Άνθρωποι που βασανίζονται εξίσου από τη μοναξιά και από τη συντροφικότητα, άνθρωποι που στέκονται αμήχανοι και αμφίθυμοι μπροστά στη ζωή όπως αυτή συντίθεται από τα αδιέξοδα των ερωτικών σχέσεων και της οικογένειας, την ανεπάρκεια του ατόμου και της κοινωνίας, τις παγίδες της μνήμης και το αναπότρεπτο του θανάτου, άνθρωποι που βιώνουν την ύπαρξη πότε με απόγνωση και πότε με απάθεια, πότε με εμπεδωμένη θλίψη και πότε με χιούμορ.
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Ανεκπλήρωτοι Φόβοι" (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα "Η Λάσπη" (υποψήφιο για το Athens Prize of Literature 2015) και τη συλλογή διηγημάτων "Τραμπάλα", από τις εκδόσεις Μελάνι.
Μια «τραμπάλα» κατασκευασμένη να βοηθάει σε οργανικές διαδικασίες θεαμάτων συνήθειας και αποκαμωμένης επιβίωσης. Δημιούργημα επίμονων και επίπονων αποφάσεων απίθανα συνδεδεμένων με την ζωή, με μια ζωή που σπατάλαει αναλώσιμα μυστήρια, απο αυτά, που δεν ερμηνεύονται απο μετριότητες, μπορούν απλώς να κρυφτούν πίσω απο την έννοια της ευσπλαχνίας, ως λυτρωτική ολότητα, μα η μονόπλευρη διαφάνεια της καταστρέφει την κρυψώνα.
Ανάμεσα στα φρούρια της απομόνωσης κάποιοι αυτοκτονούν, όσοι καταλάβουν ότι ζουν μέσα σε έναν κόσμο που έχει ήδη αρχίσει να ραγίζει ανάμεσα μας και είναι τόσο κουρασμένοι απο φωνές και καταιγίδες που αξίζουν την σιωπή στη γαλήνη της σκοτεινιάς.
Η ανισόρροπη τραμπάλα των αισθήσεων και των παραισθήσεων, είναι συνδεδεμένη με μια κεντρική αντλία. Μια αταξία απάθειας και ευφυΐας που διοχετεύει τρέλα και λογική με την ίδια περίπου αναλογία, σε όλα τα σημεία μετάβασης των αισθημάτων, των ιδεών και των αξιών, πέρα απο κάθε ηθική περιβολή, στα μεταβατικά σημεία που φθίνουν, που τελειώνουν, που παραποιούν την σκέψη και φορτώνουν με βάρη τοξικολογικής συνείδησης τα θολωμένα μυαλά των θυτών και των θυμάτων.
Μια καρδιά λοιπόν είναι η «τραμπάλα», μια παροχή οξυγόνου και ονείρων στα υπόλοιπα όργανα, στα κατάλοιπα των παραμυθιών που μας έλεγε η μαμά όταν μας έλουζε με λιακάδα, λίγο πριν μας ταίσει αστέρια κλεμμένα απο παντοκρατορίες ουρανών, για να μην νιώθουμε καμία στέρηση στην κατωτερότητα της παιδικής μας χαράς. Φυσικά η μάγισσα κέρδιζε πάντα στην μάχη με την αγάπη της μαμάς, διότι, σε ένα γύρισμα του σκουληκοφαγωμένου γέροντα χρόνου η μαμά έπαυε να είναι αληθινή και δυστυχώς το ψέμα έθαβε για πάντα και την αγάπη της.
Στην τραμπάλα με αντίβαρο την ευτυχία, νικούσε πάντα ο πόνος που δεν καταδέχεται απο τη φύση του να δίνει εξηγήσεις. Τίποτα απολύτως δεν υπάρχει, σου εξηγεί ..., πέρα απο το νόημα του παράλογου γεγονότος της ύπαρξης. Διαχειριστικές ανωμαλίες συναισθημάτων ή τυχόν παρεξηγήσεις συνειδιακής επιπλοκής δεν αφορούν κανέναν ανθρώπινο χαρακτήρα. Κανείς δεν είναι υπόλογος για την έλλειψη αγάπης, την μοναξιά, την παγωνιά απο τα καυτά φιλιά που πρόδιδαν αρώματα συνήθειας, την παρακώλυση της κοινωνικής λειτουργίας, την απονομή Χάριτος απο την πλειονότητα των αδικιών, την ψυχαναγκαστική αποθεραπεία της θλίψης. Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε σε αυτούς που σπούδασαν χρόνια ολόκληρα για να μάθουν πως να σκορπίζουν συλλογές στιγμών ζωης απο ασθενείς που έκαναν ηλεκτροσόκ πριν ζητήσουν την βοήθεια τους.
Κουρδισμένη καρδιά να τραμπαλίζεται με προσοχή και ατελείωτη ονειροεφιαλτική παλινδρόμηση.
Είναι φορές που εξαντλείται και έχει ανάγκη να πιστέψει κάπου, σε κάτι, σε κάποιους , σε λόγια, σε αναπνοές ανάνηψης, σε εξηγήσεις , σε παραληρηματικά τινάγματα πραγματικότητας, σε μεθυσμένους έρωτες , σε φάλτσες φωνές που τραγουδούν, σε μελωδίες αναμνήσεων και σε προσωπικές νεκρικές πομπές στόλισμενες με δάκρυα απο λατρεμένα μάτια.
Τότε ειναι που παρεμβαίνει το αποκαρδιωμένο συλλογικό ένστικτο και σου φέρνει «το δώρο» σου, στολισμένο με ένα «κλεμμένο λουλούδι» απο αυτά που μόνο οι τρελοί μυρίζουν, καθώς οδηγούν το όχημα που κουβαλάει «καρδιές για φάγωμα» και ξεφορτώνει πληγές κακοφορμισμένες, μολυσμένες απο τη «μύγα» της καχυποψίας, ίσως εδώ να κοιμάται «ο μόνος πόνος» που βιώνεται μαζικά. Ίσως «το χασμουρητό» του να είναι μεταδοτικό σαν γλυκό χαμόγελο, που ζωγραφίζεται απο παιδικά χεράκια σε έναν «λευκό πίνακα» και λίγο πιο ‘κει μια πολύχρωμη ζωγραφιά απο τα ίδια παιδικά χεράκια.
«Ο σκαντζόχοιρος» που πήγε στην παιδική χαρά και έπεσε απο την «τραμπάλα» αλλά δεν θέλει να πεθάνει παρόλο που έσπασε η καρδιά του. Και ακουμπώντας το «κεφάλι στο τζάμι» η μοίρα του κόσμου αναστενάζει με ανακούφιση, με σιγουριά, με απόλυτη πεποίθηση πως η κατανόηση των λίγων απο τους πολλούς θα ξεχειλίσει με εξεγερμένα συναισθήματα και εκρήξεις δημιουργίας συμπαντικών παράλληλων κόσμων.
⭐️⭐️⭐️💜💜💜⭐️⭐️⭐️ 💥💥💥💥💥 ✍🏻💫 Καλή ανάγνωση. Πολλούς ασπασμούς.
Μία ελλειπτική πρόταση με ένα οξύμωρο σχήμα. Δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω με διαφορετικό τρόπο αυτό το βιβλίο. Αισθάνεσαι και την έλλειψη και το οξύμωρο. Έλλειψη σε κάθε διήγημα,πλήρη ή μερική και, κυρίως, συναισθηματική μεταξύ του εκάστοτε πρωταγωνιστή και των ανθρώπων που χρειάζεται ή θέλει να έχει δίπλα του. "Χρειάζεται"...μεγάλης ανάλυσης λέξη. Για παράδειγμα,εγώ χρειαζόμουν ένα τέλος με μεγαλύτερη κάθαρση,ή -φύσει αισιόδοξη- ένα τέλος. Δεν ερχόνταν και δεν ήρθε,αλλά εδώ έγκειται και το οξύμωρο: Αισθάνεσαι μία επιθυμία να διαβάσεις και την τελευταία σελίδα,την τελευταία λέξη αν και νιώθεις ότι συναισθηματικά-και μόνο- θα σε απογοητεύσει. Ο λόγος ασθματικός,οι περίοδοι μακροσκελείς αλλά διαβάζοντάς το δεν θα ήθελες να αλλάξει κάτι γιατί ο λόγος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ψυχική θέση των πρωταγωνιστών. Ίσως, θα ήθελα μία πιο ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των ηρωών, καθώς υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκα οτι διαβάζω μια διαφορετική ιστορία προηγούμενου ήρωα.
bonus: Αν μετρήσεις πόσες φορές χρησιμοποίησα την λέξη αισθάνομαι ή παράγωγο αυτής, μην εκπλαγείς. Μετά από μία τέτοια δόση ρεαλισμού,θα το θελήσεις και εσύ.
