Το φθινόπωρο του 2009, η λαμπερή βιτρίνα της Αθήνας έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουν να δουλεύουν με αφοσίωση, να ερωτεύονται με πάθος, να αγαπούν τη μουσική, να διασκεδάζουν και να... σκοτώνουν. Αυτό θα διαπιστώσει ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος όταν κληθεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία μιας γυναίκας στις παρυφές του οδού Αθηνάς. Τα στοιχεία θα τον οδηγήσουν στην MP3, μια εταιρεία που ειδικεύεται στη μουσική και τη διασκέδαση. Εκεί θα γνωρίσει τον μικρόκοσμο των ανεξάρτητων ροκ ραδιοφωνικών σταθμών, θα συγκρουστεί με παλιούς γνώριμους και ανθρώπους της νύχτας και θα συναντήσει μια γυναίκα, μοιραία κι επικίνδυνη, σαν ηρωίδα παλιομοδίτικου νουάρ. Κάθε τόσο, στα πόδια του θα μπλέκει ένας εκκεντρικός άστεγος, ο οποίος γνωρίζει πάντοτε περισσότερα απ’ όσα λέει. Ποια φαντάσματα του παρελθόντος καταδιώκουν αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους; Τι τους φοβίζει και γιατί κρατούν το στόμα τους κλειστό;
Στην καινούργια περιπέτειά του, ο Χάρης Νικολόπουλος και η αφοσιωμένη ομάδα των συνεργατών του θα εμπλακούν προσωπικά στην υπόθεση που καλούνται να διαλευκάνουν. Στην πορεία της εξιχνίασης, ο Χάρης θα αναζωπυρώσει παλιές έχθρες, θα διευρύνει τις μουσικές του γνώσεις και θα δει τη ζωή του να παίρνει μια τελείως ανεξέλεγκτη τροπή.
Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και μετάφραση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση από το 1994. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Malcolm Bradbury, John Barth, Jonathan Coe, Percival Everett, Dave Eggers, Mary Gaitskill, Jane Smiley, David Malouf, Nick Hornby, Siri Hustvedt, Raymond Chandler, Agatha Cristie. Έχει επίσης αποδώσει στα ελληνικά κείμενα για τη σύγχρονη τέχνη (περιοδικό ART1), κείμενα για τον κινηματογράφο (εκδόσεις του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), ενώ έχει μεταφράσει κατάλογους εκθέσεων ζωγραφικής για τη Σχολή Καλών Τεχνών, το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, το Υπουργείο Πολιτισμού (Μπιενάλε Βενετίας και Σάο Πάολο), για τον κατάλογο του Φεστιβάλ Αθηνών (2009) , για πολλές γκαλερί και τεχνοκριτικούς, καθώς και για την Ένωση Τεχνοκριτικών Ελλάδος.
Επίσης, έχει γράψει δύο μονογραφίες για τους Beatles και τους Clash, για τις εκδόσεις "Απόπειρα", και είναι τακτική συνεργάτης του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού www.mic.gr.
Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Για μια χούφτα βινύλια" κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις 'Μεταίχμιο'.
Συνεχίζοντας με το τρίτο βιβλίο με ήρωα τον Χάρη Νικολόπουλο έχουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που πάλι το κεντρικό του θέμα είναι ο κόσμος της μουσικής, αυτή τη φορά του ραδιοφώνου. Προσωπικά έχω συμπαθήσει πολύ τον ήρωα της σειράς και μου αρέσει πολύ που όλα τα βιβλία έχουν το ίδιο κεντρικό θέμα.
Κατά τα άλλα είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα στη σύγχρονη Αθήνα, με αρκετό "ζουμί" και κάποιες ανατροπές, που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. Στίχοι από τραγούδια διανθίζουν σχεδόν κάθε σελίδα του κειμένου αλλά με επιτυχημένο τρόπο ενσωματώνονται στο κείμενο και δεν στέκουν παράταιρα.
Μοναδικό παράπονο 1-2 σημεία στο τέλος που έμειναν κάπως "φλου" για την αυστηρή "βρετανική" μου παιδεία στο αστυνομικό.
Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα έχουμε και άλλο βιβλίο με τον ίδιο ήρωα σε αυτό το μοτίβο.
Τρίτο βιβλίο για τον Χάρη Νικολόπουλο και σίγουρα το τελευταίο που διαβάζω. Δεν ξέρω αν θα βγάλει συνέχεια η Χίλντα Παπαδημητρίου αλλά καλώς ή κακώς δεν θα συνεχίσω στο ταξίδι του επιθεωρητή.
