«Ο Παπαδιαμάντης εστάθηκε απατηλός. Και απέχει τόσο από την εικόνα που δίνει ο ίδιος για τον εαυτό του όσο απέχει, θα λέγαμε, η ολιγάρκειά του από τον ασκητισμό... Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ' έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία που η συμβατική αντίληψη για τη σύνταξη του άλλου Σκιαθίτη [δηλ. του Μωραϊτίδη] δεν της επιτρέπει ν' απλωθεί. Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών που αφθονούν στα κείμενα του πρώτου, χωρίς ποτέ να τα μεταβάλλουν σε πεζοτράγουδα, κάποτε και οι απλές περιγραφές, με μια μόνον, ίσως, ανάμεσά τους ανορθοδοξία (που κι αυτήν είναι δύσκολο να την εντοπίσεις με την πρώτη ματιά), τέλος μερικές, κατά μέρη άνισα, εισβολές της δημοτικής, απροσδόκητες, αρκούν, για ν' αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή απ' την παγερότητα και να κυματίσουν την επιφάνειά της μ' έναν τρόπο που δεν έχει τον όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής.»
Απόσπασμα από το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Συνοδεύεται από ανθολόγιο κειμένων του Σκιαθίτη συγγραφέα.
Μια ενδιαφέρουσα "κριτική" (;) ματιά του Ελύτη στον Παπαδιαμάντη, ενδιαφέρουσα για την οπτική γωνία υπό την οποία τον εξετάζει αλλά αρκετά μονοδιάστατη για να διεκδικεί δάφνες καθολικής αποτίμησης. Κοντολογίς, ο ποιητής -και μάλιστα ο μονομερώς προσανατολισμένος στην αισθητική διάσταση της ζωής ποιητής- απομονώνει και εστιάζει στα αισθητικώς ευχάριστα κείμενα του Παπαδιαμάντη, διακινδυνεύοντας έτσι να διολισθήσει στην ανάδειξη μιας σχεδόν διονυσιακής πλευράς του Παπαδιαμάντη, η οποία λίγο-πολύ ανήκει μόνο στη φαντασία των "βιαστικών" αναγνωστών. Ασφαλώς, σ'αυτό συντελεί σημαντικά η τρομερά ευέλικτη και γλαφυρή γλώσσα του ποιητή που χαρίζει μικρά κομψοτεχνήματα - δεν είναι τυχαίο ότι ο Ελύτης είναι δημιουργός πολλών δημοφιλών αποφθεγμάτων και μπορούν να βρεθούν αρκετά τέτοια και στο παρόν έργο.
Γενικότερα πάντως, ο Ελύτης μέσα στο κείμενο του φαίνεται να απαντά σε κάποιον(-ους), πιθανόν χριστιανούς ιεροκήρυκες (άγνωστο αν είναι πραγματικά πρόσωπα ή αχυράνθρωποι προβάλοντας πάνω τους στερεοτυπικές απόψεις), οι οποίοι ενδεχομένως αναλίσκονται σε μία εξίσου μονομερά αλλά από την αντίθετη πλευρά, ανάγνωση του Παπαδιαμάντη. Το γεγονός πάντως είναι ότι μέσα στη ζέση της απάντησης, ο Ελύτης παραβλέπει σημαντικά στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης η οποία δεν απορρίπτει συλλήβδην την ύλη, το σώμα και τον κόσμο (πως θα μπορούσε εξάλλου, αφού είναι θεϊκό έργο και προσφορά στον άνθρωπο τον οποίο τοποθετεί επικεφαλής αλλά και οικονόμο της Φύσης). Το σημείο αυτό φανερώνει και μια μεγάλη αδυναμία της έκδοσης, η οποία απλώς περιλαμβάνει το κείμενο του Ο.Ε. χωρίς κάποιο πρόλογο που θα παρουσιάζει το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο εντός του οποίου γράφηκε και ποιές είναι οι ιδέες (ή και τα πρόσωπα) στις οποίες απαντά με το κείμενο αυτό αλλά και ποιές ήταν οι αντιδράσεις/απαντήσεις που ακολούθησαν.
Παρά την παράβλεψη αυτή, το βιβλίο μας αποζημιώνει με το δεύτερο μισό του, το οποίο περιλαμβάνει τα αποσπάσματα εκείνα του παπαδιαμαντικού έργου τα οποία είχε προηγουμένως σχολιάσει και αναλύσει στο κείμενο του ο Ο.Ε., επιτρέποντας έτσι μία πιο στοχευμένη εμβάνθυση σε επιλεγμένα κομμάτια του συγγραφέα.
Μια ίσως ακριβέστερη προσωπική εκτίμηση θα ήταν τα 3.5 αστέρια αλλά μιας και δεν επιτρέπεται, τελικά στρογγυλοποίησα στο 4.
- Είναι ο Παπαδιαμάντης μαγικός ρεαλισμός; - Ο ορισμός του μαγικού ρεαλισμού, φαίνεται να λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, στο δοκίμιο του για τον Σκιαθίτη συγγραφέα, που στο έργο του «όλα παίρνουν το χαρακτήρα του μυστηρίου και των υπερφυσικών γεγονότων χωρίς, σχεδόν, να διαταράσσεται η τρέχουσα καθημερινή φύση των πραγμάτων».
Ακόμη όμως κι αν δεν έχει κάποιος τούτη την απορία, μπορεί να απολαύσει αυτό το ξεχωριστό βιβλιαράκι, τόσο για το εξαίσια λυρικό και ποιητικό κείμενο του Ελύτη, όσο και για την πολύ καλή σταχυολόγηση αποσπασμάτων από το έργο του Παπαδιαμάντη, που μας αποκαλύπτουν μια άλλη πλευρά του «αγίου» των ελληνικών γραμμάτων: «Ένας ομολογημένος κυνηγός αισθησιακών στιγμών, που τις συλλαμβάνει πάντοτε σαν μονάδες με αυτοδύναμη αξία, τονισμένες επάνω στην αγιότητα σε τέτοιο βαθμό, που να σου ‘ρχεται συχνά, μπροστά στο γυμνό στήθος μιας κοπέλας που περιγράφει, να κάνεις το σταυρό σου».
Κι ακόμα: «Περισσότερο από λιβάνι, ο αίνος του είναι από ανεπίτευκτο άγγιγμα και γύρη ανθέων μυστική… Σ’ όποια σελίδα κι αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από το χριστιανό τον Έλληνα. Κάτω από τον μυστικοπαθή, τον μεσημβρινόν αισθησιάρχη. Κάτω από τον άνθρωπο της εκκλησίας, τον άνθρωπο της σάρκας, των μυριστικών χόρτων, του γιαλού. Κι είτε σαν αριστερό ψάλτη τον ακούσουμε είτε σαν δεξιό στην τελετουργία του νησιού του, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι γι’ αυτόν η φύση ένα καταφύγιο, μια παρηγοριά, μια ανακούφιση. Ούτε είναι, από το άλλο μέρος, μια δύναμη σκοτεινή και τερατώδης. Είναι ο διαρκής και ακατάλυτος σκελετός που συνέχει την πλάση, μια εγγύηση γι’ αυτό που είμαστε ή που μπορούμε να είμαστε».