Η ιστορία του Σουλίου, είναι ταυτόχρονα έμβλημα, μύθος και πραγματικότητα. Το υποδειγματικό, από επιστημονική άποψη, βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη αναδεικνύει κυρίως την πραγματικότητα. Από την ταραγμένη εποχή του 14ου αιώνα, εποχή των δεσποτάτων και των τοπικών αριστοκρατικών, των αλβανικών και των σερβικών διεισδύσεων ή μετακινήσεων έως τις ιδιότυπες ορεινές κοινότητες του οθωμανικού κράτους. Από το καθεστώς της εσωτερικής οργάνωσης των ορεινών κοινοτήτων, το καθεστώς της εκτεταμένης αντεκδίκησης και της προστασίας των αόπλων από τους ενόπλους έως τις δύσκολες σχέσεις που συντηρούν αυτές οι κοινότητες με άλλους θεσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και με την ίδια την οθωμανική διοίκηση. Καμιά φορά και με ξένες δυνάμεις, όπως ήταν η Βενετία, η Γαλλία, η Ρωσία. Η παρακαλούθηση αυτών των σχέσεων αναδεικνύει άλλωστε και μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη λειτουργίες του οθωμανικού κράτους και τις κοινωνίες των διαφορετικών πληθυσμών του.
Οι διαρκώς ανανεούμενες συμμαχίες, οι ανατροπές του συσχετισμού των εσωτερικών δυνάμεων -κοινότητες, αρμοτολίκια, πασαλίκια, γενίτσαροι, κεντρική διοίκηση- οι βαθιές και συχνά αξεπέραστες αντινομίες τους εμφανίζονται και παρακολουθούνται σ' όλον τους το δυναμισμό και την ποικιλία.
Η ίδια κλασική ιστορία της σουλιώτικης σύγκρουσης με τον Αλή Πασά, που οδήγησε και στην αποδιάρθωση της ορεινής κοινότητας, ερευνάται σε όλες της τις λεπτομέρειες, ως προς όλα τα επόδικα και σκοτεινά αντικέιμενά της, φωτίζεται από την εσωτερική λογική της, μέσα στο πλαίσιο και τους κώδικές της, ώστε να γίνει κατανοητή ως μέρος μιας πραγματικής ιστορίας και όχι ως μέρος μιας ιστορίας που κατασκευάστηκε εκ των υστέρων για άλλες ανάγκες και άλλα εμβλήματα. Η ιστορία των Σουλιωτών αποκτά μια νέα συγκινητική διάσταση όταν, μετά την ήττα τους, θα διασκορπιστούν ως πρόσφυγες στα Επτάνησα, αρχικά, και στην επανασταστημένη Ελλάδα λίγο αργότερα. Θα ενταχθούν έτσι, μετά από νέες περιπέτειες, στο σώμα και την ιδεολογία του ελληνικού κράτους, όπου και θα γνωρίσουν μια νέα και εμβληματική ιστορία.
Η Βάσω Ψιμούλη γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας και Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας) και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία (Universite de Paris III). Δίδαξε επί δεκαετία στη μέση εκπαίδευση (1977-1987). Υπότροφος του ΙΚΥ, έλαβε, το 1995, διδακτορικό δίπλωμα από το Τμήμα Ιστορίας του Ιουνίου Πανεπιστημίου.
Από το 1992 εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και είναι υπέυθυνη του Τμήματος Βιβλιοθήκης και Αναγνωστηρίου. Το 2002, και στο πλαίσιο της σειράς "Βιβλιοθήκη των Γενικών Αρχείων του Κράτους", εκδόθηκε η εργασία της "Αρχείο Γραμματείας Υπουργείου επί των Οικονομικών (1883-1862)" Είναι συνεργάτης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά "Τα ιστορικά και Αρχειοτάξιο". Συνέγραψε το λήμμα "Σούλι και Σουλιώτες στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1770-2000)".
Η διδακτορική της διατριβή με τίτλο "Σούλι και Σουλιώτες" εκδόθηκε το 1988 από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
«Ti more Foto Xhavella / sec na here me Kapella / sec u prem e sec u vrame / Sulin e shkrete ku e lame ? / Ali Pashait ja shame / Nate e dite vrim e quajme…»
Απόγονοι των Αρβάνων/Αρβανιτών/Αλβανών φυλών που κατέβηκαν στον σημερινό ελλαδικό χώρο κατά τον 14ο αιώνα λόγω της κατάρρευσης του Βυζαντινού κράτους και της πανδημίας της πανώλης που ερήμωσε τις πεδιάδες της Θεσσαλίας, Ρούμελης, Ηπείρου και Πελοποννήσου, οι φυλές/γένη/φάρες που εποίκισαν τα βουνά του Σουλίου ήταν πάντα ένας ποιμενικός/ληστρικός λαός που από τα μέσα του 18ου αιώνα αποτελούν ένα μοναδικό φαινόμενο ανεξάρτητου πόλου εξουσίας χριστιανικής ορεσίβιας φυλής προς την μουσουλμανική διοικητικό-στρατιωτική εξουσία των Οθωμανών κυρίαρχων της περιοχής Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων. Ως ποιμενική φυλή, οι κάτοικοι της περιοχής του «Σούλη» δημιουργούν αρχικά τους κτηνοτροφικούς οικισμούς τους στο Τετραχωρι· Σούλι, Αβαρικο, Σαμονιβα και Κιάφα σε μια φυσικά οχυρωμένη τοποθεσία που περικλείεται από τις χαράδρες του Αχελώου. Η κοινωνική τους οργάνωση παρέμεινε μέχρι και την Επανάσταση του ’21 χωρισμένη σε γένη, φάρες και οικογένειες με σχέσεις εξάρτησης και αντιπαλότητα μεταξύ τους. Η πληθυσμιακή αύξηση του 18ου αιώνα υποχρεώνει τα γένη να αναζητήσουν νέες δραστηριότητες επιβίωσης για αυτούς και τα κοπάδια τους, τους βγάζει από το οροπέδιό τους, απλώνοντας τους σε επτά γειτονικά χωριά, το Επταχώρι. Το τετραχωρι και το επταχωρι ήταν αυτό που ονομάστηκε «κοινότητα του Σουλίου» με κοντά 4500 κατοίκους και μια μαχητική δύναμη που έφτανε τα 1500-2000 ντουφεκια.
Στην εργασία της η κα Ψιμουλη χρησιμοποιεί όχι μόνο τις κυρίες πηγές της ιστορίας του Σουλίου, δλδ την ιστορία του Περραιβου, του Αραβαντινού, του Λαμπριδη και των ξένων περιηγητών αλλά για πρώτη φορά (το έργο εκδόθηκε το 1998) χρησιμοποιεί μια πληθώρα αυθεντικών τεκμηρίων εγγράφων και επιστολών των κυρίων πρωταγωνιστών της εποχής από το αρχείο των ΓΑΚ και του περίφημου αρχείου του Αλή Πασά (επιστολές και διαταγές γραμμένες στην ελληνική!) που η αποδελτίωσή του από τον ιστορικό Β. Παναγιωτοπουλο συνέβαλε τα μέγιστα στην κατανόηση της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της περιοχής. Έτσι αποκαλύπτεται η συστηματική επίδοση των Σουλιωτων κατά τον 18ο αιώνα – παράλληλα με την ποιμενική απασχόληση – σε εξω-παραγωγικές δραστηριότητες λαφυραγωγίας και διαρπαγής, που ευνόησαν, με το πέρασμα του χρόνου, την ανάδειξη αυτού του ποιμενικού πληθυσμού σε αξιόμαχη δύναμη που εξαπολύει θεσμοποιημένες, πλέον, επιδρομές διαρπαγής και λεηλασίας της παραγωγής του περίοικου, χριστιανικού και μη, πληθυσμού.
Συγχρόνως και σε ευθύ ανταγωνισμό με τους ντόπιους μουσουλμάνους αγάδες, οι Σουλιώτες μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τους κυρίαρχους άτυπους μηχανισμούς προσπορισμού κερδών – συνεκτική μαχητική δύναμη, πολεμική ικανότητα, χρήμα/τοκογλυφία/δάνεια, παροχή προστασίας – που θα τους επιτρέψουν να δράσουν ως φορείς προστασίας στην περιοχή και της «δια των όπλων» επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων σε 60-70 χωριά της ημιορεινής και πεδινής περιφέρειας του σουλιωτικού όρους. Αυτό είναι το πλαίσιο ανάδειξης του Σουλίου ως ανεξάρτητου και ανένταχτου χριστιανικού πόλου εξουσίας. Ένα πλαίσιο δράσης, το οποίο θα διαρκέσει μέχρι, τουλάχιστον, την άνοδο του Αλή Τεπελενλή στο πασαλίκι των Ιωαννίνων και τη βαθμιαία εδραίωση της συγκεντρωτικής του εξουσίας, την οποία απειλούσε, σε τοπική κλίμακα, η ισχύς των σουλιωτικων γενών.
Ο Αλή Πασάς θα εκμεταλλευτεί μακιαβελικά τον κοινωνικό ανταγωνισμό των κυρίαρχων γενών των Μποτσαρατων και Τζαβελλαίων, την οικονομική ανισότητα πλούσιων και φτωχών οικογενειών και την παροιμιακή φιλοχρηματία τους και θα πετύχει την εκκένωση του Σουλίου, όχι δια των όπλων – όπου απέτυχε παταγωδώς – αλλά μέσω των…πουγκιων! Στην συνέχεια καταδίωξε τα ισχυρά γένη και τα εξολοθρεύει, ενώ όσοι επιβίωσαν (τα 2/3) κατέφυγαν στα Επτάνησα. Η πολεμική τους ικανότητα τους κατέστησε τα πλέον αξιόμαχα τμήματα της Επανάστασης του 21, στην οποία εντάχθηκαν με γνώμονα και την εμμισθη στρατιωτική υπηρεσία, αφού έπρεπε να ζήσουν τις οικογένειες τους. Η συνοριογραμμη της Άρτας – Βόλου δεν τους επέτρεψε να γυρίσουν στα βουνά τους και τελικά εντάχθηκαν στον πολιτικό Κοινό των Ελλήνων.