Η Τραμπάλα περιέχει δέκα διηγήματα, των οποίων ο συνδετικός ιστός είναι η αλλοτρίωση και η μοναξιά του ανθρώπου στις σύγχρονες πόλεις και η διαταραγμένη προσωπικότητα. Οι ήρωές του, άρρενες πάντα, απέχουν αρκετά από το να ζουν μια απλή ή φυσιολογική ζωή. Αντίθετα, έχουν στην πλειοψηφία τους μια τεράστια δυσκολία να απολαύσουν τα απλά, καθημερινά πράγματα που απολαμβάνει όλος ο κόσμος, ενώ συχνά έχουν την ανάγκη κάποιου ειδικού («Ο μόνος πόνος», «Λευκός Πίνακας») ή φαρμακευτικής αγωγής («Τραμπάλα») για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με την καθημερινότητα. Κάποιες φορές, μάλιστα, η κατάστασή τους είναι τόσο οριακή που καταλήγουν στην αυτοκτονία («Σκαντζόχοιρος», «Τραμπάλα»).
Ίσως, η φράση «δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τον κόσμο που του έτυχε, είναι λίγος και μικρός» από το διήγημα «Τραμπάλα», να περιγράφει επακριβώς και τους δέκα ήρωες της συλλογής.
Με μια πιο προσεχτική εξέταση, διαπιστώνουμε ότι αυτό που βασανίζει τους ήρωες είναι η έλλειψη σκοπού και προορισμού στη ζωή τους, η έλλειψη επικοινωνίας, η μοναξιά, το κενό. Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, με τίτλο «Κεφάλι στο τζάμι», ο ήρωας ζηλεύει το τρένο, το οποίο «τρέχει ολοένα μπροστά, στιβαρά και σίγουρα […] Κανένας δεν μπορεί να το αγγίξει ή να του βάλει φρένο, κανένα παιδί να το πιάσει στα χέρια του και να το σηκώσει ψηλά για να το τινάξει λες και θέλει να κυλήσουν από τα παράθυρα οι άνθρωποι που κουβαλάει. Κι ούτε αγχώνεται, γιατί τον δρόμο του τον έχουν φτιάξει άλλοι για εκείνο, έτοιμο».
Άγχος, λοιπόν, ένα βασανιστικό και ανυπέρβλητο άγχος είναι το πρόβλημα των ηρώων του βιβλίου και τις περισσότερες φορές ο αναγνώστης αφήνεται να αναρωτιέται σχετικά με την αιτία αυτού του άγχους και να ψάχνει να την αποκρυπτογραφήσει μόνος του, μέσα από τις αποσπασματικές και έμμεσες νύξεις του συγγραφέα σ’ αυτές. Στο «Κεφάλι στο τζάμι» δεν γίνεται καμία αναφορά στο γιατί ο ήρωας νιώθει αυτό το κενό, σε μερικά διηγήματα οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με κάποια προβλήματα, την διάλυση μιας σχέσης («Η μύγα»), επαγγελματικά προβλήματα («Η μύγα», «Το χασμουρητό»), όχι όμως τόσο σοβαρά, που να δικαιολογούν μια τέτοια απόγνωση ή διαταραχή της προσωπικότητας. Πρόκειται για προβλήματα που όλοι αναγκαζόμαστε να βιώσουμε κάμποσες φορές στη ζωή μας. Σε δύο διηγήματα, όμως, το «Κλεμμένο λουλούδι» και το «Λευκός πίνακας» η αιτία του προβλήματος δίνεται ενδελεχώς και αποτελεί τον θεματικό πυρήνα του διηγήματος: στο πρώτο ο ήρωας έχει χάσει το μικρό του παιδί, ενώ στο δεύτερο, ο ήρωας σε νεαρή ηλικία, μαζί με άλλους συνομήλικούς του, αναγκάστηκε κυριολεκτικά να παρακολουθήσει μια αυτοκτονία.
Σ’ αυτό το τελευταίο, το άσχημο βίωμα στην παιδική ηλικία, ο συγγραφέας αναφέρεται έμμεσα με διαφορετικές αφορμές και σε μερικά ακόμα διηγήματα. Για παράδειγμα, στο συμβολικό διήγημα «Σκαντζόχοιρος», ο ήρωας όταν βρίσκει το ζωάκι ξεκοιλιασμένο στο δρόμο σκέφτεται «ένα μωρό ήταν, ρε, ένα μωρό με πατουσάκια και μεγάλα μάτια από μαύρο κεχριμπάρι που το πετάξατε στο λάκκο με τα λιοντάρια και του είπατε άντε, σκαρφάλωνε και γρήγορα, ένα μωρό ρε», ενώ λίγο πρωτύτερα ο ίδιος ήρωας λέει «φοράς παιδί μια πλαστική πανοπλία με ξύλινο σπαθί και νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να τα βάλεις με τον κόσμο, βούτυρο με καρφιά και πάει στον διάολο». Κατά τον ίδιο τρόπο, στο «Καρδιές για φάγωμα», όταν ο ενήλικος πια ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τους συνηθισμένους καυγάδες των γονιών του αγαναχτεί: «Οι φωνές τους και οι καθιερωμένοι καβγάδες λειτουργούσαν πάντα σαν αντιπερισπασμός από ό, τι με απασχολούσε στην πόλη, τους γυμνούς λευκούς τοίχους, τον αντίλαλο στο άδειο σπίτι, τα άπειρα απαράλλαχτα πρόσωπα στους δρόμους […] Μερικές φορές όμως ο αποπροσανατολισμός ξεχείλιζε, έσπαζε το φράγμα και ξεχυνόταν ορμητικός, σαρώνοντας». Και στα δύο αποσπάσματα διακρίνουμε τις σαφείς αναφορές στο εύθραυστο της παιδικής ηλικίας και στην αγριότητα ή αδιαφορία των ενηλίκων προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της ηλικίας αυτής. Παρόμοιο είναι και το μοτίβο στο διήγημα «Το δώρο», στο οποίο, ο ήρωας, πενηντάρης πλέον, το μόνο που δείχνει να θυμάται έντονα από την παιδική του ηλικία, ίσως και με τη μορφή εμμονής, είναι τον πατέρα του να καπνίζει.
Τέλος, ο συγγραφέας πατώντας πάνω στην φροϋδική θεωρία α) ότι όλη μας η προσωπικότητα διαμορφώνεται στα παιδικά μας χρόνια και β) ότι ο μόνος φόβος που μας κατατρύχει σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι ο φόβος του θανάτου βάζει τον ήρωά του στο δυνατότερο, κατά τη γνώμη μας, διήγημα της συλλογής με τίτλο «Ο μόνος πόνος» να λέει: «…δεν θέλω να πεθάνω σε κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο και με κανέναν τρόπο, το λέω ευθέως και δεν ντρέπομαι, φοβάμαι, είναι αυτός ο μεγαλύτερος βρόχος της ύπαρξης, το αιώνιο σύννεφο που είναι καρφωμένο πάνω από το κεφάλι σου και στέκει εκεί μαύρο και φουσκωμένο…»
Εκτός όμως από το θέμα της, απόλαυσα τη συλλογή και για το ύφος της. Το στυλ γραφής του συγγραφέα είναι εξαιρετικό, η χρήση της γλώσσας ψαγμένη και υποδειγματική. Πρόκειται για ένα βιβλίο που μάλλον θα διαβαστεί από πολλούς, πράγμα που προσωπικά εύχομαι.