Θεωρώ πως η συγγραφέας ήθελε να δώσει μία νότα noir στο βιβλίο χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Ως αστυνομικό πάλι, δεν μπόρεσε να με καλύψει. Ο πρωταγωνιστής γυρίζει δεξιά και αριστερά χωρίς να προσφέρει τίποτα στην υπόθεση και όλη τη δουλειά την κάνουν οι υπόλοιποι.
Ανούσιες και κουραστικές περιγραφές οδών και σημείων που για όσους δεν είναι από Αθήνα δεν έχουν κανένα νόημα. Μπορεί βέβαια να το βλέπω εγώ έτσι γιατί τα ίδια λέω και για βιβλία του εξωτερικού που έχουν πολλές περιγραφές.
Δεν είναι ένα βιβλίο που θα πρότεινα. Αν και η γραφή έχει βελτιωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα, δεν με ικανοποίησε.
Βέβαια, οι μουσικές γνώσεις της συγγραφέως είναι απίστευτες και μέσα από τους διαλόγους και την υπόθεση μαθαίνουμε/θυμόμαστε πολλά συγκροτήματα και μουσικές. Όσοι αγαπάνε τη Μουσική θα βρουν πολλές προτάσεις για να ψαχτούν και να διευρύνουν τους μουσικές τους ορίζοντες
Έχω σαν "κανόνα" εδώ να μην βαθμολογώ με αστεράκια τα βιβλία των φίλων μου. Όμως μπορώ να γράψω τη γνώμη μου. Το τρίτο βιβλίο της Χίλντας με ήρωα τον Χάρη είναι, για μένα, το καλύτερο μέχρι τώρα. Παίζει πάλι με τη μουσική, η δράση είναι όλη στα δρομάκια της Αθήνας. Ο Χάρης έχει χωρίσει κι έχει προχωρήσει σαν χαρακτήρας, όπως κι όλοι οι βασικοί ήρωες γύρω του. Γρήγορη δράση, ενδιαφέρουσα πλοκή, καλό κείμενο. Ωραίο ελληνικό αστυνομικό :-)
Το χειρότερο βιβλίο που έχω διαβάσει φέτος, και ένα από τα χειρότερα αστυνομικά που έχω διαβάσει ποτέ! Βασικά, δεν θα το αποκαλούσα καν αστυνομικό. Ο κύριος πρωταγωνιστής, αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος, κάνει βόλτες στην Αθήνα, ξενυχτάει, ερωτεύεται, πίνει, διασκεδάζει, και περιμένει (σαν κλασικός Έλληνας αστυνομικός) να λυθεί η υπόθεση μόνη της! Πραγματικά σκέτη απογοήτευση σαν αστυνομικό.
Το τρίτο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, με ήρωα τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο, έχει τίτλο που συνδυάζει ό,τι ακριβώς διαπραγματεύεται. Η συχνότητα των φόνων αναμιγνύεται με…τις συχνότητες του ραδιοφώνου. Ο φόνος μιας άστεγης, πρώην ηθοποιού, τον Οκτώβρη του 2009, και παράλληλα μία διάρρηξη και ένας εμπρησμός, οδηγούν τα βήματα της ομάδας του αστυνόμου Χάρη Νικολόπουλου στον ραδιοφωνικό σταθμό της εταιρίας της MP3, που δραστηριοποιείται στον ευρύτερο χώρο της μουσικής, έχοντας επιπλέον στην κατοχή της ένα μπαρ και ένα περιοδικό. Ο ραδιοφωνικός σταθμός DM.FM, ο πιο ροκ σταθμός της πόλης, έχει χτυπηθεί από την κρίση, όπως άλλωστε και όλοι οι μικροί ανεξάρτητοι σταθμοί. Οι εργαζόμενοι, απλήρωτοι για μήνες, αναγκάζονται να απειλήσουν με επίσχεση εργασίας. Ο υπεύθυνος της εταιρίας εξαφανίζεται, και οι φήμες για πώληση του σταθμού φουντώνουν . Ο φόνος μιας άστεγης τι σχέση μπορεί να έχει με μια συχνότητα ; Είναι ο μόνος ή θα ακολουθήσουν κι άλλοι ; '' Το αίμα θέλει αίμα. Μάκβεθ, Πράξη Τρίτη, Σκηνή 4. '' απαγγέλλει ο Θύμιος, πρώην κομπάρσος και νυν άστεγος, φίλος του θύματος, και πράγματι μια σειρά φόνων έρχεται να προστεθεί στο ήδη ομιχλώδες τοπίο.
