Ένας συγγραφέας ετοιμάζεται να γράψει το καινούργιο του βιβλίο. Για να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται, σχεδιάζει να ταξιδέψει σε μια μακρινή πολιτεία. Οι φίλοι του προσπαθούν να τον αποτρέψουν: «Είναι διαβολότοπος, τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;» επιμένουν. Εκείνος τους αγνοεί, κι έτσι ένα ωραίο πρωί ξεκινάει το ταξίδι του. Δυο μέρες αργότερα θα βρεθεί σ’ ένα μέρος που ξεπερνάει την ίδια του τη φαντασία. Και γίνεται ο ίδιος ήρωας στο βιβλίο που σκόπευε να γράψει.
Ο Άρης Σφακιανάκης γεννήθηκε το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, "Όταν βρέχει και φορά παπούτσια κόλετζ", κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 1984 το δεύτερο βιβλίο του, "Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη", το 1990 το τρίτο βιβλίο του "Ο τρόμος του κενού", και το 1993 το τέταρτο βιβλίο του, "Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων". To 1998 κυκλοφόρησε το πέμπτο βιβλίο του, με τον τίτλο "Δεν ήξερες... δεν ρώταγες!". Το μυθιστόρημα αυτό υπήρξε το πρώτο μιας τριλογίας που συνεχίστηκε με το "Μπέιμπι Σίτινγκ" και ολοκληρώθηκε με το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Κέδρος" με τίτλο "Ου μπλέξεις". Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και το σενάριο.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, τον Άρη Σφακιανάκη ανέκαθεν τον απέφευγα γιατί όλα του τα βιβλία φαίνονταν σαχλά, είτε από τον τίτλο, είτε από το εξώφυλλο, είτε από την υπόθεση (πολλές φορές και τα τρία μαζί). Με την «Έξοδο» ο συγγραφέας κάνει μια στροφή πολλών μοιρών και γράφει κάτι που -θεωρητικά- είναι ακριβώς του στιλ μου. Και λέω θεωρητικά, επειδή τελικά δε νομίζω ότι μου ταίριαζε και τόσο. Περίμενα περισσότερα από τη «φανταστική» πλευρά της ιστορίας, η οποία περιορίζεται στις πρώτες 100 σελίδες και... στην τελευταία, όπως επίσης περίμενα περισσότερα από τους μη-ιστορικούς χαρακτήρες, δηλαδή τον συγγραφέα και την Ιωάννα. Από ιστορικής πλευράς φαίνεται πως ο Σφακιανάκης έκανε αρκετή έρευνα (αν και δεν μπήκα στη διαδικασία να εξακριβώσω την ακρίβεια των γεγονότων), η οποία φαίνεται και από τη βιβλιογραφία. Τέλος, η γραφή είναι αρκετά ικανοποιητική και να πω ένα μεγάλο μπράβο για ακόμη μια φορά στις εκδόσεις Κέδρος που τα τελευταία χρόνια βγάζουν καλαίσθητα εξώφυλλα.
Έξοδος: η υπενθύμιση στον εαυτό μου ότι οι σκέψεις για γνωριμία με είδη/συγγραφείς/plots που δε μου γεμίζουν το μάτι εξ αρχής πρέπει να παραμένουν σκέψεις και σε καμία περίπτωση να μη γίνονται πράξεις. Ή αλλιώς "Τόσο κακό που δε μου 'ρχεται καν να το θάψω με gifs".
Γι’ αυτό αγαπητοί φίλοι και αναγνώστες που θα διαβάσετε αυτές τις γραμμές, λατρεύω τη λογοτεχνία. Γιατί ανάμεσα στα τόσα και τόσα βιβλία που κυκλοφορούν, καλά, μέτρια, κάκιστα, εκεί είναι που ανακαλύπτεις κάτι μικρά διαμαντάκια, κάποια βιβλία που δεν είναι στα πάνω πάνω ράφια και ο συγγραφέας τους δεν είναι το πρώτο όνομα αλλά λες ‘’ας τους δώσω μια ευκαιρία, κάτι θα μου πούνε, μια ευχάριστη ιστοριούλα για ένα ξέγνοιαστο απόγευμα έστω. ’’Κι εκεί έρχεσαι προ εκπλήξεως φίλε αναγνώστη διότι διαβάζεις κάτι που επιτέλους ξεφεύγει από τα συνηθισμένα της σύγχρονης λογοτεχνίας και επιπλέον με τίποτα δε περιμένεις κάτι τέτοιο από τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Τι εννοώ; Να εξηγηθώ. Τον Άρη Σφακιανάκη τον γνώρισα με τις «Παντρεμένες» του πριν 2 περίπου χρόνια. Το βιβλίο μου είχε αφήσει μέτριες εντυπώσεις, είχα εκτιμήσει όμως κάποιες αναφορές σε κλασικούς και σύγχρονους λογοτέχνες. Αυτό μου είχε δώσει την εικόνα ενός ανθρώπου που εκτιμάει και αναγνωρίζει τη λογοτεχνία. Από το καινούριο του βιβλίο δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις, ήθελα απλώς κάτι για να περάσει ευχάριστα η ώρα μου. Και με μεγάλη μου έκπληξη βρέθηκα μπροστά σε κάτι που με τίποτα δε περίμενα και που με έκανε να αναθεωρήσω την άποψη μου για τον συγγραφέα. Ο ήρωας του βιβλίου-επίσης συγγραφέας-για να συγκεντρώσει υλικό για το επόμενο βιβλίο του, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι σε μια επαρχιακή πόλη. Παρά τις αποτροπές των φίλων του τολμάει και βρίσκεται σε ένα μέρος που ξεπερνά τη φαντασία αλλά βρίσκεται και ο ίδιος ήρωας στο βιβλίο που ήθελε να γράψει. Σκόπιμα δε δίνω περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση γιατί είναι τόσο σουρεαλιστική αλλά και ρεαλιστική ταυτόχρονα που οποιαδήποτε πληροφορία επιπλέον θα τη κατέστρεφε και θα χάλαγε όλη τη μαγεία της έκπληξης. Κι εγώ βρέθηκα μπροστά σε μεγάλη έκπληξη πραγματικά όταν κατάλαβα τι έκανε ο συγγραφέας καθώς υπήρχε μεγάλο ρίσκο και να μη πέσει στην παγίδα της υπερβολής αλλά και να μη γελοιοποιήσει κάποια σημαντικά από τα γεγονότα της Ελληνικής Ιστορίας που μόνο γέλιο δε προκαλούν. Με το ψευδοϊστορικό στοιχείο δε τα βάζεις εύκολα κι είναι εξαιρετικά εύκολο να δημιουργήσεις έργο επιστημονικής φαντασίας και όχι ελληνικής ιστορίας. Θεωρώ ότι έκανε εξαιρετική δουλειά καθώς δημιούργησε ένα βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι -σε ένα βράδυ το τελείωσα- αλλά παράλληλα σε κρατά αποστασιοποιημένο από το ιστορικό πλαίσιο χωρίς να σε βάζει στη σκέψη να κρίνεις αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα και μειώνει την αξία τους. Όχι, απλώς δημιουργεί μια δική του εκδοχή ακροβατώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας-άλλο αγαπημένο θέμα-παραμένοντας πιστός στο μόνο που μας έχει μείνει αναλλοίωτο, τη παράδοση μας. Αν αξίζει να διαβαστεί η Έξοδος; Σπεύσατε!!!
Το τελευταίο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη που είχε πέσει στα χέρια μου, το «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες», μου είχε φανεί ένα νεκροζόμπι των 90s. Και εξηγούμαι: η γενιά των συγγραφέων που μεσουράνησαν εκείνη τη δεκαετία πάθαν σε κάποια στιγμή «Κλικ», άρχισαν να γράφουν σαν να απευθύνονται μόνο στους αναγνώστες του συγκεκριμένου περιοδικού και φέραν με κάποιον τρόπο τη λογοτεχνία ένα βήμα πίσω. Από κείνη τη γενιά, λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να γράψουν αλλιώς. Νομίζω πως με την «Έξοδο» ο Σφακιανάκης κάνει ένα γερό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αναμφίβολα πρόκειται για συγγραφέα που έχει ικανότητα στην αφήγηση, το κείμενο ρέει, σε τραβάει μαζί του. Τούτη τη φορά όμως γράφει και μια εξαιρετικά έξυπνη ιστορία. Έχει κάτι να πει, δίνει κάποιο βάθος, μιλάει μέσα από μια εντελώς φανταστική πλοκή για τον εαυτό του κι όσα τον αφορούν.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, ένας συγγραφέας αποφασίζει παρά τις συμβουλές των φίλων του, να ταξιδέψει στο Μεσολόγγι. Όλοι του λένε πως είναι πολύ επικίνδυνο και θα χαθεί, αλλά αυτός τους παρακούει, και πέφτει σε μια σκουληκότρυπα. Βρίσκεται στο Μεσολόγγι λίγες μέρες πριν την Έξοδο και η ιστορία αρχίζει από εκεί.
Το ψευδοϊστορικό είναι ένα πολύ επικίνδυνο είδος, πόσο μάλλον όταν έχει στοιχεία του φανταστικού. Ο Άρης Σφακιανάκης αποφεύγει όλους τους σκοπέλους, άλλοτε με χιούμορ, και κάποτε με ευρηματικότητα. Δίνει την αίσθηση της Εξόδου, ενώ κάθε στιγμή ξέρεις πως ο ήρωάς του δεν είναι πραγματικά εκεί. Στήνει και δύο-τρεις ερωτικές ιστορίες, μιας και το θέμα πάντα τον απασχολεί. Κυρίως όμως κατορθώνει να αναστήσει κάποιους από τους οπλαρχηγούς του ‘21 χωρίς να τους κάνει καρικατούρες ή καραγκιόζηδες. Κι αυτό είναι σπουδαίο συγγραφικό επίτευγμα.
Διάβασα με ενδιαφέρον ως το τέλος την «Έξοδο». Νομίζω πως έβγαλε τον συγγραφέα του από το συγγραφικό τέλμα. Θα διάβαζα πια χωρίς δισταγμό το επόμενο βιβλίο του.
Ο Άρης Σφακιανάκης με το βιβλίο του αυτό ουσιαστικά δημιουργεί μια μηχανή του χρόνου όπου ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται κοινωνός ιστορικών γεγονότων. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο εικόνες και πλούσια ηθογραφία.
Είναι κρίμα που ένα πηγαίο συγγραφικό ταλέντο (τον παρακολουθώ από τα τέλη της δεκαετίας του '80) δεν κατάφερε να ενηλικιωθεί συγγραφικά και παραμένει στα 61 του συγγραφέας εφηβικών αναγνωσμάτων που τα διαβάζεις ευχάριστα και τα ξεχνάς αμέσως μόλις κλείσεις το βιβλίο.
2,5/5. Καλή ιδέα, όμως πάσχει στην εκτέλεση. Το ύφος γραφής άλλοτε γίνεται σοβαρό και άλλοτε θυμίζει τα παλιότερα,ελαφρύτερα έργα του συγγραφέα. Επίσης, σε πολλά σημεία η ενσωμάτωση της ιστορικής πληροφορίας είναι ατεχνη, σχεδόν χοντροκομμένη. Ο ήρωας μοιάζει συχνά με καρικατούρα, προσπαθώντας να κάνει χιούμορ και να σαλιαρισει, ενώ ουσιαστικά ξέρει τι τον περιμένει. Το πιο αξιολογο ήταν το τέλος, η τελευταία σελίδα στην κυριολεξία. Όπως και να έχει, είναι κάτι το διαφορετικό. Αν έχετε πολύ χρόνο διαβάστε το.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου - ο συγγραφέας, ντε - δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Με κάποιο μαγικό τρόπο, ξεκίνησε απο την 21ο αιώνα και κατέληξε στο Μεσολογγι το 1826. Στο τσακ δηλαδή πριν κάνουνε ντου οι Τούρκοι. Κατάφερε να γίνει 'γραμματικός' σε έναν απο τους καπεταναίους που είχαν κατέβη απο το Σούλι να βοηθήσουν και ποιές ήταν οι σκέψεις του? Να προειδοποιήσει τους Έλληνες για το κακό που θα τους βρεί? Να χρησιμοποιήσει τις ιστορικές του γνώσεις για να τελειώσει η επανάσταση μια ώρα αρχίτερα και με καλύτερη έκβαση για την Ελλάδα? Όχι, όχι και πάλι όχι. Το μυαλό του ήταν στο γύκι - φύκι κα συγκεκριμένα πως θα ξελογιάσει την αραβωνιαστικιά τοι οικοδεσπότη του που παρεπιπτώντος ήταν και μωρομάνα. Γενικά απ το μισό του βιβλίου και μετά, ευχομαι να πεθάνει ο άχρηστος. Αυτή η δόλια μόνο για το μωρό της νοιαζότανε αλλά αυτό πέθανε.
Χωρίς πλάκα τώρα, για κάποιο λόγο όταν πήρα το βιβλίο ούτε που μου πέρασε απο το μυαλό ότι ήταν ιστορικό (φανταστικό?) μυθιστόρημα. Η ιδέα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και οι περιγραφές γλαφυρές. Ο πρωταγωνιστής θα μπορούσε να ήταν λίγότερο εγωιστής και σκατόψυχος αλλά απο οτι κατάλαβα ο Σφακιανάκης το έχει σύστημα να δημιουργεί αντι - ήρωες.
Στην εσωτερική πλευρά από το εξώφυλλο πρόσεξα ένα παράξενο (για την θέση του) ερωτιματικό, το οποίο τελικά μόνο τυχαίο δεν ήταν... Από τα καλύτερα που έχω διαβάσει τελευταία. Έμαθα και τι είναι το "αφιόνι" το οποίο με ενδιαφέρει λόγω επαγγέλματος. Για όποιον μπει στη διαδικασία να το ψάξει, μη νομίζει πως είμαι έμπορος ναρκωτικών..!!
Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει λίγο το ιστορικό με το μεταφυσικό. Έχουμε, λοιπόν, έναν συγγραφέα, ο οποίος θέλει να γράψει για το Μεσολόγγι, την πολιορκία και την Έξοδο του Μεσολογγίου. Όλοι, για κάποιον παράξενο λόγο, τον αποτρέπουν από το να πάει εκεί. Ο ήρωας μας, παρόλα αυτά, πάει εκεί. Αλλά κάπως μπαίνει σε μια λούπα/ τρύπα του χρόνου και μεταφέρεται στο Μεσολόγγι την περίοδο της πολιορκίας του, το 1826. Έτσι θα βιώσει από πρώτο χέρι και ιδίοις όμμασι τα γεγονότα εκεί.
Δεν μπορώ να πω ως προς αυτό το κομμάτι είναι πρωτότυπο σχετικά. Και μου αρέσει που αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα.
Όμως όλη η υπόλοιπη εκτέλεση είναι για τον π***ο.
Για τον ήρωα ακολουθείται το γνωστό ηλίθιο μοτίβο του Δον Ζουάν. Σκέφτεται μόνο με το κάτω κεφάλι και νομίζει ότι όλα μπορεί να τα έχει δικά του. Επίσης, δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του. Τον ήρωα τον θεώρησα ηλίθιο.
Οι γυναίκες εδώ παίζουν τελείως δευτερεύοντα ρόλο αλλά όχι με την καλή έννοια. Φαίνονται υποτακτικές και μόνο για να λατρεύουν τον άνδρα.
Το τέλος ήταν λίγο wtf. Δεν έβγαλα άκρη. Πολύ μετέωρο.
Αν θέλετε να διαβάσετε ιστορία σε μια πιο ανάλαφρη μορφή, τότε το συστήνω.
Ο Άρης επιχειρεί με αυτό το βιβλίο τη δική του «έξοδο», την έξοδο από το μέχρι τώρα συγγραφικό του στυλ, την έξοδο από τον «συγγραφέα της κλειδαρότρυπας» όπως αυτοχαρακτηρίστηκε αρκετές φορές στο παρελθόν. Ευχαριστούμε Άρη, έκατσες και μελέτησες την Ιστορία της εποχής και το σημαντικό, εμβληματικό αυτό γεγονός της Εξόδου των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και μας το έμαθες μέσα από μια ωραία ιστορία. Οι αναγνώστες διαβάζουν για την απίστευτη περιπέτεια του ήρωα - συγγραφέα που πάσχει από ανηδονία και διψάει για τον έρωτα και στο τέλος μόλις γυρίσουν και την τελευταία σελίδα συνειδητοποιούν πόσα πολλά έμαθαν, σίγουρα περισσότερα από αυτά που πρόσφεραν κάποια σχολικά βιβλία. Μήπως θα ήταν μια ωραία λύση αυτό; Να μαθαίνουμε την Ιστορία, ή έστω να κεντρίζεται το ενδιαφέρον μας για αυτή, μέσα από μια μυθιστορηματική πλοκή; Χμμμ να το προτείνει κάποιος στο Υπουργείο Παιδείας; Τι λέτε;