Η μόνη εύλογη εξήγηση που μπορώ να δώσω για την έκδοση αυτής της συλλογής, είναι το ότι ο συγγραφέας και οι εκδότες του, θέλησαν να εκμεταλλευτούν την προηγούμενη επιτυχία του, όσο είναι ακόμα "ζεστή", έκαναν λοιπόν μια βιαστική συρραφή κειμένων υπό την γενικευτική περιγραφή "άνθρωποι βασανίζονται από μοναξιά" και το πλάσαραν στους αναγνώστες με τόση σοβαροφάνεια, λες και πρόκειται για χαμένο έργο του Κάφκα. Η Λάσπη δεν μου άρεσε και θεωρώ πως δεν είχε ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία για τους λόγους που είχα αναφέρει στην κριτική μου. Είπα λοιπόν να αγοράσω αυτό το βιβλίο γιατί 1. Πάντα θέλω να δίνω δεύτερη ευκαιρία σε συγγραφείς που δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. 2. Για ακόμα μία φορά υπήρξαν αναλύσεις που σε κάνουν να χάνεις τη ψυχραιμία σου, τύπου "θα γίνει κλασικό έργο νεοελληνικής λογοτεχνίας" (χωρίς καμία αιτιολόγηση εν τω μεταξύ αυτή η θέση), "διεισδυτικό", "υπέροχή γλώσσα", "συγκλονιστικό". Αναλύσεις επί αναλύσεων λέγοντας τις ίδιες μεγαλόστομες αερολογίες.
Στα του βιβλίου λοιπόν. Όλοι οι ήρωες ειναι ακριβώς οι ίδιοι. Βασικά, όλοι οι ήρωες είναι ο πρωταγωνιστής της Λάσπης. Καμία διαφορά από ιστορία σε ιστορία, καμία πρωτοτυπία, ανιαροί εσωτερικοί μονόλογοι γεμάτοι κλισέ. Τα κλισέ γενικά είναι διάσπαρτα σε όλη τη συλλογή, όπως για παράδειγμα στο Ο μόνος πόνος, όπου ο αφηγητής-ήρωας (εμ ναι, όλη η συλλογή είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τι άλλο περιμένατε ; ) εικάζει (όπως ακριβώς και ο ήρωας της λάσπης) πως ο ψυχίατρος του είναι ένα ευκατάστατο κάθαρμα, που δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τους ασθενείς ("πελάτες" όπως τους χαρακτηρίζει). Αξίζει να σημειωθεί πως και στη Λάσπη υπήρξε ανάλογο απαξιωτικό σχόλιο για την ιατρική.
Στο Καρδιές για φάγωμα, πάλι έχουμε το κλασικό κλισεδάκι "κακοί πλούσιοι", οι οποίοι πετάνε τις αγκινάρες που παράγγειλαν χωρίς καμία απολύτως αιτιολόγηση (δεν δικαιολογείται με βάση την πλοκή εφόσον τις είχαν παραγγείλει και της είχαν ζητήσει εναγωνίως πετυχημένες), απλώς και μόνο για να φανούν "άκαρδοι" και με συμπεριφορά Μαρίας Αντουανέτας αρχοντοχωριάτες. Η απόπειρα λεκτικού ιδιώματος στους διαλόγους του ίδιου διηγήματος είναι ολίγον κωμική, μιας και είναι φανερό πως ο συγγραφέας δεν τα καταφέρνει σε όλες τις λέξεις, με αποτέλεσμα στο μισό διάλογο να υπάρχει ιδίωμα από τους γονείς και σε άλλες περιπτώσεις, οι λέξεις που χρησιμοποιούν, να απηχούν "πρωτευουσιάνικο" αέρα. Επίσης οφείλω να σημειώσω ένα ακόμα σημείο που με ξένισε στο εν λόγω κείμενο. Αναφέρει κάπου ο αφηγητής το εξής : "Έμενε μετά την πλατεία, με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του -ένα παιδί κι ένα κορίτσι, οπως έλεγε αυτός κι όλοι στο χωριό". Βρήκα την εν λόγω παρατήρηση εκτός τόπου και χρόνου. Από όσο ξέρω, ο συγγραφέας έχει γεννηθεί τέλος ογδόντα. Εγώ γεννήθηκα αρχές ενενήντα και έχω μεγαλώσει επίσης σε μικρό γραφικό χωριό. Τέτοιες αντιλήψεις δεν υπάρχουν πλέον. Ειδικά εφόσον ο αφηγητής αφήνει να εννοηθεί πως σπουδάζει, οπότε μιλάμε για τωρινά χρόνια, ούτε καν για το ογδόντα ή το ενενήντα. Και δίνει έμφαση στο γεγονός πως ΟΛΟ το χωριό, έχει την ίδια ακριβώς αντίληψη. Θεωρώ επίπλαστη και ξένη την αναφορά. Λογικά μπήκε με το σκεπτικό μιας "λόγιας" πινελιάς στο διήγημα ώστε να απηχεί Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, κάτι που μένει στο κενό ως πρόθεση, εφόσον ο συγγραφέας δεν δημιουργεί, για ακόμα μία φορά, τις συνθήκες για να δικαιολογήσει μία τέτοια αναφορά με αποτέλεσμα να μένει ξεκρέμαστη στο κείμενό. Ειδικά εφόσον την ίδια στιγμή η μητέρα του αφηγητή παρουσιάζεται ως η βασική πηγή εισοδήματος της οικογένειας.
Ο Σκαντζόχοιρος αδιάφορο. Η ίδια ιδέα και πάλι, καμία συγγραφική δεινότητα που συγκλονίζει. Ακόμα και τα λογοτεχνικά σχήματα που χρησιμοποιεί (παρομοιώσεις, μεταφορές κτλ.) είναι προβλέψιμα, τίποτα που να σου δημιουργεί λογοτεχνική ευχαρίστηση.
Η Τραμπάλα, το διήγημα από το οποίο ονομάστηκε η συλλογή, όχι μόνο είναι αδιάφορο, αλλά -και το λέω με κάθε ειλικρίνεια- έχω ξεχάσει τί αφορούσε. Το διάβασα μάλιστα τελευταίο, μπας και κρατούσε ο συγγραφέας το μεγάλο ατού της συλλογής στο εν λόγω διήγημα, ώστε να μου άφηνε μια θετική γεύση το βιβλίο.
Το μόνο διήγημα που μου άρεσε ελαφρώς είναι Η μύγα, αν και εκεί δεν λείπουν πολλά από τα αφηγηματικά κλισέ της Λάσπης (πχ προσπαθεί να "σοκάρει" τον αναγνώστη με σκέψεις όπως να ουρήσει στην παλάμη ενός ζητιάνου). Αν δηλαδή η πρόθεση του συγγραφέα είναι να πλάσει χαρακτήρες περιθωριακούς και σοκαριστικούς, ακόμα και σε αυτό αποτυγχάνει γιατί επιλέγει ΠΑΝΤΑ ακρότητες επιφανειακές που δεν στέκονται σε κάποια υπαρξιακή ρωγμή, αλλά υπάρχουν απλώς και μόνο για να εξυπηρετούν την εν λόγω πρόθεση.
Εν κατακλείδι: σε όλα τα διηγήματα θα βρει κανείς τα ίδια στοιχεία: υποτιθέμενα αποσυνάγωγοι χαρακτήρες (ή μάλλον ο ίδιος χαρακτήρας αφού πρόκειται για μία και μοναδική φιγούρα) που απεχθάνονται τα κλαμπ, τη μουσική και το τσιγάρο, που κατάγονται από χωριό και πάνε στην πόλη, που ασχολούνται με τη συγγραφή, που τα χάλασαν με μια κοπέλα που προχώρησε και κάνει τη ζωή της, που έχουν κάποιο πρόβλημα με το φαγητο (έχει ένα κόλλημα με την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση). Μίνι περιλήψεις της Λάσπης δηλαδή ή παραλλαγές του Εγώ του συγγραφέα, δηλαδή κάτι που δεν μας ενδιαφέρει και δεν μας συγκινεί λογοτεχνικά. Κάποια διηγήματα είχαν μια αμυδρά ενδιαφέρουσα ιδέα πίσω τους, αλλά δυστυχώς χάθηκε από την τεχνική αδυναμία του Γκέζου να αναπτύξει μια φόρμα που δεν είναι ένας ατέλειωτος, βαρετός και μη λογοτεχνικός μονόλογος. Ειλικρινά, όλο το βιβλίο αυτό είναι. Τα διηγήματα δεν έχουν καμία ένταση, καμία κορύφωση και σχεδόν καθόλου πλοκή. Είναι μονάχα λέξεις που αραδιάζονται αφιλτράριστα. Αυτή η συλλογή είναι μία κωμική συμβουλή για τους απανταχού συγγραφείς: δεν είναι ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ γράφετε άξιο δημοσίευσης. Όσον για τον συγγραφέα, θα πρεπει να σκεφτεί αν είναι σε θέση να παράγει κάτι άλλο εκτός από πανομοιότυπες δουλειές. Γιατί αυτό κάνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Δεν μιλάμε για ένα προσωπικό ύφος, αλλά για μια επανάληψη του ίδιου ακριβώς βιβλίου. Και για ακόμα μία φορά προσπαθεί -ανεπιτυχώς- να μιμηθεί Φώκνερ, Σαραμάνγκου και άλλους με αποτέλεσμα το όλο σύνολο να είναι το λιγότερο τραγελαφικό.
