Στις πεδιάδες και στα βουνά της θεσσαλικής επαρχίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους παλιούς παγανιστικούς μύθους. Σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, οι προηγούμενες λατρείες συνεχίστηκαν, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Στα όνειρα των ανυποψίαστων αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης, η Κυρά της Καταχνιάς ζητά ένα διαβάτη κάθε Οκτώβρη, και ο χαζο-Λευτέρης ακούγεται πότε πότε στα ερτζιανά. Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: «Στο χωριό Ζουλευκάρι κάθε χρόνο το φθινόπωρο ξεκινά εννιά μέρες πριν μπει ο Σεπτέμβρης. Συγκεκριμένα, στις 22 του Αυγούστου κατεβαίνει από το βουνό ένα παρδαλό σύννεφο, συμπαγές σαν αυγό, και κάθεται στην πλατεία πλάι στη βρύση. Τα παιδιά του χωριού συναγωνίζονται ποιο θα το σπάσει πρώτο. Βάζουν τα καλά τους και πάντα τα βρωμίζουν, καθώς σπρώχνονται και σκουντιούνται. Νομίζουν πως το σύννεφο κρύβει λίγες μέρες καλοκαιριού παραπάνω, και πως αν τις απελευθερώσουν θα πάρει παράταση το θέρος. Αφού το σπάσουν, κάθονται και περιμένουν με μάτια τεράστια, γυάλινα».
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Τα τελευταία τρία χρόνια ζει στην Ολλανδία. Έχει εκδώσει τα βιβλία Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας (αντίποδες 2017), Γυναίκες που επιστρέφουν (αντίποδες 2020), A Plot of Earth and Other Tales (Mount Abraxas 2022), Το κατέβασμα του φεγγαριού (Ίκαρος 2025) και έχει μεταφράσει το Teatro Grottesco του Thomas Ligotti (αντίποδες 2023), τη συλλογή διηγημάτων Η λοταρία και άλλες ιστορίες της Shirley Jackson (μεταίχμιο 2024) και τους Τρεις Απατεώνες του Arthur Machen (μεταίχμιο 2025).
Γρήγορο και διαφορετικό ανάγνωσμα, που πολύ χαίρομαι που είδα στα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Τα θετικά στοιχεία [η φαντασία του συγγραφέα, η πρωτοτυπία των ιστοριών, το πόσο καλά έχει προσαρμόσει στοιχεία της λαογραφίας μέσα σε ιστορίες 2-3 σελίδων] υπερισχύουν των αρνητικών [οι ιστορίες δε λειτουργούν τόσο καλά σα συλλογή όσο σαν one-off ποστ στο Facebook, μερικά μικροδιηγήματα μοιάζουν πολύ γεμάτα σε πληροφορία]. Θέλω να κάνω χάη φάηβ και στο συγγραφέα και στον εκδοτικό, για την ιδέα του να κυκλοφορήσει αυτό το βιβλίο.
Περισσότερα, αρκετά περισσότερα δηλαδή, για το βιβλίο γράφω στο PopCode.
Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας: ★★★½
[Τρέλανέ μας,ρε Θεσσαλία!] Είχα εξαρχής ένα θετικό προαίσθημα και έναν ενθουσιασμό γι’ αυτό το βιβλίο,γιατί: (α) έχω (και) θεσσαλικές ρίζες (β) τρελαίνομαι για spooky ιστορίες (που,συνήθως,λένε οι γιαγιάδες στα χωριά). Και μετέφερε και με το παραπάνω ο Τσαπραϊλης αυτή την μυστήρια ατμόσφαιρα.Πραγματικά,οι ιστορίες ήταν όλες απίστευτες (με εξαίρεση αυτή της Αργιθέας, που ήταν ένα κλικ παρακάτω απ’ τις υπόλοιπες). Χμ,τώρα που το σκέφτομαι,πρέπει να ρωτήσω τη μάνα μου να μου ξαναπεί μια ιστορία του δικού της (μας) χωριού,που έχει σχέση με την εκκλησία απέναντι απ’ το σπίτι μας που βρίσκεται σ’ ένα λοφάκι και νεράϊδες. Θα μποσούσα λόγω της τελευταίας ιστορίας να βάλω 4*,αλλά επειδή είναι απ’τα λίγα βιβλία που έχω απολαύσει τόσο πολύ (και διαβάσει σε λιγότερο από 24 ώρες),θα βάλω ένα δυνατό πεντάρι. Συν ότι το βιβλίο καταγράφει ιστορίες που φαίνονται να είναι τόσο αληθινές,τόσο παλιές που ξεχαστούν απ' τους ανθρώπους (ίσως και απ'το χρόνο). Χίλια μπράβο στον Τσαπραϊλη και άλλα τόσα στους Αντίποδες για μια (ακόμα) προσεγμένη δουλειά. Υ.Γ. Να ένα βιβλίο που αξίζει πολλαπλές αναγνώσεις.
Στο τελευταίο άρθρο του Horrorscope για τη σεζόν, το οποίο καταπιάνεται με τον Φολκ λαογραφικό τρόμο, θα βρείτε και την κριτική/παρουσίασή μου για τούτη εδώ τη ΒΙΒΛΙΑΡΑ.