Επικεφαλής των ερευνών είναι ο Χάρης Νικολόπουλος, που τον γνωρίσαμε στα προηγούμενα δύο βιβλία της συγγραφέως. Ο συμπαθέστατος ήρωας, είναι πια στο στάδιο εκείνο της ζωής του, που μετά από δύο χρόνια δεσμού με την Μπετίνα, μια αχώνευτη σε μένα Ολλανδέζα, αναγκάζεται να αποδεχτεί την επιθυμία της για χωρισμό, όπως και κάθε τι άλλο που εκείνη του επέβαλλε στη διάρκεια της σχέσης τους. Βρίσκεται λοιπόν σε μια δύσκολη φάση και όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, τουλάχιστον μέχρι το πρώτο τρίτο του βιβλίου. Είναι όμως επιρρεπής στις προβληματικές γνωριμίες και έτσι γνωρίζει μία μοιραία γυναίκα που σε μένα θύμισε το απόλυτο θηλυκό-καρτούν την Jessica Rabbit. Αν δε, μέσα στις μουσικές αναφορές της Χίλντας Παπαδημητρίου, υπήρχε και το why don΄t you do right, θα ολοκλήρωνα την εικόνα που έφτιαξα στο μυαλό μου.
Συνέπεια όλων αυτών είναι ο Χάρης Νικολόπουλος να σου δημιουργεί την αίσθηση να καθίσεις μαζί του και να τον συνδράμεις, όμως καθώς τον βλέπεις έτσι αδιάφορο για τις υποθέσεις που τρέχουν στο γραφείο του, να περάσεις σε μια άλλη διάσταση - την πραγματική - και να αρχίσεις να αναρωτιέσαι, εμείς σαν πολίτες τι θα κάνουμε, αν όλοι οι αστυνομικοί είναι έτσι;
Με αποστασιοποιημένο τον κεντρικό ήρωα - σχεδόν μέχρι το μέσον του βιβλίου - η συγγραφέας περιδιαβαίνει, και μαζί της κι εμείς, τους στενούς δρόμους του κέντρου της Αθήνας, από την Περικλέους μέχρι και τα Αναφιώτικα, θίγοντας κοινωνικά ζητήματα όπως αυτό της ανεργίας ή της μοναξιάς και τονίζοντας τις αλλαγές που έγιναν από τα κτήρια μέχρι τις συμπεριφορές των ανθρώπων, που φαίνονται να ρημάζουν κι αυτοί ακολουθώντας άλλους δρόμους. Οι καιροί αλλάζουν, μαζί και οι άνθρωποι αναφέρει ο Χάρης, η κοινωνία όλη αλλάζει παρατηρεί η συγγραφέας μέσα από την περιπλάνησή της, κι όχι προς το καλύτερο. Το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας είναι αποτυπωμένο παντού. '' Οι άνθρωποι αποφεύγουν να κοιτάξουν τους άστεγους τους ζητιάνους και τους ανάπηρους. Λες και φοβούνται να αντικρίσουν κατάματα τη δυστυχία, μην τυχόν τους κολλήσει η επιδημία της συμφοράς. ''
Θύτες και θύματα θα υπάρχουν πάντα. Η κάθαρση και να έρθει δεν θα φέρει το πολυπόθητο αποτέλεσμα μιας και το μαύρο-άσπρο, το καλό και το κακό, πάντα θα υπάρχει στην καθημερινότητά μας και ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται δυστυχώς πολλές και δυνατές αφορμές για να καταλήξει στη βία και στο φόνο, είναι τα δύο συμπεράσματα που έβγαλα κλείνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου.
