Μια χώρα. Μια πόλη. Οι άνθρωποι... Η Στεφανία, ο Κλεάνθης, ο Τονίνο (που θέλει να τον φωνάζουν Σαμποτάζ)...
Σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης. Αλλάζουνε όλα και όλοι.
Αλλάξανε -γαμώτο μου!- οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα σπίτια.
Αλλάξανε οι άνθρωποι... Πάρ’ το χαμπάρι, φίλε!
… Μα κάποια πράγματα -το ξέρω και δε χρειάζεται εσύ να μου το πεις- δεν έχουν, ακόμα, αλλάξει.
Όπως τα μαλλιά της Στεφανίας! Ήταν και παραμένουν κόκκινα. Και μακριά. Και όλο μπούκλες.
Όχι, αυτά δεν αλλάξανε... Ακόμα έστω.
Είναι μαλλιά που είχαν και έχουν την απόχρωση μιας φλόγας την ώρα που ετοιμάζεται να σβήσει. Έτσι ήταν τα μαλλιά της Στεφανίας από πάντα. Και πάντα κόκκινα παραμένουν? δεν αλλάξανε. Μα μέχρι πότε θα είναι τα ίδια;
Ο Μάνος Κοντολέων (English: Manos Kontoleon) γεννήθηκε στην Aθήνα το 1946 από γονείς που κατάγονταν απ' τη Σμύρνη. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, αλλά ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια δημοσιεύοντας κείμενα του στο περιοδικό "Διάπλαση των Παίδων". Tην πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα την κάνει το 1969 συμμετέχοντας σε ανθολογία νέων πεζογράφων και μετά από δέκα χρόνια κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο. O Mάνος Kοντολέων ασχολείται με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι και δοκίμιο. Eίναι ταχτικός συνεργάτης διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων (Aυγή, Bήμα, Διαβάζω, Tραμ, Πόρφυρας, Λέξη κ.ά) όπου και δημοσιεύει κριτικές, άρθρα και λογοτεχνικά κείμενα. Είναι μέλος συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Διαδρομές στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους". Γράφει σενάρια τηλεοπτικών προγραμμάτων για παιδία με θέματα γύρω από το βιβλίο και κάνει πολύ συχνά ομιλίες για τα προβλήματα και τους στόχους της Λογοτεχνίας για παιδία και νέους. Bιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευθεί από την Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών και από τον Kύκλο του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου. Kείμενα του (διηγήματα και άρθρα) περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου. O Mάνος Kοντολέων ζει στην Aθήνα μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους.
Με το έργο του συγγραφέως αυτού του βιβλίου είχα έρθει σε επαφή όταν ήμουν αρκετά νεότερος και ήξερα από τότε ότι είναι ένας συγγραφέας που έχει ιδιαίτερη απήχηση στη νεολαία. Από τότε, βέβαια, έχουν περάσει πολλά χρόνια και προφανώς δεν ανήκω σε αυτό το αναγνωστικό κοινό, ανήκω, όμως, στην κατηγορία αυτών των μεγαλύτερων ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν ακόμα να καταλάβουν τους νέους, οπότε σίγουρα μπορώ να καταλάβω το συγγραφέα και την πρόθεση του.
Η ιστορία που μας αφηγείται είναι μία από τις πολλές που εξελίχθηκαν στα χρόνια της κρίσης, με μία οικογένεια να διαλύεται υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη νεαρή πρωταγωνίστρια του βιβλίου και την οδηγούν σε πολύ δύσκολες επιλογές. Για αυτές, όμως, φυσικά δεν ευθύνεται η ίδια, σε μία αμαρτωλή πόλη δεν μπορείς να κατηγορήσεις τους κατοίκους της για τις αμαρτίες τους, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα.
Ένα πολύ ωραίο βιβλίο, γραμμένο με ευαισθησία αλλά και με τον κυνισμό που μας κληρονόμησε η κρίση, με απαισιόδοξη διάθεση που διακόπτεται από συγκινητικές παρηγορητικές στιγμές. Ένα βιβλίο για τα όνειρα που συνέτριψε η εποχή μας, για τους νέους που βλέπουν παντού αδιέξοδα, για τον απόηχο μιας εξέγερσης που δεν ήρθε ποτέ, για την ελάχιστη σωτηρία που μπορεί να προσφέρεις η αποδοχή της νέας ζωής, με ότι μας απέμεινε σε αυτή.