Και κάτι τελευταίο. Πιστεύω πως η τάση που έχουν κάποιοι "κριτικοί" (συνήθως τους πληρώνουν οι εκδοτικές για προώθηση), να αναφέρονται σε ένα συγγραφικό πόνημα με διθυράμβους, επί της ουσίας καταστρέφει τη λογοτεχνία. Δημιουργεί προσδοκίες που δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν, ευτελίζει έργα μεγαλύτερα από το εκάστοτε παρουσιαζόμενο εφόσον τα εξισώνει με την κάθε τυχάρπαστη προσπάθεια, αποπλανεί με δόλο τον αναγνώστη προκειμένου να αγοράσει το εκάστοτε βιβλίο. Προσωπικά θα έγραφα επιεικέστερα πράγματα, αν δεν υπήρχε αυτή η άλογη, ανεδαφική και γλοιώδης προώθηση που παρατηρείται σχεδόν στην πλειοψηφία των έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, αν απουσίαζαν δηλαδή τα καραγκιοζιλίκια κατά τις παρουσιάσεις με "θεατρικές αναπαραστάσεις", ταινίες μικρού μήκους και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Ένα...2 θα το έβαζα δηλαδή.
Συμβουλή: με εννέα ευρώ, αγοράζετε πολύ καλύτερα βιβλία.
Ο οργισμένος Βαλκάνιος ξαναχτυπά. Με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Μέσα σε τρία χρόνια βραβεύτηκε, με το καλημέρα, με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, για τη συλλογή ποιημάτων του "Ανεκπλήρωτοι Φόβοι". Συνέχισε με μυθιστόρημα. "Η Λάσπη"του τάραξε τα νερά, έκανε δυο απανωτές εκδόσεις προς το παρόν και αγκαλιάστηκε, χωρίς δημόσιες σχέσεις, από ένα κοινό αναγνωστών ετερόκλητο, τόσο από άποψη ηλικιών όσο και από άποψη κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Και φτάνουμε στον φετινό Οκτώβρη που με τη συλλογή διηγημάτων του "Τραμπάλα" ανεβαίνουμε, αλλά η ροή της γραφής μας παρασύρει και τσακιζόμαστε, γιατί καθόλου δεν καταφέρνουμε να ελέγξουμε αν απέναντί μας υπάρχει αντίβαρο για να ισορροπήσουμε. Είμαστε κοινώς οι όμορφοι άνθρωποι που όμορφα τσακίζονται. Δέκα είναι συνολικά τα διηγήματα της συλλογής. Το πόση ώρα θα σου πάρει η ανάγνωσή τους, παίζει λίγο. Προσωπικά με nonstop ανάγνωση και με αμείωτη ένταση συναισθημάτων, διάβασα τα διηγήματα περίπου σε τρεις ώρες. Χτες το βράδυ έγινε αυτό. Σήμερα τα ξαναδιάβασα παίρνοντας και μολυβάκι για υπογραμμίσεις. Δεν μου χρησίμευσε.Το μολυβάκι εννοώ. Γιατί πάλι η ανάγνωση ήταν nonstop. Μπερδευόμουν κι αλαφιαζόμουν γιατί τον απόλυτο μηδενισμό του "Κεφαλιού στο τζάμι" διαδεχόταν η σκληρότητα της "Μύγας"που μου φώναζε "έλεος σε κανέναν μωρέ". Ούτε στον σακάτη με τη χαίνουσα πληγή που γίνεται άρρωστο κρέας, βορά στις ορέξεις της γιγαντιαίας πράσινης μύγας. Και μετά άλλη φυσαρμόνικα στο "Δώρο" που τελικά δεν καταλαβαίνω απόλυτα ποιο ήταν. Καπνίστρια γαρ τί περιμένεις; Mη θαρρείτε πως δεν μου έβγαλε τις ενοχές μου, που διάβαζα τα παιδιά μου τυλιγμένα σε ένα σύννεφο καπνού και τα φλόμωνα ανενδοίαστα, κάνοντας τους δώρο το παθητικό κάπνισμα. Αλλά πού χρόνο για πολλές σκέψεις... Ο "Σκαντζόχοιρος" μέσα στον παραλογισμό του,μου ξυπνά τα φιλοζωικά μου αισθήματα και ρίγη συγκίνησης με κατακλύζουν διαβάζοντας: "ένα μωρό ήταν ρε, ένα μωρό με πατουσάκια και μεγάλα μάτια από μαύρο κεχριμπάρι που το πετάξατε στον λάκκο με τα λιοντάρια και του είπατε άντε, σκαρφάλωνε και γρήγορα, ένα μωρό ρε". Ο παραλογισμός του διηγήματος καθόλου δεν με κάνει να το βλέπω έτσι, γιατί μωρά είναι τα ζώα μωρέ και παραλύω στη σκέψη πως μπορεί κάτι να μου πάθουν και καθόλου παράλογο δεν βρίσκω τελικά τον συλλογισμό του ήρωα πως με λίγο στρίμωγμα και δυο τρεις ακρωτηριασμούς θα τον χωρούσε το χάρτινο κουτί του νεκρού σκαντζόχοιρου. Θρίλερ για γερά νεύρα, σαν τη ζωή μας την άδεια και τη μοναχική. Αλλά καθόλου έλεος να απλωθούν τα φιλοζωικά μου αισθήματα. Ο "Μόνος Πόνος"με κυνηγά παραληρηματικά. Και είναι απολύτως στα μέτρα μου. Όχι γιατί ξαγρυπνώ αγωνιώντας αν ο θάνατος θα έρθει απρόσκλητα, αλλά γιατί κι εγώ αναζήτησα κάποτε τη λύτρωση πληρώνοντας συνεδρίες για ατέρμονους μονολόγους και τελικά και μένα ο μόνος πόνος μου ήταν αν ήταν αληθινός ή μια ρέπλικα αυτός που είχα απέναντί μου κι αν δεν κοίταζε κλεφτά το ρολόι μέχρι να συμπληρωθεί αυτή η έρμη ώρα της συνεδρίας, να μου συνταγογραφήσει τα σκευάσματα και να ξεμπερδεύει. Και μ' αυτή την πίκρα κάνω ένα μπρέικ και λίγο καλμάρω με το γλυκόπικρο "Κλεμμένο Λουλούδι"αν και σηματοδοτεί την οριστική απώλεια και στη συνέχεια με τις απόλυτα τρυφερές "Καρδιές για φάγωμα". Σ’ αυτό το διήγημα είναι η καρδιά του και η καρδιά της μάνας, που αυτές δεν μπορεί κανένας να τις μηδενίσει. Αντίθετα στην "Τραμπάλα"ελπίδα καμιά. Ούτε ο Μπέργκμαν ούτε τα ασπρόμαυρα "Καλοκαιρινά παιχνίδια" ακυρώνουν την αντίστροφη μέτρηση για τη συνάντηση με την τρίχινη γραβάτα και το από συνειδητή επιλογή τέλος. Στο "Χασμουρητό" δεν χασμουρήθηκα καθόλου παρά την προχωρημένη ώρα. Αντιθέτως πρώτη φορά γελούσα τρελά διαβάζοντας Γκέζο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υποψιάστηκα πως το χιούμορ ήταν απολύτως διαβρωτικό. Πως αυτού του είδους χιούμορ είναι και απολύτως ανατρεπτικό. Γιατί το χασμουρητό μεταλάσσεται σε αφ’ υψηλού κριτική έργων τέχνης, ενός πολύ υποψιασμένου κριτικού που όλοι κρέμονται από τη διάρκεια και την ένταση του χασμουρητού του. Γίνεται επίσης και καλλιτεχνικό ρεύμα μιας κι αν το καλοδείς η "Κραυγή"του Μουνκ είναι ουσιαστικά ένα τεράστιο χασμουρητό. Η ευφυία σ' αυτό το διήγημα πιάνει κόκκινο, γκαζάρει πως αλλιώς να το πω. "Ο Λευκός πίνακας"είναι κάτι σαν τη λαική ρήση "στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό". Όλα τελειώνουν με ένα κόκκινο έντονο σε λευκό φόντο. Ο Γκέζος ζωντανεύει την παιδική ηλικία όσο πιο σκληρά και αδιέξοδα μπορεί. Με φετίχ το κόκκινο είτε αυτό βρίσκεται στο κραγιόν και το βερνίκι νυχιών της παιδικής ερωτικής του φαντασίωσης, είτε στο αφράτο κόκκινο πρόσωπο του μόνου συμμαθητή που "πάει"ακόμα και για τον τρόπο που καταβροχθίζει τα κρουασάν χωρίς να τον νοιάζει τίποτα άλλο,είτε στον λεκέ που αφήνει στον λευκό πίνακα το αίμα του δασκάλου που αυτοκτονεί επιλέγοντας σαν φόντο τον λευκό πίνακα "εκείνο το πρωί της 5ης Μαίου". Έγραψα πολλά. Μπορεί και να σας μπέρδεψα λίγο. Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Να σας...ιντριγκάρω ήθελα μόνο για να σπεύσετε να διαβάσετε αυτά τα αριστουργηματικά σε σύλληψη διηγήματα με τον τίτλο "Τραμπάλα" ή ο φουτουρισμός στην τέχνη της γραφής.
