Η Αλίθια έβρεξε την πένα στο μελανοδοχείο και την άφησε να γλιστρήσει πάνω στο χαρτί, χαράζοντας μια γραμμή σε μπλε γυαλιστερό χρώμα. Έγραψε το όνομά της κι έμεινε να κοιτάζει το μελάνι που στέγνωνε σιγά σιγά. Η απόλαυση της λευκής σελίδας, που πάντα στην αρχή ανάδινε ένα άρωμα μυστηρίου γεμάτο υποσχέσεις, χάθηκε μεμιάς. Με το που άρχιζε κανείς να βάζει στο χαρτί τις πρώτες λέξεις, ανακάλυπτε ότι στη γραφή, όπως και στη ζωή, η απόσταση μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων πήγαινε χέρι χέρι με την αθωότητα με την οποία εκφράζονταν οι μεν και γίνονταν αποδεκτά τα δε. Βάλθηκε να γράψει μια φράση που θυμόταν από ένα απ’ τα αγαπημένα της βιβλία, όταν στάθηκε κι έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Άφησε την πένα πάνω στο χαρτί κι έμεινε να κοιτάζει σιωπηλή.
Ο Λαβύρινθος των πνευμάτων είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα γεμάτο πάθη, συνωμοσίες και περιπέτειες. Μέσα από τις σελίδες του οδηγούμαστε στο μεγάλο φινάλε της σάγκας που ξεκίνησε με τη Σκιά του ανέμου και που εδώ εξελίσσεται σε όλη της την ένταση και το βάθος, ενώ συγχρόνως αποτελεί μέγιστο ύμνο στον κόσμο των βιβλίων, στην τέχνη τού να αφηγείται κανείς ιστορίες και στον μαγικό δεσμό ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωή.
Carlos Ruiz Zafón was a Spanish novelist known for his 2001 novel La sombra del viento (The Shadow of the Wind). The novel sold 15 million copies and was winner of numerous awards; it was included in the list of the one hundred best books in Spanish in the last twenty-five years, made in 2007 by eighty-one Latin American and Spanish writers and critics.
Δεν συνειδητοποιεί κανείς το κενό μες στο οποίο έχει αφήσει να κυλάει ο χρόνος του μέχρι ν’αρχίσει στ’ αλήθεια να ζει. Κάποιες φορές η ζωή, όχι οι χαμένες μέρες, είναι μόνο μια στιγμή, μια μέρα, μια βδομάδα ή ένας μήνας. Ξέρει κανείς ότι είναι ζωντανός γιατί πονάει, γιατί άξαφνα όλα έχουν σημασία και γιατί, όταν τελειώνει αυτή η σύντομη στιγμή, το υπόλοιπο της ύπαρξης του μεταμορφώνεται σε ανάμνηση στην οποία μάταια προσπαθεί να επιστρέψει όσο ακόμα ζει και ανασαίνει.
Tο τέλος ενός πραγματικά μαγευτικού και απολαυστικού ταξιδιού. Ένα μοναδικό επίτευγμα της σύγχρονης λογοτεχνίας ολοκληρώνει τη διαδρομή του με τον συγγραφέα να μας ξεναγεί με την πραγματικά ζηλευτή και καθηλωτική γραφή του στη δική του Βαρκελώνη, στην Ισπανία σε μια σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της, σ’ ένα δικό του κόσμο μαγικά πλασμένο. Δε θα αναλωθώ να σας κάνω αναλυτική περιγραφή για να μη σας χαλάσω το μυστήριο εγώ το μόνο που μπορώ να πω σαν απλή και ταπεινή αναγνώστρια ότι με τα όποια αρνητικά μπορεί να βρει κανείς αν ψάξει αυτό που εμένα προσωπικά με ελκύει στον Θαφόν και στα βιβλία του είναι πόσο ωραίος παραμυθάς είναι ρε παιδί μου αυτός ο άνθρωπος. Πως καταφέρνει να στήσει μοναδικές ιστορίες με αληθινά συναρπαστικά πλοκή, πως καταφέρνει να πλάσει τους χαρακτήρες του και να τους οδηγήσει ένα δικό του λαβύρινθο όπου ο αναγνώστης αχόρταγα θα παρακολουθήσει την εξέλιξη τους. Παρόλο που στα προηγούμενα βιβλία θεωρώ ότι ίσως και να χάθηκε κάπου η δυναμική της ιστορίας το τέλος ήταν λυτρωτικό για όλους τους αγαπημένους μας ήρωες και το κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων μπαίνει πια στο χρονοντούλαπο των λογοτεχνικών αναμνήσεων και ο Θαφόν στο πάνθεον των κορυφαίων παραμυθάδων.
Και τώρα; Τώρα που τελείωσε η τετραλογία, τι θα έχουμε να περιμένουμε εμείς οι πτωχοί, πλην τίμιοι φανς του Θαφόν και του Φερμίν ντε Τόρες;;; Η αλήθεια είναι πως πάνε μέρες που την έχω τελειώσει αλλά λίγο οι κουραμπιέδες, λίγο τα μελομακάρονα και τα κανταΐφια δεν με άφηναν να πω τη γνώμη μου… Ομολογώ πως λόγω της χρονικής απόστασης που είχαν διαβαστεί όλα τα προηγούμενα, ώρες – ώρες αντιμετώπιζα κάποια προβληματάκια κατανόησης (το αλσχάιμερ βλέπετε παραμονεύει…), όπως επίσης το γεγονός πως σε όλο τον πρώτο τόμο, είχαμε στην ουσία την ιστορία της Αλίθια και του Βάργκας και όχι του Ντανιέλ και του Φερμίν με ενόχλησε ολίγον… ο δεύτερος τόμος θεωρώ πως απογείωσε την ιστορία… ο Θαφόν βρήκε το ρυθμό του (όχι πως τον είχε χάσει και ποτέ…) και όλοι οι ήρωες παλιοί και νέοι μπλέκονται σε μια τρελή zarzuela… Ο Θαφόν για μια ακόμη φορά επέλεξε να μιλήσει για μια σκοτεινή περίοδο της ισπανικής ιστορίας που οι Ισπανοί την κρύβουν επιμελώς προσπαθώντας να επουλώσουν τα συλλογικά τους τραύματα… εδώ, πολλά κοινά θα βρείτε με την ελληνική ιστορία… εμφύλιοι, δικτατορία και γενικά όλη η νοοτροπία είναι τόσο κοινά που μπορείς να πεις πως ο Θεός της Μεσογείου παίζει μαζί μας… Ο προσεκτικός αναγνώστης θα πιάσει κάποια μικροπράγματα που του έχουν ξεφύγει του συγγραφέα, κάτι μικρές χρονικές ανακολουθίες, και κάτι κενά στην ιστορία των δύο αδελφών [όσοι το διαβάσατε μάλλον καταλάβατε τι εννοώ – γιατί δίνει αυτή την τόσο άκαιρη κατάληξη] και προσωπικά το τέλος μου φάνηκε ολίγον ‘ξεπέτα’… Όμως… όμως… όμως ο Θαφόν είναι ωραίος παραμυθάς, μαγεύεσαι από την πένα του και δεν σε νοιάζουν καθόλου πια τα μικρολάθη, ίσα – ίσα που προσθέτουν και λίγο σασπένς στην όλη ιστορία. Γέμισα το βιβλίο μου, με χιλιάδες σημειώσεις και αναμένω να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός για να τα ξαναπιάσω όλα από την αρχή… Άντε και κάνα – δυο αποσπασματάκια για να πάει καλά η χρονιά: Απόσπασμα 1: «Ο πόλεμος όπως κάθε πόλεμος, κατέστρεψε τη χώρα και έκανε πλούσιους κάποιους λίγους που ήταν ήδη πλούσιοι πριν από το ξεκίνημά του. Γι’αυτό γίνονται οι πόλεμοι. Σ’αυτή την περίπτωση, η κοινοπραξία χρησιμοποιήθηκε επίσης για να ξεπληρωθούν χάρες, προδοσίες, υπηρεσίες και να εξαγοραστεί η σιωπή και η συνενοχή ορισμένων. Λειτούργησε ως μηχανισμός αναρρίχησης για πολλούς». [απόσπασμα της γενικής αλήθειας] Απόσπασμα 2: «Δεν κουραζόταν να μου λέει ότι στη λογοτεχνία υπήρχε μόνο ένα πραγματικό θέμα: όχι αυτό που αφηγούνταν κανείς, αλλά το πώς το αφηγούνταν. Όλα τ’άλλα, έλεγε, ήταν απλές κατασκευές» [απόσπασμα που εξηγεί το άριστα σε τούτο το βιβλίο] Απόσπασμα 3 και τέλος για σήμερα: «Φταίει που είστε πολύ άγουρος ακόμα και κάπως αφελής. Όταν είναι νέος κανείς, βλέπει τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά όταν γερνάει τον βλέπει όπως στ’αλήθεια είναι. Θα σας περάσει με τον καιρό». [τάδε έφη Φερμίν…]
Προβληματίστηκα λίγο για το εάν θα έπρεπε να κάνω μία συνολική παρουσίαση όλων των βιβλίων του συγγραφέα, αλλά αφενός δεν υπάρχει χρόνος για κάτι τέτοιο και αφετέρου δεν νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω γι’ αυτές τις ιστορίες χωρίς να σας προδώσω κάτι. Γιατί, αν ένα πράγμα πρέπει να θυμάστε για τα βιβλία του Θαφόν είναι πως ένα από τα μαγικότερα στοιχεία τους έγκειται στο πώς ξεδιπλώνονται οι ιστορίες και αναπτύσσεται ο κάθε ήρωας. Στον Λαβύρινθο των Πνευμάτων θα συναντήσουμε όλους τους χαρακτήρες που αγαπήσαμε, αλλά χρειάζεται λίγη υπομονή. Ο πρώτος τόμος ξεκινάει στην Βαρκελώνη του ’50 με τον Ντανιέλ, ενήλικο πια, στοιχειωμένο όμως ακόμα από το παρελθόν του για το οποίο προσπαθεί μάταια να βρει απαντήσεις. Και κάπου εδώ ο Θαφόν ανοίγει αριστοτεχνικά ένα ακόμα παρακλάδι στο σύμπαν που έχει χτίσει εμφανίζοντας την Αλίθια Γκρις που θα συμβάλλει τα μέγιστα στο να δοθούν οι απαντήσεις που του οφείλονται. Αν και στην αρχή αποζητούσα τους παλιούς κι αγαπημένους μου ήρωες, αποδείχτηκε ότι ο Θαφόν είχε αρκετά όπλα στην φαρέτρα του για να με παρασύρει στον κόσμο του για ακόμα μία φορά. Καταρχήν, τόσο η Αλίθια Γκρις όσο και οι υπόλοιποι νέοι χαρακτήρες, αν και αρκετά κινηματογραφικοί, κατάφεραν να σταθούν επάξια στον ρόλο τους ως κεντρικοί χαρακτήρες για ένα μεγάλο μέρος του πρώτου τόμου. Η ατμόσφαιρα της εποχής αποδίδεται, και σε αυτές τις ιστορίες, τόσο άρτια που και μόνο το ταξίδι στην Βαρκελώνη του ’50 αξίζει τον κόπο. Φυσικά δεν λείπει το βιβλιοφιλικό κομμάτι καθώς και το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων, τα οποία ούτως ή άλλως είναι αρκετά για να μας κρατήσουν αν και ομολογώ ότι θα ήθελα μία δόση παραπάνω. Ωστόσο, το πραγματικά νέο στοιχείο που με κέρδισε είναι οι εκτενείς αναφορές στην πολιτική κατάσταση της Ισπανίας και μάλιστα σε όλα τα μελανά σημεία της, όπως ο φασισμός και ο Εμφύλιος. Για την ακρίβεια θεωρώ ότι η εισαγωγή των νέων προσώπων έγινε εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο καθώς οι περισσότεροι από αυτούς, αν όχι όλοι, γίνονται σύμβολα ενός σάπιου καθεστώτος ή ζωντανές συνέπειες ενός πολέμου που σακατεύει ψυχές και σώματα. «Ήξερε ότι ένας εμφύλιος πόλεμος ποτέ δεν είναι ένας μόνο, παρά ένα σύνολο από μικρές ή μεγάλες μάχες κρυμμένες η μία μέσα στην άλλη. Η επίσημη μνήμη του είναι πάντα αυτή των χρονικογράφων που βρίσκονται από την πλευρά των νικητών ή των ηττημένων, αλλά ποτέ από την πλευρά εκείνων που βρίσκονται παγιδευμένοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και που σπάνια είναι αυτοί που έχουν ανάψει το φιτίλι.. Οι πόλεμοι βρομίζουν τα πάντα, αλλά ξεπλένουν την μνήμη.» Σε χώρες που έχουν περάσει αντίστοιχα γεγονότα, όπως η Ελλάδα παραδείγματος χάρη, αυτές οι αναφορές θα αγγίξουν αρκετά τις ευαίσθητες χορδές των αναγνωστών. Γιατί είναι κάτι για το οποίο έχουμε μάθει να σιωπούμε από ντροπή κυρίως. Γιατί όπως λέει και ο Θαφόν «Κανείς δεν επιζεί ενός εμφυλίου διατηρώντας έστω και κάποια ίχνη αξιοπρέπειας για τα οποία να υπερηφανεύεται.» Τέλος θα ήθελα να αναφέρω ότι βλέπω αρκετές συζητήσεις για το με ποια σειρά θα πρέπει να διαβαστούν τα βιβλία. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ξεκάθαρα ότι όλα τα μέρη μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά ή το καθένα ξεχωριστά. Προσωπικά θα ξεκίναγα να τα πάρω με την σειρά, αλλά και να έχετε ξεκινήσει με αυτά μικρό το κακό. Άλλωστε, «μία ιστορία δεν έχει αρχή ούτε τέλος, μόνο πύλες εισόδου.»
Η τετραλογία του Κοιμητηρίου των Λησμονημένων Βιβλίων ολοκληρώνεται με ένα μεγαλειώδες, τολμώ να πω, βιβλίο. Απόλυτα ρεαλιστικό και συνάμα μαγικό καταφέρνει να κρατήσει σε αγωνία και να συγκινήσει τον αναγνώστη. Με ένα τρόπο σκληρό αλλά γλαφυρό ο Θαφόν μιλάει για μια από τις χειρότερες πληγές της Ισπανίας στα χρόνια του καθεστώτος Φράνκο. Σε αυτό το βιβλίο κλείνουν όλες οι ανοιχτές πλοκές και εκκρεμότητες με έναν τρόπο που άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί "κάθαρσις". Πραγματικά άξιο τέλος ενός υπέροχου συγγραφικού ταξιδιού. Όσο και κάποια από τα βιβλία της σειράς να μην άρεσαν εξίσου σε κάποιους το σύνολο είναι πολύ καλό! Θα πρότεινα όσοι μπορείτε να το διαβάσετε στα ισπανικά καθώς καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει τη μαγική γλώσσα του Θαφόν και ορισμένα σημεία (ευτυχώς λίγα) της ελληνικής μετάφρασης δεν ικανοποιούν απόλυτα.
Κι έτσι ολοκληρώθηκε (;) μια σπουδαία σειρά πέντε βιβλίων με πρωταγωνιστή τα βιβλία. Και δίπλα ήρωες, άνδρες και γυναίκες μπλέκονται σ΄ ένα βιβλιο-θρίλερ! Το πρώτο βιβλίο καταπληκτικό! Και πως θα έπρεπε να γίνει διαφορετικά. Τα υπόλοιπα κινούμενα στους ίδιους ρυθμούς μας προσέφεραν καταπληκτικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης. Αυτό και μόνο δίνει την αξία του Θαβόν....
Τελείωσε το μεγάλο κ πανέμορφο ταξίδι στη Βαρκελώνη...Δεν περίμενα να αναζητώ κ άλλο τόμο. Η αλήθεια είναι πως είχα αγοράσει τα πρώτα τρία βιβλία κ τα είχα στο ράφι για καιρό. Δεν τα διάβαζα λόγω του όγκου κ των διχασμένων κριτικών. Το πήρα απόφαση μετά από παρότρυνση φίλων. Ξεκίνησα λοιπόν δειλά το ταξίδι μου με τη "Σκιά του Ανέμου". Από τις πρώτες σελίδες βυθίστηκα σ έναν κόσμο μαγευτικό κ μυστηριώδη. Όσο περνούσαν οι σελίδες τόσο δενόμουν με τα πρόσωπα κ την ιστορία. Μπαίνοντας δε στο κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων ενθουσιάστηκα. Η μυρωδιά παλιών κ σπάνιων βιβλίων ήταν μεθυστική. Αυτό ήταν! Κατάλαβα πως ο Θαφόν θα με μαγέψει. Φυσικά τα κατάφερε! Όλοι οι τόμοι που πέρασαν από το χέρια μου ήταν αριστοτεχνικά δομημένοι. Ο Θαφόν υφαίνει τους χαρακτήρες με τέτοιον τρόπο ώστε όλοι να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, έντονη προσωπικότητα και δυναμισμό. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Το τέλος κάθε τόμου ανατρεπτικό. Τίποτα δε θεωρείται δεδομένο αφού η πλοκή συνεχώς σε εκπλήσσει. Πολλές φορές ένιωθα σαν μια μικρή νεράιδα που κυνηγούσα τους ήρωες, ούρλιαζα στην προσπάθειά μου να τους προστατεύσω. Ήταν όμως αδύνατον να τους βοηθήσω. Ήξεραν από μόνοι τους τι πρέπει να κάνουν, υποκινούμενοι από το ένστικτο τους, την παρορμητικότητά τους κ τα λάθη τους. Αρκετές φορές δάκρυσα, άλλες αισθάνθηκα αφόρητους πόνους, οργίστηκα, λυπήθηκα, απογοητεύτηκα.. όμως δέθηκα κ αγάπησα τους πάντες κ αυτούς που δεν το άξιζαν. Ενώ περιλαμβάνονται 5 τόμοι στα ελληνικά, να σας πω την αμαρτία μου;; Ήθελα τελικά κ άλλους 😁😀.
Senka vetra uvek će biti jedan od mojih omiljenih romana. Bio sam srednjoškolac prvi put kada sam je pročitao, i tada sam mislio da ne postoji savršenija knjiga, pa sam je zdušno preporučivao svima i pročitao bar još dva puta. Bila je to prva knjiga u nizu magičnog imena: Groblje zaboravljenih knjiga. Svaka sledeća počela bi na istom mestu, odakle bi se priča granala do neslućenih visina.
Lavirint duhova zaključuje ovu ambicioznu tetralogiju, a meni su utisci podeljeni. Čitajući knjigu, uglavnom sam imao osećaj kao da sam kod kuće, bilo da je u pitanju knjižara Sempere i sinovi ili već pomenuto Groblje zaboravljenih knjiga. To je svet koji mi je dobro poznat; štaviše, u Barselonu sam se najpre zaljubio zahvaljujući Safonu i posle ostvario svoju dugogodišnju želju kada sam je posetio i obišao uzduž i popreko.
Dakle, na samom početku, svi poznati elementi bili su tu: nova misteriozna knjiga, nova avantura i lavirint tajni koji se polako odmotava. Ipak, ostaje utisak da je ovaj roman u dva toma nepotrebno obiman. Ima oko hiljadu strana i mnoštvo nepotrebnih epizoda. Takođe, pojedine epizode i njihovi raspleti podsećaju na španske serije, kao i otkrovenja u stilu: Yo soy tu madre! Ili, u ovom slučaju, padre. Od toliko melodrame, često sam prevrtao očima. Mada, sad kad bolje razmislim, verovatno je i Senka vetra takva, ali čitao sam je u drugom uzrastu, pa je ostavila neuporedivo jači utisak. Bilo bi zanimljivo pitati petnaestogodišnjeg mene šta misli o Lavirintu duhova.
Još jedna zamerka tiče se kraja, koji je ispao mlak. Nakon toliko patnje i rekao bih bespotrebnih smrti, Safon ne završava knjigu efektno, već nastavlja sa meni potpuno suvišnom epizodom Knjiga o Hulijanu. Podsetio me je malo na Kinga, prosto ne zna da stavi tačku na priču, već je širi, i širi... Na kraju, ne znam koju ocenu da dam. Najpoštenija ocena bi bila 3.5*, ali s obzirom da je ovo jedan od mojih omiljenih serijala, i da je Lavirint duhova uspeo da me podseti na uzbuđenje koje je pratilo čitanje Senke vetra, uvede nove upečatljive likove (Alisa Gris), razjasni druge već poznate (David Martin), ipak ću zbog sentimentalne vrednosti dati ocenu četiri.
Εντάξει… τι να λέμε τώρα… ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ!!! Μετά από τους τρεις εξαιρετικούς πρώτους τόμους της τετραλογίας, έφτασε και το τελευταίο δίτομο και μας αποτελείωσε. Ο Θαφόν, δεν είναι συγγραφέας. Δεν είναι καν λογοτέχνης. Είναι καλλιτέχνης ζωγράφος και με την πένα του ζωγραφίζει τις πιο όμορφες εικόνες. Προσωπικά το τοποθετώ στο ίδιο υψηλό ράφι μαζί με τον Θερβάντες και τον Μάρκες. Είναι από τους πλέον αγαπημένους μου.
Στον «θηριώδη» αυτό Λαβύρινθο του Θαφόν, κορυφώνεται η ιστορία που έχει ξεκινήσει τρεις τόμους πριν. Πρόκειται για ένα «Μεγάλο» βιβλίο, που παρόλο τον όγκο του (σχεδόν 1000 σελίδες στο σύνολο), διαβάζεται σαν το νεράκι, χωρίς να κουράσει ή να κάνει κοιλιά ούτε δευτερόλεπτο. Είναι πολύ ανθρώπινο και τρυφερό μα συνάμα σκληρό και σκοτεινό. Για μια ακόμη φορά μας μεταφέρει στην μαγευτική Βαρκελώνη της εποχής του Φράνκο, όπου με γλαφυρότητα, μεστό και ρέοντα λόγο, σκιαγραφεί την ζωή και τις περιπέτειες των γνωστών μας και νέων ηρώων κι εν τέλει την δικαίωση που τους περιμένει με το τέλος της τετραλογίας.
Εδώ ο Θαφόν, μας παρουσιάζει τον Ντάνιελ οικογενειάρχη πλέον, παντρεμένο με την Μπέα και πατέρα του μικρού Χουλιάν. Την ψυχούλα του ακόμα κατατρώει το μυστήριο του χαμού της μητέρας του και παλεύει φιλότιμα με τους δικούς του «ανεμόμυλους». Ο αγαπημένος μου Φερμίν, παραμένει το ίδιο «σπασμωδικός» ως χαρακτήρας (προσωπικά τον φαντάζομαι ψηλό και ξερακιανό, σαν χάρτινη μαριονέτα που την φυσά ο άνεμος και παραπέει δεξιά κι αριστερά), εργάζεται μόνιμα πλέον στο βιβλιοπωλείο της οικογένειας Σεμπέρε και στέκεται πάντα στο πλευρό του αγαπημένου του φίλου Ντάνιελ. Με την πορεία της ιστορίας, γνωρίζουμε και δυο νέους χαρακτήρες, την μυστική αστυνομικό Αλίθια Γκρις και τον αστυνόμο Βάργκας, οι οποίοι καλούνται να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης ενός υπουργού (μου διαφεύγει το όνομά του αυτή τη στιγμή). Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή διασταυρώνονται οι δρόμοι των παλαιών μας γνώριμων, με αυτούς των νεοφερμένων κι όλοι μαζί χορεύουν σε ένα παθιασμένο γαϊτανάκι μυστηρίου, οδηγώντας τον αναγνώστη στην κορύφωση και την ικανοποίηση της αποκατάστασης του δικαίου!
Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο, ήδη έχω γράψει αρκετά τόσο εδώ όσο και για την Σκιά του Ανέμου. Είμαι σίγουρη ότι όσοι το έχετε ήδη διαβάσει, ξέρετε ακριβώς τι εννοώ κι όσοι δεν είχατε ακόμα την χαρά… μπορείτε απλά να φανταστείτε! ;-)
Κι επειδή όπως έχω πει και παλιότερα, δικιά μου είναι η κριτική κι όπως θέλω βαθμολογώ… 100/10 από μένα!!!
Το τελευταίο μέρος του έπους του Κοιμητηρίου των Λησμονημένων Βιβλίων αποζημιώνει τόσο για την πολύχρονη αναμονή όσο και για την ελαφρώς απογοητευτική εμπειρία της ανάγνωσης των δύο ενδιάμεσων μερών. Μετά την αξέχαστη ανάγνωση του συγκλονιστικού πρώτου μέρους "Η σκιά του ανέμου", ομολογώ ότι "Το παιχνίδι του αγγέλου" και "Ο αιχμάλωτος του ουρανού" με είχαν ξενερώσει κάπως, όχι γιατί δεν ήταν εξαιρετικά βιβλία αυτά καθαυτά, αλλά γιατί ο συγγραφέας φαινόταν να επαναλαμβάνει μοτίβα και εικόνες, γυρνώντας γύρους γύρω από τον εαυτό του, χωρίς να καταλήγει κάπου, ή έστω να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή. "Ο Λαβύρινθος των Πνευμάτων" πιάνει όλα τα νήματα που ο Θαφόν φαινόταν να είχε αφήσει ξεχασμένα στην πορεία της ιστορίας και υφαίνει με αυτά μια συναρπαστική πλοκή, συμπληρώνοντας την μαγική εικόνα και προσφέροντας στο τέλος μια ικανοποιητική κάθαρση.
Το τελείωσα και αισθάνομαι αυτό το κενό, οταν εχεις ολοκλήρωσει ένα βιβλίο τόσο ιδιαίτερο,που παρα τη λύτρωση νιώθεις πως κάτι έχασες, ενώ ο κόσμος συνεχίζει να ζει τριγύρω σου και δεν εχει παρει χαμπάρι αυτήν την τραγική απώλεια. Απίστευτα ωραία σειρά βιβλίων. Τόσο καλογραμμένη,τόσο συγκινητική,τόσο δραματική (με τη γνήσια σημασία της λεξης) που τα 5 αστέρια είναι λίγα. Τα αγάπησα και θα κατέχουν πάντα μια θέση στην καρδιά μου( και περίοπτη θέση στη Βιβλιοθήκη μου).
Και με τον δεύτερο τόμο του Λαβύρινθου των πνευμάτων, ολοκληρώνεται η τετραλογία από "Το Κοιμητήριο Των Λησμονημένων Βιβλίων" του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν.
Τι θα μπορούσε άραγε να πει κανείς για την συγκεκριμένη τετραλογία; Δεν είναι ένα αστυνομικό βιβλίο...Δεν είναι ένα ερωτικό βιβλίο...Δεν είναι ένα ιστορικό βιβλίο...Δεν είναι ένα βιβλίο τρόμου, ούτε ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Είναι όλα αυτά μαζί!!! Έχει απλούς πολίτες, αστυνομικούς, εγκληματίες, εγκληματίες αστυνομικούς, απατεώνες, δολοφόνους, έρωτες, καταραμένους έρωτες, ανεκπλήρωτους έρωτες, ιστορικά στοιχεία για την εποχή του πολέμου και την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο στην μαγευτική Βαρκελώνη, "στοιχειωμένα" σπίτια, φαντάσματα και μάγισσες!!! Έχει καλούς, κακούς, αδικίες, συνωμοσίες, προδοσίες, ανατροπές, φιλοσοφικούς στοχασμούς, απίστευτους και πολύπλοκους χαρακτήρες (τεράστια μορφή ο Φερμίν Ρομέρο ντε Τόρες!) και όλα αυτά με μια απίστευτη γραφή και μια γλώσσα που σε μαγεύει, σε ταξιδεύει και τελικά απορροφά όλο σου το είναι! Βιβλία που βυθίζεσαι μέσα τους, και όταν αναδύεσαι είσαι πλέον πολύ διαφορετικός απ'ότι πριν... Βιβλία που σε ταξιδεύουν, σε κάνουν να ονειρεύεσαι, και που πραγματικά κερδίζουν τη καρδιά και την ψυχή σου...Βιβλία, που ενώ δεν μπορείς να τα αφήσεις από τα χέρια σου και παρόλα αυτά δεν θέλεις να τελειώσουν...και αφού τα τελειώσεις, σου αφήνουν μια μοναδική αίσθηση πληρότητας, αλλά ταυτόχρονα ένα τεράστιο κενό, μιας και ξέρεις ότι θα σου λείψει η μοναδική ατμόσφαιρα και οι καταπληκτικοί ήρωες, ενώ παράλληλα σου αφήνει και μια πικρή γεύση γιατί δεν μπορείς να τα ξαναδιαβάσεις για πρώτη φορά! Κατά τη γνώμη μου, με τη συγκεκριμένη τετραλογία ο Θαφόν αποδεικνύει ότι είναι ίσως ο κορυφαίος σύγχρονος μυθιστοριογράφος και λογοτέχνης! Καταφέρνει να συνδυάσει τις ιστορίες με απίστευτη δεξιοτεχνία και με μια γλώσσα που σπάνια συναντάς σε σύγχρονα έργα!
Το παρελθόν δεν εξαφανίζεται, όσο κι αν προσπαθούν οι αφελείς να το ξεχάσουν και οι αγύρτες να το παραχαράξουν για να το πουλήσουν ξανά απ´ την αρχή σαν καινούργιο. σελ. 417
Μια ιστορία είναι ένας απέραντος λαβύρινθος από λέξεις, εικόνες και πνεύματα που όλα μαζί μάς αποκαλύπτουν την αθέατη αλήθεια για μας τους ίδιους. Μια ιστορία είναι σίγουρα μια συζήτηση ανάμεσα σ αυτόν που την αφηγείται και σ αυτόν που την ακούει, κι ένας αφηγητής μπορεί να πει μόνο όσα του επιτρέπει η τέχνη του, ενώ ένας ακροατής μπορεί να διαβάσει μόνο όσα έχει γραμμένα στην ψυχή του. σελ 420
Ο δεύτερος τόμος (μόνο στα ελληνικά, στον υπόπλοιπο κόσμο συνήθως δεν κλέβουν έτσι τον αναγνώστη) και φινάλε της τετραλογίας, τα έχει όλα. Κατ' αρχάς έχει ξανά Φερμίν, του οποίου η απουσία βοά σε ολόκληρο το πρώτο μέρος, αλλά ευτυχώς εδώ αναπληρώνεται επαρκώς. Έπειτα, ο Zafón χτυπάει τον αναγνώστη με ό,τι όπλο έχει και δεν έχει, μυδράλια χιούμορ, όλμοι λυρισμού, φαντάσματα που επανέρχονται και ξαναφεύγουν, το ιστορικό κεφαλοκλείδωμα που υπέμεινε η Ισπανία τα 40 χρόνια υπό το Φράνκο, νεκροί που γράφουν από το παρελθόν, νεκροί που γράφουν στο σχετικό παρόν και αφήνονται στη λήθη, αποκαλύψεις, μικρά πλοτ τουίστς, έρωτες, γάμοι, τεκνοποιΐες, εγκαταλείψεις συζυγικών εστιών, θάνατοι, τα πάντα όλα και με γαρνιτούρα. Μέχρι και το Φράνκο πεθαίνει (και καλά του κάνει)... Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά ατέλειωτο, γιατί εκεί που η πλοκή τελειώνει (end of story, πάμε σπίτι), ο Zafón σε χτυπάει κατακέφαλα με μερικές ακόμη δεκάδες σελίδες για να κάνει ακόμη πιο οδυνηρό για τον αναγνώστη το τέλος αυτού του κόσμου που γέμισε τέσσερα βιβλία (εκτός κι αν το διαβάζετε στα ελληνικά, είπαμε πιο πάνω γι' αυτά τα πράματα), οι οποίες σελίδες δε θα είχαν γίνει αντιληπτές αν έλειπαν, αλλά τώρα που είναι εκεί, σε κρατάνε σε ένα ντεμαράζ ανάγνωσης και σε κλωτσάνε και σου τραβάνε τα μαλλιά, σου ρίχνουν γροθιές εξαιρετικής ακρίβειας και οδυνηρής ευστοχίας στο συναισθηματικό υπογάστριο και σε γονατίζουν και ύστερα, απρόσμενα σχεδόν, όλα έχουν τελειώσει και ξέρεις ότι δε θα υπάρξει πέμπτος τόμος και ίσως να κάτσεις στην άκρη του κρεββατιού σου και να κλάψεις γι' αυτό, αλλά κατά πάσα πιθανότητα περισσότερο επειδή οι ήρωές σου δε θα αναστηθούν σε νέο βιβλίο και δεν έχεις πια νέα να περιμένεις από αυτούς. Ο Ντανιέλ, ο Χουάν, ο Χουλιάν, ο άλλος Χουλιάν, ο Νταβίδ, η Μπέα, η Ισαβέλλα, ο Φερμίν και τόσοι ακόμα μένουν να ξεθωριάζουν, σιγά σιγά, σαν σε παλιά σέπια φωτογραφία.
Ήταν ένα από κείνα τα μαύρα, επιβλητικά οχήματα, σαν τανκς με σκούρα παράθυρα και ακατάληπτες πινακίδες που φαίνονταν πότε πότε μες στην κυκλοφορία σαν νεκροφόρες, αυτοκίνητα που μπροστά τους όλοι παραμέριζαν, γιατί ήξεραν χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσουν ότι δε μετέφεραν συνηθισμένους ανθρώπους και το καλύτερο θα ήταν απλώς να προσπεράσουν.
Γκλόρια, βούλωσε το και πήγαινε φέρε το γλυκό του κυρίου Σεμπέρε, την έκοψε η αφεντικίνα της, δίνοντας της να καταλάβει ότι εκεί μέσα ακόμα και η έκφραση της κακίας ακολουθούσε την ιεραρχική τάξη.
Ένα στοιχείο που κερδίζει, είναι, η εναλλαγή ανάμεσα σε λεπτά ειρωνική, σχεδόν υπαινικτική γραφή με καλό χιούμορ, και, σε διαλόγους γρήγορους, με έντονο σαρκασμό. Ένα διαρκές κυνηγητό να ανατρέψει το ανέφελο και το ανώφελο. Μπορώ να πω ότι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ήταν ανήσυχο. Αδημονούσα ν’ ανταλλάξω ευχές,να πιω το καθιερωμένο κατιτίς να με κάνει κουδούνι και να επιστρέψω στο ωραίο μου βιβλίο, παρέα με καταπαγωμένη κόκα και τη μουσική μου. Οι λαμπτήρες έβγαζαν θερμό φως, η πρώτη νύχτα σε λίγο θα πέθαινε για να ανατείλει το πρώτο φυσικό φως, κάτω απ’ το πάπλωμα αισθανόμουν ευχάριστη, την τεχνητή ζέστη, του υποστρώματος κι η κόκα μου ήταν ακόμη δροσερή, αν και λίγο ξεθυμασμένη. Η δράση συνεχής, χαρακτήρες με υπόσταση και σκοτεινιά, ένα κοκοράκι από κάπου απέναντι μου αποσπούσε την προσοχή, ο ρυθμός πιο χαλαρός, έδινε στην ατμόσφαιρα το δικαίωμα του παλιόφιλου, με τον απόηχο να χρωματίζεται απ’ όλα εκείνα τα μυαλά που οι θηριωδίες τους απέδειχναν διαρκώς ότι ο πραγματικός εφιάλτης ξεκινά από ‘κει και μόνο.
Υπάρχουν εποχές που είναι πιο τιμητικό να ζεις ξεχασμένος παρά να ζεις δοξασμένος.
Στη σελ. 157 δε μπορείς να μη θαυμάσεις πως ενώ η αποκάλυψη είναι αναμενόμενη, απ’ όλα εκείνα τα στοιχεία που μαζεύεις αθέλητα, ώστε να ξέρεις ποιος είναι τι, δεν απογοητεύεσαι. Ίσα – ίσα αδημονείς περισσότερο, γιατί έχεις ακόμα 320 σελίδες να ταξιδέψεις με τη μεθυστική γραφή του Θαφόν, ανησυχαστικά, αιματηρά, σαρδόνια, με πολλά αρώματα.
Εκείνα τα χρόνια η επιστήμη δεν είχε λύσει ακόμα το αίνιγμα του γιατί ο χρόνος μέσα στα νοσοκομεία χάνει την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία κυλάει κανονικά
Σε αυτό το βιβλίο, ίσως και σε πολλά άλλα μέρη, λιγότερο ή περισσότερο σχετικά με τη λογοτεχνία, συναντάμε δύο είδη ανθρώπων του καθήκοντος: αυτούς που έχουν φάει τόσα πολλά σκατά, ώστε να θέλουν να πεθάνουν ξεχασμένοι και εκείνους που κάνουν το κύκνειο άσμα, γιατί τα μάτια όταν κλείνουν, ακούγονται μόνο κραυγές.
- … πιστεύετε ότι το κατάπιαν; - απλώς σπείραμε την αμφιβολία. Όταν έρχεται η ώρα να πεις ψέματα, αυτό που πρέπει να ‘χεις κατά νου δεν είναι η αληθοφάνεια της ιστορίας που σκαρφίστηκες, αλλά η απληστία, η ματαιοδοξία και η βλακεία αυτού που θα την ακούσει. - Αυτό που υπαινίσσεστε είναι τρομερό. - Όπως τ�� δει κανείς. Σε τούτη την κωμωδία που είναι ο κόσμος μας, με τις μαϊμούδες που φορούν μεταξωτά, η απάτη είναι το κονίαμα που κρατάει ενωμένα όλα τα κομμάτια του παχνιού. Ο κόσμος – από φόβο, αδιαφορία, ή κουτορνιθίαση – συνηθίζει τόσο να λέει ψέματα και να επαναλαμβάνει τα ψέματα των άλλων, που στο τέλος ψεύδεται ακόμα κι όταν πιστεύει πως λέει αλήθεια.
Η αμερικάνικη – κυρίως – τηλεόραση έχει εφοδιάσει τη μνήμη και έχει χαλκεύσει τη φαντασία μας, με πολλές σκηνές δράσεις σε παλιά εργαστήρια και χώρους με πάμπολλα αντικείμενα σε διάφορα στάδια εγκατάλειψης. Θέλει προσπάθεια και κάποιο ταλέντο για να περιγραφεί κάτι τέτοιο στο χαρτί, χωρίς να αποπνέει φτήνια, κακογουστιά κι επανάληψη και ως ένα βαθμό να έχει κάτι δικό του. Θαρρώ πως ο συγγραφέας τα καταφέρνει.
Πρώτα πυροβολείς στα πόδια, κάτω απ’ τα γόνατα. Και περιμένεις. Τον βλέπεις να σέρνεται. Μετά του ρίχνεις μια σφαίρα στην κοιλιά. Και περιμένεις. Να τον δεις να σφαδάζει. Μετά του ρίχνεις άλλη μια στη δεξιά μεριά του στήθους. Και περιμένεις. Περιμένεις να γεμίσουν τα πνευμόνια του αίμα και να πνιγεί μες στα ίδια του τα σκατά.
Ένα απ’ τα ντεζαβαντάζ έγκειται στην επανάληψη ορισμένων μοτίβων, που αρέσουν στο συγγραφέα, σε διαφορετικούς χαρακτήρες. Σαν ευρήματα τα χρησιμοποιεί με ευχέρεια, αλλά δεν ταιριάζουν απαραίτητα. Κι ενώ οι χαρακτήρες είναι πειστικοί και ο συγγραφέας στις μεταμορφώσεις του, διατηρεί το φύλο τους, λιγότερο ή περισσότερο όλοι θυμίζουν το Φερμίν. Στα συν πάντως ότι ο συγγραφέας δε διστάζει να θυσιάσει χαρακτήρες, όσο καλοκαμωμένοι κι αν είναι. Αυτό προσφέρει αληθοφάνεια και την αγωνία, επειδή όλα είναι πιθανά. Το κακό είναι πως κάπου μετά τη σελίδα 250 κάνει μια βραχύβια κοιλιά, απ’ την οποία μάλλον δεν ήξερε πώς να βγει κι αναλώθηκε σε ανταλλαγή ευφυολογημάτων, καρυκευμένων απ’ το χαρακτήρα του Φερμίν, όποιος κι αν μιλούσε. Όμως το μεγαλύτερο ίσως φάουλ γίνεται εκεί που πάλι αποκτά ροή, στο σημείο που αφορά το ημερολόγιο της Ισαβέλα. Γράφεται ως ψυχορράγημα και όμως παραμένουν αυτοί οι α λα Φερμίν, αστεϊσμοί, που είναι άκαιροι και μου άφησαν μια άσκημη γεύση. Δεν διευκολύνουν αν αυτή είναι η πρόθεση. Χαλάνε και στερούν την εμπιστοσύνη.
Γιατί το λένε αϋπνία όταν αυτό που εννοούν είναι συνείδηση;
Νομίζω επίσης, πως αυτό που πραγματικά δε μπορώ να συγχωρήσω στο συγγραφέα, είναι, πως το Κοιμητήριο υπήρξε κάτι μυθικό κι εδώ έγινε ένα απλό καταφύγιο, με πεπερασμένες διαστάσεις. Και μαζί πως χάθηκε αυτό το στοιχείο της αναλγησίας της χρονικής περιόδου του Φράνκο, απ’ το δεύτερο τόμο, απ’ την ατμόσφαιρα που την έκανε, να είναι σχεδόν η ίδια, χαρακτήρας. Δίνει τη θέση της στη δράση στα στενά πλαίσια της ιστορίας και στις εξηγήσεις. Και απ’ αυτή την άποψη δεν υπάρχουν παράπονα: όλα εξηγούνται. Μόνο που μερικές φορές είναι το τελευταίο που αναζητάς σε μια καλή ιστορία, αν θες να σωθεί στη μνήμη και να γεννήσει φως όταν πια θα έχεις κλείσει, το βιβλίο.
Τέλος, η λέξη που έχω στο νου μου, είναι η λέξη ΄΄πικρίλα’’. Οι τελευταίες 70 σελίδες είναι μια πάρα πολύ μεγάλη κατακλείδα που χρειάζεται γερά νεύρα, διότι η τάση για ευκαιρίες διαρκώς για ευφυολογήματα δε σταματά. Είναι κουραστική, φλύαρη, προσθέτοντας 70 σελίδες που δεν τις είχε ανάγκη. Όποιος κι αν μιλάει, είναι σα να μιλάει παντού και πάντοτε ο Φερμίν, δίνοντας πάσες στον εαυτό του, αν και η ευτυχής εμφάνιση του Χουλιάν Καράξ ευτυχώς διατηρεί το προσωπικό της σφρίγος. Σε αντίθεση με το διάλογο του 30χρονου Ντάνιελ με το 10χρονο γιο του που μοιάζει εντελώς εκτός πραγματικότητας. Χάθηκε το μέτρο, η συνέπεια, η ισορροπία. Δε ζήτησα εγώ απ’ το συγγραφέα να τελειώσει την ιστορία οριστικά σε αυτό τον τόμο, ήταν επιλογή του, που έμοιαζε σα να μετάνιωνε τελευταία στιγμή, ή σα να μην ήξερε πώς να τελειώσει ύστερα από 5 βιβλία.
Πόσο όμορφα πέρασα διαβάζοντας αυτή την τετραλογία του Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων!Συγγραφική μαεστρία στη σύνδεση των γεγονότων και των καταστάσεων,ατμοσφαιρικές περιγραφές,συμπαθητικοί πρωταγωνιστές,σασπένς και ωραία και τα εξώφυλλα.Κρίμα που τελειωσε,αλλά λέω ευτυχώς έχω και το Μαρίνα του Θαφόν να διαβάσω ακόμα.(Σημείωση:τα βιβλία της 4λογιας έχουν ως εξής-Η σκιά του ανέμου, Το παιχνίδι του αγγέλου, Ο αιχμάλωτος του ουρανού , Ο λαβύρινθος των πνευμάτων{τόμος 1 & τόμος 2} ).
Μαγικός ο Θαφόν και πάλι.Το τέταρτο βιβλίο ( 2 τόμοι) ολοκληρώνει τη σειρά που έγινε ίσως και η αγαπημένη μου.
«Μια ιστορία είναι σίγουρα μια συζήτηση ανάμεσα σε αυτόν που την αφηγείται και σε αυτόν που την ακούει, και ένας αφηγητής μπορεί να πει μόνο όσα του επιτρέπει τέχνη του ενώ ένας ακροατής μπορεί να διαβάσει μόνο όσα έχει γραμμένα στην ψυχή του.»
Όταν ένας αναγνώστης ανακαλύπτει την πένα του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν συνειδητοποιεί τι πάει να πει πραγματική λογοτεχνία. Πρόκειται για έναν συγγραφέα που είναι γνήσιος παραμυθάς και η τετραλογία του «Το κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων» το αποδεικνύει περίτρανα. Ξεκινώντας κανείς από το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας το «Η σκιά του ανέμου» και φτάνοντας στον «Λαβύρινθο των πνευμάτων» συνειδητοποιεί ότι όντως μια ιστορία δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος αλλά μόνο πόρτες για να μπεις μέσα της. Για να ξεχαστείς με τη ροή της και τον ρυθμό της. Με τις περιγραφές της και την αφήγηση της. Και ο Θαφόν είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες στους αναγνώστες και τους παρασύρουν σε ένα μαγευτικό συγγραφικό ταξίδι που απλά δεν θα θέλουν να φτάσει στο τέρμα του.
Η σειρά του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων» είναι ένας ύμνος στη λογοτεχνία. Για εκείνα τα βιβλία που παραμένουν ξεχασμένα στα ράφια των εκδοτικών, των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών μας. Μια μικρή αλλά απέραντη πολιτεία υπάρχει κρυμμένη από τα αδιάκριτα μάτια στην καρδιά της Βαρκελώνης. Ένας λαβύρινθος φτιαγμένος από βιβλία που καλύπτουν κάθε πτυχή του κτιρίου που τα φιλοξενεί και το μάτι του επισκέπτη χάνεται μέσα σε όλους αυτούς τους τίτλους. Δεν μπορεί όμως ο καθένας να περάσει την πύλη του, δεν επιτρέπει ο φύλακας στον καθένα να εισέλθει στα σπλάχνα του. Γιατί εκείνο το μέρος είναι ένα μυστήριο από μόνο του. Είναι κάτι το ιερό. Κάθε βιβλίο, κάθε τόμος σε εκείνο το ανεξάντλητο κτίσμα έχει τη δική του ψυχή. Την ψυχή αυτού που το έγραψε και τις ψυχές αυτών που το διάβασαν, έζησαν και ονειρεύτηκαν μαζί του. «Κάθε φορά που ένα βιβλίο αλλάζει χέρια, κάθε φορά που κάποιος χαϊδεύει με το βλέμμα τις σελίδες του, το πνεύμα του μεγαλώνει και γίνεται πιο δυνατό» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θαφόν θέλοντας να τονίσει ότι τα βιβλία δεν έχουν ιδιοκτήτη γιατί κάθε βιβλίο υπήρξε ο καλύτερος φίλος κάποιου.
Πόση φαντασία ή μάλλον πόση αγάπη για τα βιβλία και τη λογοτεχνία μπορεί να διαθέτει κάποιος ώστε να καταφέρει να δημιουργήσει στη φαντασία του όλον αυτό τον μικρόκοσμο; Τα βιβλία του Θαφόν ακολουθούν την πορεία ζωής της οικογένειας Σεμπέρε που έχουν στην κατοχή τους ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Βαρκελώνη μέσα από παράλληλες ιστορίες έντονου μυστηρίου και σασπένς. Πολλοί αναγνώστες τα έχουν κατατάξει στην κατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας αλλά η τετραλογία του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι ένα πόνημα που δεν έχει υπάρξει όμοιο του και που φυλακίζει μέσα στις σελίδες του πολλά λογοτεχνικά είδη για αυτό και δεν μπορεί κάποιος να το κατατάξει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Είναι ένα ιστορικό, φιλοσοφικό και φιλολογικό κείμενο που μετατρέπεται σε ένα λογοτεχνικό καλλιτέχνημα γεμάτο ένταση, μυστήριο, σασπένς, έρωτα, χιούμορ πασπαλισμένο με το ατμοσφαιρικό πέπλο της εξαιρετικής γραφής του Θαφόν.
Ο δίτομος, όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, «Λαβύρινθος των πνευμάτων» ζωντανεύει μέσα στις περίπου 1.000 σελίδες του όλους τους ήρωες που αγαπήσαμε στα τρία προηγούμενα βιβλία. Ο Ντανιέλ, ο Φερμίν, η Μπέα, ο κύριος Σεμπέρε, ο Ισαάκ – ο φύλακας του κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων – μπλέκονται με νέους χαρακτήρες που κάνουν την εμφάνιση τους προκειμένου να ολοκληρώσουν αυτό το μυθιστορηματικό ταξίδι και να οδηγήσουν όλους τους ήρωες στην κάθαρση τους κλείνοντας τις όποιες εκκρεμότητες αιωρούνταν. Ξεκινώντας από τον Ισπανικό Εμφύλιο και την επικράτηση του Φράνκο και καταλήγοντας πενήντα χρόνια μετά ο Θαφόν στήνει με μαεστρία το κλείσιμο της αυλαίας ενός ανυπέρβλητου λογοτεχνικού θησαυρού που έχει τ��μηθεί με 22 λογοτεχνικά βραβεία και έχει λάβει πολλές διακρίσεις. Πραγματικά ένα στολίδι που οφείλει να κοσμεί τις βιβλιοθήκες των αναγνωστών που θα αντέξει στο πέρασμα των εποχών χάρη στη διαχρονικότητα που το χαρακτηρίζει.
Στον «Λαβύρινθο των πνευμάτων» κεντρικό πρόσωπο είναι η Αλίθια Γκρις που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν και είναι εκείνη που θα ακολουθήσει το νήμα της αφήγησης προκειμένου να οδηγήσει στη λύτρωση τόσο του δικού της δράματος όσο και των υπόλοιπων ηρώων. Ο χαρακτήρας της λειτουργεί σαν ένας από μηχανής θεός που κρατάει στα χέρια της όλες τις απαντήσεις που αναζητούσαν οι αναγνώστες στα προηγούμενα βιβλία του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων». Λαβωμένη και η ίδια σωματικά αλλά και ψυχικά ενσαρκώνει μια πολύ δυναμική γυναίκα που όμως παλεύει με τους δαίμονες του παρελθόντος της αναζητώντας ακόμα την θέση της μέσα στους ανθρώπους. Η επιλογή του συγγραφέα να κινηθεί χρονολογικά στην περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν φέρνοντας στην επιφάνεια τον φανατισμό, τις εμμονές και την άρνηση για οποιονδήποτε συμβιβασμό που διακατείχε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής.
Στον επίλογο του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων» ο Θαφόν μέσα από τα λόγια του Χουλιάν Καράξ καταθέτει ότι το δημιούργημα του είναι ένας απέραντος λαβύρινθος από λέξεις, εικόνες και πνεύματα που όλα μαζί αποκαλύπτουν στους αναγνώστες την αθέατη αλήθεια για τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι ιστορίες που ξετυλίγονται μπροστά μας μέσα από τις σελίδες των βιβλίων αποτελούν συζητήσεις ανάμεσα στον αφηγητή που είναι ο συγγραφέας και στους ακροατές που είναι οι αναγνώστες. Ο αφηγητής μπορεί να πει μόνο όσα του επιτρέπει η τέχνη του ενώ ο ακροατής μπορεί να διαβάσει μόνο όσα έχει γραμμένα μέσα στην ψυχή του. Ακολουθώντας αυτόν τον βασικό κανόνα που διέπει κάθε τεχνούργημα από χαρτί και μελάνι ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν εύχεται και ελπίζει ο κάθε αναγνώστης, που θα επιτρέψει στον εαυτό του να χαθεί στην τέχνη της αφήγησης του, να καταφέρει να ανοίξει την καρδιά του σε κάποιον από τους χάρτινους ήρωες του δίνοντας τους κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό κάνοντας τους αθάνατους έστω και για λίγα λεπτά.
Μην ξεχάσετε περιδιαβαίνοντας τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του «Λαβυρίνθου των πνευμάτων» να απλώσετε το χέρι σας προς τον αφηγητή που είναι παγιδευμένος μέσα στις σκοτεινές γωνιές του λαβυρίνθου του μυαλού του οδηγώντας τον προς την λυτρωτική έξοδο μαζί με εσάς κλείνοντας την ιστορία του και φυλάσσοντας την καλά στη Βαρκελώνη των σκιών, κάτω από το φεγγάρι που χύνει το φως του πλημμυρίζοντας τη Ράμπλα σαν μια ασημένια κορδέλα καθοδηγώντας τα βήματα σας…
Ανάμεικτα συναισθήματα. Τελείωσε το ταξίδι του ευαίσθητου Ντάνιελ, της γενναίας Μπεα και του χαρισματικού Φερμιν. Οι πρωταγωνιστές βρήκαν τον προορισμό τους και τη λύτρωση που αναζητούσαν. Θα μου λείψουν αυτοί οι χαρακτήρες και νομίζω είναι από τα ελάχιστα βιβλία που θέλω να ξανά διαβάσω.
Στο συγκεκριμένο τόμο, κλείνουν οι ιστορίες από όλα τα βιβλία (Μαρτιν, Καραξ, Ισαβέλλα, Αλιθια) και στα δύο τρίτα έχουμε πολλή πολλή δράση.
Αισθάνομαι ένα κενό τελειωνοντας το τελευταίο κομμάτι του Κοιμητηριου των Λησμονημενων Βιβλίων. Ο συγγραφέας είχε τόσα πράγματα να πει και τα είπε με τέτοια τεχνη που απλά ξεχνιέσαι στις σελίδες του βιβλίου. Οι λέξεις και τα νοήματα του γινονται φωτεινά μονοπάτια που εγκαθιστανται δια της ωσμωσης στο μυαλό και στην αντίληψη του αναγνώστη. Όλη η τετραλογία είναι σαν παραμύθι και έχει μια μυστικιστική αύρα και ερχεται στο τέλος ο συγγραφέας με τη μορφή του Χουλιαν να μας τη βάλει στις πραγματικές της διαστάσεις και να δώσει την πραγματική απόχρωση της βίας και της φρίκης του καθεστώτος Φράνκο αλλά οι περιγραφές για τη δράση και την ψυχολογια των ισχυρών που διαβάσαμε ήταν τόσο δυνατή που η περιγραφή με απλές λέξεις ωχρια μπροστά στη λογοτεχνική αφήγηση που την έχει ήδη περάσει στον αναγνώστη. Έχει δίκιο ο συγγραφέας, είναι πολύ σημαντικό το πως λες αυτό που έχεις να πεις, δημιουργώντας μουσικό έργο με τις λέξεις και μελωδία με τα νοήματα. Θα πρέπει να εξάρω και τη μετάφραση των βιβλίων που και η ίδια είναι λογοτεχνικό έργο και μετέδωσε τη μαγεία της γραφής του Θαφον και σίγουρα θα ξαναδιαβάσω τα βιβλία και είναι σίγουρη ότι θα βρω ακόμα περισσότερα νοήματα και βάθη με κάθε επόμενη ανάγνωση.
Τι να πω??Νομίζω ότι θα αρχίσω να γίνομαι κουραστική τόσες φορές που έχω πει πόσο πολύ μου αρέσουν τα βιβλία του! Ισως ο πρώτος τόμος απο τον λαβύρινθο των πνευμάτων να μου άρεσε λίγο περισσότερο, χωρίς αυτο να σημαίνει οτι δεν αξίζει τα πέντε αστεράκια που του έβαλα.Είναι βιβλία που μιλάνε στην καρδιά, που τα ζείς γι αυτο δεν θέλω να πάρω μια κόλλα χαρτί και να γράψω επειδή πρέπει, γραφω αυτα που ένιωσα, αυθόρμητα και επειδή το θέλω.... Δεν θα αναφερθώ στην πλοκή καθόλου... να το διαβάσετε!Θα μείνω στα συναισθήματα... Ο Κάρλος Ρουιθ Θαφόν είναι ο αγαπημένος μου!Και την λίστα για τα ψώνια της εβδομάδας να διάβαζα γραμμένη απο εκέινον πάλι γοητευμένη θα δήλωνα, γιατί ο τρόπος γραφής του είναι μαγικός!Γιατί είναι ο αγαπημένος σου θα αναρωτηθείτε όσοι δεν τον γνωρίζετε... Τι έχει που πια είναι τοσο μοναδικός?? Οπότε θα δανειστώ τα λόγια του Ντανιέλ με κάποια αλλαγη για να σας δώσω να καταλάβετε.Με έχει μαγέψει ο λόγος του, ο τόσο σκοτεινός και ατμοσφαιρικός, έχει βάλει φωτιά στην φαντασία μου , γεμίζοντας την εικόνες, κόσμους και πρόσωπα που δεν θα ξεχάσω ποτέ σε όλη μου τη ζωή.
Ένα ιδανικό τέλος σε μία μαγευτική ιστορία… Με έναν πιο γρήγορο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία, ο Θαφόν ολοκληρώνει μια ιστορία υπέροχη με κάποιους από τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες στη σύγχρονη λογοτεχνία. Από το δεύτερο μισό και μετά του βιβλίου, η συγκίνησή μου ήταν τέτοια που με δυσκολία συγκρατούσα τα δάκρυα μου σε ορισμένες σκηνές… Τι ήταν αυτό που με συγκίνησε; Το γεγονός ότι όσο έφτανε στο τέλος αυτή η μαγευτική ιστορία που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια Βαρκελώνη που διανύει μια σκοτεινή περίοδο, συνειδητοποιούσα ότι αυτά τα βιβλία μας έλεγαν ιστορίες απλών ανθρώπων που η μοίρα τους έπαιξε περίεργα παιχνίδια και οι οποίοι πήραν δύσκολες αποφάσεις σε χαλεπούς καιρούς προσπαθώντας απλά να έχουν μερικές στιγμές πραγματικής ευτυχίας εν μέσω μιας σκοτεινιάς τόσο βαθιάς που αλλοτρίωνε τις ανθρώπινες ψυχές… Με αυτά τα βιβλία, ο συγγραφέας κατάφερε να με κάνει να περπατήσω στα στενά της Βαρκελώνης, να αναπνεύσω τον αέρα με τη μυρωδιά παλιών βιβλίων στο βιβλιοπωλείο των Σεμπέρε, να μοιραστώ ένα καλό αστείο με τον αγαπημένο Φερμίν και να ερωτευτώ δύο μεγάλους συγγραφείς που μπορεί να είχαν μεγάλο ταλέντο στη συγγραφή αλλά η πραγματική ζωή τους τους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις… Όλη η σειρά ήταν εξαιρετική και τη συνιστώ ανεπιφύλακτα…
"... i nada koju svaki tvorac priče nosi u svojoj glavi: da je čitalac otvorio svoje srce za neko njegovo biće od papira i da mu je dao nešto svoje kako bi ga učinio besmrtnim, makar to bilo na samo nekoliko minuta." ♥
Λυπάμαι που τελείωσε το πιο απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι που είχα ποτέ.. Μα κυρ��ως λυπάμαι που δεν υπάρχει πια ο Zafon για να μας χαρίσει περισσότερα από τα μαγικά βιβλία του. ..