Γιατί 5 αστέρια;; Γιατί είναι καλογραμμένο, αποτυπώνει τόσες εικόνες, αναδύει τέτοιο πλούτο σε συναισθήματα που είναι αδύνατο να μείνεις αμέτοχος σε όλο αυτό. Οι πρωταγωνιστές είναι όλοι παρόντες, ολοζώντανοι, όπως ολοζώντανη είναι και η ίδια η πόλη, που με τη σειρά της αποκτά πρόσωπο και φέρει ευθύνες. Είναι αμαρτωλή, όπως ολόκληρη η κοινωνία που αφήνεται να βουλιάξει στο βούρκο της δυστυχίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σκληρό βιβλίο "ενηλικίωσης", ένα είδος λογοτεχνίας που προσωπικά δεν με συγκινεί, όμως για τους λάτρεις του απόλυτου ρεαλισμού, της γυμνής πραγματικότητας, όλες του οι σελίδες είναι ένα ποίημα. Ο Κοντολέων είναι μεγάλος λογοτέχνης και αυτό είναι ένα από τα καλά του δημιουργήματα.
«Αμαρτωλή πόλη». Ένα βιβλίο. Πολλά συναισθήματα. Όταν το πήρα στα χέρια μου, εντυπωσιάστηκα από το εξώφυλλο του. Ήταν πέρα από τα συνηθισμένα. Παράξενο μα και όμορφο συνάμα. Όσο παράξενη και όμορφη είναι η ιστορία που μας διηγείται ο Μάνος Κοντολέων στο βιβλίο του.
Τέσσερα πρόσωπα. Στεφανία, Κλεάνθης, Τονίνο, Κωνσταντής. Μία πόλη. Αμαρτωλή ή όχι εσείς αποφασίζετε. Τέσσερα πρόσωπα και μία πόλη. Χαρακτήρες, στιγμές, γεγονότα αληθινά ή μη που μπλέκονται μεταξύ τους.
Ο Μάνος Κοντολέων τοποθετεί το υπόβαθρο της ιστορίας του σε μία κατεστραμμένη οικονομικά Ελλάδα. Ναι στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Εκεί οι σχέσεις των ηρώων μας, με την κοινωνία αλλά και μεταξύ τους δοκιμάζουν και δοκιμάζονται, αμφισβητούν και αμφισβητούνται. Καταστρέφουν και καταστρέφονται. Επιβιώνουν όμως στο τέλος.
Η Στεφανία, είναι ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι που βλέπει την ζωή της να βουλιάζει στο βούρκο από την μία στιγμή στην άλλη. Είναι ένα κορίτσι που συνηθισμένη στις πολυτέλειες και τις ανέσεις, αδυνατεί να ανταπεξέλθει στα απρόσμενα γεγονότα της ζωής της. Γεγονότα που με την δική της απόφαση, αλλά πολλές φορές και απραξία/παραίτηση θα έλεγα, καταστρέφουν το μέλλον της και μαζί του όσες αξίες και όνειρα είχε στη ζωή της. Οι λάθος επιλογές της, η δειλία που την κυριεύει (αν και προσπαθεί να την πολεμήσει) και το πείσμα της, την οδηγούν σε κακά μονοπάτια και επικίνδυνα.
Ο Κλεάνθης, ένας σαραντάρης επιχειρηματίας βιώνει την αποτυχία. Βουλιάζει στα χρέη και βλέπει την επιχείρηση του, τους κόπους μιας ζωής και όσα έφτιαξε ληθαράκι, ληθαράκι, να γκρεμίζονται. Οι φανερές κατηγορίες της γυναίκας του και η εγκατάλειψη της, τον τσακίζουν, τον συνθλίβουν και τον ρίχνουν στην κατάθλιψη. Μόνο φωτεινό σημείο της ζωής του η κόρη του Στεφανία. Για αυτήν θα προσπαθήσει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το σκληρό της βλέμμα όμως και οι βουβές, αυτή την φορά κατηγορίες της, θα τον γονατίσουν για άλλη μια φορά.
