Όλα αρχίζουν ένα καλοκαίρι περασµένο. Σ’ ένα ακρογιάλι της Χίου, γύρω από µια φωτιά, ακούγεται µια ιστορία. Ένας εφιάλτης γεννιέται, ένας παραµυθάς ξυπνά και παίρνει το µακρύ δρόµο προς τις ιστορίες. Από τις κρυφές γωνιές της πόλης, µέσα από τη Γη του Ονείρου, φτάνει στη βαθιά σπηλιά. Εκεί ένα αµόνι τραγουδά το τότε και το τώρα, σαν το πλησιάζουν µε πρόθεση τα χέρια του τεχνίτη. Μια ιστορία θα µείνει ξεχασµένη κι από ένα γκρίζο µαχαίρι θα φιλιώσουν το παρελθόν µε το παρόν. Ο παραµυθάς πατά εκεί που ο χρόνος δαγκώνει την ουρά του, το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε κι όλα έχουν αλλάξει, σαν τις ιστορίες από στόµα σε στόµα...
«Όλα όσα μας συμβαίνουν, μόλις περάσει η στιγμή τους, είναι απλά ιστορίες, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1982 στην Αθήνα. Είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής.
Από το 2001 μέχρι το 2008 εργάστηκε ως αρθρογράφος, δημοσιογράφος και φωτογράφος στα περιοδικά “9” και “Ε” της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, στον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ και στο περιοδικό ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ, ενώ το 2005 άρχισε να γράφει στο Comicdom.gr, το μεγαλύτερο ελληνικό site σχετικά με τα comics, συμμετέχοντας και στη διοργάνωση του ετήσιου φεστιβάλ COMICDOM CON ATHENS.
Από το 2007 μέχρι σήμερα έχει παράγει μεγάλο όγκο ανεξάρτητης αρθρογραφίας σε τρία blog (Easy Subjugation, Otaku Lens, Ανδρέας Μιχαηλίδης) ενώ στο τελευταίο έτρεξε για τρία χρόνια το Παραμυθόγραμμα, μια μηνιαία λίστα αφηγηματικών δρώμενων ανά την Ελλάδα.
Από το 2014 έχει ξεκινήσει συνεργασίες για τη δημιουργία comics, με καλλιτέχνες όπως η Βάλια Καπάδαη (Νέκυια) και ο Παύλος Παυλίδης (Last Flight of the Swordbreaker).
Από το 2005 μέχρι σήμερα έχει μεταφράσει και μεταφράζει βιβλία από και προς στα Αγγλικά και Γαλλικά, σε ευρεία θεματολογία, από εκλαϊκευμένη επιστήμη μέχρι ιστορική μυθοπλασία, εφηβική λογοτεχνία μυστηρίου και λαϊκά παραμύθια. Ενδεικτικά αναφέρονται Ο Ιππότης των Επτά Βασιλείων του G.R.R. Martin, Τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας του Joe Abercrombie και η σειρά με τις Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς του Andrew Lane.
Από το 2007 μέχρι το 2009 συμμετείχε στις θεατρικές παραστάσεις εκλαϊκευμένης επιστήμης της ομάδας SciCo, μεταξύ των οποίων “Η Επιστήμη της Αγάπης”, “Η Επιστήμη της Μυθολογίας” και “Η Επιστήμη του Περιβάλλοντος”.
Από το 2008 εκδίδει αστυνομικά διηγήματα, σε συλλογικούς τόμους όπως τα Οικοεγκλήματα, Είσοδος Κινδύνου, Ελληνικά Εγκλήματα 4, Κλέφτες κι Αστυνόμοι, εκ των οποίων δύο έχουν μεταφερθεί δραματοποιημένα στο ραδιόφωνο, στα πλαίσια της σειράς “Κλέφτες κι Αστυνόμοι στον 902”.
Το 2010 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την αναβίωση της προφορικής αφηγηματικής τέχνης, παρακολουθώντας κατόπιν για δύο χρόνια τη σχολή του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών, καθώς και για τρία χρόνια το Εργαστήρι του Έπους της Μάνιας Μαράτου.
Έκτοτε έχει διοργανώσει και συμμετάσχει σε παραστάσεις αφήγησης σε μπαρ, σε καλντερίμια, σε πλατείες και νησιά και όπως πολλά χρόνια πριν μάθει για όλα αυτά, γύρω από φωτιές σε βουνά και ακρογιαλιές.
Είναι ιδυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και της Στέγης Προφορικότητας και Παράδοσης (Στέ.Π.Πα.) “Μυθολόγιο”.
Ένας σχεδόν μήνας χωρίς να γράψω κριτική (ή άποψη αφού δεν είμαι επαγγελματίας κριτικός και ούτε θα 'θελα).