Τα διηγήματα της συλλογής είναι εξαιρετικά. Η χειμαρρώδης γλώσσα του Γκέζου είναι ξανά εκεί, μπόλικες ανατροπές, απέριττος λυρισμός, σκληρό χιούμορ, διαρκής ενδοσκόπηση που φλερτάρει συνεχώς με μια ψυχολογική έκρηξη δίχως να υπολογίζει τις συνέπειες. Όλα τα διηγήματα διαθέτουν έναν συμπαγή συναισθηματικό πυρήνα που είναι δύσκολο και απαιτεί την προσπάθεια του αναγνώστη για να προσεγγιστεί. Επίσης ο Γκέζος δείχνει να κατακτά ένα προσωπικό, χαρακτηριστικό ύφος γραφής καθιστώντας τον άμεσα αναγνωρίσιμο στους αναγνώστες και αυτό είναι από μόνο του ένα ακόμα λογοτεχνικό παράσημο.
Τα συναισθήματα βαραίνουν την τραμπάλα. Άλλοτε στην κορυφή ο φόβος και η μοναξιά και άλλοτε η εντύπωση του περιορισμού τους. Ισορροπία κανένας ήρωας δεν θα βρει στην τραμπάλα του Γκέζου. Προσπαθούν να ξεφύγουν, να βρουν μια λύση λυτρωτική. Κάποιοι αναζητούν διαφυγή στον έρωτα, άλλοι στην συγγραφή, άλλοι στην παραίτηση... Η πρωτοπρόσωπη γραφή στα περισσότερα διηγήματα με έφερε τόσο κοντά με τους ήρωες που αισθάνθηκα κάθε συναίσθημά τους και κατανόησα την σκέψη τους. Κάθε διήγημα ποιο δυνατό από το άλλο και δεν μπορώ να ξεχωρίσω αγαπημένο. Ίσως "το κλεμμένο λουλούδι", ίσως ο "Σκαντζόχοιρος" , ή ίσως ο "μόνος πόνος"...
Χαίρομαι πολύ που ένας άνθρωπος της ηλικίας μου γράφει ένα τόσο ωραίο βιβλίο. Είναι απολαυστικά διηγήματα που διαβάζονται γρήγορα. Σίγουρα θα διαβάσω κι άλλα δικά του πονήματα.
Θα'θελα να δωσω 5*, αλλά πάλι 5 δινω συνήθως στα μεγάλα κλασσικά αριστουργήματα - θα μου πεις τι αδικία, ο χρονος μονο το χωρίζει για να γινει ενδεχομένως κλασσικό, και ο χρόνος μόνο κρίνει. -μπορω να δωσω 4μιση αγαπητο μου Γκουντριντς;-
Δεκα διηγηματα που τραμπαλίζονται αναμεσα στον ρεαλισμό και τον σουρρεαλισμό/ την διψα για ζωή και την απαισιοδοξία οτι αυτη τέλειωνει πρίν την ώρα της/ αναμεσα στο αστικό τοπίο και το χωριό/ ανάμεσα σε ανθρωπους βασανισμένους, διχασμένους, σχεδον διπολικούς, σχεδον σχιζοφρενείς - κανεις μας δεν ειναι καλα σ' αυτη την αρρωστη πόλη (Μα πως μπορεις να αισθανεσαι υγιής ζώντας σε μια άρρωστη πόλη;)
Γραφή που εναλάσσει ρυθμούς κατα το δοκούν ή ανάλογα τις επιταγές του εκάστοτε διηγήματος, άλλοτε εντελως ορθολογιστική με ολες τις τελείες της και τα σωστά σημεια στιξης / άλλοτε ασθματική, συνειρμική, τρελλαμένη σ' ενα μονολογο πνιγμένο στις δευτερεύουσες που σχεδόν θυμίζει Σαραμάγκου.
Με συναρπασε, το τελειωσα μεσα σε λιγη ωρα χωρις να κουνηθω (έκλεισα wifi) (το ξανανοιξα για να παραγγείλω και τα υπολοιπα του Γκέζου).
Το ξανασκέφτηκα. Θα βάλω 5 αστερια.
Γιατί, οπως ακουσα και σε μια ραδιοφωνική εκπομπή για τη λογοτεχνία, αν ανακατώναμε αποφθεγματα μεγαλων κλασσικών και νέων ημιάσημων συγγραφέων και τα μοιράζαμε χωρις όνομα συγγραφέα, τα πιο αγαπητά αποφθεγματα που θα διαλεγαν θα ηταν - φυσικά- των δευτερων. Κι αυτο εχει λέει αποδειχτεί κιόλας σε κατι τετοιες ερευνες που κάνουν στην αμερική, ξέρετε.
(και τωρα δυσκολευομαι να πρωτοδιαλέξω απόσπασμα)
"πόσο σπουδαίο είναι αυτό, πάντα θαύμαζα την ικανότητά της να ξεχνάει, τη θεωρούσα χάρισμα, αλήθεια, μάλλον όχι να ξεχνάς, απλώς να ξεγαντζώνεις ελαφρώς τα νύχια σου απο το πάτωμα καθώς σε σέρνει απο τα πόδια μπροστά ο χρόνος. εγώ τα κάρφωνα, απο πείσμα ή απο ανικανότητα δεν ξέρω, τα έχωνα βαθιά, να σκαλίσω ρυάκια με πριονίδι και αίμα."
