De l’euthanasie au suicide et ses raisons… Huit nouvelles pour élucider l’éternelle énigme de la mort volontaire.Huit nouvelles de Maupassant, parmi les plus pénétrantes, traitent du suicide et de ses causes : trahison amoureuse, désillusion ou solitude sont invoquées mais aussi la prise de conscience soudaine de la vacuité de son existence. Le spectacle de jeunes couples batifolant montre à Leras la sombre monotonie de sa vie. Heureux le matin, il se pend le soir même. Suite à la perte, coup sur coup, d’êtres chers, une femme refuse de quitter son lit. Dehors, la guerre fait rage. Un officier ennemi, offensé, lui ordonne de se lever. Elle n’obtempère pas. En guise de châtiment, on l’abandonne dans la forêt, en plein hiver. Le suicide est aussi une mort à laquelle on ne résiste pas. Ou bien est-il imputable à une simple indigestion, comme s’en explique un homme dans une lettre laissée… à lui-même.
Henri René Albert Guy de Maupassant was a popular 19th-century French writer. He is one of the fathers of the modern short story. A protege of Flaubert, Maupassant's short stories are characterized by their economy of style and their efficient effortless dénouement. He also wrote six short novels. A number of his stories often denote the futility of war and the innocent civilians who get crushed in it - many are set during the Franco-Prussian War of the 1870s.
Αυτοί οι άτιμοι οι παλιοί, τα μεγάλα ονόματα που δικαίως καταχωρίστηκαν στο hall of fame της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καταφέρνουν να ασκήσουν τη γοητεία τους ακόμα και σήμερα, στους αναγνώστες του 21ου αιώνα που η πληροφορία για το κάθε τι βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους με ένα αριστερό κλικ του ποντικιού τους.
Ιστορίες αυτοχειρίας δυνατές και καλογραμμένες, σφηνάκια κακών οιωνών, που έχουν τη ρίζα τους στις πιο μύχιες γουβίτσες της ανθρώπινης ψυχής που παραμένει άβυσσος υπό συνθήκες απελπισίας. Αυτή η απελπισία μπορεί να προέρχεται από την ατίμωση, τον φόβο, την κακή μοίρα, την ανεπάρκεια του ανθρώπου να τα δαμάσει όλα αυτά και να σταθεί νικητής της ζωής.
Καταδυθείτε στα καταραμένα αυτά άνθη του κακού, αντλήστε απόλαυση βολεύοντας τον εαυτό σας μέσα στο φόντο του Παρισιού και της γαλλικής επαρχίας του 19ου αιώνα.
Σαν ζαλισμένο κοτόπουλο από τη ζέστη μπαίνεις σε ένα υπόγειο βιβλιοπωλείο, ο ιδρωτας στάζει πάνω στα βιβλία, δεν βρίσκεις αυτό που ψάχνεις, παίρνεις ένα λίγο-πολύ στην τύχη γιατί ντρέπεσαι να φύγεις με άδεια χέρια και γιατί σου αρέσει ο τίτλος και κάποτε είχες διαβάσει κάτι διηγήματα του συγγραφέα που δεν τα καλοθυμάσαι. Γυρνάς σπίτι, ανεμιστήρας και Phil Shoenfelt, είσαι τυχερός, το βιβλίο είναι αριστούργημα.
"Μία ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων τού Γκυ ντε Μωπασάν, μέσω της φιλοσοφίας τού Τζάκομο Λεοπάρντι.
Είναι η αυτοχειρία προνόμιο μόνο των πλουσίων και των πριγκήπων; Όχι φυσικά. Έχουν το δικαίωμα να αυτοκτονήσουν, όποτε και με όποιον τρόπο το θελήσουν και οι φτωχοί, εφόσον έχουν φτάσει κι αυτοί στο σημείο να καταλάβουν “… ότι η Θεία Πρόνοια τους εξαπάτησε, τους έκλεψε, τους είπε ψέματα, τους κορόιδεψε, όπως οι βουλευτές τους ψηφοφόρους τους”[1] κι επομένως κι αυτοί “καθώς δεν μπορούν να την αλλάζουν κάθε τρεις μήνες, όπως κάνουμε εμείς με τους εντολοδόχους εκπροσώπους μας, μας αδειάζουν τη γωνιά – μια γωνιά, άλλωστε, που δεν είναι και τόσο ευχάριστη.”[2] Φυσικά, οι περισσότεροι ‘πελάτες’ τού ιδιότυπου “Συλλόγου εθελοντικής θανατοδοσίας” στο πρώτο διήγημα της συλλογής – Η Πλανεύτρα – είναι μέλη της ‘καλής κοινωνίας’ τού Παρισιού, αφενός διότι μετά την Παγκόσμια Έκθεση του 1889, η αυτοκτονία έχει γίνει πια πολύ της μόδας στο Παρίσι, κι αφετέρου, διότι όπως είχε προλάβει να γράψει λίγο πριν το Μωπασάν ο Τζάκομο Λεοπάρντι: “Όμως οι πρίγκηπες, οι οποίοι έχουν ήδη φτάσει στο απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας κι έχουν διαπιστώσει ότι αυτή είναι κενή και κατσιασμένη … δεν μπορούν παρά να αντιμετωπίσουν αυτήν τη ζωή ως ένα μέρος πραγματικά φρικτό και γεμάτο απελπισία από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, εκτός κι αν έχουν ήδη φροντίσει να υποβιβάσουν τις φιλοδοξίες τους σε χαμηλότερα επίπεδα και συνθήκες.”[3]
Μα, φιλοδοξία σημαίνει πάντοτε ελπίδα! Σημαίνει επιθυμία, προσδοκία. Σημαίνει προσμονή για ένα ‘καλύτερο’ μέλλον. Σε τελική ανάλυση, “Η ελπίδα είναι σαν την αγάπη για τον εαυτό, από την οποία κι εκπηγάζει ευθέως,” σύμφωνα με τη διατύπωση του Λεοπάρντι και πάλι.[4] Διότι, είναι ίδιον της βαθύτερης ουσίας και της φύσης κάθε ‘ζώου,’ το να “μην είναι δυνατόν, ενόσω αυτό είναι ζωντανό, να το εγκαταλείψουν ποτέ η ελπίδα ή η αγάπη για τον εαυτό του.”[5] Κι όμως, αυτός ο νόμος, ο πιο καθολικός ίσως, αυτός που διέπει όλες τις υπόλοιπες μορφές ζωής, στην περίπτωση του ανθρώπου δεν είναι διόλου δεδομένος ή αδιαμφισβήτητος. Κι έτσι, υπάρχουν πάντα αυτοί που “… έχοντας ξυπνήσει από το όνειρο μιας αργοπορημένης ανταμοιβής, χωρίς την αυταπάτη μιας μέλλουσας ζωής, όπου επιτέλους ο Θεός, ύστερα από μια περίοδο μεγάλης σκληρότητας, θα έδειχνε τη δικαιοσύνη Του, έχοντας απομυθοποιήσει την αναζήτηση της ευτυχίας, τα έχουν βαρεθεί όλα και θέλουν να βάλουν τέλος σ’ αυτήν τη δίχως αναπαμό τραγωδία, σ’ αυτήν την ταπεινωτική κωμωδία.”[6]
Οι αυτόχειρες που παρελαύνουν στα διηγήματα του Μωπασάν είναι ξεκάθαρα ‘λεοπαρντιανοί’ τύποι. Έχουν απωλέσει ολοκληρωτικά πια την ελπίδα και μαζί μ’ αυτήν και την αγάπη για τον εαυτό τους. Δεν βαυκαλίζονται πλέον με κανενός είδους προσμονή για κάποιο καλύτερο μέλλον, δεν περιμένουν καμία ανταμοιβή από κανέναν – πολύ λιγότερο από ένα Θεό, ο οποίος για τόσον καιρό έχει κωφεύσει πεισματικά στις αγωνιώδεις επικλήσεις τους για μία μόνο έκλαμψη ευτυχίας – δεν αυταπατώνται καν για το ότι