Στη Γραφομηχανούλα του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) ο αφηγητής ερωτεύεται τη γραφομηχανή του. Η παράδοξη σχέση τους διανύει όλα τα στάδια μιας τυπικής ερωτικής συνύπαρξης: μια τυχαία συνάντηση, ενθουσιασμός και ερωτική μανία, απομάγευση και χωρισμός. Ό, τι περιγράφει ο Κρακάουερ προσομοιάζει με την εμπειρία του Φρίντριχ Νίτσε γύρω στα 1882, όταν, έχοντας χάσει την δράση του, έγινε για λίγο ενθουσιώδης κάτοχος μιας από τις πρώτες γραφομηχανές. Σε αυτήν "χτύπησε" ποιήματα και επιστολές, όπου φανερώνεται πότε πότε ο ψυχικός εκτροχιασμός, όπως και στο αφήγημα του Κρακάουερ. Ο Νίτσε υπήρξε ο πρώτος στοχαστής που επισήμανε τη γοητεία μιας ενδεχόμενης ώσμωσης διανοητή και μέσου. Οι συμπτώσεις ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι τέτοιες, ώστε συνίσταται η παράλληλη ανάγνωσή τους εν είδει λογοτεχνικού παιχνιδιού.
Born to a Jewish family in Frankfurt am Main, Kracauer studied architecture from 1907 to 1913, eventually obtaining a doctorate in engineering in 1914 and working as an architect in Osnabrück, Munich, and Berlin until 1920.
Near the end of the First World War, he befriended the young Theodor W. Adorno, to whom he became an early philosophical mentor.
From 1922 to 1933 he worked as the leading film and literature editor of the Frankfurter Zeitung (a leading Frankfurt newspaper) as its correspondent in Berlin, where he worked alongside Walter Benjamin and Ernst Bloch, among others. Between 1923 and 1925, he wrote an essay entitled Der Detektiv-Roman (The Detective Novel), in which he concerned himself with phenomena from everyday life in modern society.
Kracauer continued this trend over the next few years, building up theoretical methods of analyzing circuses, photography, films, advertising, tourism, city layout, and dance, which he published in 1927 with the work Ornament der Masse (published in English as The Mass Ornament).
In 1930, Kracauer published Die Angestellten (The Salaried Masses), a critical look at the lifestyle and culture of the new class of white-collar employees. Spiritually homeless, and divorced from custom and tradition, these employees sought refuge in the new "distraction industries" of entertainment. Observers note that many of these lower-middle class employees were quick to adopt Nazism, three years later.
Kracauer became increasingly critical of capitalism (having read the works of Karl Marx) and eventually broke away from the Frankfurter Zeitung. About this same time (1930), he married Lili Ehrenreich. He was also very critical of Stalinism and the "terrorist totalitarianism" of the Soviet government.
With the rise of the Nazis in Germany in 1933, Kracauer migrated to Paris, and then in 1941 emigrated to the United States.
From 1941 to 1943 he worked in the Museum of Modern Art in New York City, supported by Guggenheim and Rockefeller scholarships for his work in German film. Eventually, he published From Caligari to Hitler: A Psychological History of the German Film (1947), which traces the birth of Nazism from the cinema of the Weimar Republic as well as helping lay the foundation of modern film criticism.
In 1960, he released Theory of Film: The Redemption of Physical Reality, which argued that realism is the most important function of cinema.
In the last years of his life Kracauer worked as a sociologist for different institutes, amongst them in New York as a director of research for applied social sciences at Columbia University. He died there, in 1966, from the consequences of pneumonia.
His last book is the posthumously published History, the Last Things Before the Last.
Αριστουργηματικό μικρό βιβλιαράκι, από κάθε άποψη: σχήμα, στήσιμο, σκίτσα, θέμα, συνδυασμός των κειμένων του Kracauer και του Νίτσε. Στα αγαπημένα μου, χαίρομαι που ξεκινάει μ' αυτό η χρονιά! B.R.A.CE. 2018 Ένα βιβλίο που επέλεξες λόγω του εξωφύλλου του
Κατ' αρχήν διαβάζοντας την υπόθεση θυμήθηκα το επεισόδιο από το Boston Legal, The Object of My Affection S04E06, όπου για πρώτη φορά άκουσα τον όρο "objectophilia" και αναρωτιόμουν αν είναι κάτι τέτοιο. Που τελικά είναι και δεν είναι. Μία μικρή ενδιαφέρουσα ιστορία που συνοδεύεται από κείμενα του Νίτσε σχετικά με την γραφομηχανή του ( ενδιαφέρον συνδυασμός ) που διάβασα και με έκανε να αναρωτηθώ για ένα δύο θέματα και ... τέλος.
Ένας πολύ έξυπνος παραλληλισμός ανάμεσα στον Κρακάουερ και τον Νίτσε και την αγάπη τους για τις γραφομηχανές τους, τα στάδια που περνάει αυτή, τον έρωτα, τον ενθουσιασμό, την απομυθοποίηση. Το επίμετρο του βιβλίου δίνει πολύ ωραίο insight στο κείμενο του Κρακάουερ και ήταν πολύ ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς τις αντιδράσεις του Κρακάουερ παράλληλα με τις επιστολές του Νίτσε. Βρήκα την έκδοση όλη πολύ προσεγμένη συνολικά, με εικόνες από τα γράμματα του Νίτσε όπως και τις εικονογραφήσεις. Δεν είχα ιδέα για τον έρωτα που πέρασε ο Νίτσε με την γραφομηχανή του και γενικά δεν ήξερα ότι υπάρχει σαν κονσεπτ να ερωτευτεί κάποιος ένα άψυχο αντικείμενο 😲
Από τα ελάχιστα παραδείγματα που ίσως η πολύτιμη έκδοση αξίζει περισσότερο από το κύριο αφήγημα και εξηγούμαι:
Η Κίχλη, πήρε τον φετιχιστικό έρωτα του Κρακάουερ και του Νίτσε για τις γραφομηχανές τους και τους έφερε αντικριστά. Δεν συγκρίνονται ακριβώς με ομοιότητες και διαφορές, όμως η εκφραστική προσομοίωση ανά στιγμές κλιμακώνεται σχεδόν ταυτόχρονα, κάνοντας αυτό το ασήμαντο εγχείρημα τόσο ενδιαφέρον στο να αναλυθεί, σαν κάτι απόλυτα ταιριαστό, που όφειλε κάποια στιγμή η ζωή να ενώσει. Και εκεί μάλλον βρίσκεται η απόλαυση, στα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος πίνει το σφηνάκι και μετά αναλώνεται με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο να λέει μια για το ένα, μια για το άλλο.
Πρόκειται για μια μικρή μυστικιστική βιβλιοφιλική παρατήρηση, από αυτές που κάνουν οι εραστές των γραπτών, συχνά ασυνείδητα και έτσι μένουν ενθουσιασμένοι για μέρες. Μάλιστα, εάν είναι αρκετά τυχεροί και οι εν λόγω άνθρωποι έχουν αγαπημένους να τους περικλύζουν, τότε δεν θα διστάσουν να παίξουν κορόνα – γράμματα αυτή τη συμπάθεια και θα τους παρενοχλήσουν (τους αγαπημένους ντε), μιλώντας διαρκώς για αυτό το ζήτημα, επαναλαμβάνοντας διαρκώς πόσο οξυδερκής τους φάνηκε ο εαυτός τους.
Λογοτεχνικά αποσπάσματα, επιστολές και ποίηση, όλα όσα δηλαδή θα δημιουργούσε ένας ερωτευμένος για να εκφραστεί. Μάλιστα, η έκδοση εμπεριέχει και αντίστοιχα χειρόγραφα και το αποτέλεσμα των ερωτικών σελίδων που έχει παράγει η μηχανή ως αντικείμενο λατρείας. Και τι να πει κανείς για την εισαγωγή του Νικήτα Σινιόσογλου, ο οποίος κάνει άλλη μια διάνα, προσφέροντας απλόχερα μια σύντομη (δυστυχώς) ανάλυση των κειμένων που θα ακολουθήσουν.
Θα μπορούσα να πω τόσα ακόμα για τη μαγεία του μέσου, αλλά θα ήταν λίγο, άρα στέκομαι στο πόσο τυχερή νοιώθω που υπάρχει αυτή η δυνατότητα, στο να μπορούμε να απολαύσουμε λογοτεχνικούς διάκοσμούς σαν κι αυτούς. Έτσι κι αλλιώς, ο έρωτας με το άψυχο (σχεδόν) αντικείμενο, ξεκινάει καινούριο αναλυτικό κύκλο συζήτησης, ενώ στο τέλος του δρόμου, το φεμινιστικό κύμα έρχεται να περάσει με το αλάτι πάνω από τα σίδερα, για μια διαφορετική χειρουργική πράξη, σαν αυτή που τέλεσε η Λου στον Νίτσε και ο Νίτσε δε δίστασε να τη συγκρίνει με το πνευματικό αντικείμενο, το οποίο του δίνει τον επανορθωτικό χρόνο της επεξεργασίας, αυτό που οι άνθρωποι συχνά καλώς του στερούν.
ΕΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΟΥ ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ Κ ΕΞΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ.
Η ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ Ή ΓΡΑΦΟΣΦΑΙΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΕΝΑ ΠΛΑΣΜΑ ΑΝΩΤΕΡΟ, ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ. ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Κ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗ- ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗ. ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗ ΑΘΡΟΙΖΟΝΤΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΟΠΩΣ ΤΑ ΨΗΦΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ. ΟΠΩΣ Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΕΤΣΙ Κ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΡΑΚΑΟΥΕΡ Κ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΩΣ Ο ΚΡΑΚΑΟΥΕΡ ΑΡΧΙΚΑ ΔΕΝ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗΣ. ΟΜΩΣ, ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΑΓΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΓΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗ. ΤΗ ΘΑΥΜΑΖΕΙ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙ. ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ. ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΑΖΙ ΤΗΣ. ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΣ ΜΗΝ ΤΗ ΧΑΛΑΣΕΙ ΤΗΝ ΘΑΥΜΑΖΕΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ. Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ Κ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΩΝΟΝΤΑΙ. ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΕΙ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΗΣ. ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΕΝΑ ΠΛΗΚΤΡΟ. Η ΜΗΧΑΜΗ ΕΠΙΣΚΕΥΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΕΙΔΙΚΟ. ΑΥΤΗ Η ΠΡΑΞΗ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΚΡΑΚΑΟΥΕΡ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΣΕ ΜΙΣΟΣ. ΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΕΙ...
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, Ο ΝΙΤΣΕ ΕΠΕΔΙΩΚΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗΣ ΕΙΔΙΚΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΜΕΝΗΣ ΓΙΑ ΚΩΦΑΛΑΛΟΥΣ ΚΑΘΩΣ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ. ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΡΑΚΟΥΕΡ Ο ΝΙΤΣΕ ΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΑΜΕΣΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΕΙ ΤΗ ΓΟΗΤΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ. ΣΤΕΛΝΕΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΗ Κ ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΡΕΕ.
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΝΙΑ, ΣΤΟ ΧΩΡΙΣΜΟ Κ ΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ.
Απολαυστικά χαριτωμένο κείμενο, το χρονογράφημα του γερμανοεβραίου διανοούμενου Ζήγκφρηντ Κρακάουερ. Και όσον αφορά την έκδοση συνολικά, αξίζει βραβείο! Εξαιρετική η εισαγωγή του μεταφραστή Νικήτα Σινιόσογλου και η καλαισθησία της επιμελήτριας και εκδότριας Γιώτας Κριτσέλη που σχεδίασε την έκδοση.
Ένα φεχιτιστικο διήγημα για τη σχέση του ανθρώπου και της μηχανής, του δημιουργού και του μέσου δημιουργίας, απλά εξαιρετικό! Με κέρδισε και η εξαιρετική επιμέλεια από τις εκδόσεις Κιχλη.
Πραγματικά από τα πιο φιλικά βιβλία που έχουν πέσει στα χέρια μου. Είμαι, δυστυχώς ή ευτυχώς, κι από τους ανθρώπους που δίνουν σημασία στο περιτύλιγμα. Πέραν του εξωφύλλου αλλά και του εσωτερικού του στολισμού, το βιβλιαράκι αυτό είναι μαγευτικά, γαργαλιστικά μικρό. Περιέχει μία εκνευριστικά σύντομη ιστορία με πρωταγωνίστρια... μια γραφομηχανή. Treat για όσους διαβάζουν γρήγορα οι 6 επιστολές του Νίτσε που περιλαμβάνονται στο τέλος του. (Ας μην παραλείψω ότι και η εισαγωγή--που όπως και να έχει είναι το κάπως βαρετό κομμάτι ενός βιβλίου, ακόμα και για τους φιλολόγους--είναι πολύ πολύ ενδιαφέρουσα.)
Εκτός από κάποια σημεία που βρήκα ενδιαφέροντα και κάπως χιουμοριστικά, δεν με άγγιξε το φετιχιστικό στοιχείο του θέματος.Πάντως, η Κίχλη δημιούργησε μια καλαίσθητη έκδοση με υπέροχα σκίτσα και μια καλογραμμένη εισαγωγή από τον Νικήτα Σινιόσογλου. Τα 4* γι' αυτό!
Πολύ ωραίο βιβλίο για τους λάτρεις της ανάγνωσης και της γραφής. Σίγουρα δεν σου γεμίζει το μάτι η τιμή αλλά σίγουρα αξίζει γιατί η επιμέλεια είναι πολύ προσεγμένη και τα κείμενα που επιλέγονται αρκετά ενδιαφέροντα.
Η γραφομηχανουλα γίνεται αντικείμενο πόθου του συγγραφέα. Ο συγγραφέας ερωτεύεται τη γραφομηχανή του ή γραφοσφαιρα και η σχέση τους περνάει από όλα τα στάδια που διέπουν μια σχέση μεταξύ ανθρώπων: ενθουσιασμό, προσκόλληση στο έτερον ήμισυ, απογοήτευση, χωρισμό.
Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει επίσης έξι επιστολές του Νίτσε ο οποίος έχοντας χάσει την όραση του επιθυμούσε να αγοράσει μια γραφομηχανή. Όπως και ο Κρακαουερ, ο Νίτσε αντιμετωπίζει την γραφομηχανή του σαν άνθρωπο ή σαν σκύλο.
Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι ο Κρακαουερ συναντά τη γραφομηχανή τυχαία ενώ ο Νίτσε εσκεμμένα. Ωστόσο, η πορεία των σχέσεών τους είναι πανομοιότυπη.
Και όμως η ιστορία αυτή παρότι διαδραματίζεται μέσα σε ένα δωματιο μπορεί να συνδεθεί με τα αστικά γεγονότα. Όπως αναφέρει και ο κος Σινιοσογλου στην εισαγωγή: " υπάρχει μια εσωτερική συνάντηση ανάμεσα στο βήματα του flaneur και στους χτύπους της γραφομηχανής, η ίδια που συνδέει τη διαδρομή ενός περιπατητη με εκείνη ενός συγγραφέα. ..."
Τι βιβλιαράκι αυτό αποτελεί ένα κόσμημα, τα σχέδια τόσο στο εξώφυλλο όσο και στο εσωτερικό είναι εξαιρετικά ενώ πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι φωτογραφίες που παραθέτονται στο τέλος του. Μια πολύ όμορφη ιστορία που αξίζει να διαβαστεί και να ερμηνευτεί από το καθένα διαφορετικά ίσως.
Θα πρότεινα αν το διαβάσετε να αφήσετε την εισαγωγή για το τέλος, ώστε να σχηματίσετε πρώτα τη δική σας άποψη /ερμηνεία και έπειτα να διαβάσετε όσα επεξηγεί ο κος Σινιοσογλου.
This entire review has been hidden because of spoilers.
"η γραφόσφαιρα είναι ένα πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι"
Ο Κρακάουερ , ο Νίτσε και η εισαγωγή του Σινιοσογλου μου χάρισαν ένα μικρό ευχάριστο ταξίδι. Διαβάζοντας στο τέλος την εισαγωγή, όπως ορθά με προέτρεψε η @anthro.grafeas , άκουσα πρώτα τις σκέψεις αυτών των δύο αντρών και ύστερα τις κοίταξα μέσα από τα μάτια του ίδιου του μεταφραστή.
Ο περιπατητής περιφέρεται και κάποιες φορές χάνεται στη φύση όπως ακριβώς και ένας συγγραφέας χάνεται στις σκέψεις του.
Ο Κρακάουερ χωρίς να το θέλει αποδέχεται τη σπουδαιότητα της γραφομηχανούλας ενώ ο Νίτσε ανυπομονεί να αποκτήσει μία καθώς χάνει λίγο λίγο την όρασή του. Και στις δυο περιπτώσεις η γραφομηχανούλα αναγνωρίζεται ως ένα σπουδαίο απόκτημα, μοιάζει με γυναίκα ή ίσως με έναν πιστό σκύλο ή σε κάθε περίπτωση με κάτι μοναδικό. Οι κάτοχοί αυτών δηλώνουν γοητευμένοι και εξαρτημένοι από τη δύναμη των μηχανών και όταν αυτές χαλούν αισθάνονται μεγάλη θλίψη. Μάλιστα ο Νίτσε νιώθει απόλυτα συνδεδεμένος με τη γραφομηχανούλα και θεωρεί πως ασθενούν ταυτόχρονα γιατί δυο τους είναι ένα. Η τρυφερότητα με την οποία μιλούν και οι δυο για τις γραφομηχανούλες τους είναι μοναδική.
Καθώς το διάβαζα δεν κατάφερα να μην σκεφτώ πως οι άνθρωποι σήμερα διαβάζοντας αυτό το μικρό βιβλιαράκι θα νιώσουν οικεία, πόσοι από εμάς δεν είμαστε εξαρτημένοι από τις "γραφομηχανούλες" μας;
Ένα κομψοτέχνημα, όπως όλοι οι μικροί πολύτιμοι λίθοι..
"Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο αρχικος ενθουσιασμός ελφυλιζεται σε αδιαφορία. Ίσως επειδή κάποιες φορές οι παραμικρες ρωγμες σε μια απόλυτη σχέση επιτρέπουν στην πραγματικότητα να εισέλθει τόσο ορμητικα, ώστε καταργούνται οι σπάνιες, βραχυβιες στιγμές εξαιρεσης που προηγήθηκαν. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι ρωγμες αυτές αποκαθιστουν τότε τη σχέση μας με τους άλλους και τον κόσμο. "