"Υπάρχουν πράγματα που δεν πρόφτασε να πεί σε ανθρώπους που αγαπούσε, πολλά τα μοναχικά βράδια και τα ακόμα πιο δύσκολα πρωινά που πρέπει να σταθείς όρθιος στα πόδια σου μετά απο τόση απουσία, κυριως δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, αλλά η ζωή είναι μια τραμπάλα και σημασία έχει σε ποιά μεριά θα κάτσουν τα περισσότερα παιδιά, και τώρα στο κρεββάτι του νοσοκομείου δεν τον νοιάζει που τα γκρίζα του μαλλιά θα σταματήσουν να ρουφάνε αίμα απο το κεφάλι του, οχι, ας το πούμε ωμα, δε τον νοιαζει που πεθαίνει γιατί αν φανταστεί τον εαυτό του πάλι μικρό παιδί και του βάλει ένα πλαστικό σπαθί στο χέρι θα μπορούσε να πεί οτι τον κέρδισε τον πόλεμο"
Θα είμαι ειλικρινής με την κριτική μου. Θεωρητικά ένα βιβλίο διηγημάτων το βαθμολογείς/ κρίνεις επί του συνόλου. Πιστεύω πως είναι αρκετά δύσκολο να γράψει κάποιος/α ένα βιβλίο διηγημάτων και να είναι όλα ωραία, σίγουρα κάποια δεν θα είναι - σπάνια θα είναι. Επομένως, θα πρέπει να αρέσουν σε κάποιον/α περισσότερα από τα μισά για να κρίνεις αν τελικά σου άρεσε το βιβλίο επί του συνόλου. Στην περίπτωση της Τραμπάλας θα ήθελα να βάλω 2, καθότι μου άρεσαν 4 από τα 10 διηγήματα. Γενικά, δεν μου άρεσε το σύνολο γιατί το βρήκα κάπως κουραστικό. Όμως δίνω 3 αστεράκια για 2 από τα διηγήματα και 3.5 αστεράκια για 2 άλλα διηγήματα. Τέλος, είναι σίγουρα ωραίο το να γίνεται προσπάθεια από νέους ανθρώπους απλά δεν είναι καθόλου εύκολο.
Τι διηγηματάρες είναι το κλεμμένο λουλούδι και ο λευκός πινακας! Μικρά και αιχμηρά και τα υπόλοιπα έργα της συλλογής, σε θέλουν συγκεντρωμένο/η πλήρως στο διάβασμά τους, λόγω της χειμαρρωδους γραφής του συγγραφέα, που όμως αυτό είναι και ένα από τα ατού τους!
Ο κύριος Χρήστος Αρμάντο Γκέζος μετά το εξαιρετικό κοινωνικό μυθιστόρημα «Η λάσπη» επιστρέφει με μια συλλογή δέκα διηγημάτων μέσα από τα οποία προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τον περιβάλλοντα κόσμο και τον ψυχισμό του ανθρώπου. Με σύντροφο και δείκτη τις λέξεις, με όπλα του το ταλέντο και το προσωπικό του, χαρακτηριστικό ύφος γραφής διαλέγει δέκα διαφορετικές αφετηρίες, δέκα διαφορετικά θέματα, με εναλλασσόμενες μορφές αφήγησης και τεχνικές. Διαλέγει το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, την ομαλή αφήγηση αλλά και την πρωτοποριακή, αυτήν χωρίς τελείες, έτσι για να αυξάνεται ο παλμός του αναγνώστη. Δέκα διαφορετικές ιστορίες που όμως σε κάποια σημεία ομοιάζουν, μιας και κάποια χαρακτηριστιά επαναλαμβάνονται: η πίεση της δουλειάς, η απειλή της μοναξιάς, η ανάγκη για μια αύρα στο πλάι της ζωής, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την έκπτωση αρχών, η διαφορετικότητα...
Ο συγγραφέας πειραματίζεται με όποιον τρόπο ξέρει και μπορεί να στηρίξει με το στυλ του, χαρίζοντάς μου μια πληθώρα ιστοριών και αφηγηματικών αξόνων, προκαλώντας με κάθε φορά να φτάσω ως το τέλος κάποιες ιστορίες του. Ελάχιστες δεν κατάφερα, κυρίως λόγω του σουρεαλισμού ή της ποιητικότητάς τους, μιας και δεν είναι τα αγαπημένα μου είδη, σε κανένα όμως σημείο δεν ένιωσα χαμένος, μιας και η λεξιλογική απόδοση της καθημερινότητας, του εσωτερισμού, της εποχής μας είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας πένας που ξεχωρίζει διακριτικά από το ποτάμι των σημερινών λογοτεχνικών πονημάτων.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο «Καρδιές για φάγωμα», όπου μια φτωχή γυναίκα καθαρίζει αγκινάρες για λογαριασμό μιας γειτόνισσας και την πιάνει απελπισία γιατί μαύρισαν παρ’ ολο το λεμόνι που τους έριξε. Τι θα γίνει τώρα που η ξένη γυναίκα φυσικά τις θέλει άσπρες άσπρες να τις μαγειρέψει για τους μουσαφιραίους της; Μέσα σε περίπου 12 σελίδες ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει το κοινωνικό δέσιμο του χωριού, να καταγράψει την ντοπιολαλιά του και να τονίσει με τραγικό τρόπο τη ματαιότητα. Ο γιος της οικογένειας, με τη δική του ματιά, μας περιγράφει την καθημερινότητα της οικογένειάς του, μας δείχνει, ψάχνοντας για δανεικά ώστε ν’ αγοράσουν άλλες αγκινάρες μπας και τις σώσουν, τον τρόπο που φέρονται διάφοροι κάτοικοι του χωριού (κάποιος τσιγκούνης, κάποιος άνεργος, κάποιος με άφθονο έχειν) ανάλογα τη θέση τους και τη χρεία που τους χτυπάει την πόρτα. Πρόκειται για ένα μικρό διαμαντάκι με απρόσμενο τέλος, γεμάτο με όλα τα προτερήματα της γραφής του κυρίου Γκέζου.
«Η τραμπάλα» είναι μια φροντισμένη, καλογραμμένη συλλογή διηγημάτων, με ποικιλία μορφών, αφήγησης, περιεχομένου, συναισθημάτων και μια ένδειξη του πόσο μου λείπει ο κύριος Γκέζος σε κάτι πιο εκτεταμένο, όπως ένα μυθιστόρημα.
Από την αρχή αγάπησα τρελά τις καρδιές για φάγωμα, "αρρώστησα" με το σκαντζόχοιρο και έχει κολλήσει στο μυαλό μου το μοντέρνο έργο τέχνης πάνω στο λευκό πίνακα.. Έψαξα σε πολλούς ήρωες να βρω στοιχεία του Σάντο από τη Λάσπη (ένας ήρωας που δεν ξεπερνάς εύκολα)! Ένα βιβλίο που τελειώνει και του δίνεις στο καπάκι ραντεβού για την επόμενη ανάγνωση (ξέρεις πως και πάλι θα έχει κάτι να σου δώσει)!
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη Λάσπη στην Τραμπάλα δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές τον ρώτησα πότε θα εκδώσει το επόμενό του βιβλίο. Όταν είδα σχετική ανάρτηση που μας ενημέρωνε για την κυκλοφορία της Τραμπάλας, ήξερα ήδη ποια θα ήταν η επόμενη επιλογή μου.
Μετά βεβαιότητας όμως μπορώ να σας πω ότι θυμάμαι πως μου πήρε τρεις μέρες να διαβάσω τη Λάσπη για να ακολουθήσει η εξής κριτική:
«Ανακούφιση είναι να μπορέσεις να δεις τις σκέψεις σου αποτυπωμένες, εκφρασμένες, ζυμωμένες με το ταλέντο ενός επιδέξιου συγγραφέα. Η Λάσπη διαβάστηκε μέσα σε τρεις μέρες. Αγοράστηκε, ξεφυλλίστηκε λίγο στο μετρό, και μετά να σου η αδημονία να βρεθώ μόνη μου με τις εσωτερικές μάχες του ήρωα του βιβλίου, του Αλέξανδρου. Για τρεις μέρες έβγαινα μόνο για δουλειά, και όταν επέστρεφα, θα έβαζα το βιβλίο στην άκρη μόνο ενόψει κάτι όντως πιο σημαντικού.
»Εσωτερικές συγκρούσεις, ένας ήρωας αποφασισμένος να πεθάνει, που ξεμπροστιάζει την ψυχή του μπροστά στα μάτια μας σπάζοντάς τη σε χιλιάδες κομμάτια, με μια γλώσσα αναρχική μεν, πειθαρχημένη δε. Από την έναρξη της αφήγησης το διαβάζεις απνευστί λόγω της χαλαρής στίξης, πού και πού όμως ο συγγραφέας σε αφήνει να πάρεις μια ανάσα για να σε στροβιλίσει στη συνέχεια εκ νέου σε άλλο ένα παραλήρημά του.