Όμως δεν θα το χαρακτήριζα αστυνομικό μυθιστόρημα. Πιστεύω πως είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με κάποια αστυνομική πλοκή ή με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Γιατί, ενώ τα αίτια είναι διακριτά, ενώ τα θύματα ορίζονται και οι ύποπτοι είναι πάνω από ένας, λείπει ο γρήγορος ρυθμός, λείπει το στοιχείο το απρόβλεπτο, αυτό που θα φέρει την αγωνία και την ένταση στον αναγνώστη, λείπει η έντονη δράση που θα τον κρατήσει σε εγρήγορση. Η εστίαση γίνεται πάνω στην πόλη, στα κοινωνικά θέματα, στα προβλήματα του κεντρικού ήρωα και ό,τι έχει σχέση με δολοφονίες και έρευνες, είναι απλώς τα κοντινά πλάνα. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, ο ρόλος του αστυνόμου Χάρη Νικολόπουλου σμιλεύεται κατά τέτοιο τρόπο, που ναι μεν είναι οικείος σε μας και '' ανθρώπινος '', εν τούτοις η προσωπική του ζωή στο μυθιστόρημα σκεπάζει την επαγγελματική, ενώ θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να επέρχεται τουλάχιστον μία ισορροπία ανάμεσα στις δύο. Το αποτέλεσμα είναι τα μεν '' λάθη '' του αστυνόμου και οι '' παραβλέψεις '' του, να δικαιολογούνται λόγω των προσωπικών του προβλημάτων, να μην κατανοούνται όμως από έναν αναγνώστη που αναζητά ένα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί δικαίως δεν μπορεί να δεχτεί αβλεψίες από ένα ρόλο που κατ΄ εξοχήν έχει να κάνει με την έρευνα, την επίλυση εγκλημάτων και την τήρηση των διαδικασιών. Και ναι μεν ο Χάρης είναι '' ανθρώπινος '' και ίσως πραγματικός, η μυθοπλασία όμως από την πραγματικότητα βρίσκεται είτε κοντά, είτε μακριά, ανάλογα πάντα με το είδος μυθιστορίας που αναπτύσσεται. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, η γραφή άρτια, και οι διάλογοι φυσικοί. Οι χαρακτήρες στημένοι σωστά, με εκείνον του Χάρη και εκείνον του άστεγου, πρώην ηθοποιού, να ξεχωρίζουν. Κατά τα άλλα το μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από νοσταλγία, σε κάποια σημεία από τρυφερότητα, και φυσικά από μουσικά ''ακούσματα '', διαφορετικά από εκείνα των δύο προηγούμενων βιβλίων της Χίλντας Παπαδημητρίου.
3,5* Χωρίς να είναι κάτι το πολύ ιδιαίτερο από πλευράς σύλληψης ιδέας ή πλοκή, δεν παύει είναι μια χαριτωμένη αστυνομική ιστορία, εύπεπτη, χωρίς κενά, με ωραίο ρυθμό που φεύγει πάρα πολύ γρήγορα. Την άκουσα με μεγάλη ευχαρίστηση. Για μια ακόμη φορά ο αφηγητής κος Θοδωρής Οικονόλομίδης ήταν εξαιρετικός. Νομίζω πως είναι ο αγαπημένος μου!
Μ'έκανε τα βαρεθώ λιγάκι σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει συνέχεια, προσωπικά πιστεύω πως δεν χρειάζεται. Λίγο πολύ έδωσε στοιχεία για το πώς και πού κατέληξαν οι πρωταγωνιστές της σειράς. Τι άλλο θα μπορούσε να πει σε ένα αστυνομικό-μουσικό μυθιστόρημα; Εγραψε για τα βινύλια, για τις συναυλίες και για το ραδιοφωνικό σταθμό, μένει τίποτα στην άκρη;
《Ο καιρός περνάει δίχως να κοιτάει τη δικιά μας μελαγχολία》, ωραία τα είπε ο Σαββόπουλος.
Και μονο που δεν ουρλιαζα όταν κέρδισα στον διαγωνισμό των flames της wind αστυνομικά για ενα χρόνο (12 απο συγκεκριμένη λίστα) Χαζεύοντας τα 30κάτι βιβλία,είδα μονο 2 Ελλήνων συγγραφέων. Τον σκοτεινό λαβύρινθο (που το είχα) και αυτό εδώ. Είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και μπήκε στην λίστα επιλογής μου. Εσείς τα λέτε noir,στο δικό μου κεφάλι θυμίζουν μεταμεσονύκτιες ταινίες στο αλτερ με σαξόφωνο ή τρομπέτα με ζουρντινα για μουσική υπόκρουση. Κάτι που εμένα μου αρεσει πολυ και δεν το λέω υποτιμητικά (και ας έβαζαν το κοκκινο Χ ,ακατάλληλο για ανήλικους αν και δεν υπήρχε λογος) Μονολογησα με τον εαυτό μου "Ας πάρω μια γεύση" και πριν προλάβω να το καταλάβω,πέρασε μια ώρα και σήκωσα το κεφάλι απο την σελίδα 70 με το ζόρι. Αστυνόμοι που θυμίζουν πιο πολυ ντετέκτιβ με σηκωμένο γιακά. Η εξωτικη femme fatale που δεν μπορούσε να λείπει (αν και μου θύμισε φουρειρα) Τοκογλύφοι,μαύρα λεφτα,ναρκωτικά,εκβιασμοί και όλα ξεκινούν απο ενα φόνο που είναι η μύτη του παγόβουνου. Για χάρη δυο γατισιων ματιών στη ραδιο-φονικη συχνότητα των FM που χαροπαλεύει στην Ελλάδα της κρίσης. Απο την αρχή μέχρι το τέλος σε κρατάει καθηλωμένο. Οι μουσικές αναφορές δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Και στα μέσα διαβαζόταν υπο τους ήχους του εξής άσματος : https://m.youtube.com/watch?v=ctu0UZf...