Ιστορίες λαϊκού τρόμου από την Θεσσαλία που θα μπορούσαν άνετα να είναι γνωστές από γιαγιάδες και προγιαγιάδες της περιοχής. Μου άρεσαν πολύ αλλά θα ήθελα να είναι πιο μεγάλα σε έκταση, όπως το τελευταίο διήγημα. Σίγουρα μου άνοιξε η όρεξη για άλλα διηγήματα τέτοιου είδους.
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 80, στο χωριό της μάνας μου στα δύσβατα βουνά της Θεσπρωτίας, ήταν δυο βάβες φοβερές, η Βαβωνίδοβα κι η Βαβωνάσοβα. Είμαι σίγουρη ότι πολλές ιστορίες μας είχαν πει, κάποιες απ' αυτές αναμφίβολλα ανατριχιαστικές, αλλά δυστυχώς το μόνο που θυμάμαι είναι ότι η Βαβωνίδοβα έβριζε σαν νταλικιέρης και χειρότερα, και κάτι κοκόρια που σου πίνουν λέει το αίμα. Τί και πώς αδύνατον να θυμηθώ. Αν τις συναντούσα ξανά τώρα, θα τα έγραφα όλα, χαρτί και καλαμάρι.
Οι ιστορίες αυτές ήταν σαν να ακούω τις βάβες λοιπόν. Το υπόγειο, το αλλόκοτο, το κρυμμένο, το απόκοσμο λειτουργούν απείρως πιο αποτελεσματικά μόλις τα τοποθετήσεις σε περιβάλλον οικείο. Το βιβλίο είναι χωρισμένο ανά περιοχές: Βλαχοχώρια, Καραγκουνοχώρια, Δρακοχώρια, Πόλεις του Κάμπου και Αργιθέα. Με εξαίρεση την Αργιθέα, οι υπόλοιπες ιστορίες είναι μια μπουκιά η καθεμία, αλλά χορταστικότατες. Προσωπικά, μετά την πρώτη ανάγνωση, ξεχώρισα τις “Καλύβες πίσω από τις κορυφές” και “Το μαντείο του Παγασητικού” αλλά σίγουρα θα επιστρέψω για δεύτερη ανάγνωση.
Ολοστρόγγυλο πεντάρι, όχι μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για την άρτια συνολική παρουσίαση, όπως μας έχουν συνηθίσει οι Αντίποδες άλλωστε. Τέλος, για όσους το ερωτευτούν σφόδρα όπως εγώ, συστήνω τα Ελληνικά Παραμύθια από τις εκδόσεις Opera, που μου το θύμισε πολύ.
Ο 33χρονος Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, γέννημα-θρέμμα της θεσσαλικής πεδιάδας, κάνει εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο επιχειρώντας ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυασμού λαογραφικής παράδοσης και λογοτεχνίας τρόμου
«Ζωσμένοι από τον πυκνό καπνό του μαγκαλιού, με συντροφιά τον βόμβο από τα παράσιτα μιας χαλασμένης τηλεόρασης, στάθηκαν πάνω από έναν χάρτη της Θεσσαλίας. Με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, ο καθένας επανέλαβε κουβέντες που είχε ακούσει στο παρελθόν. Λόγια βγαλμένα από φιδοφωλιές και στιχομυθίες που είχαν ακούσει». Στις πεδιάδες και στα βουνά της Θεσσαλίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους αρχέγονους μύθους, μας λέει ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης στο πρώτο του βιβλίο «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες. Οι παλιές λατρείες κρατήθηκαν ζωντανές, σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Από τα Καραγκουνοχώρια του Κάμπου μέχρι τα Δρακοχώρια του Πηλίου και από τα Βλαχοχώρια των Αγράφων έως τις όχθες του Παγασητικού, δοξασίες και παραδόσεις επιβιώνουν κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής και δείχνουν τα τρομακτικά τους δόντια είτε τις «παγωμάρες» νύχτες του χειμώνα είτε στην καρακαμπίλα του Θεριστή, ανάμεσα στα κομμένα στάχυα. Μάγισσες, νεράιδες, παράξενα ζώα, φαντάσματα και σκιάχτρα βγαίνουν στο φως και όταν θυμώσουν σπέρνουν τον τρόμο.