Κλωθογύριζε στο μυαλό μου για βδομάδες τώρα το εξής δίλημμα: Να γράψω μια διθυραμβική κριτική για το πόσο μ' άρεσε το βιβλίο, που στην ουσία είναι ψέμα; ή να γράψω μια ειλικρινή κριτική για το πόσο μ' απογοήτευσε το βιβλίο που στην ουσία αυτή είναι η αλήθεια.
Κι αποφάσισα να κάνω το δεύτερο:
Αυτό το βιβλίο το αγόρασα από το 4ο Cyprus Comic Con τον περασμένο Σεπτέμβρη και το αγόρασα από το συγγραφέα αυτοπροσώπως ο οποίος μου χάρισε και αφιέρωση, δίνοντας έτσι σ' αυτό το βιβλίο περισσότερη αξία.
Ξεκίνησα με τις καλύτερες προθέσεις (να το πούμε) να μ' αρέσει το βιβλίο. Αρκετοί λένε ότι αυτό το βιβλίο απολαμβάνεται καλύτερα αν ακούς το συγγραφέα να το διαβάζει, κάτι που έκαναν οι επικοί ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ποιητής του Μπέογουλφ, όπως και οι Τρουβαδούροι στην μεσαιωνική Γαλλία, εξιστορούσαν δηλαδή προφορικά, και τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου είναι περισσότερο σαν ραψωδίες παρά κεφάλαια. Το βιβλίο είναι καλύτερα να το ακούς, λένε πολλοί. Και λέω εγώ. Και τότε γιατί εκδόθηκε τυπωμένο σε χαρτί και όχι ηχογραφημένο σε κασέτα ή σιντί;
Άρα, ξαναλέω, αφού εγώ το διάβασα σε χαρτί, μπορώ να πω ότι δεν μ' άρεσε.
Υπάρχουν βιβλία που είναι plot driven, δηλαδή βασίζονται στην πλοκή, στην ιστορία και στη δράση παρά στους χαρακτήρες και στη γλώσσα. Τα λεγόμενα popular ή genre fiction, και υπάρχουν και βιβλία που είναι το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή βασίζονται στην ανάπτυξη χαρακτήρων και στη γλώσσα παρά στην πλοκή και τη δράση, τα λεγόμενα literary fiction. Δυο κατηγορίες που απεχθάνομαι διότι δεν είμαι ένας δήθεν κουλτουριάρης που θα πει ότι το popular fiction η επιστημονική φαντασία, ο τρόμος , η δράση κλπ, είναι εύκολη λογοτεχνία. Βλακείες. Υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία, υπάρχει καλή popular fiction υπάρχει και κακή. Το ίδιο συμβαίνει και για literary fiction.
Λοιπόν το βιβλίο αυτό ήταν περισσότερο βασισμένο στη γλώσσα παρά στην πλοκή (ημιανύπαρκτη) ή στους χαρακτήρες (σχεδόν ανύπαρκτοι) Η γλώσσα ήταν ποιητική αλλά δε ξέρω κατά πόσο ήταν αυτό που λέμε βερμπαλισμοί.
Ένα παράδειγμα: Ήταν εκεί που, βράδια το ένα απάνω στο άλλο, για χρόνια στοιβαγμένα ένα σωρό, γλυκά και πικρά σαν χαμόγελο και δάκρυ περγαμόντο, ανοίγαμε διάπλατα τα μάτια μας και βλέπαμε αλήθειες, ζωγραφισμένες ξεκάθαρα με όνειρα και φρίκες - κι ούτε μια θαμπή στιγμή.
Συνήθως σε ένα βιβλίο έχουμε αν όχι σε ένα κεφάλαιο, σε μια σελίδα, σε μια παράγραφο μια εικόνα - μια σκηνή. Εδώ όχι μόνο δεν είχαμε μια εικόνα σε ένα κεφάλαιο, όχι μόνο δεν είχαμε μια εικόνα σε μια παράγραφο, αλλά πολλές φορές είχαμε πολλές εικόνες σε μια φράση και κατέληγε έτσι μια σελίδα να έχει 20-30 διαφορετικές εικόνες, να χάνω εγώ τον μπούσουλά μου, να πηγαίνω πίσω να δω τι στο καλό θέλει να πει ο ποιητής, να παραμένω στο σκοτάδι, να συνεχίζω στο σκοτάδι, και ούτε φως στο τούνελ, ούτε Νικολούλη, ούτε τίποτα.
Μου πήρε μια βδομάδα να τελειώσω αυτό το βιβλίο των 180κάτι σελίδων. Υπήρξαν μέρες που διάβαζα με το ζόρι 5-6 σελίδες, πολλές φορές ήμουν έτοιμος να το παρατήσω, αλλά ο ψυχαναγκασμός μου με ώθησε να το τελειώσω.
Μπορώ να πω ότι το δεύτερο μισό είχε κάπως περισσότερη συνοχή από το πρώτο αλλά πλέον διάβαζα απλά για να τελειώσω.
Περί τίνος πρόκειται;
Ένας παραμυθάς (αν θυμάμαι καλά, πέρασε και τόσος καιρός από τότε που το διάβασα) θέλει να βρει τον τρόπο να λέει ιστορίες όπως οι πρόγονοί του. Και βρίσκει τον τρόπο. Αυτά.
Ένιωσα ότι ξεγελάστηκα. Νόμιζα ότι θα διάβαζα μια ιστορία αλλά διάβασα πολλές: λαογραφία, ποίηση, τραγούδι, αφήγηση. Δεν ξέρω αν ίσως σαν ανεξάρτητα διηγήματα να δούλευαν καλύτερα. Ίσως αν άκουγα πρώτα τον συγγραφέα σε κανένα podcast να είχα άλλη γνώμη. Αλλά πρόλαβα και τέλειωσα το βιβλίο στη γραπτή του μορφή, συγχύστηκα, απογοητεύτηκα, και έτσι δίνω 2 αστεράκια που μεταφράζονται εδώ στο γοοδρεαδς ως ήταν οκέι (it was ok).
Δε θα πω, δε σας το συστήνω αλλά, proceed with caution, διαβάστε το blurb στο οπισθόφυλλο, 5-6 σελίδες από την αρχή και μετά αγοράστε το.
Όμορφη ιδέα και συνταγή αλλά το γλύκισμα ξεφούσκωσε. Τι πήγε λάθος, ρωτήστε τον φούρναρη.
Το Αμόνι που Τραγουδά του Ανδρέα Μιχαηλίδη (εκδόσεις Mamaya/Άρπη 2016) είναι ένα βιβλίο «μεγαλύτερο» απ’ όσο φαίνεται. Λέω μεγαλύτερο γιατί οι 184 (περίπου) σελίδες του δεν προκαλούν δέος μπροστά σε βιβλία-τούβλα της –εισαγόμενης κυρίως– λογοτεχνίας του Φανταστικού που κατακλύζουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Επίσης η μορφή του βιβλίου δεν είναι η τυπική μυθιστορηματική που την έχουμε τόσο συνηθίσει αλλά πρόκειται για ένα ιδιαίτερο και πρωτότυπο κράμα διηγήματος-ιστορίας-παραμυθιού το οποίο –ακριβώς επειδή φτιάχτηκε με σκοπό να παρουσιάζεται προφορικά– κλείνει μέσα του πολύ περισσότερο προφορικό και θεατρικό λόγο απ’ όσο ένα μυθιστόρημα ή διήγημα. Αυτή η «προφορική» διάσταση στις ιστορίες του Ανδρέα Μιχαηλίδη, δίνει χαρακτηριστικό όγκο, χρώμα και φρεσκάδα που καθηλώνει τον αναγνώστη· τον οδηγεί, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, να συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα· να παρατηρεί τους φανταστικούς κόσμους του συγγραφέα μέσ’ από τα μάτια του ενός ή του άλλου ήρωα. Ίσως να φαίνεται εύκολο, εκ πρώτης όψεως. Θέλετε την άποψή μου; Είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνεται. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι κι ένα από τα χαρακτηριστικά ενός προικισμένου συγγραφέα-παραμυθά – να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται «εύκολα»; Στην περίπτωση του Ανδρέα Μιχαηλίδη, αυτό συμβαίνει συνεχώς και με μαγικό τρόπο. Αλλά φυσικά και οι ιστορίες, αυτές καθαυτές, είναι γεννήματα μιας ιδιότυπης και ρωμαλέας φαντασίας κι είναι ποτισμένες τόσο από το Σήμερα όσο και από το Χθες, κι είναι γαλουχημένες τόσο από τα φρονήματα της λαϊκής μας παράδοσης όσο και από τους παγκόσμιους, διαχρονικούς μύθους. Πέρα όμως από το μαγικό/μυθικό χαρακτήρα, αυτό που συνάρπασε εμένα προσωπικά –και περισσότερο ίσως απ’ όλα–, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας Μιχαηλίδης δένει τις ιστορίες μεταξύ τους: προσφέροντας έναν λεπτό, σχεδόν αόρατο μα ωστόσο υπαρκτό, μίτο με σκοπό να καθοδηγήσει τον αναγνώστη μέσ’ από τους λαβύρινθους της φαντασίας του. Γι’ αυτό, όπως ανέφερα και παραπάνω, όταν φτάσεις στην τελευταία σελίδα έχεις την εντύπωση ότι διάβασες ένα βιβλίο πολύ μεγαλύτερο από 184 σελίδες – γιατί και η καθεμιά ιστορία οδηγεί σε άλλες παράπλευρες αλλά και γιατί υπάρχουν εξαιρετικά λίγα βιβλία παρόμοιου όγκου εκεί έξω, ικανά να σου δώσουν τόσα πολλά. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο, παρά ένα μεγάλο «μπράβο» στον Ανδρέα και –εντελώς εγωιστικά– να τον σπρώξω να στρωθεί και να γράψει κι άλλα τέτοια φανταστικά παραμύθια για να χορτάσω την αναγνωστική μου όρεξη…