υπάρχει ευτυχία. Θα περίμενε κανείς ότι, έχοντας φτάσει στο κατώτατο αυτό σημείο απελπισίας, θα έβρισκαν επιτέλους την πολυπόθητη ευτυχία: τη νοούμενη ως την ολική απελευθέρωση του εαυτού από τη μέγγενη της αέναα ανικανοποίητης επιθυμίας﮲ από τη βασανιστική, διαρκή ματαίωση του παρόντος, στο όνομα ενός φαντασιακού και ποτέ πραγματοποιούμενου μέλλοντος﮲ από την ασταμάτητη προσμονή τού ‘καλύτερου’ και του ‘περισσότερο,’ σε βάρος τού τώρα διαθέσιμου. Όμως φευ: παραμένουν οι δυστυχείς ακόμη στην εδώ όχθη, δέσμιοι της ίδιας τραγικής ανθρώπινης κατάστασης. Δεν έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο να απομυθοποιήσουν ολοκληρωτικά κι αμετάκλητα τη διαδικασία τής αναζήτησης της ευτυχίας. Δεν έχουν καταφέρει να ξεριζώσουν άπαξ δια παντός το καρκίνωμα της μόνιμης προσμονής, της ελπίδας. Μην γνωρίζοντας απλά τι ακριβώς είναι αυτό που προσμένουν ή επιθυμούν ή αναγνωρίζοντας την αδυναμία τους να το επιτύχουν, αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη μία “τουλάχιστον πόρτα που μπορείς πάντα να την ανοίξεις και να βρεθείς στην άλλη πλευρά,”[7] πρόωροι και οικειοθελείς ριψάσπιδες της ελπίδας, δηλαδή της ίδιας της ζωής. Έχοντας απεμπολήσει – όχι όμως κι αρνηθεί – την ελπίδα, έχουν απωλέσει στην ουσία και την αγάπη για τον εαυτό τους κατά Λεοπάρντι. Μην έχοντας ωστόσο καταφέρει να περάσουν στην κατάσταση της ολικής κι άνευ όρων ελευθερίας από τα δεσμά τής επιθυμίας και της ελπίδας, δεν διαθέτουν άλλην εναλλακτική από το να “την κάνουν για άλλες πολιτείες.”[8]
Έχοντας διαβάσει ελάχιστα δείγματα γραφής του Gyu de Maupassant στο παρελθόν, δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω από αυτή τη μικρή συλλογή διηγημάτων του. Ο τίτλος δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται για μια μάλλον καταθλιπτική συλλογή, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις (όλοι -αναγκαστικά- αυτοκτονούν στις ιστορίες αυτές). Εξεπλάγην λοιπόν ευχάριστα, καθώς αποδείχθηκε ότι οι ιστορίες αυτές κάθε άλλο παρά προβλέψιμες ή/και καταθλιπτικές ήταν. Ο Maupassant μας δίνει ιστορίες αυτοχειρίας αρκετά μακριά από τα συνηθισμένα "κλισέ": αυτοκτονία για λόγους ηρωισμού, ανεκπλήρωτου έρωτα κλπ. Αντιθέτως, κάθε ιστορία ήταν μια εντελώς απροσδόκητη προσέγγιση στο θέμα της αυτοκτονίας, σε τέτοιο βαθμό που ξαφνιαζόμουν σχεδόν κάθε φορά που ο εκάστοτε πρωταγωνιστής ΟΝΤΩΣ αυτοκτονούσε! Στη συλλογή αυτή σίγουρα θα βρείτε ιστορίες που θα σας κάνουν να σκεφτείτε το αναπόφευκτο του θανάτου και τη σκληρότητα και ματαιότητα της ζωής, χωρίς όμως να σας γεμίσουν πεσιμισμό και μαύρες σκέψεις (ή τουλάχιστον αυτό δε συνέβη στην περίπτωσή μου -αν έχετε την τάση να σκέφτεστε έτσι ίσως να αποφύγετε εξ' ολοκλήρου το βιβλίο!). Κάθε νέα, συναρπαστική ιστορία με έφερνε αντιμέτωπη με νέα ερωτήματα και νέες ανακαλύψεις σχετικά με την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, κρατώντας μου πάντοτε αμείωτο το ενδιαφέρον για την