Το βιβλίο δεν είναι λαογραφική μελέτη. Ο τίτλος του πλανεύει: πρόκειται για μια συλλογή 48 μικρών ιστοριών οι οποίες κινούνται μεταξύ φαντασίας, παράδοσης, τρόμου και παραδόξου. Ο 33χρονος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Εμπνευσμένος από τη λαογραφία του τόπου του και επηρεασμένος από το έργο του Χ.Φ. Λάβκραφτ, του Εντγκαρ Αλαν Πόε και πλήθος άλλων συγγραφέων του φανταστικού, όπως ο Κλαρκ Αστον Σμιθ και ο Αρθουρ Μάχεν, κάνει ένα εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο «κατασκευάζοντας» επινοημένες παραδόσεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν αυθεντικές και είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα. Οι διηγήσεις ξεκίνησαν να δημοσιεύονται σε μια σελίδα στο facebook και πριν από λίγες ημέρες βρήκαν τον δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. Ευτυχώς, διότι το ύφος και η γραφή του Τσαπραΐλη άξιζαν πολύ παραπάνω από απλές αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Εχει, λοιπόν, η Θεσσαλία τα δικά της X-Files; Οσοι έχουν περάσει χρόνο στη θεσσαλική επαρχία, όπως εγώ, που έλκω από εκεί τη μισή μου καταγωγή, μπορεί ίσως να καταλάβει καλύτερα το παράξενα «στοιχειωμένο» συναίσθημα που βγάζει ο Κάμπος το σούρουπο του καλοκαιριού. Νιώθεις ότι κάτι πάντα βρίσκεται «εκεί έξω» και καταλαβαίνεις γιατί επιβιώνουν ακόμη ιστορίες με στοιχειά και καλικάντζαρους. Στις «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» ο τόπος είναι πρωταγωνιστής• οι αφηγήσεις είναι ικανές να προσφέρουν ευχάριστα κρύες ανατριχίλες τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες. Κι η αλήθεια είναι πως πλέον, όταν θα επισκέπτομαι το σπίτι των παππούδων μου στο Ζάρκο Τρικάλων, θα βλέπω με άλλο μάτι την πρωινή πάχνη που κατεβαίνει σιωπηλά από το Κοκκιναδάκι και την Αρκουδότρυπα, ενώ θα έχω τον νου μου διπλά στα βραδινά σταυροδρόμια: η Μιζέρια ίσως παραμονεύει...
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ στις 15.07.2017
Δε φταίει ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης που δεν ηξε��α τι ειναι το βιβλιο του οταν το ξεκίνησα, εγω φταίω. Όσο προχωρούσα και το περιεχόμενο άρχισε να γινεται όλο και πιο γκροτέσκο και wtf, άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτη δεν ειναι μια συλλογή ιστοριών λαογραφικού χαρακτήρα with a twist. Late to party διαβασα τη συνέντευξη στη lifo και I facepalmed myself. Ακομα κι ετσι παντως το βιβλιο δε μου ταίριαξε. Παλεύω τα άπαντα του Lovecraft εδω και πολλα χρόνια - εχω καταφέρει να ολοκληρώσω τους δυο απο τους τεσσερες τόμους - και εδω βρήκα τα ιδια μειονεκτήματα: μικρές και αρκετά συχνα παρόμοιες ιστορίες, πολλες φιοριτούρες στο λεξιλόγιο χάριν εντυπωσιασμού, πειραματισμοί του συγγραφέα γυρω απο το είδος, που τελειώνουν πριν σε βάλουν καλα-καλα στο κλίμα. Ισως στις συγκεκριμένες που ειναι τοσο μικρές - δεν ξεπερνούσαν τις 2-3 σελίδες - να ταίριαζε καλυτερα το format του Facebook με μια ιστορία να ανεβαίνει και να τη διαβαζεις καθε τοσο, παρα του βιβλιου. Την τελευταία που ηταν και η μεγαλύτερη τη διαβασα διαγώνια. Ωστοσο η προσπάθεια και η ιδέα παραμένει πολυ καλη. Το γεγονός οτι τοποθετείται γεωγραφικά στη Θεσσαλία και ο νοητός χάρτης με τα χωριά χωρισμένα σε κατηγορίες ειναι κατι που μου αρεσε πολυ. Αν λάβουμε υπόψη και την πολυ ωραία εκδοση, κερδίζει το τρίτο μου αστεράκι και αξίζει την προσοχή σας. Ισως σε σας ταιριάξει περισσότερο.
#readathon17 [18/26] ~ [ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας/φανταστικού/τρόμου έλληνα συγγραφέα]
Το βιβλιο αυτο ηθελα να μου αρεσει πολυ, παρα πολυ, ομως δεν ηταν αυτο το οποιο ειχα φανταστει πως θα ειναι. Το πηρα με μεγαλες προσδοκιες. Η ομορφια της οψης του προϊδεαζει για ενα ακομη διαμαντακι των εκδοσεων "Αντιποδες". Ομως... να, η αληθεια ειναι πως βαρεθηκα. Η ιδεα ειναι εξαιρετικα ενδιαφερουσα. Οι ιστοριες ειναι πολλες και συντομες, ετσι ωστε στο τελος δε σου μενουν τοσο αυτες, οσο η γενικη ατμοσφαιρα. Την αφηγηση τη βρηκα αρκετα ασυναρτητη για τα δικα μου γουστα. Παρ' ολ' αυτα χαιρομαι που εκδοθηκε η συγκεκριμενη συλλογη γιατι προκειται για κατι διαφορετικο και πρωτοτυπο και για αρκετους αναγνωστες αποτελει οντως ενα διαμαντακι της ελληνικης λογοτεχνικης πραγματικοτητας. Εμενα μπορει να μη μου ταιριαξε, αλλους ομως τους γοητευσε.