Γνώρισα τον Ανδρέα κατά την διάρκεια ενός διημέρου αφιερωμένου στο φανταστικό... Από την πρώτη μας επαφή, μου έδωσε την εντύπωση ενός αξιοπρεπούς ανθρώπου (πράγμα σπάνιο στις μέρες μας...). Η εντύπωσή μου εξελίχθηκε σε θαυμασμό, όταν τον είδα να παρουσιάζει με εμπνευσμένο τρόπο, το κόμικ, του οποίου το σενάριο επιμελείται, την Νέκυια. Μπροστά μου ξεδιπλώθηκαν αφηγηματικές ικανότητες και εργαλεία, ψυχή και μια έντονα πνευματώδης και μορφωμένη προσωπικότητα. Λίγο καιρό μετά τον συνάντησα να αφηγείται τα παραμύθια του, και από τότε κάθε φορά, όσο η γνωριμία μας εξελισσόταν, διαπίστωνα είτε κάτι το εντυπωσιακό για εκείνον, είτε ανακάλυπτα ένα ακόμα στοιχείο που μας ένωνε, δίχως να το γνωρίζουμε... Όταν η Άρπη, άρχισε να δημιουργείται, δεν μπορούσα να σκεφτώ τον Ανδρέα εκτός αυτού του εγχειρήματος-κίνησης. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο Ανδρέας δεν είχε γραμμένο κανένα από τα παραμύθια του. Φυσικά πολύ πριν την ιδέα της Άρπης, πρέπει να άκουγε συνέχεια, εκείνο το βασανιστικό: "Γράψε επιτέλους τις ιστορίες σου!!!" κτλ- κάτι το οποίο τον λύγισε τελικά και έτσι, δημιουργήθηκε αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Εδώ είναι που μπαίνει τα βασανιστικά ερωτήματα που σίγουρα θα κατέτρωγαν και τον Ανδρέα εσωτερικά: "Άραγε, είναι ο γραπτός του λόγος αντάξιος της αφηγηματικής του δεξιοτεχνίας;", "Γίνεται να μεταφερθεί ο προφορικός λόγος στο χαρτί διατηρώντας την μαγεία του;". Νομίζω ότι αν και βάσιμες αυτές οι αμφιβολίες, απεδείχθησαν αίολες τελικά, πράγμα το οποίο θα διαπιστώσετε και μόνοι σας σε αυτό το μικρό θησαυρό που κρατάτε στα χέρια σας. Με έναν τρόπο όπου η πραγματικότητα του αστικού τοπίου και της καθημερινότητας δένεται με την παραμυθιακή φαντασία- την ριζωμένη στην ελληνική μα και στην οικουμενική παράδοση(έντεχνη και μη), ο Ανδρέας Μιχαηλίδης δημιουργεί ένα μονοπάτι βιωματικό από και προς το αμόνι, ίσα-ίσα για να διαπιστώσει μαζί μας, πως το δρεπάνι όπου σφυρηλατήθηκε επάνω του, είναι άθραυστο και κοφτερό. Απολαύστε!!!
Έφτασα μέχρι την 95 σελίδα απο τις 184. Το παρατάω το βιβλίο.
Συμβουλή ΠΡΙΝ το αγοράσετε: Πηγαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο βρείτε το και διαβάστε απο μερικές σελίδες ή έστω μερικές τυχαίες παράγραφους για να καταλάβετε τον τρόπο γραφής. Δεν είναι φυσιολογική γραφή και ειλικρινά θεωρώ σκόπιμο το ότι δεν μιλάει κανείς γι αυτό. Είναι ένα απο τα πιο ιδιαίτερα και περίεργα κομμάτια του βιβλίου. Δεν γίνεται να ξεχνάς να το αναφέρεις αυτό το πράγμα. Δεν λέω να το αγοράσετε ή όχι αλλά ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσετε απόσπασμα πριν για να δείτε αν σας κάνει. Αν το είχα κάνει εγώ δεν θα το είχα αγοράσει ποτέ γιατί θα καταλάβαινα οτι δεν μου αρέσει.
Ας πω τι εννοώ. Η γραφή του κυρίου Μιχαηλίδη στο Αμόνι που τραγουδά είναι ένα, πως να το πω, ποιητική; θεατρινίστικη; κατι σαν αρχαιο δράμα ένα πράγμα? Δεν ξερω πως είναι ο επίσημος όρος για τέτοιου είδους γραφή (αν υπάρχει ευχαρίστως να την μάθω). Το πιο κοντινό που έχω σε δείγμα είναι το τι έχει στο οπισθόφυλλο γραμμένο.
