Επανέκδοση του εμβληματικού βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου 28 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση το 1982, με νέο εισαγωγικό σημείωμα του Νάνου Βαλαωρίτη.
Η "Φάρσα" είναι το μανιφέστο της επαναστατημένης γυναίκας - επαναστατημένη στο μέτρο που ο άντρας είναι ακόμα ο απόλυτος άρχων που κρατάει τα ηνία, αφού δεν έχει εκλείψει η βασιλεία του ούτε στους ουρανούς ούτε επί της γης... Η επαναστατική πράξη συνίσταται στην υπονόμευση αυτής της δύναμης με τη γελοιοποίησή της, την καταβαράθρωσή της με το γέλιο. Από το εισαγωγικό σημείωμα του Νάνου Βαλαωρίτη
"Οι δύο ηρωίδες της "Φάρσας" καταβαραθρώνουν τη σοβαροφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, με τα έξαλλα καμώματά τους... Η "Φάρσα" είναι ένα σπάνιο παράδειγμα χιούμορ με τεχνική στη λογοτεχνία μας... H "Φάρσα" θα μείνει ως ένα κλασικό παράδειγμα ενός πολύ πετυχημένου πειραματικού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα." (Νάνος Βαλαωρίτης, Αθήνα, 30 Αυγούστου 2010)
"Η "Φάρσα" είναι η ιστορία δύο κοριτσιών που έχουν αναμφισβήτητα προικιστεί µε μια τάση για υπερβολές σε ό,τι αφορά το χιούμορ. Υπάρχει µια ατελείωτη ίντριγκα σε βάρος αθώων και αποβλακωµένων µικροαστών. Υπάρχει µια θολή ανάµνηση και µια αστραπή ανοησίας σε κάθε προσπάθεια να ξεγελάσουν τη βαρεµάρα τους. Υπάρχει πολύ σεξ χωρίς να φαίνεται. Υπάρχει µια έξυπνη και απόλυτα διεισδυτική µατιά που φωτίζει την ψυχολογία εκείνου που περιµένει κάτι χωρίς αυτό το κάτι να έρχεται ποτέ. Υπάρχει ένας κύριος Στεργίου µάλλον απρόθυµος και οπωσδήποτε ανίκανος να αναλάβει το ρόλο του εξιλαστήριου θύµατος για τον οποίο έχει επιλεγεί από τη µοίρα µέσω του Χρυσού Οδηγού. Και υπάρχει στο τέλος του βιβλίου για πρώτη φορά µια ολόκληρη τηλεφωνική συνδιάλεξη, µια παρωδία οργασµού ή ανακούφισης... Τι είναι μια φάρσα; Ίσως είναι το να εξαπατάς κάποιον με μόνο στόχο το να απολαύσεις τις συνέπειες της κακής του τύχης. Τα δυο κορίτσια επιδίδονται μετά μανίας σ' αυτό το σπάνιο σπορ· δεν είναι όμως εύκολο να αρνηθούν ότι και η ίδια η ζωή τους είναι ήδη μια φάρσα. Η Σωτηροπούλου περιγράφει μια σειρά φάρσες - φάρσα όμως είναι το να περιγράφεις οτιδήποτε, μ' άλλα λόγια, η ίδια η τέχνη του γραψίματος. Αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα από φάρσες, που η μια περιέχει έξυπνα την άλλη, επιτρέπει σ' αυτό το θαυμαστό βιβλίο να χαρίσει στον καθένα από εμάς ένα χαμόγελο δυσπιστίας. Δυσπιστίας απέναντι στις ευκαιρίες της ζωής και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας· απέναντι στους άντρες και τις γυναίκες· απέναντι στην αδεξιότητα και τις τρελές τιμωρίες του έρωτα. Και τέλος απέναντι στην ίδια την έμπνευση που βρίσκεται στις καλύτερες στιγμές της μέσα σ' αυτές τις σελίδες." (Ευγένιος Αρανίτσης, "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία")
Η Έρση Σωτηροπούλου (Ersi Sotiropoulos ) γεννήθηκε στην Πάτρα το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το βιβλίο της "Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές", τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω". Τιμήθηκε με το Βραβείο "Μεσόγειος" (Prix Mediterranee Etranger 2017) για το βιβλίο της "Τι μένει από τη νύχτα" (γαλλικός τίτλος "Ce qui reste de la nuit", εκδ. Stock, μετάφραση Gilles Decorvet), ένα βιβλίο που ακολουθεί τον νεαρό Κωνσταντίνο Καβάφη στο Παρίσι του 1897 και μας παρουσιάζει τα εμπόδια που συναντά ο ποιητής στην πορεία προς την προσωπική και ποιητική του ωρίμανση. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.
