπόν τότε, γιατί να τιμωριέται μετά το θάνατο; Γιατί να καταδικάζεται ή και να εξιλεώνεται για τ’ αμαρτήματα της σάρκας; Ή δεν πιστεύετε στη θεία δικαιοσύνη; - Και βέβαια πιστεύω, … μα … Ακούστε φίλε μου, τα λέτε όπως τα θέλετε! - Τι σταματάτε; - Πού θέλετε να φτάσετε; - Σ’ αυτό: πως έχετε να διαλέξετε: Ή θα παραδεχτείτε πως η ψυχή είναι μηχανική και πως θεία δικαιοσύνη δεν υπάρχει, ή πως η θεία δικαιοσύνη υπάρχει, αλλά είναι … άδικη! - Αυτά όλα που λέτε είναι αυθαίρετα. - Τούτο είναι το επιχείρημα σας; - Ακούστε η ψυχή είναι υπεύθυνη γιατί πλάθει το χαρακτήρα. - Άρα είναι ηθική. - Φυσικά. - Πριν το αρνηθήκατε, αλλά ας είναι. Μια και είναι ηθική όμως, σας ρωτώ, γιατί τον αφήνει να κάνει κακές πράξεις; - Γιατί εκείνος υπερισχύει κάποτε. - Και γι’ αυτό τιμωριέται η ψυχή; - Φυσικά, για την αδυναμία της >>!
<< - Τι αξία είναι η ζωή; Πέστε μου σας παρακαλώ. Απόλυτη ή σχετική; Γιατί αν είναι απόλυτη οφείλουμε να τη ζήσουμε. Αν είναι σχετική οφείλουμε να την καταστρέψουμε. Οφείλουμε. Ακούς; - Τι θα πουν όλα αυτά; Τι σημασία έχουν; - Θα ιδείς. Αν μου αποκριθείς πως η ζωή σου είναι αξία απόλυτη θα σε ρωτήσω: σχετικά με τι. Κατάλαβες; - Όχι >>
<< Μια γλυκειά εξάντληση και μια κρυφή ταραχή, αδράνεια μαζί και λαχτάρα, τον κυριεύουν. Χαμογελάει με καλοσύνη στη μακρινή θύμηση, όπως δεν έχει χαμογελάσει ποτέ του. Γιατί ποτέ δεν έχει βρει τη δικαίωση για ένα ευτυχισμένο χαμόγελο >>
<< Μια ολάκερη από παράδοση πρόληψη. Να που ολότελα δεν είχε ψοφήσει, ούτε ύστερα από τόσον καιρό. Κρυφή φωλιάζει στο αίμα. Στεκόταν ντροπιασμένος, αδέξιος και ντρεπότανε για τη ντροπή του. Είχε ξαναγίνει παιδί… >>
<< Ποτέ του δεν είχε λυπηθεί τον εαυτό του, ποτέ δεν είχε νιώσει συμπάθεια για το ίδιο του άτομο. Μονάχα μίσος. Και να τώρα, σα να κινδύνευε να πικραθεί… >>
<< Τους έχεις στο αίμα σου… Όλους! Και τον πατέρα… και τη μάνα… και τον αδερφό… Τι αν τους αποστρέφεσαι, τι αν τους αγαπούσες!... Ένα και το αυτό. Δε μπορείς να τους ξεχάσεις. Δε θα τους σβύσεις ποτέ >>
<< Δεν υπάρχει πίστη και ο καθένας έχει το δικό του το Θεό. Κι όμως υπάρχει ένας κι ομοούσιος για όλους: Είναι η Απόγνωση. Κάθε άνθρωπος, σε τελευταία ανάλυση είναι μόνος, ολότελα μόνος πάνω στη γη. Όλοι προσεύχονται στην Απόγνωση, τη θεομήτορα. Την τρέμουν ή τη δέχονται καρτερικά, την ξορκίζουνε, σπαράζουνε κάτω από τον ίσκιο της και κλαίνε. Όποιος όμως ελπίζει αληθινά δεν κλαίει. Και στο Θεό όλοι απευθύνονται με δάκρυα… Τόσοι θεοί στον κόσμο, τόσοι προφήτες, αλαζονικοί, ηρωικοί, μοιραίοι και κανένας τους αρκετά δυνατός για να φτάσει ως το ύστατο της αλήθειας, την απονιά. Θα μπορούσες να φανταστείς, έναν προφήτη που θα τίναζε τον κόσμο στον αέρα;.. Χα χα! Εγώ αν ρωτάς, ναι… κι εγώ θα ‘θελα έναν τέτοιο προφήτη που θα δεχότανε σιωπηρά την αιώνια καταδίκη. Που θα βάδιζε το δρόμο του μαρτυρίου του προς την Κόλαση κι όχι προς τον Ουρανό. Να η αληθινή Θυσία…>>