Όλα αρχίζουν ένα καλοκαίρι περασµένο. Σ’ ένα ακρογιάλι της Χίου, γύρω από µια φωτιά, ακούγεται µια ιστορία. Ένας εφιάλτης γεννιέται, ένας παραµυθάς ξυπνά και παίρνει το µακρύ δρόµο προς τις ιστορίες. Από τις κρυφές γωνιές της πόλης, µέσα από τη Γη του Ονείρου, φτάνει στη βαθιά σπηλιά. Εκεί ένα αµόνι τραγουδά το τότε και το τώρα, σαν το πλησιάζουν µε πρόθεση τα χέρια του τεχνίτη. Μια ιστορία θα µείνει ξεχασµένη κι από ένα γκρίζο µαχαίρι θα φιλιώσουν το παρελθόν µε το παρόν. Ο παραµυθάς πατά εκεί που ο χρόνος δαγκώνει την ουρά του, το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε κι όλα έχουν αλλάξει, σαν τις ιστορίες από στόµα σε στόµα...
Ακριβώς έτσι είναι γραμμένο ΟΛΟΚΛΗΡΟ το βιβλίο (εντάξει για να είμαι ειλικρινής μεχρι την μέση που διαβασα και απο ότι είδα με διαγώνιο διάβασμα μεχρι το τέλος). Για την ακρίβεια το απο πάνω θα μπορούσε κάλιστα να είναι μία παράγραφος σε μία ιστορία του βιβλίου.
Οι ιστορίες είναι ¨περίεργες¨ απο μόνες τους και με το είδος αυτό της γραφής τις κάνεις ακόμα πιο περίεργες να τις κατανοήσεις αλλά και να θυμάσαι λεπτομέρειες για την συνέχεια και που το πάει ο συγγραφέας. Δεν υπάρχει το παραμικρό δέσιμο με χαρακτήρες (χαρακτήρα) και η ιστορία είναι λίγο οτι να ΄ναι. Αλλά θυμίζω οτι το παράτησα στην μέση. Αρκετές φορές χρειάστηκε να ξαναδιαβάσω παραγράφους για να καταλάβω τι έγινε και 1-2 ιστορίες τις διάβασα πάλι απο την αρχή μπας και πιάσω το νόημα. Καλά αν αφήσεις ιστορία στην μέση και την πιάσεις λίγο πιο μετά το έχασες το παιχνίδι.
Οχι δεν με χάλασε μόνο το ότι δεν περίμενα έναν τέτοιο γραφής. Δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμα και έτσι το βρήκα κουραστικό, δεν το διασκέδασα καθόλου και δεν βρήκα και κανένα νόημα στην ιστορία. Δεν ξέρω καν σε ποιον απο τους γνωστούς μου να το προτείνω ή να το δώσω γιατί δεν ξέρω κανέναν που να του αρέσει κάτι τέτοιο (λόγω γούστου το τονίζω).
Είναι το βιβλίο κακό; ΟΧΙ. Είναι το βιβλίο άσχημο;ΟΧΙ Λέγοντας αυτά να πω οτι είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο λόγω της γραφής του και υπάρχουν σίγουρα άτομα εκεί έξω που θα τους αρέσει παααρα πολύ αυτός ο τροπος γραφής και καλά κάνουν. Μπορεί να είναι πιο ¨ρομαντικοί¨ ή ΄¨ανοιχτοί¨ δεν ξέρω και να ευχαριστηθούν τις εικόνες που δημιουργεί ο κος Μιχαηλίδης και την λυρικότητά του. Ωωωωω ναι ο άθρωπος το έχει. Αυτό του το αναγνωρίζω. Αλλά με το να χαρακτηρίζουμε το συγκεκριμένο βιβλίο όταν ρωτάμε κάποιον και να σου το περιγραφει απέξω απέξω χωρίς να μιλάει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο (τον τρόπο γραφής) εεεε με συγχωρείτε τότε.
Μια υπέροχη δουλειά από έναν πολύ αξιόλογο νέο συγγραφέα!
Θα μπορούσα να πω πως το βιβλίο είναι ένα υφαντό φτιαγμένο από μικρές κ μεγαλύτερες ιστορίες που διηγείται ο ίδιος ο παραμυθάς σχετικά με το πως έγινε παραμυθάς και τι θαύματα έχει συναντήσει μέχρις στιγμής στο διάβα του. (Προσωπικά, δεν θα τον έλεγα καν παραμυθά, αλλά μάλλον μαθητή, αλλά ο ίδιος φαίνεται να αρέσκεται στην ιδιότητα αυτή, οπότε γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας.)
Αυτό που με ενθουσίασε και με άγγιξε μες στην καρδιά είναι ο διάχυτος λυρισμός κ ο προσεγμένος χειρισμός της γλώσσας ως εργαλείο κ μέσο για να ειπωθούν αυτά που είναι να ειπωθούν, αλλά και αυτά που πιότερο εννοούνται. Γιατί, φυσικά, όταν έχεις να κάνεις με παραμύθια, κι όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο παραμυθάς, αυτός που βαδίζει Ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί, δίνοντας το ένα του χέρι στους ανθρώπους και το άλλο στα κρυμμένα πλάσματα, κι αν σου πει πως δεν λέει πάντα την αλήθεια, το ξέρεις πως δεν σου λέει ποτέ ψέματα.
Εχει μια ενοχλητικά καλή ικανότητα να σου παρουσιάζει ακόμα κ το πιο μπανάλ σκηνικό με έναν τρόπο λες κ βρίσκεσαι σε μέσα σε ταινία του Miyazaki, και ζεις τη μαγεία απο μέσα. Και επειδή τον έχω ακούσει να διηγείται ιστορίες από κοντά, πραγματικά μου ήταν αδύνατο να διαβάσω αυτό το βιβλίο χωρίς να ακούω τη φωνή του να το διηγείται φωναχτά μες στο κεφάλι μου.
Η θεματική του βιβλίου είναι διάχυτη από αναφορές σε αρχαία παραμύθια και παραδόσεις απ'όλον τον κόσμο, αλλά το δέσιμο του υφαντού γίνεται με ένα εντελώς προσωπικό ύφος -χροιά, μάλλον- που καταλήγει όλα αυτά που διαβάζεις και ίσως σου φαίνονται γνωστά, να τα ξαναγνωρίζεις με νέα μάτια και κάτω από ένα νέο, σύγχρονο και συνάμα παραδοσιακό φως που δεν μπορεί παρά να σου αφήσει έναν απόηχο ρομαντισμού, ευδαιμονίας και μερικές φορές ακόμα και εκείνο το συναίσθημα που σε κάνει να θες να βάλεις τα κλάματα επειδή αυτό που διαβάζεις είναι τόσο βαθύ και αληθινό και τόσο όμορφο, που πραγματικά δεν σου βγαίνει άλλη αντίδραση. Και είναι σαν να ξέρεις πως έχεις βρει μια αδελφή ψυχή και δεν είσαι τόσο μόνος όσο νόμιζες στο Εδώ και στο Εκεί.
Πραγματικά, ελπίζω να υπάρξει και συνέχεια, γιατί το αξίζει.
Ανήκει στα βιβλία εκείνα που δεν βάζω "συμβατική" βαθμολογία καθώς είναι ιδιαίτερο είδος, που δεν μπορώ να τα αξιολογήσω και είναι πολύ προσωπική η πρόσληψή τους, όπως πχ η ποίηση.
Ο "πυρήνας" του βιβλίου είναι μια συλλογή μύθων, άλλων γνωστών και αναγνωρίσιμων και άλλων όχι, τους οποίους βέβαια δεν αντιγράφει ο συγγραφέας αλλά τους επεξεργάζεται και μας του δίνει με τη δική πινελιά. Στην ουσία τηρώντας μια μακραίωνη παράδοση, μας τους αφηγείται, απλά το κάνει γραπτά και όχι προφορικά.
Όλους αυτούς τους μύθους ενώνει μια κοινή αφηγηματική γραμμή, η οποία στην αρχή είναι λίγο ασαφής αλλά καθώς προχωρά το βιβλίο, γίνεται ξεκάθαρη και είναι στην ουσία η πορεία του αφηγητή μέχρι την ολοκλήρωσή του.
Ένα ιδιαίτερο βιβλίο που δεν πρέπει να το προσεγγίσετε με τη συμβατική λογική ενός μυθιστορήματος αλλά αξίζει να το διαβάσετε και να ανατρέχετε σε αυτό.
Ως δημιουργός και εγώ, ένιωσα πολύ κοντά σε μένα όλη την ιστορία του Αντρέα Μιχαηλίδη. Ένιωσα τον αφηγητή κοντά μου στις αγωνίες και στις ιστορίες του, ιστορίες που έφτασα να αναρωτιέμαι κατά πόσο είναι τελικά αληθινές. Σε αυτό συνειδφέρει τόσο το περιεχόμενο όσο και η ρευστή, προφορική γραφή. Το δεύτερο μισό του βιβλίου το διάβασα σχεδόν χωρίς σταματημό.
Οι ιστορίες με τα εφτά σφυριά και το γκρίζο μαχαίρι θα μείνουν για καιρό στο μυαλό μου, τόσο λόγω του προσωπικού χαρακτήρα τους, όσο και της άψογης δομής και του αντίκτυπού τους στην ιστορία συνολικά, αλλά και στον αναγνώστη.
Ίσως το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το βιβλίο δεν το διάβασα μόνο, αλλά, όπως είπα και πιο πάνω, το ένιωσα. Και αυτό σημαίνει ότι το Ρόπτρο των Ανθρώπων λειτούργησε.
Mια απαιτητική ιστορία που απευθύνεται σε απαιτητικούς αναγνώστες. Μπόλικη τροφή και ουκ ολίγα δεδομένα για το μυαλό για να επεξεργαστεί και να δώσει τη δική του εκδοχή. Αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη επιτυχία για ένα συγγραφέα.
Το αμόνι που τραγουδά, είναι μία μίξη από μικρές φανταστικές ιστορίες με στοιχειά της ελληνικής μυθολογίας, της σύγχρονης Ελλάδας (αλλά και της βόρειας Ευρώπης και της Ιαπωνίας), χωρίς να νιώθεις στο ελάχιστο ότι αντιγράφει.Ένα αλληγορικό ταξίδι στο πως γίνεται κανείς storryteller, μέσα από τα μάτια του συγγραφέα. [...] Ιστορίες βγαλμένες από παραδοχές της ελληνικής κοινωνίας, μύθους και βιώματα-εμπειρίες της καθημερινότητας, συνδυασμένες με εξαιρετική μαεστρία με τη φαντασία και τη μυθοπλασία παραδίδοντάς μας ένα πρωτόγνωρο και συνάμα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο που σαφέστατα θα συνιστούσα και θα παρότρυνα και τους αναγνώστες του άρθρου αυτού να το έχουν υπόψιν.
Για να πω την αλήθεια δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική, όταν έχεις ακούσει τον συγγραφέα να αφηγείται όλο το βιβλίο στο μυαλό μου ήταν με την αφήγηση του. Δεν παίρνει περισσότερα αστεράκια να βάλω όμως, οπότε 5/5 από μένα.
Ένας παραμυθάς αφηγείται την ιστορία του από την εποχή που ξεκίνησε να αφηγείται τις πρώτες του ιστορίες. Ένας μάλλον απροσδόκητος εχθρός θα σταθεί στο δρόμο του. Ο παραμυθάς καλείται να τον αντιμετωπίσει, και τα όπλα που αποκτά στο δρόμο είναι πολλά και παράξενα.
Θα μπορούσε κανείς να το πει coming of age, αλλά δεν είναι, όχι ακριβώς. Είναι περισσότερο συνειδητοποίηση ενός ενήλικα, ενός ανθρώπου που έχει από καιρό βγει από τον δρόμο του εφήβου. Τα μάτια μέσα από τα οποία βλέπουμε τον κόσμο είναι σκιαγμένα από την ωριμότητα, τα λόγια που ακούμε όχι εκείνα ενός παιδιού.
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης ανέλαβε το τιτάνιο έργο να μιλήσει με λόγια προφορικά στο χαρτί. Δυσκολεύεσαι να τον ακολουθήσεις, αλλά δε θέλεις και να τον αφήσεις, εκεί που τελικά σε πηγαίνει η ιστορία του είναι μέρος μαγικό και μαγεμένο. Ο λυρισμός πάει χέρι με χέρι μ’ εκείνο το σκιαγμένο ενήλικο βλέμμα του. Και ταυτόχρονα, η τρυφεράδα για τα όσα συμβαίνουν ξεχειλίζει, στάζει από την άκρη των χειλιών-γραμμάτων και γλυκαίνει τη στιγμή, την ώρα, τη μέρα. Πρώτη φορά θα διαβάσεις παραμύθια για ενήλικες για ενήλικες, με τέτοιον τρόπο γραμμένο.
Ένα αφήγημα, σπονδυλωτό το λες, που ωστόσο κάθε μία ιστορία έχει σχέση με την κεντρική και την οδηγεί στο τέλος. Ένας αφηγητής, που αν τον ακούσεις ν’ αφηγείται, θα καταλάβεις γιατί γραφεί έτσι, πώς ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ να γράψει έτσι. Πώς καταφέρνει να μας κάνει να τον ζηλεύουμε, ανάξιοι εμείς της μαγείας που φέρει.
Δε νομίζω ότι, αντικειμενικά, μπορώ να βάλω βαθμό στο βιβλίο αυτό. Και αυτό επειδή είναι το λιγότερο έργο ιδιαίτερο.
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι προφορικός αφηγητής και, εδώ τουλάχιστον, μαζεύει μερικές από τις ιστορίες που αφηγείται σε γραπτή μορφή. Παράλληλα όμως τις δένει μέσα σε μία προφορικότατη και αλληγορική αφήγηση που έχει τις παραδοσιακές για το είδος επικλήσεις στη "μούσα" (και τον ακροατή) και λειτουργεί παράλληλα και σαν ένα ταξίδι του αφηγητή προς την τέχνη του (η ιστορία "τα εφτά σφυριά" άνετα θα χωρούσαν πχ σε ένα βιβλίο δημιουργικής γραφής). Οι ιστορίες που υπάρχουν εδώ είναι μύθοι και παραμύθια της έμπνευσης του συγγραφέα και ως τέτοια λειτουργούν, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν οι "επικλήσεις" και τα "οράματα" που θυμίζουν μαγικό ρεαλισμό, συμβολσμό και υπερεαλισμό.
Η γλώσσα από την άλλη είναι σίγουρο ότι δουλεύει άψογα όταν σου διαβάζουν την ιστορία, έχει λυρισμό και ρυθμό και σου μένει στο μυαλό (το ξέρω, γιατί 2-3 από τις ιστορίες που έχουμε εδώ μέσα τις έχω ακούσει ζωντανά), είναι καθαρά υποκειμενικό όμως το αν, διαβάζοντάς τες, τις ευχαριστιέσαι το ίδιο.
Αν όλα τα παραπάνω σας φαίνονται ενδιαφέροντα θεωρήστε ότι η κριτική είναι πεντάστερη. Αφαιρέστε ένα αστέρι για κάθε τι που σας "χαλάει". Αποφασίστε πόσα αστέρια είναι το μίνιμουμ που θα διαβάζατε. Ή πόσο πολύ θέλετε (ή όχι) να διαβάσετε ένα ιδιαίτερο βιβλίο.
νδρέα Μιχαηλίδη είναι μια συλλογή από μικρές, υπέροχες ιστορίες-παραμύθια-παράθυρα προς έναν -ή περισσότερους!- κόσμους. Οι ιστορίες, αν και εκ πρώτης όψεως δείχνουν ανεξάρτητες η μία από την άλλη, στην πραγματικότητα συνδέονται μέσ' από τα σύμβολα που τόσο επιδέξια χειρίζεται ο συγγραφέας αλλά φυσικά και μέσα από το ιδιαίτερο ύφος του λόγου του, το οποίο κατά τη γνώμη μου αποτελεί το κυριότερο εργαλείο του. Η φαντασία του Μιχαηλίδη δεν είναι αχαλίνωτη, ανεξέλεγκτη. Αντίθετα, πατάει γερά πάνω σε γνωστά αρχέτυπα, τόσο από την αρχαία ελληνική μυθολογία όσο και από τη νεότερη λαϊκή μας παράδοση. Τα παλιά παραμύθια ντύνονται με φανταχτερούς αφηγηματικούς μανδύες και χάρη στον απλό, σχεδόν προφορικό, λόγο του κειμένου ο αναγνώστης μεταφέρεται απόλυτα και ολοκληρωτικά στα περιβάλλοντα των ιστοριών. Το Αμόνι που Τραγουδά αποτελεί ένα κορυφαίο επίτευγμα της Λογοτεχνίας του Φανταστικού, ένα βιβλίο γεμάτο απολαυστικά ξόρκια που θα ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη - ακόμη κι αυτόν που δεν αρέσκεται να διαβάζει για "Ξίφη, Δράκους και Μαγείες" - ιδιαίτερα αυτόν, μάλιστα, γιατί θα εκπλαγεί και θα ξαφνιαστεί ευχάριστα από το εύρος των θεμάτων και τον προβληματισμό που μπορεί να θέτει ένα αυθεντικό έργο του Φανταστικού! (less)
Κατάλαβαίνω και αυτούς που τους άρεσε αυτό το βιβλίο και αυτούς που δεν τους άρεσε. Σχεδόν όλες του οι φράσεις είναι πολύ όμορφες, γραφικές, ποιητικές, γεμάτες εικόνες και χρώματα και συναισθήματα, αλλά ενδεχομένως κάποια στιγμή μπουκώνεις από όλο αυτό. Του αξίζουν 4 αστέρια και μόνο για την φροντίδα στο γράψιμο, τις πολλές πολλές ιδέες, την επιλογή να γράψει με εικόνες αντί εγκεφαλικά μέχρι ακατανοησίας, όπως συνηθίζεται τελευταία, και γενικά για τη συμπυκνωμένη ομορφιά του κειμένου. Αλλά μου έλειψε κάπως η δράση, το να υπάρχουν γεγονότα ντυμένα με αυτή την ομορφιά και να μην πηγαίνουμε απλώς από τη μία όμορφη παρομοίωση στην άλλη. Θα συνιστούσα σε κάποιον που θεωρεί την καθημερινότητά του γκρίζα και αδιάφορη και έχει κακή διάθεση να διαβάζει ένα διήγημα τη φορά, για να μην το τελειώσει πολύ γρήγορα ή/και να μη μπουκώσει, είπαμε. Εγώ περιμένω το επόμενο του ίδιου συγγραφέα.
Από τα πιο ξεχωριστά βιβλία που έχω διαβάσει. Το λέω με το χέρι στην καρδιά: είναι υπέροχο, συγκινητικό, αλλά δεν είναι για όλους. Θέλει προσοχή, όμως, αν το ανοίξεις, να ξέρεις ότι ανοίγεις μία πύλη που θα σε οδηγήσει κάπου πολύ βαθιά (και δεν θα ξανακλείσει ποτέ). Δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μια μαγική (και το εννοώ, μαγική) αφήγηση. Περιέργως, έχει αρχή, μέση και τέλος, και λέω "περιέργως" επειδή αυτό δεν φαίνεται αν δεν φτάσεις στο τέλος.
Ενα πολυ ομορφα γραμμενο βιβλιο που σε ταξιδευει σε εναν κοσμο ονειρικο. Σε ξεκιναει στην πραγματικοτητα και σε μεταφερει στην φαντασια. Θα το προτεινα ανετα στους αναγνωστες του φανταστικου.