Στο πλαίσιο μιας ιστορικής αφήγησης για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Μείζονα Μεσόγειο, η συγγραφέας αναλύει τις αλληλένδετες εξελίξεις οι οποίες συνεπέφεραν την αργή μεταμόρφωση ενός ανθρωποκεντρικού πολιτισμού σε θεοκεντρικό. Το ερμηνευτικό εργαλείο για την ανατομία της εποχής είναι η «μονοδοξία», έννοια που αποδίδει πιστότερα από τη συγγενή της μισαλλοδοξία την πορεία ενός ολόκληρου κόσμου προς τη μονόδρομη σκέψη.
Τα μοτίβα της προοδευτικής ταύτισης της κοσμικής εξουσίας με το θρησκευτικό κατεστημένο, της κατασκευής μιας δογματικής ορθοδοξίας (και -αντίστοιχα- της δαιμονοποίησης της αίρεσης) και, τέλος, της βίας, με την απροκάλυπτη μορφή της καταστολής και του διωγμού της διαφορετικότητας ή με την φαινομενικά ήπια μορφή του κηρύγματος και της ιεραποστολής, αποτελούν μερικά μόνο από τα νήματα που συνυφαίνουν τον ιστό του βιβλίου, συμβάλλοντας στην αποδόμηση του αισιόδοξου μοντέλου για τη ζωή στη μεσογειακή κοινωνία της όψιμης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το καθοριστικό συμβάν της εποχής είναι η ανάδυση της θρησκείας ως του κύριου παράγοντα για τη συγκρότηση ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων: μέσα σε έναν ολοένα και πιο οικουμενικό κόσμο, οι άνθρωποι βιώνουν τη μετάβαση από την πολιτική στη θρησκευτική αυτοσυνείδηση, διαδικασία την ολοκλήρωση της οποίας θα σφραγίσει η έλευση του ισλάμ.
Polymnia Athanassiadi est professeur d'histoire ancienne à l'université d’Athènes et membre du Conseil scientifique de l’École Française d’Athènes. Spécialiste de l’Histoire intellectuelle et religieuse du monde méditerranéen à l’époque hellénistique et romaine, elle a donné des cours dans plusieurs universités et institutions d’enseignement supérieur (entre autres, Oxford, Moscou, Berkeley, Columbia, Harvard, Princeton, Collège de France, EPHE - Ve Section).
Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και έχει την γνωστή υψηλή ποιότητα των έργων της Αθανασιάδη. Η έκδοση είναι πολύ καλή. Η Αθανασιάδη, όπως και άλλοι, εναντιώνεται στην αισιόδοξη οπτική του Μπράουν. Ωστόσο, επαναφέρει απαρχαιωμένες αντιλήψεις, όπως το "τέλος του γέλιου" ή την "ηθική και πνευματική πτωχεία" στην Ύστερη Αρχαιότητα. Αποδίδει την ανεκτικότητα του Κωνσταντίνου στη ρωμαϊκή πολυθρησκευτική παράδοση. Έτσι όμως, δεν εξηγείται γιατί η ίδια ακριβώς παράδοση δεν απέτρεψε τον Διοκλητιανό από τις διώξεις. Υποστηρίζει ότι η θρησκευτική μισαλλοδοξία εμφανίζεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μόλις επί Δέκιου, πράγμα που οδηγεί τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι προηγουμένως κυριαρχούσε ο ανθρωποκεντρισμός και η «πολυδοξία». Όμως οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας βιβλίων, και οι διώξεις φιλοσόφων και αιγυπτιακών, γαλατικών, ιουδαϊκών και άλλων λατρειών πολύ πριν από τον Δέκιο δεν επιβεβαιώνουν τέτοιο συμπέρασμα. Η πολυθεϊστική ρωμαϊκή ανεκτικότητα αφορούσε κατά βάθος μόνο τους ομόφρονες, μόνο τον ελληνορωμαϊκό πολυθεϊσμό. Αλλού, η Αθανασιάδη υποστηρίζει ότι τα "θεοκρατικά" στοιχεία του Ιουλιανού οφείλονται στην "βυζαντινή" παράδοση της εποχής του. Από την άλλη, βλέπει τον προσηλυτισμό των πρώτων Χριστιανών ως μορφή ήπιας βίας, πράγμα αρκετά αδικαιολόγητο.