Μια γυναίκα με πολλά πρόσωπα συναντά έναν μυστηριώδη άντρα χωρίς πρόσωπο στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Λίγες μέρες μετά μια παράδοξη τρομοκρατική ομάδα θα κάνει τον πλανήτη άνω κάτω και θα κινητοποιήσει κάθε υπηρεσία διατήρησης του νόμου και της τάξης. Το ζευγάρι θα βρεθεί στο επίκεντρο της μεγαλύτερης καταδίωξης στην ιστορία.
Το να κρυφτείς από τις αρχές είναι ίσως πολύ πιο εύκολο από το να κρυφτείς από τον εαυτό σου. Ο έρωτας μεταξύ του Μαρκ και της Μάγιας εξελίσσεται σε παθιασμένη ερωτική σύγκρουση, μια σύγκρουση που μεγεθύνεται σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Όλα βέβαια είναι πιο δύσκολα όταν σε κυνηγάνε εμμονικοί πράκτορες και γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι ταξιδεύεις με μεγάλη ταχύτητα προς την τραγωδία.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΥΟΥΝ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ.
Δε θα μιλήσω για το βασικό θέμα της ιστορίας. Έχει γίνει ήδη από άλλους αναγνώστες και πολύ πετυχημένα μάλιστα. Με απλά λόγια, θα ήθελα να αναφέρω μερικούς από τους λόγους για τους οποίους εντυπωσιάστηκα από το βιβλίο αυτό.
Αρχικά, θα ήθελα να εκφράσω το θαυμασμό μου για την μαεστρία χειρισμού του ελληνικού λόγου από το συγγραφέα. Ο λόγος του προσδίδει ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα στο κείμενο. Τα σχήματα λόγου του είναι μοναδικά. Πολύ συχνά με έκαναν να σταματώ για λίγο την ανάγνωση και να διαβάσω πολλαπλές φορές προτάσεις και παραγράφους, όχι για να κατανοήσω κάτι μπερδεμένο ή ασαφές, αλλά για να απολαύσω το μαγικό ταξίδι που μου πρόσφεραν κάθε φορά οι λέξεις του συγγραφέα. Σε αυτό άλλωστε οφείλεται και η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της ανάγνωσης από μεριάς μου, και πραγματικά απόλαυσα κάθε σελίδα!
Παραθέτω ένα μικρό αγαπημένο απόσπασμα… Ο έρωτας είναι ένα εκρηκτικό μείγμα από αλκοόλ, εκλεκτή κουβανέζικη ζάχαρη και κανέλα Κεϋλάνης, με μικρές πινελιές από πιπεριές χαλαπένιο μεγαλωμένες σε ορεινές φυτείες κοντά στο Μάτσου Πίτσου, και λίγο από αίσθημα ιλίγγου κατά την ελεύθερη πτώση από τον Πύργο του Άιφελ. Πολλοί λένε ότι έχει και μια αναγκαία δόση βανίλιας, αλλά κανένας δεν έχει βρει την πραγματική συνταγή του έρωτα, που λέγεται ότι θάφτηκε μαζί με το θησαυρό των Αζτέκων στην αδιάκοπη ιζηματογένεση της υφαλοκρηπίδας της Καραϊβικής. Σε κάθε περίπτωση, οι συνδυασμοί των παραπάνω υλικών είναι τόσο λαχταριστοί όσο και εύφλεκτοι – αρκεί μια λάθος τιμονιά για να αρχίσει η κατρακύλα στον γκρεμό του Καβγά, ένα χαμένο στο χάρτη μέρος του Γκραν Κάνιον, κοντά στο φαράγγι των Αιδοίων και όσο πιο κοντά μπορεί να βρεθεί κανείς στην Κόλαση.