Η ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ, αρχίζει τη καριέρα της στο Good-Reads με ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα. Τη ΦΑΡΣΑ της Έρσης Σωτηροπούλου. Ξεκινώντας, η ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ δηλώνει έκπληκτη που αυτό το εξαιρετικό βιβλίο της Ε.Σ., έχει τόσο χαμηλές κριτικές στη λογοτεχνική πλατφόρμα. Μα η ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ δε πρέπει να εκπλήσσεται, ζώντας σε μια χώρα με τόσο κακή λογοτεχνική παιδεία και ελάχιστη κριτική σκέψη. Η ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ, διάβασε αυτό το βιβλίο πρώτη φορά τη χρονιά της έκδοσης του. Το αγάπησε αμέσως (και σε έναν βαθμό ταυτίστηκα με τις εκκεντρικές του ηρωίδες, γιατί χρειαζόμουν αντιπαθείς ηρωίδες που να με αντικατοπτρίζουν και να διαβάζουν Ρεμπό, όπως οι άντρες συνομήλικοι μου χρειαζόταν τον Άμλετ και τον Ραζκόλνικοφ...) αλλά χωρίς να το έχει ξανά διαβάσει έκτοτε, το ξέχασε και η ΦΑΡΣΑ έμεινε σκονισμένη στο ράφι για πολλές δεκαετίες. Δεν ντρέπομαι να το πω, τη ξέχασα τη ΦΑΡΣΑ αλλά εκείνη δε με ξέχασε... Επιστρέφοντας στην σχεδόν συνομίληκη (κατά μια δεκαετία) συγγραφέα, μετά την πολυακουσμένη υποψηφιότητα της για το βραβείο Νόμπελ, η ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ ερωτεύτηκε και πάλι τη ΦΑΡΣΑ, ως μεγάλη γυναίκα τώρα πια. Κι όμως, η νεανικότητα καλά κρατεί κι ακόμα βρίσκω τον εαυτό μου στο βιβλίο! Αν η Chytilova (όπως στοχευμένα και πολύ σωστά ανέφερε κι άλλος χρήστης του Good-Reads) και η αείμνηστη Αναγνωστάκη, δημιουργούσαν μαζί ένα λογοτέχνημα - πολύ πιθανό να έμοιαζε αρκετά με τη ΦΑΡΣΑ. Ένα βιβλίο που μπορεί να σε κάνει να γελάσεις ή να εκνευριστείς, μα σε κάθε περίπτωση σε μανιπιουλάρει με τρόπους που δε καταλαβαίνεις ακόμα και μέχρι τη τελευταία σελίδα... Σαρωτικές γυναίκες, γυναίκες που σκαρώνουν αστεία, γυναίκες νευρωτικές, γυναίκες σαγηνευτικές, γυναίκες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι αηδιαστικές και αντιπαθείς... Στα αλήθεια, επρόκειτο για μια έντονα φεμινιστική γραφή, που μοιάζει ξένη και σχεδόν απωθητική μπροστά στις συνηθισμένες ηρωίδες γραμμένες από άντρες λογοτέχνες (που περιορίζονται στο να είναι αδύναμες, σεξουαλικές, χυμώδεις, μητρικές κλπ...) και δεν έχει τίποτα απολύτως να ζηλέψει από τις ''femcels'' της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ακούς Ottessa Moshfegh;;; Οι δύο ηρωίδες αλλάζουν προσωπεία, καθόλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Παίρνουν ρόλους πολλούς, γίνονται ένα, δημιουργούν τα δικά τους σενάρια, αλλά δε μένουν μόνο στις φάρσες που σκαρώνουν (οι οποίες είναι εξαιρετικής και σχεδόν πρωτόγνωρης ψυχεδελικής χιουμοριστικής ευφυίας, αφού ειδικά η φράση: '' [...] ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ, ΣΤΟ ΣΟΧΟ;'' με πέθανε και με έκανε να γελώ επί τρεις μέρες, όπως και όλη η κατάσταση με το πουκάμισο και τους εξωγήινους), μα δε μένουν μόνο στις φάρσες που σκαρώνουν αλλά κινούνται πονηρά κατά μήκος ολόκληρης της αφηγηματικής δομής. Η Ρένα δεν είναι μόνο η Ρένα, αλλά είναι κάθε γυναικείος χαρακτήρας του βιβλίου. Ώσπου τελικά δεν είναι καμία. Ίσως να μην υπάρχει καν η Ρένα. Πράγματι, ισχύει η τραγική της ιστορία κι όντως ευθύνεται για κάποιον θάνατο μέσα στην οικογένεια της; Και ο άντρας που ποθούν (και φαινομενικά μοιράζονται) οι δύο ηρωίδες ποιος είναι; Είναι μια μυθομανής ή είναι μια μεταμοντέρνα ηρωίδα, που έχει πλήρη επίγνωση του μεταμοντερνισμού της...; Είναι μήπως η εξαιρετικότερη unreliable narrator της ελληνικής λογοτεχνίας...; Ευχαριστούμε την ΕΡΣΗ που μας δείχνεις αφηγηματικές τεχνικές που στον υπόλοιπο κόσμο, είναι γνωστές και πολυχρησιμοποιημένες εδώ και χρόνια, αλλά στα μάτια των Ελλήνων αναγνωστών (που θέλουν να βολευτούν με κάτι πιο εύπεπτο, λες και τα βιβλία είναι σουβλάκια... Πιείτε μια σόδα τότε βρε παιδιά...) μοιάζουν ξένες, ημιάγριες, διεστραμμένες, αρρωστημένες, ή και στα πρόθυρα της τρέλας. Ναι, η ΦΑΡΣΑ φέρνει τον αναγνώστη στα πρόθυρα της τρέλας, γιατί δεν τον αφήνει σε ησυχία, δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί. Από κάποια στιγμή και μετά, υπάρχει η υπόνοια πως η ΦΑΡΣΑ δεν είναι μόνο οι τηλεφωνικές φάρσες που κάνουν οι ηρωίδες για να περάσουν την ώρα τους, αλλά μια φάρσα στον ίδιο τον αναγνώστη που διαβάζει αυτό το βιβλίο. Και κυρίως προς την ίδια τη χώρα που γράφτηκε, με κάθε της παθογένεια (λέξη πολυχρησιμοποιημένη αλλά και ταιριαστή) και κάθε σύγκρουση και αντίθεση που μας δέρνει στην Ελλάδα - όλα αυτά τα στοιχεία που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως μίζερα και καταθληπτικά, αλλά η ΕΡΣΗ τα κάνει να μοιάζουν ευχάριστα απωθητικά κι αποτρόπαια γοητευτικά. Η ΦΑΡΣΑ δεν είναι μια απλή φάρσα, αλλά η ΦΑΡΣΑ είναι μια φάρσα από εμένα για εσένα, προς εσένα και εμένα. Είναι μια ΦΑΡΣΑ προς όλους μας και κλείνοντας το βιβλίο, καταλάβαμε πως τη πατήσαμε και μάλλον εξαπατηθήκαμε. Μερικές φάρσες είναι κακόγουστες και μας εκνευρίζουν, ενώ άλλες φάρσες μας κάνουν να καταλάβουμε τη μικρότητα μας και να γελάσουμε με αυτήν. Δε θα πω τίποτα άλλο, γιατί σίγουρα παραλληρώ (το συνηθίζω άλλωστε) και τίποτα από όσα έχω γράψει μέχρι τώρα, δε μπορεί ούτε να συνοψίσει το βιβλίο ούτε και να το δικαιώσει. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους θέλουν να ξεβολευτούν για λίγο. Κι αν χρειαστεί πιείτε μια σόδα μετά, για να φύγει η βαρυστομαχιά... Αξίζει τον κόπο...! ΕΡΣΗ κοριτσάρα μου, ελπίζω μια μέρα να σε κεράσω ένα ποτό στην Καλλιδρομίου. Τα φιλιά μου...!!! - ΚΑΙΤΗ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ
Εγώ την Έρση την συντοπίτισσα την αγαπώ. Και στη "Φάρσα" η Έρση ξεπέρασε τα δεδομένα, τα εσκαμμένα, τα πατροπαράδοτα και έδωσε ένα μυθιστόρημα που όμοιό του δεν έχω ξαναδιαβάσει. Δεν ξέρω αν κάνει για όλους. Μάλλον δεν κάνει. Είναι μια φάρσα διαρκείας…δυο κορίτσια παλεύουν με την ανδρική πραγματικότητα με το να κάνουν φάρσες για να τη γελοιποιήσουν, να χτίζουν υποθετικά σενάρια, να σεργιανάνε στις πιθανότητες της ύπαρξης και της γλώσσας. Έτσι διαβάζεις διαρκώς ένα σενάριο σε διαφορετικές εκδοχές, με διαλείμματα από τηλεφωνικές φάρσες (σε τηλέφωνα του ’80-χωρίς αναγνώριση κλήσης και λοιπές εκσυγχρονιστικές παγίδες της φαντασίας), στημένο σαν υπερρεαλιστικό πίνακα του Μαγκρίτ, με γλωσσική ειρωνεία συνειρμικά εκκολαπτόμενη και το όλο εγχείρημα να καταλήγει σε μια βακχεία, μια μεγαλειώδη τηλεφωνική εκσπερμάτωση. Γιατί τέτοιος είναι ο κόσμος και ήταν (είναι;) απόλυτα ανδρικός όταν η Έρση έστηνε τη Φάρσα της για να επιβιώσουν οι ηρωίδες της.
Πειραματικό και νεανικό μυθιστόρημα με την έννοια της τολμηρότητας που έχει ένας συγγραφέας που ξεκινάει. Πρόσωπα, καταστάσεις, διάφορα αφηγηματικά είδη συγχέονται, συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Συχνά η φάρσα επεκτείνεται και προς στον Αναγνώστη. Η (διπολική;) ηρωίδα είναι νηφάλια μόνο όταν δημιουργεί αυτές τις ξεκαρδιστικές τηλεφωνικές φάρσες (που μπορούν να διαβαστούν και ανεξάρτητα) βγάζοντας τη γλώσσα προς όλους. Στόχος της η φαλλοκρατική κοινωνία, αν και η ίδια επιθυμεί να υποταγεί από ένα φαλλό. Πιθανών το ακουστικό του τηλεφώνου να είναι υποκατάστατο του φαλλού.
Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα. Η υπερρεαλιστική, θηλυκή, διαρκώς αυτό-αναιρετική γραφή της Σωτηροπούλου είναι μία πρόκληση για κάθε (έμπειρο) αναγνώστη, παράλληλα γίνεται φορέας των μηνυμάτων του μυθιστορήματος.