<< Από τη ζωή φεύγει κανείς μα από την αιωνιότητα; Φαντάσου να μην σβύνει το λογικό παρά το κορμί μονάχα να νεκρώνεται. Καμιά κίνηση πια, παγερή, καθήλωση ως τη στιγμή που θα το λιώσει το χώμα. Και το λογικό να μη χάνεται, μα ούτε να φεύγει με τ’ άσπρα φτερά της πεταλούδας. Να κλειδώνεται δέσμιο μέσα στο κρανίο και να μένει για πάντα εκεί. Και τότε ενώ τα νεύρα θα έχουν νεκρωθεί και θα ‘ναι αδύνατο οπωσδήποτε να εκφράσουνε μια αγωνία, το λογικό να σιγανοκαίει μέσα στο καύκαλο, λιχναράκι ελάχιστο, να σιγανοκαίει και να ξαγρυπνάει εκεί, μέσα στα πηχτά σκοτάδια της γης, σ’ όλη την αιωνιότητα!... Ποια Κόλαση μπορεί να συγκριθεί με τούτη >>;
<< Είναι ίσως δικαιοσύνη. Ο κόσμος έζησε αρκετά το δράμα της καρδιάς. Τώρα ζει και το δράμα του εγκεφάλου >>
<< Άκου: δε με πρόσεξες τότε στο δωμάτιο σου, κάτου, που σου μιλούσα. Δε με πρόσεξες. Σου μιλούσα… μα ήθελες ν’ ακούσεις και τη φωνή μου. Γιατί; Τι όφελος; ! … Σου μιλούσα όμως δε μ’ άκουγες. Αχ, μ’ άφησες να σωπαίνω μόνος κι αυτό είναι άκαρδο. Αν σώπαινες, και μια μονάχα στιγμή, θ’ άκουγες τη σιωπή μου. Και θα μπορούσαμε τότε να συνεννοηθούμε τόσο καλά… τόσο καλά >>!
Από τα αποσπάσματα και μόνο μπορείτε να καταλάβετε πως είναι έργο πολυπρισματικό, στριφνό, μελαγχολικό. Δεν είναι για τον καθένα και δεν είναι για να περάσεις καλά. Δε θα περάσεις καλά διαβάζοντας το! Αν θελήσεις να στοχαστείς σου δίνει πολλά ερείσματα.
Κατ’ αρχήν, τι είναι οι λέξεις όπως αξιοπρέπεια, λογική, ευπρέπεια. Όχι τη σημασία τους, εδώ δε ζητάμε έναν ορισμό, αλλά την εικόνα τους όταν περιχαρακωνόμαστε πίσω τους για να μείνουμε κοινωνικά συνετοί, αποδεκτοί με βάση κάποια ιδέα κοινωνικής αγαλλίασης, μιας τάξης που τελικά είναι τόσο μονοσήμαντη και νεκρή οπουδήποτε έξω απ’ τα μυθιστορήματα και τα καλά εστιατόρια. Τώρα βέβαια πια, τέτοιες λέξεις δε σημαίνουν και πολλά για ‘μας, έχουμε άλλα δίκαια και άλλες αξίες στις μέρες μας, στις μέρες του facebook και των smartphones. Υπακούμε σε άλλους θεούς; Ή μήπως είναι οι ίδιοι;
Στην αρχή υπέθεσα έναν αιμομικτικό έρωτα του Αντρέα για τη Λαουρέττα, στην πραγματικότητα όμως επιχειρεί και σχεδόν επιτυγχάνει να αποδώσει τον έρωτα ως έχει, έξω απ’ την ταυτότητα του σεξουαλικού που του δίνουμε. Εκείνο το κόλλημα που έχεις για κάποιον που θες την παρέα του διαρκώς, τον καμαρώνεις, τον θες δικό σου, τσαντίζεσαι σαν κάνει με άλλους παρέα. Είναι μια εξαιρετική αποτύπωση.
Μεγαλεπήβολος σκελετός όλων οι φιλοδοξίες, ή καλύτερα τα απωθημένα των άλλων για ‘μας. Των γονιών ή των δικών μας ανθρώπων. Πόσο μπορούν αυτά και μόνο να γίνουν η φυλακή μου όπου ο άλλος δε βλέπει εμάς παρά τυφλά αυτό που μπορούμε να καταφέρουμε. Τι κουτό που είναι όταν στόχο αποτελεί η διατήρηση μιας κάποιας κοινωνικής επιφάνειας. Όταν η φιλοδοξία, δεν αφορά το σκοπό, γιατί δεν υπάρχει πραγματικός στόχος, μια απροσδιοριστία ενός αγώνα που δεν είναι το πραγματικό κίνητρο για να λυτρώσει μήτε απ’ την πλήξη, μήτε απ’ τον πόνο.
Κάπου στο τέλος υπάρχει μια φράση που πάει κάπως έτσι << ο φόβος της μεταμέλειας >> και είναι το κλειδί που σε κάνει να γυρίσεις πίσω και να χαρτογραφήσεις απ’ την αρχή κάθετί που διάβασες, μια ευκαιρία να διακρίνεις κάποιους συμβολισμούς, είτε να πιπιλίσεις το συνδυασμό και την ουσία της φράσης αυτής. Είναι άλλο η μεταμέλεια κι άλλο να φοβόμαστε την ώρα που θα ‘ρθει, την υφή, τη γεύση, τη σκοτεινιά που θα φέρει, τη διαρκή τύψη.
Υπάρχουν πολλά μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Η παρακμή είναι κομμάτι κάθε ανθρώπου που παραδίδεται στις βλέψεις, τις ορέξεις, τις επιλογές των άλλων και αντιδρά στα συμβάντα χωρίς να στοχάζεται, χωρίς να παίρνει αποφάσεις, το κυνηγημένο ζωάκι…
Τι είναι ρίζες για τον καθένα μας; Γι’ άλλους βρίσκονται κοντά, γι’ άλλους μακριά, ωστόσο υπάρχουν κι οι εκείνοι που δεν τις αναζητούν. Πάντα θα ψάχνουμε μια αιτία σε κάτι που προϋπάρχει ή σε όσα έπονται. Μα μπορεί η αιτία να ακολουθεί; Ε; Δε μπορεί.
Είναι πραγματικά άσκημος ένας άνθρωπος; Μήπως είναι η ασκήμια των ανεκπλήρωτων προσμονών, της αβυσσαλέας θέλησης για το ολόκληρο, που δεν έχει όνομα κι εικόνα, αλλά αφήνει πάντοτε μια αίσθηση κενού;
Κάποτε φέρνει κοντά τους ανθρώπους η απόγνωση, η εντύπωση πως όλα τερματίζουν σε οροφή ορατή και πως όλοι ζουν καταδικασμένα χωρίς σκοπό. Κάποτε είναι η έλλειψη σκοπού που προξενεί την απόγνωση, τότε οι άνθρωποι απομακρύνονται, θωρακίζονται μέσα στ’ απωθημένα της προσωπικής ιστορίας τους, άλλοτε ευκρινή κι άλλοτε αερικά που δε μπορούν να συλλάβουν.