Τα στοιχεία της τραγωδίας είναι ορατά από την αρχή, ενώ, προς το τέλος, όλα αποκτούν νόημα και ουσία μέσα από τον καταιγισμό γεγονότων και την αποκάλυψη μυστικών. Άραγε θα λυτρωθούν οι ήρωες από τις τύψεις τους; Όσο ξεδιπλωνόταν η πλοκή πρέπει να ομολογήσω πως κάπου κουράστηκα από τους μονολόγους του Μαρκ και τις φιλοσοφικές θεωρίες του. Θα ήθελα περισσότερες ερωταπαντήσεις για την ενίσχυση του προβληματισμού. Παρ’ όλ’ αυτά, το τέλος της ιστορίας μου έδωσε την επιθυμητή «ολοκλήρωση».
Πιστεύω αξίζει να διαβαστεί καθώς είναι μια ιστορία η οποία εστιάζει στη δύναμη των ανθρώπων να πηγαίνουν κόντρα στις αδυναμίες τους, δοσμένη με γλαφυρές εικόνες και συναισθήματα. Η φωνή του συγγραφέα είναι «δυνατή» και νομίζω αξίζει να αφουγκραστούμε τα μηνύματά του.
- Ένα βιβλίο που θα σε ταξιδέψει σχεδόν σε όλες τις γωνιές του κόσμου! Θα σου πει την αλήθεια και θα σε κάνει να σκεφτείς πολύ, για τον κόσμο γύρω σου, αλλά και για σένα τον ίδιο. - Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο μισό του βιβλίου δεν με κέρδισε τόσο, το θέμα ήταν εκεί, οι χαρακτήρες ήταν εκεί όπως και η εξαιρετική γραφή του Πάνου Τσερολα, απλά για μένα ο τρόπος γραφής ήταν τόσο δυναμικός και σε αρκετά μεγάλη κλίμακα που κάπου ένοιωθα ότι φεύγω από την ροή του βιβλίου, χάνω την ιστορία και η προσοχή μου στρέφεται στην γραφή του. - Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, η ιστορία για μένα έχει πολύ καλύτερη ροή χωρίς να χάνει καθόλου στο θέμα ούτε στην ποιότητα. - Το θέμα είναι εκεί, αυτό που θέλει να περάσει είναι εκεί και το βιβλίο είναι σίγουρα ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί!!!
Αρκετά πρωτότυπο και ιδιαίτερο για αυτά που διαβάζω συνήθως. Ό,τι και να πω, λίγο θα είναι. Έχουμε ωραία γραφή και η ιστορία ρέει και εσύ προχωράς παρακάτω μαζί της. Προσωπικά το ρομαντικό στοιχείο δεν είναι και το πιο αγαπημένο μου στα αναγνώσματα. Έτσι, παράμ παπάμ έχουμε, πάντα για όσους ενδιαφέρονται για μια τέτοια ιστορία και για ένα ελαφρύ ανάγνωσμα, 5 αστεράκια. Υ.Γ.: (spoiler free) αγαπώ γρανάζι στον αμφορέα!
Όλα εξαιρετικά σε αυτό το βιβλίο, το μόνο που με ξενέρωσε ήταν το ρομάντζο, αφ' ενός γιατί αυτό με τους απαγορευμένους έρωτες το έχω ψιλοβαρεθεί, αφ' ετέρου γιατι δε βρίσκω λόγο να έχει η καταραμένη αγάπη των πρωταγωνιστών τόσο κεντρικό ρόλο σε ένα πολιτικό θρίλερ.
«Πρόσεχε, τσίκα, πρόσεχε, γιατί ο χορός είναι άγριος και τα πάθη δυναμώνουν όσο δυναμώνει ο ρυθμός. Το ξέρεις ότι τα πάθη έχουν οριακό σημείο; Υπάρχει σημείο που παίρνεις φωτιά.»