ιστορία αυτή καθαυτή. Τ' αγαπημένα μου διηγήματα ήταν το "στον ελαιώνα" και "ο δειλός". Το πρώτο έχει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές που έχω συναντήσει, τελείως αντιπαθή και συναρπαστικό, η αυτοκτονία του οποίου με έπιασε τελείως απροετοίμαστη και με άφησε προβληματισμένη για ώρα. Θα διάβαζα ευχαρίστως μια μακροσκελή εκδοχή της ίδιας ιστορίας μόνο και μόνο για να μπορέσω να καταλάβω καλύτερα αυτό τον περίπλοκο χαρακτήρα (αν και ειλικρινά ο Maupassant καταφέρνει σε λίγες και μόνο σελίδες να σου περιγράψει εξαιρετικά όλους τους χαρακτήρες των ιστοριών του. Ο λογοτεχνικός κόσμος έχασε έναν πραγματικό δεξιοτέχνη όταν αυτός αποφάσισε να επιβεβαιώσει τη γραφή του και να αυτοκτονήσει). Η δεύτερη ιστορία του "δειλού" είναι γραμμένη με λεπτό χιούμορ αλλά και με μια τόσο ακριβή περιγραφή των ψυχικών μεταπτώσεων του πρωταγωνιστή που δύσκολα συναντάς ακόμα και σε βιβλία σύγχρονων συγγραφέων που έχουν -υποθετικά- εντρυφήσει στη ψυχολογία. Έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει με ιδιαίτερη ένταση τα συναισθήματα απόγνωσης, άγχους και φόβου του ήρωα. Άλλο ένα δείγμα της λογοτεχνικής ευφυίας του Maupassant! Το βιβλίο αυτό θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα σε όλους όσους ιντριγκάρονται από τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου αλλά και από το απρόσμενο της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Επίσης είναι εξαιρετικό ανάγνωσμα για τους λάτρεις της κλασικής γαλλικής λογοτεχνίας και για όσους αγαπούν τα διηγήματα. Όπως επισήμανα και νωρίτερα βέβαια δεν θα το πρότεινα σε όσους έχουν ροπή προς "αυτοκτονικές" σκέψεις και δράσεις.
Το βιβλίο είναι μια ωραία και πάντα επίκαιρη -παρά τον μακρινό καιρό στον οποίο γράφτηκε- αναφορά στην πράξη της αυτοχειρίας. Χωρίς μεγάλα δράματα, χωρίς μεγάλες κλισεδιές, ο Μωπασάντ δείχνει τα απλά, καθημερινά πράγματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο αιώνες τώρα και αφαιρούν την χαρά στη ζωή του, κάνοντάς τον να χάνει τον φόβο του θανάτου και στο τέλος να τον αποζητά ως λύτρωση.
Τα κείμενα που ξεχώρισα περισσότερο (Η Πλανεύτρα, Αυτοχειρίες, ο Περίπατος) και κρατάω κάποια κομμάτια τους και κάποια τα βλέπω ως σκληρή πραγματικότητα τωρινών και αλλοτινών καιρών είναι τα παρακάτω:
«Ο κύριος Χ... πενήντα επτά ετών, ευκατάστατος, είχε ό,τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. Κανείς δεν γνωρίζει τα αίτια που τον ώθησαν στο απονεονημένο διάβημα. Ποιος βαθύς καημός, ποιο συναισθηματικό τραύμα, ποια κρυμμένη απελπισία, ποια χαίνουσα πληγή οδηγεί στην αυτοκτονία ανθρώπους κατά τα λοιπά ευτυχισμένους; Οι τρίτοι προσπαθούν να βρουν ή φαντάζονται ερωτικά δράματα, υποψιάζονται οικονομικές καταστροφές και, καθώς δεν βρίσκουν ποτέ τίποτα συγκεκριμένο, βάζουν σε όλους αυτούς τους θανάτους την ταμπέλα «Μυστηριώδης». [...] | Δεν κρύβει κάποιο από τα μεγάλα δράματα που ο κόσμος ψάχνει πάντα να βρει πίσω από τέτοιες απεγνωσμένες πράξεις, αλλά δείχνει πώς φθείρουν αργά αργά τη ζωή τα μικρά καθημερινά προβλήματα, πώς αποδιοργανώνεται, μοιραία, μια μοναχική ύπαρξη που βλέπει όλα της τα όνειρα να ματαιώνονται » σελ.23-24