Κλείνοντας και εδώ έχουμε σύμπραξη με τη Μεταφυσική του έρωτα του Σοπενάουερ, όπως και στα διηγήματα του Έρωτα και του θανάτου, όπου εκεί βέβαια είχαμε και ιστορίες βασισμένες σε παραλλαγές ή σε αυτούσιες τις Παραινέσεις. Έντονο επίσης το άρωμα απ’ τη Μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα περάσουν σχεδόν 25 χρόνια και ένας ακόμη πόλεμος πριν τη μεγαλειώδη Μυστική Ζωή όπου θα κατασταλάξει ο συγγραφέας στην προσωπική του στάση, εκείνη που έχει καθορίσει η γνώση η βουτηγμένη στην εμπειρία ποια αποδέχεται και ποια όχι.
Κάποιος με ρώτησε γιατί να διαβάσει Τερζάκη, αν ουσιαστικά δημιουργεί ιστορίες με βάση τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ. Γιατί να μη διαβάσει Σοπενάουερ, ή Μωπασάν; Γιατί ο Τερζάκης δεν είναι μόνο αυτό. Είναι Έλληνας, συγγραφέας του μεσοπολέμου, αρκετών μεταιχμίων που θα με συγχωρήσετε αλλά πραγματικά όσοι λένε για την εξέλιξη μας εκείνα τα ίδια μεταίχμια τους περιγελούν με θράσος, έχει ζήσει, έχει πονέσει, αναπνέει στο τώρα του, διάβασε, στοχάστηκε, μύρισε.
Πρόκειται για μεγάλο βιβλίο. Είναι το βιβλίο της ασκήμιας. Ασκήμια είναι η παρακμή των ανθρώπων που διατηρούν τη φρεσκάδα τους, γεννώντας έρμαια που ποτέ δεν απελευθερώνουν, όσα κι αν τους αποδώσουν. Μα είναι κι εκείνοι που αρκούνται στο να δημιουργήσουν αυτά τα θύματα και μετά τα αφήνουν με πλήρη αδιαφορία, σαν την εκπλήρωση ενός κοινωνικού σκοπού, σαν τον άντρα που έχει χρέος να σοβαρευτεί, να νοικοκυρευτεί και να κάνει ένα σπίτι για το οποίο ποτέ δε θα νοιαστεί να το ασπρίσει και να το περιβάλλει με αγάπη κι ενδιαφέρον. Είναι η ασκήμια που λίγο πολύ έχουμε όλοι μέσα μας και κρύβουμε την έλλειψη κατανόησης και συμπόνιας από τρόμο μην παραευαισθητοποιηθούμε. Είναι η γκόμενα σου που δεν ξέρεις γιατί κάποιες φορές σου μοιάζει τόσο άσκημη και όταν γυροφέρνεις την εικόνα της, η λέξη που σχηματίζεται δεν είναι ασκήμια, αλλά κακία. Είναι όλα αυτά που επιτρέπουμε να περνούν απ’ το πρόσωπο μας και να βάφουν την ψυχή μας. Είμαστε αληθινά άσκημοι και κυρίως επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε ωραίοι.
Ο Τερζάκης, άκρως φιλοσοφικός και αμιγώς αντίθετος με το γενικότερο αίσθημα της εποχής του, της γενιάς του '30, σχετικά με την ανάγκη αποτύπωσης στα έργα της ρώμης και της αισιοδοξίας για το μέλλον, καταπιάνεται και σε αυτό το μυθιστόρημα με μια αστική οικογένεια που διαλύεται.
Με μελαγχολικό, ταυτόχρονα χαμηλό τόνο και έντονη θεατρικότητα παρουσιάζονται οι φιλοσοφικές ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, τα αγωνιώδη προβλήματά του, το αίσθημα της ασφυξίας. Η μίζερη, παρηκμασμένη μικροαστική ζωή κατέχει κεντρικό ρόλο, οι χαρακτήρες είναι στο σύνολό τους παθητικοί, γεμάτοι σύγχυση, χωρίς ιδανικά ή ιδιαίτερη επιθυμία να ζήσουν. Το κλίμα της απαισιοδοξίας και του τέλματος εντείνεται από τις δραματικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών, συγκρούσεις καταλυτικές για την πορεία της ιστορίας.