Σου λένε οι Αντίποδες : "Μαλάκα, ξεπουλήσαμε με το Γκιακ...τι να βρούμε τώρα ;" "Είναι ένας τυπάς στο Facebook που γράφει κάτι διηγήματα για μάγισσες στη Θεσσαλία" "Έγινε, πάμε για Γκιακ 2 : η επιστροφή"
Στην εξίσωση βέβαια τοπική διάλεκτος+Τρόμος=Γκιακ 2 δεν τους βγήκε. Πολλά σύντομα διηγήματα που παρά το μέγεθος τους δεν τα διαβάζεις εύκολα, σε κουράζουν, και τα ξεχνάς αμά την αρχή του επομένου. Συνήθως στις συλλογές διηγημάτων βάζω τον ΜΟ αυτών, εδώ θα έπαιρνε ένα καραμπινάτο 1 αστέρι, άντε λόγω της γενικότερης αίσθησης και της ιδέας (folk horror λέει το λένε, τι μου λες, που πλασαρίστηκε έξυπνα ως "αληθινά παραμύθια") πάρε 2 αστέρια και άντε στο καλό. Δεν ξέρω αν η θεσσαλική επαρχία μπορεί να γεννήσει ιστορίες τρόμου (όπως πχ η Δυτική Μακεδονία αστυνομικές ιστορίες με θαμμένα πτώματα), αλλά μια φίλη μου Ποντία δικηγόρος (που μισεί τους βλάχους) λέει ένα ρητό : "Βλάχος προέρχεται από το ρήμα βλάπτω" Κράξτε (εσείς οι βλάχοι, όπως λάχει) στα σχόλια ελεύθερα Εγώ του Μυτιλινιούς δεν πάω
2,5/5 Δεν ξέρω τι ακριβώς δεν μου άρεσε σ' αυτό το βιβλίο - το διάβασα 2 φορές, αλλά και πάλι. Ούτε η γλώσσα με έπεισε, ούτε οι ιστορίες. Πιθανότατα τα δικά μου βιώματα από γιαγιάδες είναι διαφορετικά, δεν ξέρω. Πάντως, δεν με ενθουσίασε, σε καμία περίπτωση.
Σαράντα οκτώ δισέλιδα ή τρισέλιδα διηγήματα (πλην της ‘Αργιθέας’ στο τέλος του βιβλίου που αριθμεί κάμποσες σελίδες παραπάνω) γύρω από τους παγανιστικούς μύθους και τις λαϊκές δοξασίες που έμελε να στοιχειώσουν τη θεσσαλική γη αλλοτινών εποχών, τότε που οι άνθρωποι ήταν αγνοί, όπως συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου (παιδί της άγνοιας είναι η προκατάληψη, πάντως).
Τότε ήταν βέβαια άλλοι καιροί και υπήρχαν πολλές σκάλες ακόμη από τις οποίες μπορούσες να φτάσεις στο στερέωμα, αλλά χάθηκαν κι αυτές, όπως και οι λαβές με τις οποίες ο κόσμος μπορούσε να κάνει τα αστέρια να αλλάξουν θέση.
Από τα Βλαχοχώρια, που απλώνονται σαν σπαρμένα δόντια δράκοντα πάνω στη θεσσαλική Πίνδο, μέχρι τα σπίτια των Καραγκούνηδων κι από τις πόλεις του κάμπου μέχρι τα δρακοχώρια, τους οικισμούς των βουνών, που θυμίζουν ραχοκοκαλιά δράκοντα που η ουρά του αγκαλιάζει τον Παγασητικό, όλα τούτα τα μέρη είναι γεννήτορες σκοτεινών ιστοριών για γερόντισσες που απαρνήθηκαν τη συντροφιά των ανθρώπων και ζουν στις ερημιές, για τ’ ανθρωπάκι που κλέβει τ’ αγέννητα μωρά και τ’ αποθέτει στο φεγγαροδοχείο, για τις Τετάρτες του Ιουλίου στο χωριό που όποιος θαβόταν έμενε άλιωτος, για τις Καλότυχες και τις άλλες, τις μαύρες μορφές με τα κέρατα, για τον κύριο της παγωμένης ανάσας που οι γυναίκες που τον κυνηγούν έχουν μαξιλάρια δεμένα στην πλάτη, ώστε να φυλάγονται από την κρύα ανάσα του, για όλα όσα μπορεί να βρίσκονται πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά αφήνουν τα σημάδια τους σε αυτόν.
Ο ‘rookie’Χρυσόστομος Τσαπραϊλης ταξινομεί σοφά το υλικό του (βάσει του τόπου προέλευσης του μύθου) και με αφηγηματική δεξιοτεχνία μεταφέρει τον αναγνώστη του πότε στα πεδινά και πότε στα ορεινά της θεσσαλικής γης, πότε μέσα στον βυθό της λίμνης του Πλαστήρα –πριν το φράγμα, όταν το ποτάμι κύλαγε λεύτερο μέσα στα βουνά και τα άρορτα χαράζαν τα χωράφια που σήμερα είναι βυθός- και πότε στις όχθες του Πηνειού, πότε στα σπλάχνα του δάσους και πότε στις μεγάλες πόλεις του κάμπου, που κάποτε ήταν στρούγκες, όπου ισάριθμοι καβαλάρηδες φύλασσαν τα φτερωτά άλογά τους.
Μέσα είχε κρύψει ένα χλωμό αστέρι που του ‘χε δώσει κάποτε μια μάγισσα σε αντάλλαγμα για το πετάλωμα του εφιάλτη της. Το αστέρι αυτό το ‘χαν μαζέψει από το κενό ανάμεσα στους αστερισμούς, από τη ραφή του ουρανού, κι έτσι ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί την εξαφάνισή του. Γιατί οι άνθρωποι αγριεύονταν αν έβλεπαν πως λείπει κάποιο γνώριμο αστέρι από το θόλο του ουρανού κι έπαιρναν τα νυχτερινά μονοπάτια αναζητώντας στρογγυλεμένες πέτρες να βάλουν για προσκεφάλι. Κι όταν έπεφταν για ύπνο τους φανερώνονταν σκάλες ουράνιες για ν’ ανέβουν στο στερέωμα και ν’ αλλάξουν τη θέση όλων των ουράνιων σωμάτων, να μη φαίνεται αδειανός ο ουρανός σ’ εκείνο το σημείο… (Το ξεμαντάλωμα του άστρου)
Τέσσερα ολόλαμπρα αστέρια, σαν τους ήλιους που ο πατέρας του φεγγαριού σκότωνε κάθε μέρα και κάρφωνε σαν σκαλοπάτια στο δεντρί που μεγάλωνε ανάποδα, προς τα τρίσβαθα του Κάτω Κόσμου, κάπου ανάμεσα στα μονοπάτια του δάσους∙ που ακριβώς; Στη θεσσαλική γη, στην ελληνική επαρχία.
Απαλλαγμένος από την ανάγκη για μίμηση ενός παλαιωμένου ή τοπικού ύφους, περνώντας όμως με ακρίβεια από το μάτι μιας βελόνας τα υπερφυσικά ύφαδια των ιστοριών του, ο Τσαπραΐλης ανασκαλεύει μέσα απ' τα σκοτάδια του χρόνου μια θερμή εστία ενδιαφέροντος για τις δοξασίες της θεσσαλικής υπαίθρου που για μένα τουλάχιστον ήρθε την ιδανική στιγμή: Έχοντας μόλις διασχίσει με αυτοκίνητο τη μισή χώρα, μέσα από δρόμους στεφανωμένους από γυμνά κλαδιά με τα πέλματα των ρουμανιών να γλείφουν τα τζάμια μας και φτάνοντας ως τα σύνορα ακούγοντας βαλκανικές παγανιστικές ψαλμωδίες, η χειμερινή τοπιογραφία της ελληνικής υπαίθρου πότισε αυτή την ανάγνωση με υγρασία, ομίχλη αλλά και μια βουβή ανησυχία: Για το τι μπορεί να συστρέφεται αργά παραμονεύοντας κάτω απ' τις χαράδρες, μέσα στα ποτάμια, στις σκιές των δασών, για μας τους ανθρώπους των πόλεων, που έχουμε από καιρό ξεχάσει τις προφυλάξεις μας.
Λαογραφία, creepypasta, υπερφυσικός τρόμος και υπερρεαλισμός ενωμένα σε ένα ιδιαίτερο χαρμάνι. Μικρές μπουκίτσες τρόμου που διαβάζονται ιδανικά μία-μία ανά��εσα σε άλλα βιβλία.
Ίσως να είχα μεγάλες προσδοκίες, δεν ξέρω, αλλα πραγματικά βαρέθηκα. Μου θύμισε μια εποχή στο σχολείο που έπρεπε να κάνουμε εργασία για θρύλους της Θράκης και είχα βρει ενα ευρετήριο που τους είχε κατανεμημένους ανά τοποθεσια. Την ατμόσφαιρα που περίμενα να βρω δεν τη βρήκα και ενίοτε οι ιστορίες ήταν τραβηγμένες από τα μαλλιά (αρχαίο νεκροταφείο κάτω απο τα εργαστήρια ανατομίας της Ιατρικής Σχολής της Λάρισας; αλήθεια τώρα;). Παρόλα αυτα, η ιδέα ειναι καταπληκτική και γι'αυτό και μονο μπράβο του.
5!! Και εύγε! Γιατί ο συγγραφεας ροκαρει! Και όχι μόνο ροκάρει η σχέση του με το γκοθ είναι εξαιρετική. Είτε φανταστικές είτε πραγματικές οι ιστορίες του Τσαπραϊλη θα μας απασχολήσουν για μεγαλό διαστημα. Η Θεσσαλία ως φυσικός χώρος (γεωγραφικά ) ξεδιπλώνει μια "γκοθ" και γοητευτική εικόνα μαγικού και φανταστικού για τους αναγνώστες του βιβλίου που θα θελήσουν να κάνουν πραγματικά ή φανταστικά ταξίδια με τσίπουρα ή ανευ...Πραγματικά χαίρεσαι την ανάγνωση!
Λογοτεχνία ελληνικού φολκ τρόμου,ξεχασμένοι μύθοι που ζούν στις νύχτες της σύγχρονης ζωής μας,ιστορίες με φρικτές και σκοτείνες δεισιδαιμονίες που θα μπορούσε να έχει διηγηθεί ο Πόε ή ο Ίρβινγκ.Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης στο πρώτο του βιβλίο έφτιαξε ένα μικρό διαμάντι της νεοελληνικής λογοτεχνίας,παντρεύοντας την παράδοση με τον μεταφυσικό τρόμο.Αναζητήστε το.
Ως γνήσιον τέκνον της Θεσσαλικής Επαρχίας, δεν μπόρεσα να αντισταθώ εν τέλει στον τίτλο... Παρότι εντελώς -εντελώς όμως- άσχετη με το λογοτεχνικό είδος του horror, θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να αναγνωρίζω το λογοτεχνικό τάλαντο σε έναν νέο συγγραφέα, όποιο είδος κι αν υπηρετεί. Ε λοιπόν, το βιβλιαράκι το βρήκα αρκετά γοητευτικό και ελπιδοφόρο.Ο συγγραφέας δεν είναι ερευνητής λαογράφος, φαίνεται όμως να γνωρίζει καλά αυτό το πεδίο. Εμπνεόμενος από την ατμόσφαιρα των λαϊκών (folk) δοξασιών, υπηρετεί κατ' αρχήν τη φαντασία του και εισάγει στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία κάτι καινούριο που δίνει όμως την αίσθηση μιας επιστροφής στο αταβιστικό παρελθόν του γενέθλιου τόπου του.
Ανήκω σε εκείνους που δεν τους άρεσε καθόλου το συγκεκριμένο βιβλίο - και τούτο παρά το γεγονός ότι ήμουν προϊδεασμένος για την φύση του ως συλλογής ιστοριών τρόμου με αναφορές στην θεσσαλική λαϊκή δεισιδαιμονία. Ανήκω πάντως ομολογουμένως και σε εκείνους που δεν είναι μεγάλοι οπαδοί της λογοτεχνίας τρόμου, όχι γιατί με τρομάζει αλλά γιατί πλήττω. Προσπάθησα ωστόσο ειλικρινά να το δω με όρεξη, και, για να μεγιστοποιήσω την επίδρασή του, το διάβασα με φόντο την οροσειρά της Πίνδου, στα σύνορα με την Θεσσαλία όπου βρισκόμουν τον χειμώνα.
Στα θετικά πιστώνω το γεγονός της πρωτοτυπίας της σύλληψης, της προσπάθειας αξιοποίησης μίας λαϊκής δεισιδαιμονικής παραδοσιακής ατμόσφαιρας (όχι παράδοσης) σε ένα είδος συνδεδεμένο στη φαντασία μας με τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα. Εκεί αρχίζουν και τελειώνουν τα θετικά.
Στα αρνητικά: Αδικαιολογήτως και πομπωδώς περίπλοκη γλώσσα και σύνταξη που κουράζει χωρίς λόγο. Μακροπερίοδος λόγος και κατάχρηση συμβόλων που όμως δεν συμβολίζουν τίποτα, ατελείωτες περιγραφές που προσπαθούν να γεμίσουν απελπιστικά με νόημα από την σχεδόν τυχαία παράταξη στερεοτυπικών όρων μαγείας ή προλήψεων ή αντικειμένων-που-θα-περίμενε-κανείς-να-έχουν-θέση-σε-τέτοιες-ιστορίες, που μοιάζουν ενίοτε τόσο τυχαίες σαν να έχουν βγει από ένα folk horror story generator.
Εν ολίγοις, ενώ μεν οι επιβιώσεις προχριστιανικών παραδόσεων έχουν άφθονο υλικό το οποίο, αν και ξένο προς τις χριστιανικές ή νεωτερικές ευαισθησίες ή αντιλήψεις (όπως και οι δικές μου, ομολογουμένως) διαθέτει οργανική και λειτουργική συνάφεια ως ένα ενιαίο σύνολο, αλλά και μία κάποια αλήθεια που φτάνει βαθύτερα από το εκάστοτε φανταστικό πλάσμα, παράδοξη τελετουργία, μυστηριακή πρόληψη οποίο εν τέλει προβάλλει, συχνά με σκληρό, αιμοδιψή και θυσιαστικό τρόπο, ανθρώπινες ανάγκες, άγνοιες, φόβους, εσωτερικές ή κοινωνικές συγκρούσεις, την περίεργη ανιμιστική σχέση με τον φυσικό κόσμο που είναι τόσο βαθειά στην αγροτιά, εδώ έμοιαζε να απολαμβάνει αυτάρεσκα και επιφανειακά την σκοτεινιά για χάρη της σκοτεινιάς, την βία για χάρη της βίας, την πρόληψη για χάρη της πρόληψης, σαν να ήταν ανυποψίαστος για τη σχέση αιτίου και αιτιατού σε αυτές, έστω και σε διαισθητικό, συναισθηματικό επίπεδο ή για μιά στοιχειώδη συμβατότητα με το υπόβαθρο των ιστοριών. Ειδικά επισημαίνω ότι ποτέ και σε κανένα σημείο δεν πείσθηκα ότι η ιστορία που διαβάζω θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με την θεσσαλική επαρχία. Έμοιαζε σαν "έθνικ" λογοτεχνία τρόμου καθαρά δυτικής προέλευσης, ντυμένη με τοπικά μπιχλιμπίδια σαν έμπνευση φτηνού τουριστικού μαγαζιού για να μοιάζει με θεσσαλική παράδοση. Ένιωσα δηλαδή μία κάποια έλλειψη συγγραφικής εντιμότητας και έναν παρασιτισμό πάνω στο θεσσαλικό λαογραφικό πλούτο για να κρυφτούν ιστορίες χωρίς ουσία και έμπνευση. Κανένα βάθος, καμιά έκπληξη, μπόλικη πλήξη. Για μένα ήταν σαφώς το μεγαλύτερο αναγνωστικό χάσιμο χρόνου εδώ και πάνω από δύο χρόνια.
Ίσως τα πιο εύκολα 5 αστέρια που έδωσα σε ολόκληρο το 2018. Εξαιρετικό απο την αρχή μέχρι το τέλος, φοβερά εφευρετικό, απίστευτα πειστικό. Βοηθούσε φυσικά το οτι λατρεύω το folk horror. Έκανα ακόμα και σκιτσάκια με τις αγαπημένες μου ιστορίες, σε περίοδο που είχα ακόμα art block. Απλά εξαιρετικό.
Αγαπημένες ιστορίες: "Μαζεύοντας τα Χνάρια του Μάρτη", "Η Κατάρα του Χαζού", "Κάτω απ΄το Κελάρι", "Όταν Ανοίγουν οι Ουρανοί", το καταπληκτικό φινάλε "Αργιθεα", και νούμερο 1 κατά πολύ το "Μάλλιασε το Ρέμα" Αλλά η αλήθεια είναι οτι δεν υπήρχε και ιστορία που να μην μου άρεσε.
Μια goth γιαγιά, με το όνομα Βασίλω ή Τσιβή, διηγείται ιστορίες μπροστά στο τζάκι, ενώ έξω επικρατεί μια σκοτεινή καμπισια νύχτα... Πολλά συγχαρητήρια στον Χρυσοστομο για το περιεχόμενο και στους αντίποδες για το καλαίσθητο αποτέλεσμα! Προσωπικά αγαπημένα: το φαρσαλινό μπαούλο και το ξεμιζεριασμα του παιδιού. Προσωπικό παραπονο: δεν υπάρχει δοξασία με φόντο τους Σοφάδες!!! (Περιμένω το sequel λοιπόν.) Σημείωση: διαβάζεται ευχάριστα δίπλα σε τουλουμπα!
Ενα μικρό βιβλίο με σκόρπιες ιστορίες γεμάτες μύθους. Αν και ανόμιες μεταξύ τους (κάποιες είναι πραγματικά ατμοσφαιρικές και τρομακτικές, ενώ κάποιες άλλες όχι και τόσο), είναι σύντομες και η κατάταξή τους ανάλογα με την περιοχή πιστεύω πως προσθέτει πόντους ατμόσφαιρας κτά την ανάγνωση.
Αυτό το βιβλίο είναι μπλακ μεταλ. Ο φολκλορικός τρόμος του Τσαπραΐλη με συνεπήρε και φανταζόμουν μια μαυροφορεμένη γριά να μου αφηγείται τις ιστορίες του. 4 αστέρια γιατί θα ήθελα να ήταν πιο εκτενείς.
Για να είμαι ειλικρινής, το παράτησα γιατί το βαρέθηκα. Ίσως δεν ήταν η στιγμή του. Είχα μεγάλες προσδοκίες αλλά θα ήταν ίσως πιο έντιμο αν το εξώφυλλο έλεγε "διηγήματα" ή να έφερε κάποια ένδειξη μυθοπλασίας. Πάντως δεν το βρήκα ουτε τρομακτικό ούτε gore.
Ένα βιβλίο διαφορετικό από ότι έχω συνηθίσει να διαβάζω, το οποίο μπορώ να πω ότι σε ορισμένα σημεία με εξέπληξε ευχάριστα. Σε γενικές γραμμές μου άρεσε αλλά με κούρασε σε κάποια σημεία.
Είχε ενδιαφέρουσες ιστορίες που διαδραματίζονταν στην επαρχία της Θεσσαλίας.
Μεγαλώνοντας σε μια κωμόπολη των βορείων επαρχιών, είχα ως βραδινές παραμυθιακές αφηγήσεις, ακούσματα πολύ διαφορετικά από τις τυποποιημένες "καθαρές" εκδοχές των γνωστών κλασικών. Με ένα ταλέντο αρχαίου ραψωδού, η μπάμπω μου τα άλλαζε σε κάθε αφήγηση, τα σκάρωνε στο λεπτό γύρω από έναν βασικό κορμό ιστοριών που, ποιος ξέρει πόσο πίσω στο χρόνο πάει. Σε αυτά δράκοντες, όχι οι κλασικοί δυτικοί αλλά ανθρωποφάγοι γίγαντες, έτρωγαν μικρά περίεργα παιδιά και πρόσφεραν δαχτυλίδια με κόκκινες πέτρες σε λεβέντες εύστροφους θνητούς. Χρόνια μετά, ενώ οι ιστορίες αυτές είχαν χάσει τις λεπτομέρειές τους και είχαν μείνει μόνο ως αόριστες μορφές, πέτυχα online μια σελίδα με τον γουστόζικο τίτλο "Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία". Ο άγνωστός μου, τότε, συγγραφέας ήταν σα να θυμόταν τις λεπτομέρειες των μορφών αυτών και τις έφερνε έτσι οικείες στον δικό μας κόσμο, στη σύγχρονη Θεσσαλία, κάπου μεταξύ του χιούμορ, του μεταφυσικού τρόμου και του φολκλόρ. Την σελίδα αυτή την ερωτεύτηκα και κάθε ανάρτηση με έκανε να αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να είναι ο δημιουργός αυτού του αλλόκοτου συγγραφικού είδους. Αφού έμαθα για τον πολυτάλαντο Τσαπραϊλη, χάρηκα πολύ όταν είδα στα ράφια ανθολογημένες ιστορίες του, σε μια πανέμορφη έκδοση των Αντιπόδων. Σε αυτό ο συγγραφέας πλέκει μια ολόκληρη μυθολογία, σα να επαναφέρει στη μνήμη μια ξεχασμένη Θεσσαλική Saga. Και κάνει το εξής τρομερό: καταφέρνει όπως η μπάμπω μου να δημιουργήσει πέρα από τα συνηθισμένα αφηγηματικά μονοπάτια, σα να δημιουργεί στη στιγμή. Στον αποκεκαλυμμένο κόσμο της Θεσσαλικής επαρχίας ο πολιτισμός δεν έχει απομαγέψει τον κόσμο. Κάθε απερίγραπτος τρόμος ελλοχεύει στις παλιές ξερολιθιές, στους δρόμους κάτω από τους νέους δρόμους, στα κελάρια των σπιτιών, ακόμα και στα ερτζιανά. Μέγας μάστορας ο συγγραφέας καταφέρνει να μπλέξει το οικείο με το ανοίκειο προκαλώντας γνήσιο τρόμο για το άγνωστο εκεί έξω. Η μυθολογία του είναι εμποτισμένη με την προνεωτερική αγωνία της σοδειάς και του θανάτου, των πολύπλοκων παζαριών για καλοτυχία και εκλάμψεων ανείπωτου Λαβκραφτιανού τρόμου.
Όταν πρωτοδιάβασα για αυτό το βιβλίο νόμιζα ότι αφορούσε μια λαογραφική μελέτη, κάποιος δλδ βρήκε και μίλησε με κόσμο και συνέλεξε τις ιστορίες που λένε οι παλιοί στα χωριά κτλ. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες κατάλαβα πως ΟΧΙ, δεν είναι "πραγματικές" ιστορίες αλλά το προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα δοσμένες όμως πιο ιδιαίτερο τρόπο. Ανήκει στην κατηγορία folk horror όπως κατάλαβα.
Τα 5 αστέρια δεν φτάνουν για να περιγράψουν την χαρά και την ικανοποίηση που μου πρόσφερε αυτό το βιβλίο. Πραγματικά γύρισα στα παιδικά μου χρόνια που άκουγα την γιαγιά μου να μου λέει ιστορίες με τον τρελό του χωριού που άρπαζε παιδάκια, την Μόρα ή τις Καλαμοδόντες που για να μην με αρπάξουν έπρεπε να κοιμάμαι τα μεσημέρια του καλοκαιριού στο χωριό. ( Άραγε πόσα ψυχολογικά τραύματα οφείλονται σε αυτές τις ιστορίες; :P :P :P )
Το θέμα είναι ότι το βιβλίο έδεσε από την μία τις παιδικές μου αναμνήσεις με τον φόβο και την πιθανότητα τα πλάσματα των ιστοριών και οι πρωταγωνιστές τους να είναι πραγματικά ιστορίες χαμένες μέσα στην παράδοση και την ιστορία. Φράσεις που σε παρασύρουν σε άλλες εποχές και φόβους. Ίσως από τους πιο ρεαλιστικούς που έχω διαβάσει. Πραγματικά το λάτρεψα κι ανυπομονώ για το επόμενο.
πολύ ωραίο σαν ιδέα, πολύ ωραία γλώσσα, λίγο αποσπασματικές οι παράγραφοι μεταξύ τους, σαν πρώτο δείγμα αρκετά ελπιδοφόρο, αλλά αισθανόμουν ότι επαναλαμβανόταν