»Έκπτωση αξιών, επιδερμικά αισθήματα, η παρακμή που παραμονεύει πίσω από τις μάσκες όλων μας, κακός εγωισμός, σήψη της κοινωνίας είναι κάποια από τα θέματα που μαχαιρώνουν το μυαλό του νεαρού Σάντο, που μαζί με τα βιώματά του, έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει τη μέρα των γενεθλίων του, αφού πρώτα δει εκείνη, αφού πρώτα αξιολογήσει και ξαναζήσει τις μνήμες του, αφού πρώτα μας πιάσει από τους ώμους και μας ταρακουνήσει. Εγώ τουλάχιστον έτσι ένιωσα. Στην αρχή το σοκ μου ήταν μεγάλο μιας και είχα καιρό να διαβάσω κάτι τόσο δυνατό, τόσο άναρχα λογοτεχνικό. Μετά όμως χάρηκα γιατί μπόρεσα και ταυτίστηκα όντας προβληματισμένη μπροστά στον κυκεώνα των σημαντικών γεγονότων που όλοι μας ζούμε και στον αντίκτυπό τους στο βαθύτερο είναι μας».
Η Τραμπάλα όμως, για κάποιον δικό μου λόγο, κέρδισε από την πρώτη σελίδα την αγάπη μου. Πρόκειται για δέκα διηγήματα. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου πληροφορούμαστε:
«Άνθρωποι που βασανίζονται εξίσου από τη μοναξιά και από τη συντροφικότητα, άνθρωποι που στέκονται αμήχανοι και αμφίθυμοι μπροστά στη ζωή όπως αυτή συντίθεται από τα αδιέξοδα των ερωτικών σχέσεων και της οικογένειας, την ανεπάρκεια του ατόμου και της κοινωνίας, τις παγίδες της μνήμης και το αναπότρεπτο του θανάτου, άνθρωποι που βιώνουν την ύπαρξη πότε με απόγνωση και πότε με απάθεια, πότε με εμπεδωμένη θλίψη και πότε με χιούμορ».
Αν κάποιος μου φέρει 5 στοίβες βιβλία και μου πει βρες ποιο είναι του Γκέζου, θα το βρω αμέσως. Η γραφή του είναι πολύ χαρακτηριστική. Πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο ασύντακτο, προτάσεις αραδιασμένες στη σειρά να συνδέονται σε μια παραληρηματική κορύφωση των αισθημάτων. Η ίδια η πλοκή κορυφώνεται μέσα από τη δομή του λόγου, προσφέροντας μια δομημένη, αυστηρή αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, σε σημείο τέτοιο που ο ρωσικός φορμαλισμός θα τον είχε αποθεώσει.
Και τα δέκα διηγήματα αγαπημένα μου. Δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιο. Και τα δέκα περιείχαν θραύσματα της ψυχολογίας μας. Κοινούς φόβους, έγνοιες, θλίψη που μοιραζόμαστε. Θα μπορούσα όμως να αποδώσω στο καθένα έναν κυρίαρχο για μένα τίτλο:
Κεφάλι στο τζάμι: αδιέξοδο Η μύγα: μοναξιά Το δώρο: η ανεπιθύμητη γονεϊκή κληρονομιά Σκαντζόχοιρος: υποκατάστατα αγάπης Ο μόνος πόνος: ανάγκη επαφής Κλεμμένο λουλούδι: μασκαρεμένος πόνος Καρδιές για φάγωμα: αγνωμοσύνη Τραμπάλα: επιβίωση Το χασμουρητό: αναβλητικότητα Λευκός πίνακας: γρατζουνισμένες ψυχές Όλα τα διηγήματα περιγράφουν το παζλ της δικής μας ύπαρξης. Πρόκειται για τη γνώση εκείνη που πασχίζουμε σε όλη μας τ�� ζωή να εσωτερικεύσουμε για να μπορέσουμε να πούμε ότι για μια στιγμή… ζήσαμε πραγματικά.
Ενδιαφέροντα όλα τα διηγήματα παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα. Ειδικά το ''καρδιές για φάγωμα'', το ''λευκός πίνακας'' και το ''κεφάλι στο τζάμι'' τα αγάπησα ιδιαίτερα. Είναι αρκετά σκοτεινές οι ιστορίες κι αντικατοπτρίζουν την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Αυτό που μου άρεσε ήταν πως δεν εξέλαβα τους ήρωες ως ''προβληματικές'' προσωπικότητες αλλά ότι το περιβάλλον είναι νοσηρό γι' αυτό κι εκείνοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να έχουν αυτή την κατάληξη.
[4+]... Ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων..με κάποιες ιστορίες γεμάτες συναίσθημα και άλλες με περισσότερη ένταση.. σε κάποιες «βυθίζεσαι» άνετα και δεύτερη φορά.. «ο μόνος πόνος» [αναφορά στις φοβίες του ήρωα].. «Κλεμμένο λουλούδι» [αναφορά στο χρόνο και στο χάρισμα κάποιου να ξεχνά].. Τραμπάλα» [αναφορά στην ικανότητα να διαχειριστεί ο ήρωας το κόσμο και την ίδια την ύπαρξη του]..
Για μένα, η αναγνωστική χρονιά του 2021 έκλεισε με τα τέσσερα βιβλία του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Μετά τα μυθιστορήματα "Η λάσπη" και "Χάθηκε βελόνι", ακολούθησε η "Τραμπάλα", συλλογή με διηγήματα που κυκλοφόρησε μετά τη "Λάσπη", και οι "Ανεκπλήρωτοι φόβοι", ποιητική συλλογή που βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου και την οποία εξέδωσε σε ηλικία μόλις 24 ετών.
Στην "Τραμπάλα" βρήκα τα γνώριμα, πλέον, στοιχεία της γραφής του, στοιχεία που είχα συναντήσει ήδη στα δύο μυθιστορήματά του, όπως τη, χωρίς τελείες και παύσεις, χειμαρρώδη ροή του λόγου με χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα "Ο μόνος πόνος". Και μπορεί ο ίδιος να μοχθεί κάθε φορά για να βρει τις σωστές λέξεις, το αποτέλεσμα όμως τον αποζημιώνει απόλυτα γιατί ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι το κείμενο γράφεται με μια ανάσα, μια κι έξω.
Στα δύο αυτά βιβλία βρήκα επίσης τα θέματα που φαίνεται να κυριαρχούν στο έργο του: θάνατος, αυτοκτονία, ασταθής ψυχολογική κατάσταση, ψυχοσωματικές παθήσεις, ψυχικά τραύματα, ψυχοθεραπεία, μοναξιά, αποξένωση, απομόνωση, απώλεια, απουσία, φόβος, διαψεύσεις, άγχος, αγωνία, μιζέρια, βιοπάλη, αδυναμία διαχείρισης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος "γιατί πολύ απλά δεν μπορεί και δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τον κόσμο που του έτυχε, είναι λίγος και μικρός [...]". Οκ, όχι κι ότι πιο αισιόδοξο ή χαρούμενο, αλλά αυτά είναι τα θέματα που βασανίζουν και ταλαιπωρούν τον άνθρωπο της εποχής μας κι ο συγγραφέας εκφράζοντας τους δικούς του φόβους, εκφράζει ταυτόχρονα και τους δικούς μας, αρκετούς από τους δικούς μου σίγουρα "εγώ φοβάμαι και δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να πεθάνω εύκολα και ανυπεράσπιστα και παραδομένα, δεν θέλω να πεθάνω σε κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο και με κανέναν τρόπο, [...] φοβάμαι, είναι αυτός ο μεγαλύτερος βρόχος της ύπαρξης, [...] κι είναι ο φόβος ο μόνος πόνος [...]".
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να κλείσει ο ποιητής/συγγραφέας τα ποιήματα και τα διηγήματά του. Πάντα στο τέλος υπάρχει μια φράση που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Ακόμη και στη "Λάσπη" συμβαίνει το ίδιο. Μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη ο ποιητής/συγγραφέας, σα να το απολαμβάνει, σα να σκέφτεται "διάβαζε, διάβαζε εσύ, το καλό σου το φυλάω για το τέλος!", σα να θέλει να ταρακουνήσει, να σοκάρει. Τις βρίσκω απολαυστικές αυτές τις τελευταίες φράσεις, από ένα σημείο κι έπειτα διάβαζα και σκεφτόμουν από που θα μου 'ρθει στο τέλος!
Κάτι ακόμη που ξαναβρήκα στα διηγήματα είναι οι αγαπημένοι ήρωες της "Λάσπης" και του "Βελονιού" κι ας μη κατονομάζονται άμεσα. Τον Αλέξανδρο, ο οποίος αποτελεί και το alter-ego του συγγραφέα, τον συναντούμε στο διήγημα "Ο μόνος πόνος" -το παραλήρημα του πρωταγωνιστή φέρνει στο μυαλό το παραλήρημα του Αλέξανδρου στη "Λάσπη"-, αλλά και στη "Μύγα", στο "Δώρο" και φυσικά στις "Καρδιές για φάγωμα" όπου εκτός από τον Αλέξανδρο, ξαναβρίσκουμε τη λατρεμένη Τέτα, τον Παύλο και την τραγουδιστή ντοπιολαλιά των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων. Οι "Καρδιές για φάγωμα" -οι οποίες γυρίστηκαν και σε ταινία μικρού μήκους από την Ειρήνη Κούτουλα- είναι ένα από τα διηγήματα που ξεχωρίζω σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων μαζί με το "Κλεμμένο λουλούδι" -που και αυτό θα γυριζόταν άνετα σε ταινία μικρού μήκους- : "πάντα θαύμαζα την ικανότητά της να ξεχνάει, τη θεωρούσα χάρισμα, αλήθεια, μάλλον όχι να ξεχνάς, απλώς να ξεγαντζώνεις ελαφρώς τα νύχια σου από το πάτωμα καθώς σε σέρνει από τα πόδια μπροστά ο χρόνος" (τι έγραψε ο άνθρωπος!).
Στο διήγημα με τίτλο "Τραμπάλα" γράφει: "Πολλά τα μοναχικά βράδια και τα ακόμα πιο δύσκολα πρωινά που πρέπει να σταθείς όρθιος στα πόδια σου μετά από τόση απουσία".
Τα ποιήματα τα διάβασα ξανά και ξανά και αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω κάποια, αυτά θα ήταν: Ο ξεχασμένος Διγαμία ...και πάμε Εθελούσια τυφλότητα Τα βλέμματα πίσω από το τζάμι Τα παιδιά του χρόνου Ο Χρήστος στη χώρα των τραυμάτων
Η βία απλά για να ναι βία. Τόσα διηγήματα και ο κεντρικος χαρακτήρας ίδιος και απαράλλαχτος. Δεν με κράτησε πουθενά, κουραστική γραφή (την τέλεια και την παράγραφο συνήθως την ψάχνεις), μπερδεμένα, χωρίς λόγο και αιτία λόγια απλώς για να φανούν πιασάρικα. Κρίμα είχα άλλες προσδοκίες.
Αξιόλογη συλλογή διηγημάτων, προτεινόμενη σε όσους αγαπούν τη μικρή φόρμα. Όπως οι περισσότερες συλλογές διηγημάτων, είναι κι αυτή άνιση. Ωστόσο, αφενός τα περισσότερο διηγήματα σπάζουν το φράγμα τού μετρίου και σε όλα υπάρχουν φράσεις, εικόνες, περιγραφές που σε κάνουν να κοντοσταθείς και να επεξεργαστείς περισσότερο, αφετέρου δε θα μπορούσα να βάλω λιγότερο από 4 αστεράκια και μόνο για το "Ο μόνος πόνος", το οποίο ξεχωρίζει, ή, τέλος πάντων, ξεχώρισα, και για μια από τις πιο ωραίες λογοτεχνικές αποδόσεις τής ματαιοπονίας που έχω διαβάσει στη σ.57, η οποία με άγγιξε πολύ, στο διήγημα "Κλεμμένο λουλούδι". Και αυτό διήγημα το ξεχώρισα, σκέφτομαι, όμως, αυτό που σκέφτηκα όταν το διάβασα, ότι δηλαδή θα ήταν πιο δυνατό αν έλειπε η τελευταία περίοδος, η περίοδος με την οποία κλείνει, και αυτό, όχι για την ουσία του τέλους που δηλώνει. Τέτοιες μικροενστάσεις έχω και άλλες, οι οποίες, ασφαλώς, περισσότερο σχετίζονται με την αισθητική και το γούστο μου παρά με την ποιότητα γραφής τού Χ. Α. Γκέζου.
📝"Η θέση που διαλέγω είναι πάντα δίπλα στο παράθυρο,να νιώθω ότι το πρόσωπό μου διαλύεται κι αυτό σε άχρωμες λωρίδες μαζί με το τοπίο. Έτσι όπως αφήνω πίσω μου τα βουνά, σαν να αδιαφορώ γι'αυτά, σαν να απαξιώ τινάζοντας αλαζονικά ψηλά τον ώμο , ψηλώνω περισσότερο από αυτά. Κοροϊδεύω τον εαυτό μου: κάποτε θα πεθάνουνε και τούτα. Τα σύννεφα τα ζηλεύω λίγο, είναι ελαφρά και όταν σκίζονται δεν πονάνε."
Απόσπασμα απο το πρώτο διήγημα με τίτλο "Κεφάλι στο τζάμι " το οποίο και αγάπησα λίγο παραπάνω απο τα υπόλοιπα, δέκα στο σύνολο, διηγήματα αυτής της συλλογής. Ίσως επειδή εκεί κάπου, πίσω απο το τζάμι,ειδα κάτι απο μένα. Διάχυτο μέσα στο κείμενο το συναίσθημα της μοναξιάς, με έκανε να συναισθανθώ τους ήρωες, να μπω στη θέση τους, να νιώσω το αδιέξοδό τους.
Ο Χρήστος το έχει με τους λίγο άρρωστους άντρες, ή με τους creepy, ή απλώς με τους άτυχους άνδρες. Ιστορίες που επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο, τον προβληματισμό του ήρωα, τη δυσκολία του στη συσχέτιση με τους άλλους ανθρώπους (κυρίως με το γυναικείο φύλο) και το τέλος να πέφτει σαν τσεκούρι. Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως το "Καρδιές για φάγωμα". Επίσης όταν προσθέτει το σουρεαλιστικό στοιχείο ή απλώς υπερβολικό προσθέτει με αυτόν τον τρόπο και μια χιουμοριστική χροιά. Διέκρινα έναν αυτοσαρκασμό (του κεντρικού χαρακτήρα) που εκτίμησα πολύ.
Δέκα δυνατά διηγήματα, το καθένα ιδιαίτερο με τον δικό του τρόπο. Η γραφή του Γκέζου μου άρεσε πολύ, ειδικότερα ο τρόπος που παίζει με το σουρεαλισμό χωρίς να υπερβάλλει και οι μεγάλες του προτάσεις που δεν κουράζουν, αλλά εντυπωσιάζουν. Θα ήθελα μόνο να διαφοροποιούνται λίγο περισσότερο οι αφηγητές, σε ορισμένα ένιωθα σαν να μιλούσε το ίδιο άτομο.
Ιστορίες που ξεχώρισα: Η μύγα, Κλεμμένο λουλούδι, Καρδιές για φάγωμα, Λευκός πίνακας.
Η Τραμπάλα περιέχει δέκα διηγήματα, ηενικά, δεν μου άρεσε το σύνολο, οι ήρωες είναι σχεδόν πανομοιότυποι επιλέγει σοκαριστικούς διαλογους κ ακρότητες που επιδιώκει να μας παρουσιάζει αλλά λειτουργεί ακριβώς το αντίθετο.
Η καλύτερη συλλογη διηγημάτων που κυκλοφόρησε τους τελευταίους μήνες. Αγαπάμε τα διηγήματα, αγαπάμε τις μικρές ιστορίες γιατί συχνά τα πιο ουσιαστικά πράγματα λέγονται με λίγα λόγια.
Εξαιρετικός πεζός λόγος. Ακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τι γράφουν οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς και ο Γκέζος είναι από αυτούς που θέλω να συνεχίσω να διαβάσω, μετά από αυτό το πολύ καλό βιβλίο διηγημάτων.