«Θα αναρωτιέστε αν δοκίμασα να ταξιδέψω. Η μοναξιά που ένιωσα όταν βρέθηκα σε άγνωστα μέρη με τρόμαξε. Αισθανόμουν τόσο μόνος και τόσο ασήμαντος πάνω στη γη, που αμέσως έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής.» σελ.25
«Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μοιάζει με στρογγυλό ιπποδρόμιο όπου ένα αλογάκι είναι καταδικασμένο να τρέχει αιωνίως γύρω γύρω.» σελ.26
«Η μνήμη είναι ένας κόσμος πιο τέλειος κι από το σύμπαν: ζωοδοτεί ό,τι πια έχει πάψει να υπάρχει!» σελ.29
«Είδα το φριχτό γήρας, τη μοναξιά που με περίμενε, την ανημποριά... Τέλος, τέλος, τέλος! Και ούτε ένας άνθρωπος πλάι μου! Το περίστροφό μου είναι εδώ, πάνω στο τραπέζι... Το γεμίζω... Μη διαβάζετε ποτέ τα παλιά σας γράμματα.» σελ.31
«Κανείς δεν επισκεπτόταν το δωμάτιό του, δεν ακουγόταν ποτέ εκεί ανθρώπινη λαλιά. Ήταν βουβό, νεκρό, χωρίς αντίλαλο ανθρώπινης φωνής. Οι τοίχοι κρατάνε κάτι από τους ανθρώπους που ζουν ανάμεσά τους, κάτι από το σχήμα τους, τη μορφή τους, τα λόγια τους. Τα σπίτια στα οποία μένουν ευτυχισμένες οικογένειες είναι πιο χαρούμενα από τα σπίτια των ανθρώπων που ζουν δυστυχισμένοι σ' αυτά.». σελ.52-53
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μωπασάν διεισδύει στην ψυχή των χαρακτήρων που πλάθει και τους παρουσάζει τόσο ολοκληρώμενους σε λίγες μόλις σελίδες είναι μοναδικός. Το βάθος των σκέψεων και των συναισθημάτων του κάθε πρωταγωνιστή βάζει προβληματισμούς και στον ίδιο τον αναγνώστη: ο Μωπασάν γράφει πράγματα που ίσως έχεις σκεφτεί κι εσύ ή που δεν τολμάς να παραδεχτείς και εν τέλει βλέπεις με κατανόηση και στοργή τους "Αυτόχειρες", οι οποίοι έχουν ένα βάρος στην ψυχή από το οποίο θέλουν να απαλλαγούν. Μολονότι βρήκα κάποιες από τις ιστορίες προβλέψιμες ("Ο περίπατος" και "Ο δειλός"), οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών παρουσιάζονται με τέτοια δεξιοτεχνία που μπαίνεις και βιώνεις λίγο από το δράμα τους. Ξεχώρισα την "Πλανεύτρα" (ευφάνταστο), ιδιαίτερα τις "Αυτοχειρίες" όπου έρχεσαι αντιμέτωπος με τις αναμνήσεις και τη μοναξιά ( Αχ, σας εξορκίζω, αν αγαπάτε τη ζωή, μην αγγίζετε ποτέ τέτοια έπιπλα, νεκροταφεία της παλιάς αλληλογραφίας σας ) και το εκτενέστερο διήγημα της συλλογής "Στον ελαιώνα" για το plot twist και το απρόσμενο τέλος.
Είναι εκπληκτικό το ότι τόσο αυτό το βιβλίο όσο και η Χοντρομπαλου ενώ έχουν γραφεί το 1880, τα διαβάζω τώρα χωρίς να νιώσω ούτε μια στιγμή ότι με κουράζουν.Αντιθέτως ήταν βιβλία που και ας περιέγραφαν κάποια άλλη εποχή μπορούσα να νιώσω τους ήρωες,να βιώσω την ιστορια τους. Ειδικά σε αυτά τα γραμμένα με λιτό ύφος διηγήματα ένιωσα την απελπισία , την απόγνωση,τον φόβο, την αγωνία ίσως και την ματαιότητα των ηρώων. Μου άρεσε περισσότερο από αυτό που περίμενα!