Πάνος Τσερόλας. Πριν ομολογήσω κάποια πράγματα γι’ αυτό το όνομα, θέλω πρώτα να πω τα εξής: δεν εκπλήσσει ότι εκπλήσσει κάθε φορά με τα λογοτεχνικά του πονήματα. Εκπλήσσει όμως, η ολοένα και πιο δυναμική λεξοδεσία που τον διακατέχει [πόσο πιο ωραία θα το έλεγα αυτό στα αγγλικά about his artful wordbinding αλλά τώρα μεταφράζω εικόνες σε λέξεις και λέξεις σε άλλες λέξεις]. Αυτό που θέλω να πω -σε περίπτωση που δεν είναι ξεκάθαρο- είναι ότι ο Πάνος την τέχνη του όχι απλώς την κατέχει αλλά πλέον, με την «Συνωμοσία της Βανίλιας» παίζει επιδέξια μαζί της.
Λίγα και γρήγορα λόγια για το βιβλίο, για όσους δεν το έχουν ήδη διαβάσει: Η Μάγια Χολμς είναι κριτικός μουσείων. Βρίσκεται στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο και παρατηρεί έναν θαμώνα που αντί να έχει στρέψει την προσοχή του -και τον φακό του- στα εκθέματα, τα έχει στρέψει στο ταβάνι. Ξεκινάει ο απολαυστικός διάλογός τους που με την επιδεξιότητα μιας κάμερας γυρίζει στο παρελθόν και βλέπουμε ότι η Μάγια και ο Μαρκ [ναι, Μαρκ λέγεται ο θαμώνας] είχαν γνωριστεί πριν από κάποια χρόνια στο Μοντεβιδέο. Μόνο που ο Μαρκ είναι κάτι παραπάνω από ένας απλώς θαμώνας -είναι υπεύθυνος αυτός κι η οργάνωσή του για την έκρηξη που θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Μουσείου -και ω, ναι, καλά το μαντέψατε, στην οροφή του! Η περιπέτεια ξεκινάει όπως κάθε αξιοσέβαστη περιπέτεια πρέπει να ξεκινήσει, με ένα αυτοκίνητο, μπόλικη τρέλα και νεανικά πιστεύω που μπορούν να φέρουν τούμπα τον κόσμο. Αρκεί να θες…
So, I’ll compartmentalize* που λέμε και δω, στο χωριό μου. Η πλοκή του Πάνου δεν αρκείται σε μία ιστορία αγάπης. Ανάγει τον έρωτα σε αυτό που πραγματικά είναι αλλά δεν το βλέπουμε τις περισσότερες φορες: πόλεμος. Ένας πόλεμος που δεν είναι μόνο με τον αντίπαλο-ταίρι αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό, την κοινωνία, τα πιστεύω. Δεν σταματάει μόλις σε κατακτήσει, και δεν σταματάει ούτε όταν καταλήγετε μαζί. Αυτή είναι η μεγαλύτερή του παγίδα. Ο έρωτας -ο πόλεμος- είναι εκεί σε μια διαρκή αναστάστωση κι όσο και να πιστεύεις ότι ησύχασες ή να προσπαθείς να ησυχάσεις, δεν πρόκειται να σε αφήσει. Κι αν σε αφήσει μήπως να δεις ξανά αν είναι έρωτας; Αλλά αυτό είναι μια άλλη, διαφορετική συζήτηση. Η ιστορία του Πάνου επίσης, όπως κάθε αξιοσέβαστο πολιτικοποιημένο κείμενο, παίρνει θέση στην Επανάσταση. Τώρα ποια είναι η Επανάσταση και γιατί με κεφαλαίο Ε, είναι επίσης κάτι που θα το αποσιωπήσω και θα σου κλείσω πονηρά το μάτι μαζί με τον συγγραφέα. Η «Συνωμοσία της Βανίλας» δεν είναι κείμενο της μίας ανάγνωσης, κι αυτό στο λέω με κάθε ειλικρίνεια και με την προσωπική μου εμπειρία με το κείμενο αυτό.
Η φωνή του Πάνου έχει αλλάξει από την «Ασημένια Θάλασσα». Έχει μεστώσει κι έχει ριζώσει πια για τα καλά μέσα του. Μπορεί εξίσου επιδέξια να χειριστεί έναν διάλογο που σε ταράζει γιατί έχεις βρεθεί κι εσύ ερωτευμένος και ξέρεις αυτούς τους διαλόγους, που ατάκα την ατάκα ρίχνεις τα βέλη σου αλλά πέφτεις ταυτόχρονα κι εσύ και να σε παρασύρει μέσα από αυτόν σε ένα μαγικό σκηνικό, σε ένα παραμύθι που θα κρατήσει τόσο όσο μια φευγαλαία νότα από ένα άρωμα περαστικού στο δρόμο αλλά πόσο πίσω σε πήγε; Με πόση ακρίβεια σε πήγε πίσω, ακριβώς εκεί στο χώρο, τον τόπο και με τον άνθρωπο που στιγμάτισαν το άρωμα αυτό για πάντα; Αυτό είναι η μαεστρία του Πάνου. Κι αυτό είναι κάτι που είναι ευλογία να έχεις. Άνθρωποι ζωντανοί, άνθρωποι που ταυτίζεσαι, με δυσδιάκριτες έννοιες του καλού, του κακού και του απαραίτητου. Όλοι τους κουβαλάνε πολλά περισσότερα από τις 258 σελίδες άνοιγμα που σου κάνει ο συγγραφέας. Είσαι πίσω από την πόρτα, κοιτάς από την κλειδαρότρυπα κι ο Πάνος σου κάνει τη χάρη να βγάλει το κλειδί για να δεις καλύτερα.
Μοιάζει να έχει βγει από ταινία της δεκαετίας του ’60. Είναι επίτηδες έτσι δωσμένη άλλωστε, για να μην έχει και τόση σημασία το χρονικό πλαίσιο. Ναι, υπάρχουν οι ευκολίες του σήμερα, αλλά το κείμενο και η ιστορία είναι συνεχώς αυτοαναφορικά [στα μάτια μου] και έτσι δομημένα που αποτελούν ένα συνοθύλευμα από ερεθίσματα του Πάνου Τσερόλα, πλέον αυτόνομα και με δική τους ζωή. Θα μου πεις, πώς είναι δυνατόν όταν είναι γεννηθής του 1985; Θα σου πω απλά: είναι το υλικό που τον γαλούχησε. Και τον Πάνο, κι εμένα κι όλους «εμάς» που γράφουμε [κι όχι μόνο]. Αυτή η γραφή του Πάνου φωτογραφίζει μια ολόκληρη γενιά. Τα ιδανικά της, τα όνειρά της, την ίδια της την ψυχή. Μέσα από το κέιμενο, αποτυπώνει τη συλλογικότητα μιας γενιάς που απέχει παρασάγγας από τους προηγούμενους και ίσως -όπως και οι ήρωές του- είναι σε ένα διαρκές κυνηγητο.
Ας ομολογήσω, λοιπόν. Αν είμαι αντικειμενική; Όχι, προφανώς κι όχι. Ο Πάνος ξέρει να χρησιμοποιεί λέξεις, εκφράσεις, να πλάθει κείμενο που μιλάει απευθείας στο μέσα μου. Δεν αισθάνομαι και την ανάγκη να είμαι αντικειμενική. Άπαξ και διαβάσεις τη «Βανίλια» ή τη «Θάλασσα» το κείμενο είναι αυταπόδεικτο. Δε χρειάζεται ούτε υπεράσπιση, ούτε κολακεία. Χρειάζεται συζητήσεις, χρειάζεται αναλύσεις και ανταλλαγή απόψεων, αλλά επουδενί δε χρειάζεται κάτι άλλο. Κι όταν λέω συζητήσεις, δεν εννοώ απαραίτητα με άλλους, αλλά μεταξύ εσού και του κειμένου. Και κάπως έτσι δημιουργούνται οι λούπες [οι πανέμορφες λούπες που ξέρει τόσο καλά να χειρίζεται ο Πάνος Τσερόλας] και γυρίζω ξανά στην αρχή, να σου πω ότι για να ανοίξεις διάλογο με τον κείμενο αρκεί η πρώτη φορά που θα το διαβάσεις. Για να τον συνεχίσεις, θέλει ανάγνωση ξανά και ξανά. Κι όλο και κάτι καινούριο θα ανακαλύπτεις.
Ο Πάνος Τσερόλας μας παίρνει από το χέρι και μας ταξιδεύει στα άδυτα μίας «τρομοκρατικής» οργάνωσης και κρυβόμαστε μαζί του σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Από τη μία, έχουμε τον Μάρκ που οι γνώμες διίστανται για το αν είναι τρομοκράτης. Είναι σίγουρα ιδεαλιστής όμως. Συμμετέχοντας σε μία σειρά από ενέργειες που οι Aρχές ονομάζουν τρομοκρατικές, όμως πρόκειται για μία γροθιά στο σύστημα, ο Μαρκ καταζητείται ως επικίνδυνος τρομοκράτης. Οι πρώτοι στόχοι αφορούν μουσεία και έχουν να κάνουν με τον "δανεισμό" γλυπτών και μαρμάρων από άλλες χώρες. Ωστόσο, ποτέ κανένα κτίριο και κανένα μνημείο δεν καταστρέφεται και κανείς δε χάνει τη ζωή του. Για να καταλάβεις, στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο ανατινάχτηκε η οροφή ώστε τα εκθέματα να τα φωτίσει ο ήλιος, έτσι όπως έπρεπε να είναι. Αυτός που λες, είναι ο Μάρκ. Η Μάγια από την άλλη, πλασάρεται ως κριτικός μουσείων (και όμως, υπάρχει) όταν ουσιαστικά κυνηγά τύπους σαν τον Μάρκ.
Μία ιστορία που ξεκινά στις παραλίες του Μόντεβιδέο, συνεχίζεται στο Βερολινο και εκτυλίσσεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Θες Παταγονία; Θες Καβάλα; Θες Νιου Τζέρσει; Απ όλα θα βρεις. Μία ιστορία καταδίωξης, μία περιπέτεια και ένα τύπου road movie σε ένα. Μέσα σε μία βυσσινί Μάστανγκ οι δυο τους γνωρίζονται και δύο φαινομενικά αντίθετοι κόσμοι ενώνονται όσο "οργώνουν" την Αμερική, πριν κατευθυνθούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο Πάνος Τσερόλας δε γράφει μία ιστορία αγάπης. Άλλωστε, αν τον ρωτήσεις θα σου πει πως δεν ήθελε κιόλας. Γράφει μία περιπέτεια για τον ιδεαλιστή εαυτό σου, ένα κυνηγητό σε όλο τον κόσμο και τη ζωή ως επικηρυγμένος.
Τον Μαρκ θα τον συμπαθήσεις. Είναι φλύαρος, είναι ονειροπόλος και πολλές φορές δεν μπορεί να μιλήσει σοβαρά για πάνω από μερικά λεπτά. Είναι όμως αθεράπευτα γοητευτικός και ταγμένος στη Μάγια, με τον τσαμπουκά της, και τη βοηθά να καταλάβει πως πραγματικά, το σύστημα που υπηρετούσε, τελικά δεν ήταν γι αυτή. Ο έρωτάς τους από τη μέση και μετά κινεί την ιστορία, αφού προστατεύουν ο ένας τον άλλον, όμως βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο και δεν "κλέβει" καθόλου από την ιστορία.
Η συνωμοσία της Βανίλιας λοιπόν. Μία συνωμοσία γεμάτη λυρικότητα, λέξεις που συντροφεύουν απόλυτα η μία την άλλη, όπως ο Μαρκ την Μάγια και το αντίστροφο. Είναι η πρώτη φορά που γνωρίζω τη γραφή του Πάνου Τσερόλα και μετά από αυτό, δηλώνω ταγμένη φαν και ήδη έχω βγάλει από τη βιβλιοθήκη μου την «Ασημένια θάλασσα» για να είναι το επόμενο ανάγνωσμά μου. Η γραφή του είναι ιδιαίτερη που απλά πρέπει να τη γνωρίσεις για να καταλάβεις τι εννοώ, η ροή γρήγορη και δυναμική και το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να αφήσεις τη Συνωμοσία της Βανίλιας να σε παρασύρει σε έναν τρελό χορό όπως οι πρωταγωνιστές μας στο Μόντεβιδέο. Να βρέξεις τα πόδια σου σε κάποια ακτή της Ταϋλάνδης και να τρέξεις στα στενά της Νέας Υόρκης.
Η συνωμοσία της βανίλιας είναι, όπως αναφέρει και το οπισθόφυλλο, μια ιστορία έρωτα και καταδίωξης, αλλά και κάτι παραπάνω. Δε θα ήθελα να πώ πολλά για την πλοκή της ιστορίας γιατί είναι κάτι που πιστεύω πως αξίζει ο κάθε αναγνώστης να ανακαλύψει από μόνος του.
Με μια μαγευτική, σχεδόν ποιητική γραφή ο συγγραφέας μας οδηγεί ή μάλλον μας κάνει συνοδοιπόρους σε μια συναρπαστική περιπέτεια. Η γενναία, "πολυπρόσωπη" Μάγια και ο γοητευτικός, παθιασμένος παράνομος- κάποιοι θα τον χαρακτήριζαν τρομοκράτη- Μαρκ ταξιδεύουν από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη σε μια προσπάθεια να γλυτώσουν από τις αρχές αλλά και από το ίδιο τους το παρελθόν, αλλάζοντας παράλληλα τον κόσμο. Μαζί τους ταξιδεύουμε κι εμείς, από τις ΗΠΑ στην Παταγονία και από την Καβάλα στα πυκνοκατοικημένα στενά της Μπανγκόγκ, και γινόμαστε μάρτυρες συνταρακτικών γεγονότων σαν κι αυτά που παρακολουθούμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων, αλλα και άλλων που ίσως να θέλαμε να συμβούν και στη δική μας πραγματικότητα.
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της περιπέτειας ο έρωτας του Μαρκ και της Μάγιας. Ένας έρωτας που έρχεται από εκεί που δεν το περιμένουν για να ταράξει τα σχεδιά τους και να ανατρέψει τισ ζωές τους. Σαν άλλοι (λιγότερο επικίνδυνοι) Bonnie και Clyde, η Μάγια και ο Μάρκ καταπιάνονται σε ένα ταξίδι- κυνηγητό με τις αρχές που θα αποβεί μοιραίο τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κόσμο γύρω τους.
Δεν πρόκειται, όμως, για μια απλή ιστορία αγάπης. Ούτε για μια συνηθισμένη περιπέτεια καταδίωξης. Πρόκειται περισσότερο για μια ιστορία αναζήτησης, μια ιστορία που θα μας κάνει να θέλουμε να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε ανθρώπους, γεύσεις και αρώματα, να ερωτευτούμε, να χορέψουμε κι εμείς στο ρυθμό που θα αλλάξει τον κόσμο.
"Αφουγκραστείτε το ρυθμό της ζωής, ύστερα αφήστε τα πόδια σας να πιάσουν το ρυθμό. Άλλα θα το κάνουν με χάρη και ευκολία, άλλα λίγο πιο αμήχανα, άλλα λίγο πιο ντροπαλά και ανασφαλώς, άλλα λίγο πιο άγαρμπα. Αφήστε τα όμως."
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της "Συνωμοσίας της Βανίλιας" καταλαβαίνεις το ξεχωριστό ύφος αλλα και την μεστοτητα που εχει ο λόγος του συγγραφέα.Προβληματισμοί για την σημερινή κοινωνία έχουν τον πρώτο λόγο στο βιβλίο, όμως όλα μπερδεύονται με τόπους, χρώματα, έρωτες και ανάλαφρες περιγραφές που δίνουν μια ελαφρότητα ακόμα και όταν θίγονται σοβαρότατα θέματα.Αυτός ειναι και ο μαγικός συνδυασμός που το κάνει να ξεχωρίζει σαν μυθιστόρημα, τα πρόσωπα εναλλάσσονται συνεχώς φέροντας μαζί και διαφορετικούς τόνους κάθε φορά! Πραγματικά αξίζει να το διαβάσει κανείς και να ταξιδέψει με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου που δεν ειναι άλλοι από τον ριψοκίνδυνο Μαρκ και την τολμηρή-δυναμική γεμάτη όνειρα Μάγια!
Διάβασα τη Συνωμοσία της Βανίλιας ως μια συνωμοσία ελπίδας, καθώς όλο το βιβλίο -ακόμη και το καθόλου ευτυχές τέλος του - το διατρέχει η βεβαιότητα οτι μπορεί η ελπίδα να ξαναγίνει μια ανθρώπινη δυνατότητα.
Οι ήρωες του Πάνου Τσερόλα στήνουν ένα σκηνικού Τέλους –το σκηνικό είναι ολόκληρη η υφήλιος. Το τέλος αφορά το σκότος. Θέλουν το τέλος του να γίνει η αρχή μας.
Αποκαλύπτουν την Πέργαμο στο Φως, κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Αλλάζουν τον κόσμο, οι παράτολμες πράξεις τους γεννούν μια παγκόσμια δυναμική αλλαγής.
Στη σκηνή υπάρχει μουσική, μάλλον καλύτερα μουσικές, τις ακούς, τις νιώθεις, προσωπικά εκτιμώ ότι ίσως αποτελούν υπόμνηση του χρόνου, του δίνουν ρυθμό.
Υπάρχει επίσης ο έρωτας. Σαν δύναμη προωθητική της επανάστασης – ενός επαναστατικού παράδοξου κατ' ακρίβεια, πρωτότυπου και παράξενου που συνεγείρει τους πιο αδύναμους. Μιας αναδιανομής υλικών και άυλων αγαθών, σε αυτόν που φαντάζει ως φυσικός ιδιοκτήτης τους. Στον κόσμο. Ο Μαρκ ερωτεύεται τη Μάγια. Η Μάγια ξέρει τον μεγάλο εχθρό του Μαρκ, καταλαβαίνουμε οτι έχει υπάρξει άνθρωπός του. Προ-οικονομείται ήδη η προδοσία. Σε όλη την κοινή τους διαδρομή σκεφτόμαστε μήπως έχουμε κάνει λάθος και με έναν τρόπο αυτό το μεγάλο λαβ στόρι επιβιώσει της τελικής σύγκρουσης. Ο Πάνος Τσερόλας επιλέγει την προδοσία. Που γίνεται τυπικά κατ' ανάγκη αλλά σίγουρα με χώρο να σκεφτείς και την άλλη εκδοχή. Σε κάθε περίπτωση η προδοσία δε συγχωρείται.
Υπάρχει και ο πόλεμος. «Με άλλα μέσα», στην κυριολεξία. Ο Μαρκ και η παρέα του είναι τρομοκράτες μόνο του συστήματος. Όλες τους οι δράσεις είναι δημοφιλείς, οι ίδιοι θεωρούν ότι πολεμούν το κακό. Με όλα τα μέσα; Όχι με τη βία και το αίμα -αλλά αίμα χύνεται κι αυτό ακόμη κι όταν είναι των κακών προκαλεί εσωτερικά ζητήματα στους ανθρώπους που ξεκίνησαν ν' αλλάξουν τον κόσμο στέλνοντας τη Νίκη της Σαμοθράκης σπίτι της.
Έτσι, όταν τα συμβατικά όπλα παίρνουν το λόγο, όταν βγαίνει ο στρατός στους δρόμους των πόλεων, ο συγγραφέας τελειώνει την εποποιία των ηρώων του. Αρχίζει η κάθοδός τους προς την ακινησία.
Δεν είναι εύκολο να φανταστείς τις προσμονές, τις ματαιώσεις, την ακινησία, σε ένα μυθιστόρημα που ιδίωμά του είναι ξεκάθαρα ο δρόμος, η συνεχής κίνηση στον παγκόσμιο χάρτη. Συμβαίνει όμως στη Συνωμοσία της Βανίλιας. Το καταλαβαίνεις όταν φτάνεις στο τέλος. Εκεί όπου οι ήρωες του καταδικάζονται ουσιαστικά στην ακινησία. Αρχικά μέσα σε μια δικαστική αίθουσα, μετά μέσα σε μια φυλακή ή για την περίπτωση της κεντρικής ηρωίδας, της Μάγιας, σε μια αδιάφορη ζωή στο Κλίβελαντ. Οι τρομοκράτες του φωτός λαμβάνουν ως τιμωρία την επιστροφή στο συστημικό σκότος - ο νικητής θέλει να ανταποδώσει τα πλήγματα που δέχτηκε.
Ήθελα αλλά δεν ανέφερα νωρίτερα το Μπέκετ.
Τα σκοτεινά αδιέξοδα των ηρώων του Τσερόλα στο τέλος του βιβλίου προσωπικά μου τον θυμίζουν. Κι ας είναι όλα απολύτως ξεκάθαρα διατυπωμένα στο χαρτί, δεν εννοώ ότι κάποιο ασαφές, άχρονο, απειλητικό σύμπαν διεισδύει στη Συνωμοσία της Βανίλιας. Νομίζω όμως ότι φράσεις από το έργο του μεγάλου δημιουργού της λογοτεχνίας του παραλόγου που θυμήθηκα, εκφράζουν στο τέλος μιας από τις πιο πρωτότυπες, καλοστημένες, συνεπείς, ιστορίες που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Γίνομαι σαφέστερη: “Όλη μέρα , κάθε μέρα, περιμένω να εμφανιστεί, να επιστρέψει”, για τη Μάγια ή “ Κοίταξα τον τοίχο για λίγο κι είπα να κλείσω τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξα δεν υπήρχε πια τοίχος. Με περίζωνε η απεραντοσύνη του κενού. Ήρθε η ώρα που κατάλαβα. Δεν έχω κανέναν” για τον Μαρκ.
Κλείνοντας, εκτίμησα ιδιαιτέρως οτι κανένα ένδοξο τέλος δεν τους αναμένει, ούτε καν ένας ηρωικός θάνατος. Η Μάγια είναι ακίνητη στη Βαλτιμόρη με το γιο της φευγάτο. Ο Μαρκ χάνεται μέσα στη νύχτα. Κι ο συγγραφέας τους επιτρέπει μόνο τη χαρά ότι η σπορά ενός άλλου κόσμου έχει ακόμη ελπίδες να φέρει το φως πίσω.
Μία νέα ιστορία με στοιχεία ρομαντισμού, περιπέτειας και μυστηρίου που τη χαρακτηρίζει η γρήγορη ροή της, χωρίς κενά. Ταξιδιάρικο σε πρώτο επίπεδο (γεωγραφικός προσδιορισμός) αλλα και σε δεύτερο με την αναζήτηση και ανακάλυψη διαφορετικών χαρακτήρων (ψυχογραφικός προσδιορισμός). Επίσης η ακροβασία σε χωράφια φιλοσοφίας δίνει κάτι ιδιαίτερο στην εξέλιξη της ιστορίας... Κατά την ανάγνωση και μετά την ολοκλήρωση αυτής ο προβληματισμός που γεννιέται στον αναγνώστη για τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες είναι αν στο τελος δικαιώνονται ή καταρρίπτονται ως προσωπικότητες...Υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση ή μήπως δεν χρειάζεται...! Ωραίος λόγος και γραφή, με στοιχεία άλλα πιο σύγχρονα και άλλα πιο νοσταλγικά. Αναμένουμε το επόμενο!
Ο Πάνος Τσερόλας ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με ένα μυθιστόρημα γεμάτο έρωτα, τρομοκρατία, καταδίωξη αλλά και αισιοδοξία πως πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται