Καλοκαίρι 2011. Ο Ισίδωρος αναζητά τη Σοφία στα στενά της ταραγμένης Αθήνας. Ο Κλεάνθης, ερασιτέχνης συλλέκτης στοιχείων και φύλακας του «Βιβλίου των Πάντων», πιστεύει ότι μπορεί να τον βοηθήσει.
Απρίλιος 1972. Ο Γιώργος είναι ένας νεαρός εύζωνας που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε μια θεατρική παράσταση-σταθμό, αλλά και στις επετειακές εκδηλώσεις της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο. Τι είναι αυτό που τον βασανίζει και γιατί οι τηλεπαθητικές του ικανότητες, που τον ακολουθούν από παιδί, δεν μπορούν να τον σώσουν;
Καλοκαίρι 1985, Κυκλάδες. Ο Νέιτ διερευνά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, σε μια αναζήτηση όπου η τρομοκρατία, η ψυχεδέλεια κι ένας αινιγματικός ταξιδιώτης με δίχρωμα μάτια μπλέκονται αξεδιάλυτα, αλλοιώνοντας τη λογική μορφή της πραγματικότητας.
Πώς συνδέονται όλες αυτές οι ιστορίες; Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για τις εκδοχές της ελληνικής τύφλωσης, για την αφήγηση που δε γνωρίζει όρια, αλλά και για την ίδια την ηδονή της εξιστόρησης, όπου αλλεπάλληλοι λαβύρινθοι ανοίγονται, για να μην κλείσουν ποτέ.
Ο Νίκος Α. Μάντης γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με το θέατρο και την ποίηση. Το Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί είναι το τρίτο μυθιστόρημά του. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Ψευδώνυμο (διηγήματα, 2006), Το χιόνι του καλοκαιριού (μυθιστόρημα, 2010) και Άγρια Ακρόπολη (μυθιστόρημα, 2013), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης» (2014). Έχει τιμηθεί με το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το βιβλίο του Οι τυφλοί.
Δαιδαλώδες, προβοκατόρικο, αρκετές φορές χαοτικό, η γραφή μακροπερίοδη χαρακτηριστική του Μάντη ωστόσο πάντα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, οποίος γενναίος...πεδίον δόξης λαμπρόν.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις αυτό το βιβλίο. Άλλοτε φιλοσοφικό και άλλοτε ντανμπραουνικό, ισορροπεί ανάμεσα στην ανάλυση της σύγχρονης Ελλάδας και το μεταφυσικό μυστήριο. Το πολύ φιλόδοξο αυτό έργο ο συγγραφέας το πετυχαίνει μέσα από μια γραφή μακροπερίοδη αλλά στρωτή με πολύ προσωπικό ύφος και κυρίως κατορθώνοντας να ακουμπήσει καυτά θέματα όπως η αριστερή και δεξιά τρομοκρατία, η δικτατορία, η κρίση και το κίνημα των αγανακτισμένων χωρίς να πάρει πολιτική θέση ή να κατευθύνει τον αναγνώστη κάτι που θα καθιστούσε αυτόματα την ανάγνωση του βιβλίου ζήτημα πολιτικής συμφωνίας ή ασυμφωνίας. Μπλεγμένο και συχνά ακραίο αλλά ενδιαφέρον.
Συναρπαστικό, σπειροειδούς λογικής ξετύλιγμα της εθνικής μας τύφλωσης από τον Νίκο Μάντη, που με αυτό και μόνο το βιβλίο διεκδικεί άνετα νομίζω μία από τις τοπ θέσεις των πλέον οξυδερκών και ταλαντούχων ελλήνων συγγραφέων σήμερα (και ναι, ευτυχώς έχουμε αρκετές και αρκετούς).
Με τρεις βασικές σπονδυλωτές συνδεόμενες μεταξύ τους ιστορίες, ο Μάντης διατρέχει την πολιτική μας κουλτούρα από τη χούντα μέχρι τις πλατείες των Αγανακτισμένων το 2011, υφαίνοντας ένα τοπίο ζοφερού ρεαλισμού που συμπλέκεται με το φανταστικό, με ένα εντελώς ιδιότυπο μεταφυσικό στοιχείο που αντλεί χαρακτηριστικά από την ιστορία. Προσωπικά δεν έχω ξανασυναντήσει στη λογοτεχνία το ακραία λούμπεν κομμάτι της ελληνικής ψεκασμένης ακροδεξιάς (ναι ναι, αυτό των τηλεπαραθύρων όπου πουλάνε βιβλία με θέμα "Ήταν οι Αρχαίοι Έλληνες εξωγήινοι;") ως πυρήνα υπερβατικής αφήγησης. Η Αθήνα του χθες και του σήμερα συμπλέκεται με το φάντασμα του φασισμού, έναν τσολιά που μπορεί να διαβάσει το μυαλό σου, παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας, υπόγειες στοές και λαβυρίνθους περιπλάνησης των ηρώων, έναν ελληνοαμερικανό υπάλληλο του ΔΝΤ, την ακροαριστερή τρομοκρατία των 80s και συζητήσεις στο indymedia περί χρυσαυγιτών και μουσικής.
Η λογική είναι δαιδαλώδης, η γραφή του Μάντη σύνθετη, αλλά κάθε σελίδα απολαυστική και κυριολεκτικά μια έκρηξη δημιουργίας. Ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια.
Να ξεκινήσω λέγοντας πως ο Νίκος Μάντης θα έπρεπε να είναι γνωστός σε ολόκληρο το πανελλήνιο για τις συγγραφικές του ικανότητες.
Ο λεξιλογικός πλούτος που χαρακτηρίζει αυτό το έργο θα έπρεπε ίσως να μετρηθεί και να συγκριθεί με αυτόν άλλων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων. Αποτελεί εξέχον παράδειγμα ενός μορφωμένου, σχετικά νέου ανθρώπου που καταφέρνει να πλάθει ιστορίες άρρηκτα συνδεδεμένες με τα συμβάντα της εποχής που γράφηκαν, αλλά να λέει και το «κάτι παραπάνω».
Η πλοκή του βιβλίου είναι αρχικά συνομωσιολογική και παρανοϊκή, με μη ευθύγραμμη ροή και διαδοχή γεγονότων (αν μπορεί κάποιος να πει με σχετική βεβαιότητα τι καθιστά γεγονός και τι όχι στις σελίδες του) και αποτελεί ίσως την ελληνική εκδοχή ενός Έκο. Σίγουρα η επιρροή του ιταλού συγγραφέα είναι αισθητή μέσα στις πυκνογραμμένες σελίδες του βιβλίου.
Εξαίρετη σκηνοπλασία και δημιουργικότητα, παράλληλα με μακροσκελείς προτάσεις. Ίσως δεν ταιριάζει σε αμύητους αναγνώστες. Δεν είναι «εύκολο» κείμενο. Ούτε θα ικανοποιήσει τους καταναλωτές της μοντέρας βιομηχανίας της διασκέδασης που ψάχνουν ευκολοφάγωτες ευθύγραμμες πλοκές, χωρίς πολλά-πολλά, με αρχή-μέση-τέλος. Είναι άλλωστε αρκετά μεγάλο βιβλίο.
Έχοντας διαβάσει και το επόμενό του (Σφάλμα συστήματος) μπορώ να πω ότι η γραφή του είναι περισσότερο εξελιγμένη σε εκείνο. Παραμένει και στα δύο βέβαια η αδυναμία ανάπτυξης κάποιου σοβαρού γυναικείου χαρακτήρα αλλά και οι σχεδόν αφύσικοι διάλογοι που, όσο και αν είναι παρόντες σε όλα τα σύγχρονα βιβλία, πάντα με κάνουν να νιώθω άβολα διαβάζοντάς τους. Ίσως το πρόβλήμα αυτό είναι δικό μου.
Αυτο το βιβλιο λοιπον μου αφησε μια αισθηση ακριβως οπως το Matrix οταν το πρωτοειδα.... ενα 'τι εγινε ρε παιδια;' ! Εξυπνο,πολιτικοποιημενο,μια δοση φανταστικου,ενα περα δωθε στο χρονο,με ωραιο χειρισμο της γλωσσας...πρωτη φορα διαβαζω Μαντη κ θελω κι αλλο,ειναι η αληθεια, ετσι για να τον καταλαβω καλυτερα. Σιγουρα θα ξαναδιαβασω κ το συγκεκριμένο,γιατι ειπαμε,ειναι λιγο σαν το Matrix που επρεπε να το ξαναδω για να το κατανοησω ακριβως...
Ενα μεγαλεπήβολο βιβλίο που αγωνίζεται αλλά δεν γίνεται μεγαλειώδες, δλδ. να αποτυπώσει μέσα σε ιστορικό πλαίσιο (εδώ από τη χούντα, την ευμάρεια των 80s μέχρι τους αγανακτισμένους του 2011) την εθνική μας μειονεξία.
Οι τρεις ιστορίες είναι πολυεπίπεδες (με την μεσαία του τηλεπαθητικού εύζωνα να κερδίζει άνετα το βραβείο αναγνωστικού ενδιαφέροντος) και πολλαπλά απατηλές, που όμως ενώ θα έπρεπε να κλείνουν το μάτι με ειρωνεία και σαρκασμό αναλώνονται συνήθως σε συνωμοσιακά λαβυρινθώδη κυνηγητά των ηρώων.
Αλλά ο Μάντης έχει ταλέντο, που αν δεν μας το τρίβει στη μούρη με μεγαλοπεριόδους των 30 γραμμών χωρίς τελεία και με καμιά 10αριά δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις ενδιαμέσως, κατέχει μια οξεία και σαφώς δουλεμένη γραφή, που παρά τα όνειρα, τα μπλογκ και τις τηλεπαθητικές αναζητήσεις, τη διατηρεί ατόφια.
Η ιδέα περί εθνικής τυφλότητας εξαιρετική, η εκτέλεση καλή, αν και φοβάμαι να συστήσω 600 σελίδες με τόσους λαβυρίνθους έτσι αβάδιστα. Καθώς ίσως είναι και το μόνο βιβλίο στα ελληνικά που θα διαβάσω φέτος θα ήθελα πραγματικά να είναι καλύτερο.
όταν είχα διαβάσει την Άγρια Ακρόπολη είχα ενθουσιαστεί γι αυτό και ξεκίνησα και τούτο εδώ που πέραν του μπερδέματος, πέραν κάποιων περιγραφών που δεν έβρισκα κάποιο λόγο εκτός του να ιντριγκάρει (όχι όμως με καλό αποτέλεσμα αλλά με μια σιχασιά), σε αρκετά σημεία μου θύμισε το άνθρωποι στα δέντρα της Γιαναγκιχάρα που κι εκεί για να τραβήξει τον αναγνώστη προσπαθούσε να τον σοκάρει. Στην ζυγαριά της λογοτεχνικότητας, το σοκάρισμα όχι για την εξυπηρέτηση του κειμένου αλλά για το πιασάρικο. Μμμμ, απο μένα είναι όχι.
Μπορεί ναέπρεπε και 3,5! Έθεσε μεγαλεπίβολο στόχο ο συγγραφέας κι έχει αναμφισβήτητα άκρως λογοτεχνική πένα, όμως κάπου χαώθηκα στο λαβύρινθο μακροπερίοδου λόγου καισυνωμοσιολογία ς.