Τονίνο, ένα μπερδεμένο αγόρι. Ένα αγόρι που κρύβει την ιδιαιτερότητα του και στην προσπάθεια του να την καμουφλάρει γίνεται ο σαμποτέρ του ίδιου του, του εαυτού. Σαμποτάζ θέλει να τον φωνάζουν. Ο Κωνσταντής. Ένας εικοσάχρονος φοιτητής. Ίσως και ο μόνος θετικός χαρακτήρας σε αυτή την ιστορία, κυνηγάει τα θέλω του και τα πετυχαίνει. Επιστρέφει όμως την κατάλληλη στιγμή για να δώσει, μάλλον, μία μορφή λύτρωσης.
Θα παραδεχτώ πως ήταν η πρώτη φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων. Και όμως ερωτεύτηκα τον τρόπο γραφής του. Η ωμή, κοφτερή του γλώσσα έδινε ένα άλλο αέρα ρεαλισμού στο κείμενο. Δεν φοβάται να πει αυτά που βλέπει καθημερινά στους δρόμους, δηλαδή την κατάντια και τον ξεπεσμό μιας χώρας και των ανθρώπων της, που όλοι μας έχουμε αποδεχτεί αλλά σιωπάμε. Οι χαρακτήρες του τόσο ζωντανοί, τόσο αληθινοί που πολλές φορές αναρωτιόμουν αν κάπου, κάποτε στη ζωή μου, έχω συναντήσει τυχαία, έχει διασταυρωθεί το βλέμμα μου με κάποιον από αυτούς ή με άλλους που ταυτίζονται μαζί τους.
Ο Μάνος Κοντολέων μέσα από το βιβλίο του τολμάει να πει όσα εμείς οι ίδιοι δεν λέμε, ακόμα και στους εαυτούς μας. Ξεσκεπάζει την κατάντια των ανθρώπων, των κτηρίων, ολόκληρων των πόλεων, περιγράφοντας συνθήκες κρίσης, φτώχειας, κακομοιριάς. Η «Αμαρτωλή πόλη» δεν είναι μια ουτοπία για τους αμαρτωλούς. Είναι μια βρώμικη πόλη, συναισθηματικά κατεστραμμένοι, κοινωνικά ξεπεσμένοι, ντυμένη με κουρέλια, αχτένιστα μαλλιά γεμάτα βρωμιές, όπως όλοι εκείνοι όσοι έχουν χάσει τα πάντα και το μόνο που τους έχει μείνει είναι, να περιφέρονται άδικα και αδιάκοπα μέσα στους αμαρτωλούς της δρόμους. Εικόνες, αισθήσεις, γεύσεις ακόμα και μυρωδιές μπλέκονται και εναλλάσσονται κατά την εξέλιξη των ιστοριών των χαρακτήρων του συγγραφέα. Η αφηγηματική σκοπιά αλλάζει πολλές φορές οπτική γωνία, βοηθώντας τον αναγνώστη να εμβαθύνει περισσότερο στην ψυχή του εκάστοτε ήρωα, στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις αποφάσεις που παίρνει.
Διάβασα το βιβλίο με μια αναπνοή. Η γραφή, ο λόγος, οι χαρακτήρες του συγγραφέα και η αμαρτωλή πόλη του, η αμαρτωλή πόλη που όλοι ζούμε με συνεπήραν. Με πέταξαν, με διέλυσαν, με βίασαν, με πλήγωσαν αλλά στο τέλος με εξύψωσαν προς ένα καλύτερο αύριο.
Μα το ερώτημα είναι ένα, πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή; Και πώς τάχα; Μήπως είναι οι κάτοικοι της που αφού πρώτα οι ίδιοι αμαρτήσουν, στη συνέχεια μολύνουν και την πολιτεία που τους φιλοξενεί; Ή να’ ναι η ίδια η πόλη που διοχετεύει τις αμαρτωλές σκέψεις της σε όσους την επέλεξαν για να ζήσουν μέσα στις λεωφόρους της, στα πάρκα της, στις πιο απόμερες γειτονιές της; Ό,τι κιν αν ισχύει, το αποτέλεσμα μένει σταθερό. Μιλάμε για μια πόλη αμαρτωλή. Που κάποτε -ίσως- να μην ήταν. Και μιλάμε, ακόμα, για ανθρώπους αμαρτωλούς. Που κάποτε -ίσως- να μην ήταν.