Δεν μου άρεσε ως κλείσιμο της τριλογίας. Το βρήκα υπερβολικό και φλύαρο. Νομίζω ότι με κούρασε λίγο, γιατί φαίνεται πολύ έντονα ότι θέλει να μοστράρει τις γνώσεις της σχετικά με τη μουσική. Και η αλήθεια είναι ότι με έχασε όταν διάβασα τη λέξη "πετσόπ" (ναι, εννοεί το pet shop!) Πώς γίνεται να χώνεται παντού και πάντα ο Ατσαλένιος; Κουράζει! Και πολύ μπέρδεμα για το τίποτα. Ο ένας σκοτώνει τον άλλον, σαν τον Highlander ("There can be only one"). Νομίζω ότι έμπλεξε πολλά θέματα μαζί - και το ραδιόφωνο και τα ναρκωτικά και τα συνδικαλιστικά και την τζαζ και τα μπλουζ και τη ροκ και τη femme fatale. Ο Χάρης Νικολόπουλος, όμως, εξακολουθεί να μου είναι πολύ συμπαθής ως πρωταγωνιστής.
It wasn't too bad but not good either. The main character is shallow and not relatable and too many of the discoveries are made by accident. Not to mention the mediocre ending.
We should have the 2.5 option. Because sometimes 3 is too much and 2 seems a little harsh. I'd rather be harsh than comforting.
Είναι, δυστυχώς, ένα από τα λίγα βιβλία που δεν μπόρεσα ποτέ να ολοκληρώσω. Ενώ με κέρδισε η περίληψη, αισθάνθηκα πολύ σύντομα να με κουράζει τόσο η πλοκή όσο και ο πρωταγωνιστής, ο οποίος (ίσως ηθελημένα από τη συγγραφέα) είχε μια κάπως αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και άφηνε σε δεύτερη μοίρα την ιδιότητά του ως αστυνομικός, με αποτέλεσμα να μην κυλάει η ιστορία.
Τρία αστεράκια μόνο, γιατί πολύ μπέρδεμα βρε παιδί μου με το ποιος σκότωσε ποιον και γιατί ... Κ μου έμεινε κ αυτή η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που είχα κ όταν διάβασα την πρώτη περιπέτεια του αστυνόμου Χάρη Νικολόπουλου, το "Για μια χούφτα βινύλια"
Με το ζόρι το τελείωσα για να δω που θα κορυφώσει η υπόθεση. Τελικά πουθενά. Ανευρο, χωρίς καμία σπουδαία πλοκή, κουραστικό με τις μουσικές εμμονές και άγευστο. Σε λίγες μέρες θα το έχω διαγράψει απ' τη μνήμη μου.
Ναι μεν διαβάζεται ευκολα,ένιωθα δε,ότι περισσότερο χρόνο πήρε να καταγραψει οδούς στην Αθήνα πάρα να στήσει ένα σκηνικό πιο ξεχωριστό.Παντως πιο εξελιγμένο από προηγούμενα ως προς τον τρόπο γραφης.
Αποτελεί το τρίτο μέρος των ιστοριών του Έλληνα αστυνόμου, Χάρη Νικολόπουλου. Ένα βιβλίο που κυρίως θα ταξιδέψει τον αναγνώστη σε μουσικά μονοπάτια, της τζάζ, του ρόκ, του λαϊκού αλλά και των ρεμπέτικων. Το βιβλίο δε θεωρείται αμιγώς αστυνομικό, παρόλα αυτά έχει αρκετά αστυνομικά στοιχεία. Φόνους, δολοφόνους, δράση, γρήγορο ρυθμό, και ανατροπές. Μια διαφορετική ιστορία, και ίσως η καλύτερη μέχρι στιγμής που θα μπορούσε να γράψει η Χίλντα Παπαδημητρίου για τον συμπαθέσταστο πλέον, αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο.