Οκτώ και μισή, βράδυ, μήνας Ιούνιος. Έβραζαν στο Παγκράτι πενθώντας πάφαπούφα το δικαίωμα εις το εργάζεσθαι και το φιλείν. Σαλονάκι ευάερο, μα αέρας ούτε για φου. Ένα κλιματιστικό της ύστερης αρχαιότητος ανάδευε τον καπνό, παραιτημένο οιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας. Μια βρύση κάπου στο βάθος – δεν ακουγόταν μα σίγουρα έσταζε. Ολόκληρο το Παγκράτι ήταν μια έκθεση χαλασμένων υδραυλικών εκείνο τον μήνα, λες κι οι βαλβίδες της περιοχής είχαν εγκαταλείψει ομοθυμαδόν την προσπάθεια. Έσταζαν και πλημμύριζαν χωρίς καμιάν εγκράτεια, και δεν είχε μπει ακόμα Ιούλιος. Καύσων ο αθηναϊκός – αχνίζαν τα τσιμέντα μέσα έξω, μα τα νερά νερά. Ξεχείλιζαν στα μωσαϊκά τα λεκανάκια των Επειγόντων – κανείς δεν ασχολούνταν με τη βλάβη. Όλο έλεγαν «αύριο», «να ηρεμήσω πρώτα», κάποιοι «τον άλλο μήνα φεύγουμε», «κανείς να το φροντίσει;». Η Έρση: «Mόνο τη νύχτα ακούγεται, σιγά».
Καλοκαίρι αυτό που πέρασε κι αυτό που θα ’ρθει. Αθήνα, η πόλη που στενεύει μέρα τη μέρα. Πέντε άνθρωποι καθηλωμένοι στους δρόμους της, στις μνήμες τους, σε όσα έγιναν και σε όσα δε θα γίνουν, σώματα που πέφτουν σωρηδόν στην άσφαλτο και το ένα μέσα στ’ άλλο. Ανάμεσά τους, μια γερασμένη χελώνα παρακολουθεί βουβή την ατελείωτη παρέλαση των ανθρώπων που έχουν ήδη εξαντληθεί, μα συνεχίζουν να πορεύονται για χάρη των άλλων. Ή χάρη ακριβώς σ’ εκείνους.
Η Αλεξάνδρα Κ* γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1985. Σπούδασε θέατρο στη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου και στη σχολή της Stella Adler στη Νέα Υόρκη. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σεναρίου (Gotham Writers, NY) και θεατρικής γραφής (Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, Αθήνα), ενώ παράλληλα άρχισε να αρθρογραφεί για εφημερίδες και περιοδικά. Εργάστηκε για λίγο ως ηθοποιός. Σήμερα ασχολείται πια συστηματικά με τη συγγραφή (θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία, σενάρια, άρθρα και κείμενα διαφημίσεων), είναι συντάκτρια του "Cosmopolitan" και αγαπάει να πειραματίζεται με διαφορετικά είδη βιβλίων.. "Η πιο παράξενη ιστορία του κόσμου είναι το πρώτο της βιβλίο".
Έχουν περάσει λίγες μέρες από τότε που τελείωσα το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ* «Πώς φιλιούνται οι αχινοί» και ακόμα δεν έχω κατασταλάξει μέσα μου για το πώς πρέπει να αισθανθώ γι’ αυτό που διάβασα. Η όλη ιστορία περιστρέφεται γύρω από κάποιους Αθηναίους που ζει ο καθένας το δικό του «δράμα» στην σημερινή Αθήνα εν μέσω κατακαλόκαιρου.
Όσον αφορά την ιστορία δεν χρειάζεται να σας πω κάτι περισσότερο γιατί δεν γίνεται και κάτι συνταρακτικό. Η ίδια η συγγραφέας άλλωστε δεν επικεντρώνεται στις εξελίξεις , απλά «χρησιμοποιεί» τους ήρωες για να μιλήσει για όσα την απασχολούν. Αυτό από μόνο του συνεπάγεται ότι κάποιους θα τους κερδίσει και κάποιους όχι. Προσωπικά δεν ήταν αυτό που με ενόχλησε, ίσα- ίσα πολλά από αυτά που έγραφε ήταν πολύ εύστοχα κι εξαιρετικά καλογραμμένα.
“Μικρή ήταν όμορφη. Γελούσε σαν χαριτωμένος διάολος. Τα μάτια της πετούσανε σπίθες. Μετά αποκοιμήθηκε κι ασχήμυνε σαν και τους άλλους.”
Αλλά. Δυστυχώς υπάρχουνε ορισμένα μεγάλα αλλά. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο που μου χτύπησε έντονα ήδη από τις πρώτες σελίδες. Υπήρχαν πολλές βωμολοχίες οι οποίες δεν με ενόχλησαν γιατί είμαι σεμνότυφη, αλλά γιατί τις μισές από αυτές τις θεωρούσα περιττές. Προσωπικά αισθάνθηκα ότι προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την γλώσσα, η οποία ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με ένα αρκετά επιτηδευμένο λεξιλόγιο (πολλές φορές χρειάστηκε να ανοίξω λεξικό, το οποίο όμως εντάσσω στα θετικά αυτού του βιβλίου) βάζοντας στο παιχνίδι ανά σημεία και την καθαρεύουσα δοσμένη κυρίως με μία διάθεση ειρωνείας και σαρκασμού, με απώτερο σκοπό να σοκάρει; Αν κρίνω και από τις λέξεις που έφτιαξε μόνη της (υποθέτω ότι είναι όσες δεν βρήκα στο λεξικό) ίσως και να ήθελε να γοητεύσει τον αναγνώστη. Εμένα κάπου με έχασε και αν συνέχιζε έτσι το βιβλίο θα το είχα αφήσει.
Ευτυχώς λίγο πριν την μέση γίνεται μία στροφή στο ύφος και η αφήγηση βρίσκει επιτέλους μία ροή που σε κρατάει και κάπου μέσα σε αυτή την Αθήνα-καμίνι βρίσκεις κάποιες πτυχές του εαυτού σου, για τις οποίες ίσως θα έπρεπε να ντρέπεσαι λίγο αλλά η Αλεξάνδρα τις περιγράφει τόσο φρέσκα και αναζωογονητικά που αποκτούν και μία ποιητική διάσταση.
Κι εδώ έρχεται το δεύτερο μεγάλο αλλά. Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση, μου έμεινε η αίσθηση ότι η συγγραφέας πάσχιζε να αποδείξει κάτι μέσα από τους Αχινούς. Ως ένα σημείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα για ενήλικες, είναι κατανοητό. Εδώ εμείς που γράφουμε για πέντε νοματαίους και ο καθένας μας θέλει να αποδείξει και κάτι διαφορετικό, γιατί να μην θέλει εκείνη; Ωστόσο αυτό το κίνητρο υπερτερεί και τελικά καπελώνει ελαφρώς το βιβλίο και είναι πραγματικά κρίμα. Γιατί οι σελίδες που ήταν απογυμνωμένες από τα διάφορα «τερτίπια» ήταν οι πιο ειλικρινείς σελίδες που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια από έλληνα συγγραφέα.
Το αστείο με την ελληνική λογοτεχνία της τρέχουσας δεκαετίας, που δεν είναι λογοτεχνία αλλά κάτι άλλο που δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Διάβασε αυτό, είναι καλό, μου είπαν. Ανάθεμα την ώρα. 250 σελίδες γεμάτες με κακιασμένες ψευδοεξυπνάδες και δήθεν κυνισμό που παρουσιάζονται ως τι; Ένα μάτσο ασυναρτησίες βγαλμένες από κάτι στήλες που συναντούσε κανείς σε παρακμιακά εγχώρια “λάιφστάιλ” περιοδικά της περασμένης δεκαετίας που σάπιζαν στα τραπεζάκια συνοικιακών κομμωτηρίων για σκύλους. Μία και καλά “μέτα” μπούρδα, ένας αχταρμάς σκέψεων και λέξεων. Δεν ξέρω με τι είδους κριτήρια οι εκδότες κυκλοφορούν τέτοιες αηδίες, σοβαρά.
Φοιτητής στο πανεπιστήμιο, τρελαινόμουν να βλέπω στο MadTV τις κριτικές του Φραγκούλη. Ατελείωτες φράσεις, δίχως κόμματα, άνω ή κάτω τελείες γεμάτες φανταχτερά επίθετα και λέξεις που σπάνια άκουγες στην τηλεόραση, πόσο μάλλον όταν περίμενες την κριτική του Jurassic Park. Χρόνια μετά γνωριστήκαμε με τον Σαραμαγκού. Στη σελίδα 2 ξεκινούσε μία πρόταση, 25 σελίδες μετά συναντούσες ένα κόμμα. Πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα διάλειμμα για νερό, ένα μίνι μπραντς, ένα σύντομο ταξίδι 7 ημερών στο Λονδίνο να καθαρίσει το μυαλό απ τη βαβούρα. Όλες οι λέξεις μαζί, διάλογοι, διευθύνσεις, phrasal verbs, τα πάντα ατάκτως ερριμμένα στο λευκό χάρτινο καμβά, με δικιά σου την ευθύνη να τα ξεκαθαρίσεις.
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ. το πήρα δώρο σε μία φίλη μου επειδή είχα διαβάσει πως ήταν γραμμένο στο στυλ του Κορτώ όταν έγραφε τον Άνθρωπο που Έτρωγε Πολλά. Του Χαρούμενου Κορτώ. Η φίλη μου, Κ. και αυτή, νομίζω δεν το εκτίμησε καθόλου. Συμβαίνουν αυτά. Είναι σε ποια φάση θα σε βρει ενα βιβλίο, σε ποιό σταυροδρόμι θα κουτελώσετε, τι πρώτη εντύπωση θα κάνει ο ένας στον άλλο. Πριν λίγες μέρες μου το έφερε να το διαβάσω με την προϋπόθεση να της το επιστρέψω σε 3 μέρες. Διάβασα τις 30 πρώτες του σελίδες μέσα σε 20 λεπτά, στο 21ο το είχα ήδη αγοράσει.
Την Αλεξάνδρα την Κ. δεν τη γνώριζα. Έμαθα κατοπινά πως είχε γράψει μία φανταστική λέει σειρά που κόπηκε απροειδοποίητα. Δεν είχα δει τη σειρά, κανείς από όσους (δύο) ρώτησα δε θυμόταν τον τίτλο της, και για να πω την αλήθεια δεν ήθελα να το κάμω γκουγκλ, είπα να αφήσω λίγη μαγεία να υπάρχει ακόμα ανάμεσά μας, με το που διάβασα όμως το «Πως φιλιούνται οι Αχινοί» τους πίστεψα δίχως δεύτερη κουβέντα. Παιχνιδιάρικο, με προτάσεις λεκτικούς σιδηρόδρομους, ασυνάρτητα αστείο αλλά και ανυπόφορα προσωπικό και σε σημεία του απροσδόκητα βασανιστικό, με έκανε να περιμένω το επόμενο συγγραφικό της πόνημα με αγωνία αλλά και προσμονή. Δηλώνω εντυπωσιασμένος Θαυμαστής από εδώ μέχρι το επέκεινα. Άξια.
Βιβλίο που πρωταγωνιστρια είναι η ίδια η γλώσσα, και η υπόθεση, αν υπάρχει, δεν ενδιαφέρει κανένα. Καλή η προσπάθεια, ο εκδοτικός οίκος ρισκάρει και καλά κάνει, βγάζοντας ενα βιβλίο που αναρωτιέμαι αν και πόσοι κατάφεραν να φτάσουν ως το τέλος, κι αυτό γιατί ρολαρει επικίνδυνα σε γκρεμούς που βαριέσαι να πας.
Κι αναρωτιεσαι:γιατί να πάω απο δω. Αφού είναι αγριοχορτα και δεν είναι εγγύημενη η επιστροφή; Ε δεν πειράζει. Πάρε και συ ένα ρισκο. Μην γυρίσεις ενα βράδυ στο σπίτι. Ζήσε λίγο στα κουτουρού. Όπως ζουν και οι ήρωες του βιβλίου. Λίγο στη τύχη, λιγο όπως έρθουν τα πράγματα, δηλαδή εκούσια πονταρισια στο Τίποτα.
Ωδή στον αντιηρωισμο, κι από μένα είναι ναι. Δεν βαριέσαι, και στην τελική δεν είναι ό,τι χειρότερο έχουμε διαβάσει.
Έχοντας διαβάσει (και ενθουσιαστεί) το Lalaland, χάρηκα πολύ μόλις είδα ότι η Αλεξάνδρα Κ. έβγαλε νέο βιβλίο. Αντικρυζοντας και το υπέροχο εξώφυλλο, η ανυπομονισία μου να το διαβάσω μεγάλωσε. Δυστυχώς, το βιβλίο με απογοήτευσε πολύ, αφού με δυσκόλεψε ο γρήγορος ρυθμός και η γραφή του, που για μένα ήταν χαοτική. Επίσης, δε συμπάθησα καθόλου τους πρωταγωνιστές με τις ιστορίες τους και ένιωθα γενικότερα πως αντί να απολαμβάνω την ανάγνωση του βιβλίου, αυτή με κούραζε σε μεγάλο βαθμό. Ένα στοιχείο που μου άρεσε, ήταν οι νέες λέξεις που δημιούργησε η συγγραφέας, που ήταν πολύ ενδιαφέρουσες και εύηχες, όπως πχ "ποιηματογραφική" συλλογή. Τέλος, ο διάλογος της Έρσης με τη μικρή για το αν και πως φιλιούνται οι αχινοί ήταν πολύ όμορφος! Για να μην αδικήσω την Αλεξάνδρα Κ. και επειδή παλιότερες δουλειές της (Lalaland και οι "Ηρωίδες" στην τηλεόραση) μου άρεσαν πολύ, θα της δώσω και άλλη ευκαιρία στο μέλλον.
Για αρχή να πω ότι το εξώφυλλο είναι υπέροχο. Τώρα, όσον αφορά το ίδιο το βιβλίο, χμμμμμ, ειλικρινά δεν ξέρω τι περίμενα αλλά από τις πρώτες σελίδες φάνηκε ότι θα είναι παράξενο βιβλίο. Από άποψη πλοκής δεν συμβαίνει κάτι το συγκλονιστικό αλλά δεν ήταν αυτό που με απογοήτευσε. Νομίζω πως με αυτό το έντονα συνειρμικό ύφος λίγοι συγγραφείς καταφέρνουν να με κερδίσουν, μεταξύ αυτών ο Λενος Χρηστίδης, εδώ δεν δούλεψε για μένα. Η συγγραφέας προσπαθεί να αποδώσει αλήθειες μέσα από τα λόγια των πρωταγωνιστών της και ορισμένες φορές πραγματικά το καταφέρνει, ορισμένες φορές με έκανε να εκνευριστώ. Φυσικά όλα αυτά είναι προσωπικό γούστο, υποθέτω σε άλλους άρεσε πολύ! Διχάστηκα πολύ...
Τρία αστεράκια γιατί αγαπάω πολύ την Αλεξάνδρα Κ* από εποχής Ηρωίδων. Κατά τα άλλα ένα βιβλίο για κάτι ταλαίπωρους Αθηναίους, με προτάσεις που κρατάν ολόκληρες σελίδες. Το βιβλίο ειναι αρκετά αστείο κατα καιρούς, φαίνεται ότι είναι βιβλίο γραμμένο από την Αλεξάνδρα. Διαβάζεται σε ένα Σαββατοκύριακο.
Από τα βιβλία που μόλις το κλείσεις δεν θυμάσαι καν τι διάβασες. Θα μπορούσες να είχες μόλις κλείσει φυλλάδα με κουτσομπολιά ή το blog κάποιου αεροστεγωσκλεισμενουστηφούσκατου millennial που έχει υπερβολικά πολλά προνόμια για να ξέρει τι γίνεται στον κόσμο έξω από αυτήν, και πάλι θα ένιωθες το ίδιο. Εκνευριστικά επιτηδευμένη γραφή σε διάσπαρτα μέρη του βιβλίου, ανούσιες και βεβιασμένες "shocking" περιγραφές που περισσότερο πλησιάζουν στην αντίδραση ενός παιδιού που μόλις έμαθε να βρίζει, παρά ενός ενήλικα που προσπαθεί να σε φέρει σε άβολη θέση για να πετύχει ο, τι προσπαθεί να πετύχει τέλος πάντων. Κλασικό και αναμασημένο μοτίβο πρωτευουσιάνων χωριατων. Ομολογώ ωστόσο σε σημεία με έκανε να γελασω ελαφρά. Αν μπορούσα να περιγράψω το βιβλίο με μια λέξη; Δήθεν.
Γραμμένο με χιούμορ και ωραίες λέξεις. Όμως, δεν έχει πλοκή. Από την άλλη, ούτε η ζωή μας έχει καμία ιδιαίτερη πλοκή. Επίσης, η ζωή μας δεν έχει χιούμορ και ωραίες λέξεις. Touché.
Υπάρχει μια περίπτωση να είχα κάποιες προσδοκίες, λόγω "Ηρωίδων", αλλά εδώ δεν βρήκα τίποτα ηρωικό -ίσως μόνο κάτι πένθιμο. Τώρα, από μόνο του αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, το αναφέρω μόνο και μόνο για να μνημονεύσω πλαγίως τον Ελύτη, που κάνει ένα πέρασμα απ' τις σελίδες του βιβλίου, με πλάγια βήματα κι αυτός και δίχως να είναι ο μόνος. Η εντύπωσή μου είναι πως κάτι δεν λειτούργησε (καλά) εδώ, αν και δεν έλειψαν μερικά (αρκετά;) σπιρτόζικα σημεία. Εξακολουθώ, ας πούμε, να βρίσκω τον τίτλο (δευτερευόντως και το εξώφυλλο) ελκυστικό. Το ίδιο, οπωσδήποτε, και τις πρώτες σελίδες. Μέχρι το τέλος, όμως, τα έχασα όλα αυτά -τα ξέχασα.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, μια πιτσιρίκα εξηγεί πώς φιλιούνται οι αχινοί. Τραβάνε προς τα μέσα τα αγκάθια τους ώστε να μπορέσουν να φιληθούν και μ' αυτόν τον τρόπο πληγώνονται, ίσως ανεπανόρθωτα. Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους με όλα τους τα αόρατα αγκάθια. Όπως συμβαίνει και με όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Μέσα από τις χαοτικές και χωρίς ιδιαίτερη πλοκή ιστορίες τους, πληγώνουν και πληγώνονται, αυτοκαταστρέφονται μα κυρίως βουλιάζουν με κάθε πιθανό τρόπο και για κάθε πιθανή αιτία στη μιζέρια τους στην οποία μάλλον έχουν βολευτεί κιόλας. Μέσα από όλο αυτό, θεωρώ σίγουρο ότι η συγγραφέας κάτι επιδιώκει να περάσει που εγώ μάλλον δεν το έπιασα. Ή ήρθε καταπάνω μου κι εγώ το προσπέρασα. Ή με προσπέρασε αυτό. Whatever. Αυτό που έπιασα ωστόσο, ήταν ορισμένα μεμονωμένα στοιχεία των ηρώων που κατά καιρούς έχω νιώσει κι εγώ κάποια καλοκαίρια σε μια Αθήνα-καμίνι.
Μία λέξη μου' ρχεται στο μυαλό για το συγκεκριμένο βιβλίο: σουρεάλ. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις κι ακόμα πιο δύσκολο να προτείνεις σε κάποιον να το διαβάσει ή οχι (δεν ξέρεις αν θα σε ευχαριστήσει ή θα σε βρίζει για πάντα). Αυτός ήταν και ο λόγος που διαβάσα και όλες τις κριτικές των αναγωνστών που έχουν γραφτεί εδώ αφότου το τελείωσα (και ήταν όντως όπως τις περίμενα, άλλοι το βρήκαν υπέροχο και άλλοι τρομερά κακό/ακατανόητο/βαρετό). Προσωπικά το διάβασα μέσα στο 4ήμερο του Πάσχα, σε ένα παραθαλάσσιο οικισμό στα νότια της Κρήτης. Και πέρασα πραγματικά καλά μαζί του! Κατάλαβα από την αρχή πως δεν ήταν ένα κλασσικό μυθιστόρημα, με αρχή-μέση-τέλος στην ιστορία του. Όσο το διάβαζα η σκέψη μου ταλαντευόταν ανάμεσα στο αν η συγγραφέας είχε πάρει ναρκωτικά όσο το έγραφε ή αν τελικά έχει ΤΟΣΗ απύθμενη φαντασία από μόνη της. Σε κάθε περίπτωση, απήλαυσα όσο δεν πάει αυτή τη φαντασία (σε κάποια σημεία της, τη ζήλεψα κιόλας) και υπερενθουσιάστηκα με τις λεξιπλασίες, τα λογοπαίγνια και τα ευφυέστατα κυνικά της αστεία! Ταυτόχρονα όμως, μέσα σε όλο αυτό το σουρεάλ και κωμικοτραγικό πλαίσιο, κατάφερνε με κάποιον τρόπο -και ειδικά προς το τέλος- να μου προκαλεί και μια βαθιά μελαγχολία (ίσως και λύπηση, θα έλεγα) για το δράμα των ηρώων της. Εν κατακλείδι, αυτό το βιβλίο κατάφερε να μου προκαλέσει πολλά διαφορετικά συναισθήματα κι αυτό για μένα, το να (συγ)κινηθεί κάτι μέσα μου, το κατατάσει αυτόματα στα πετυχημένα βιβλία που έχω διαβάσει :)
**Την Αλεξάνδρα Κ* την ήξερα μόνο από τις Ηρωίδες και στη συνέχεια από κάποιες συνεντεύξεις της και την παρουσία της στο FB. Για κάποιο λόγο τη συμπαθώ πολύ και θα ήθελα να την κάνω φίλη μου (Αλεξάνδρα, ακούς;;).
Σιγά σιγά και αρκετές σελίδες μετά η ιστορία άρχισε να ωριμάζει και να μου αρέσει. Μέχρι τότε η απόλαυση μου ήταν η γρ��φή που για τα δικά μου γούστα είναι καταπληκτική.
Με κούρασε λιγάκι σε κάποια σημεία, με συγκίνησε η ταύτιση σκέψεων με τη συγγραφέα σε κάποια άλλα. Θα έβαζα 3.5/5, αλλά η στρογγύλευση λειτουργεί προς τα πάνω λόγω 1ης μυθιστορηματικής απόπειρας της Αλεξάνδρας Κ* και λεξιλογικής εφευρετικότητας. Αναμένω τα ακόμα καλύτερά της, που είμαι σιγουρη ότι θα έρθουν ;)
Καθόλου στα νερά μου. Αραδιασμένες λέξεις που δε μου βγάζουν νόημα. Το πέρασα ένα γρήγορο διάβασμα από ένα σημείο και μετά. Κρίμα. Ωραίο εξώφυλλο πάντως.
Τελείωσα το βιβλίο μέσα σε δύο μέρες. Όμως δυστυχώς όχι επειδή μου άρεσε, αντιθέτως, επειδή ο ψυχαναγκασμος μου δεν με άφηνε να το παρατήσω. Δεν βρήκα πουθενά το νόημα. Δεν με κέρδισε καθόλου ο τρόπος γραφής, οι λέξεις, η πλοκή (όσο κανείς μπορεί να πει πως υπήρχε πλοκή).
Δεν θα πω πως το βιβλίο είναι χάλια, γιατί μπορεί κάποιος άλλος διαβάζοντας το να μείνει ικανοποιημένος, ή έστω να πει πως ήταν ένα ανάλαφρο βιβλίο που διαβάζεται εύκολα στις διακοπές.
Επίσης, πολύ καταθλιπτικό, χωρίς πάλι να βρίσκω τον λόγο να διαβάσει κανείς ένα αφήγημα με τόση κακοκεφιά χαρακτήρων μέσα.
Δεν μου αρέσει να γράφω για πράγματα που δεν μου άρεσαν . Το βιβλίο έχει ένα φανταστικό τίτλο και ωραίο εξώφυλλο. Σορυ Αλεξάνδρα Κ. Αλλά το βιβλίο σου έχει κάποιο νόημα ; Γιατί τόση κατάθλιψη , απαξίωση και μιζέρια για την ζωή; Παρατημένοι ήρωες σε μια μπανάλ ιστορία . Το τόσο κακό-υπαρξιακό-δράμα-σε-«σύγχρονο»-αστικό-περιβάλλον είναι τόσο πασέ . Ωραία γλώσσα σε αρκετά σημείο αν και κάποιες φορές πολύ σλαγκ χωρίς λόγο
Και καλό, και αδιάφορο.. Και μου άρεσε, σε κάποια σημεία, και βαρέθηκα θανάσιμα, σε κάποια άλλα. Αν και ο τίτλος, καθώς και η όλη παρουσίαση σε προϊδέαζε για κάτι διαφορετικό και συναρπαστικό, δεν το βρήκα στην ένταση, στην έκταση και στον βαθμό που θα επιθυμούσα. Πάντως σίγουρα θα αναζητήσω κι άλλες δουλειές της συγγραφέως. Αν μη τι άλλο, δείχνει δημιουργική κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Πήρα το βιβλίο χωρίς να έχω ακούσει τίποτα. Μου κίνησαν το ενδιαφέρον δύο λογοι: το τέλειο εξώφυλλο και το παρά πολύ ωραίο εκφραστικά απόσπασμα που έχει στο οπισθόφυλλο. Νομίζω ότι εκεί τελείωσαν και οι λόγοι ανάγνωσης...
Το συγκεκριμένο βιβλίο που προσφερε απλόχερα πολλά και αντιφατικά συναισθήματα. Καταρχάς μου άρεσε πολύ το ποιητικό ύφος που έχει και το τόσο πλούσιο λεξιλόγιο, το βικιλεξικο και τα λεξικά θα είναι συνοδοιπόροι στο διάβασμα. Επίσης το γεγονός ότι η παρέα που παρουσιάζεται σιγα σιγα δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ συνηθισμένη, ήταν ο βασικότερος λόγος που έφτασα το βιβλίο ως το τέλος στη δεύτερη μου προσπάθεια να το διαβάσω. Παρόλα αυτά δεν θα κρύψω ότι με κούρασε πολύ και στο κομμάτι της υπερπροβολης του παρελθόντος και ένιωθα σε κάποια σημεία ότι πλατειαζε παρα πολύ και χανομουν και εγω και η συγκέντρωση μου στην ιστορία.