Δεκαετία του 1930, σε φτωχογειτονιά της Αθήνας. Ο μικρός Βενιαμίν, ορφανός από πατέρα, ζει στερημένα στη δύσκολη προ δικτατορίας Μεταξά εποχή. Κλειστή κοινωνία, εμμονές και ιδεοληψίες, ακατανόητα γι' αυτόν πρότυπα κοινωνικής, σεξουαλικής, πολιτικής συμπεριφοράς. Αλλά και ένας κόσμος μυστικός που ανασαίνει κάτω από τη βιτρίνα του καθημερινής, εν πολλοίς επίπλαστης, χρηστομάθειας. Ώσπου ξημερώνει η 4η Αυγούστου. Κι όλα τα χρώματα των ημερών μετατοπίζονται στην κλίμακα του γκρι... Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, κανείς (πόσω μάλλον ο έφηβος, πια, Βενιαμίν) δεν μπορούσε να εκτιμήσει τη σφοδρότητα της λαίλαπας που επρόκειτο να σαρώσει συθέμελα τον μικρόκοσμό τους. Πόλεμος. Πολύ σύντομα η απάνθρωπα αργόσυρτη, φονική Κατοχή. Πείνα! Έως θανάτου Πείνα! Και χώρος πουθενά για εφηβική αφέλεια. Οι έφηβοι εκείνης της γενιάς ανδρώθηκαν με μιας, ή πέθαναν... Στην εθνικοσοσιαλιστική Νέα Τάξη πραγμάτων του Χίτλερ η ξεγνοιασιά ήταν εξίσου θανατηφόρα όσο οι σφαίρες των ταγματασφαλιτών ή το "ταξίδι" για το Άουσβιτς. Η φρίκη τράβηξε με αίμα μια γραμμή, κι οι άνθρωποι μοιράστηκαν στα δυο: από 'κεί οι φασίστες, από 'δώ όσοι μάχονταν για ένα όνειρο που το 'λεγαν: Ελευθερία! Μα τα όνειρα δεν τόχουνε συνήθειο να κρατούν πολύ. Ετούτο τ' όνειρο, του Βενιαμίν και της γενιάς του, κατέληξε εφιάλτης γι' άλλους στην άμμο του Ελ Ντάμπα, γι' άλλους στις ξερολιθιές της Μακρονήσου, γι' άλλους μπροστά στις κάννες κάποιου εκτελεστικού αποσπάσματος της υποτίθεται ελεύθερης Ελλάδας. Το με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία βιβλίο του πεζογράφου, ποιητή και στιχουργού Δημήτρη Χριστοδούλου "Το Γούπατο" (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1976) θεωρείται, και είναι, κλασικό στο είδος του. Ένα έργο σταθμός της νεότερης ελληνικής Λογοτεχνίας.
Μα τόσος φόβος; Γιατί; Θα φάει δυο σφαίρες το πολύ και θα πεθάνει! Όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, γιατί τόσος φόβος; Γιατί αυτό το τέρας; Οι άνθρωποι πεθαίνουν χιλιάδες χρόνια τώρα. Να, χτες κι ο Στάθης, μπορεί να 'χουν σκοτώσει και την Ιωάννα και τον Ζαδέ, γιατί δεν γίνεται ο θάνατος κάτι απλό; Να, κάτι σαν ένα ποτήρι νερό που το πίνεις και ξεμπερδεύεις;
Γιατί, θα του πει ύστερα από χρόνια η Μαρία, δεν είναι ένα ποτήρι νερό ο θάνατος. Είναι αυτό που είναι! Κι αυτό που είναι ο θάνατος είναι απαράδεκτο, αηδιαστικό κι ακατανόητο!
Απαράδεκτο, αηδιαστικό και ακατανόητο! Και το χειρότερο: Άμα προέρχεται από τους ανθρώπους είναι και προσβλητικό! Νικάνε απάνω σου! Κι αυτήν τη νίκη την ξερνάς, δεν τη θέλεις, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής δεν θέλεις να νικήσουν ούτε αυτοί ούτε οι ιδέες τους.
Και φαίνεται πως για τον φασισμό δεν μπορεί να το κουβεντιάσει κανείς και πολύ.
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου (Αθήνα, 4 Απριλίου 1924 – 5 Μαρτίου 1991) ήταν Έλληνας ποιητής, συγγραφέας και στιχουργός. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας την περίοδο Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, ενώ το 1943 συνελήφθη και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα στην οδό Μέρλιν. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών το Δεκέμβριο του 1944 συνελήφθη ως μέλος του EAM σε ένα οδόφραγμα στην πλατεία Κάνιγγος και φυλακίστηκε αρχικά στο Γουδή και στη συνέχεια σε βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, όπου και παρέμεινε για 3 μήνες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1945 μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας. Μετά τον επαναπατρισμό του έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις και εισήχθη στο οικονομικό τμήμα της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Διέκοψε όμως τις σπουδές του προκειμένου να φοιτήσει στη δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.Η φοίτησή του στη δραματική σχολή διακόπηκε καθώς αναγκάστηκε να στρατευτεί. Ολοκλήρωσε ωστόσο τις σπουδές του και συμμετείχε ως ηθοποιός σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις.
Αγόρασα αυτό το βιβλίο καθαρά από περιέργεια λόγω του τίτλου του, χωρίς να συνδέσω το όνομα του συγγραφέα με τον ανεπανάληπτο στιχουργό Δημήτρη Χριστοδούλου. Στην έρευνά μου μετά την ανάγνωση διαπίστωσα ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Το βιβλίο περιγράφει με ρεαλισμό την αστική καθημερινότητα πριν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και το διάστημα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Εδώ δεν υπάρχουν μύθοι, δεν υπάρχουν ήρωες και τέρατα, δεν υπάρχουν απλώς καλοί και απλώς κακοί, υπάρχει ένα χάος από ευαίσθητες ισορροπίες, σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο, υπάρχει ο πάντα απρόβλεπτος ανθρώπινος παράγοντας, που δοκιμάζεται από πείνα, προδοσίες, και απομυθοποιήσεις. Κοινωνιολογικές θεωρήσεις που καταρρέουν, στεγανά που καταργούνται, και μια εσωτερική αναζήτηση χωρίς σταματημό, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα. Το έργο είναι αυτοβιογραφικό, καθώς ο Χριστοδούλου άνηκε στο ΕΑΜ, αλλά ο συγγραφέας υπερβαίνει όπως οφείλει την προσωπική του οπτική, γίνεται αφηγητής, ανθρωπιστής μεν, αλλά ουδέτερος κατά τα άλλα, και προβληματίζει, τον αριστερό, τον δεξιό, τον ακραίο, τον μετριοπαθή. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα έργο που πρέπει να αποτελεί διδακτέα ύλη. Έτσι καλλιεργούνται πολιτικές συνειδήσεις, και όχι με το "συνωστισμό" της Μικρασιατικής καταστροφής...