Μια γυναίκα που ερωτεύεται κτίρια. Ένα αγόρι γεννημένο χαρταετός. Ένας γιος που πασχίζει να εμφανίσει καρκίνο. Ένας άντρας που εκτρέφει μια κουκκίδα μέχρις ότου αυτή θεριέψει και γίνει μαύρη τρύπα. Μια απατημένη σύζυγος που αφαιρεί χειρουργικά τον εραστή του άντρα της. Ένας στρατιώτης που πείθεται πως η σιωπή και το φως ανήκουν στην αντίθετη παράταξη. Ένας υπάλληλος γραφείου που γελάει μέχρι σημείου εξαφάνισης. Ένας φίλαθλος που ανακαλύπτει το πιο όμορφο χέρι του κόσμου. Ποιος κερδίζει το έπαθλο χειρότερης συμφοράς στον άτυπο διαγωνισμό που λέγεται ζωή; Ποιος κόβεται καλύτερα, δηλαδή χειρότερα;
Ο Κωνσταντίνος Τζήκας εμφανίστηκε μέσα από το θεατρικό του έργο που διακρίθηκε στη Γαλλία “Νεκρά φύλλα”, μια παράσταση που απόλαυσα στην Ελλάδα και με έκανε να ακολουθώ τα βήματά του. Δύο χρόνια αργότερα, είχα στα χέρια μου το πρώτο του βιβλίο, “Κομμένα”, το οποίο αποτελείται από 13 διηγήματα – δεν είναι τυχαία άτυχος ο αριθμός τους.
Εξαρχής ορίζει πως μια διαστροφή μπορεί να έχει σκοτεινή αλλά και υπέρλαμπρη πλευρά. Με μοναδικό χειρισμό του λόγου, φαρδύ και ορμητικό – εννοείται και αιχμηρό -, μού έδωσε χαρακτήρες που εύκολα συναντάμε στην καθημερινότητα μας, αλλά ζουν ταυτόχρονα μέσα σε μια στείρα από επιρροές πραγματικότητα, με εμμονικούς μυκηθμούς και μια γλυκόξινη επίστρωση υπαρξιακού ερωτισμού.
Ο σουρεαλισμός ποτίζει κάθε αντιήρωα, ο οποίος συγκρούεται με τον – ας μου επιτραπεί ο όρος – κυβισμό του φυσικού του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα είτε μια αέναη πτώση είτε το χαιρέκακο χαμόγελο ενός θεού που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα. Προσωπικά, απόλαυσα κάθε διήγημα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω την αλληγορία όπου υπήρχε, γελώντας πλάι στον θεό όταν τον εντόπιζα.
Απόκτημα από το κλασικό παζάρι βιβλίου, από αυτά τα βιβλία που παίρνεις σχεδόν στην τύχη σε τέτοιες περιπτώσεις, χάρη στις τιμές επιπέδου δυο ή τριών ευρώ και επειδή καμιά φορά τυχαίνει να βρίσκεις διαμαντάκια που δεν τα είχες προσέξει όταν κυκλοφόρησαν στα βιβλιοπωλεία. Εδώ δεν πρόκειται για διαμαντάκι, η αλήθεια είναι ότι δεν ξετρελάθηκα κιόλας από τα διηγήματα της μικρής αυτής συλλογής, τα περισσότερα ή και όλα ήταν αρκετά κουλά και περίεργα και παραληρηματικά, το μόνο σίγουρο είναι ότι το βιβλίο δεν είναι για όλα τα γούστα. Ορισμένα διηγήματα μπορώ να πω ότι μου άρεσαν μέσα στην τρέλα τους και τον σουρεαλισμό τους (π.χ. "Η γυναίκα που αγαπούσε τα κτίρια", "Σακατεμένη ωχροχέρα", "Κάντυ" κ.λπ.), αρκετά όμως τα βρήκα μέτρια και όχι του γούστου μου. Οριακά θα βάλω τρία αστεράκια στο βιβλίο, λόγω συγκεκριμένων διηγημάτων. Κατά τ' άλλα, δεν ξέρω σε ποιον θα το πρότεινα. Στους λάτρεις των σουρεαλιστικών, κουλών, τρελών ιστοριών; Μάλλον. Πάντως δεν νιώθω ότι έχασα τον χρόνο μου, άξιζε μια ανάγνωση εκ μέρους μου. (5.5/10)