Ποια είναι η καλύτερη κρυψώνα για χρήματα; Τι σημαίνει «kell pisilni» στα ουγγαρέζικα; Τι θα συμβεί αν ξανασυναντήσεις τον πρώτο σου έρωτα ή το φάντασμα του αγαπημένου σου ξάδερφου; Γιατί χαμογελάει η αυτοκράτειρα Θεοδώρα; Αν ένας γεωργός χρωστάει στην Αγροτική Τράπεζα 1.800 δραχμές και πληρώσει τα δύο πέμπτα του χρέους του, πόσα χρήματα χρωστάει ακόμα; Τελικά, μπορείς να ζήσεις σύμφωνα με τους κανόνες του μπαρόκ;
Μπαρόκ σημαίνει να ζεις αποφασιστικά, να ζεις δραματικά, να τεντώνεσαι στα ξέστρωτα σεντόνια. Μπαρόκ σημαίνει να γίνεις ο Δαβίδ του Μπερνίνι τη στιγμή που ρίχνει την πέτρα. Μπαρόκ σημαίνει να τραγουδάς μόνος σου πάνω στο ηλίθιο basso continuo. Τραγούδα, λοιπόν. Τώρα.
Το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα «ανηλικίωσης», μια περιπετειώδης αναζήτηση του εαυτού και των αντανακλάσεών του. Η ηρωίδα της μικραίνει αντί να μεγαλώνει, και μαζί της στενεύει ο τόπος. Η Ελλάδα ονειρεύεται την Ευρώπη, οι συνταγματάρχες επιστρέφουν, και το κορίτσι μπουσουλάει σ’ ένα κτήμα που δεν δόθηκε ακόμα για αντιπαροχή. Τι θα γίνει μετά; Κι αν το σασπένς δεν βρίσκεται στο τέλος, αλλά στην αρχή των πραγμάτων;
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου (English: Amanda Michalopoulou) είναι βραβευμένη Ελληνίδα συγγραφέας, με έργα μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες. Έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και το NEA, ενώ γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα και βιβλία για παιδιά.
Λάτρεψα. Εχουν γραφτεί τα καλύτερα για ενα βιβλίο που τα σπάει, κι είναι κρίμα που εδω μέσα δεν εχω δει καμιά κριτική, καμιά σκέψη, τίποτα απολύτως,μπορώ να πω σχεδόν για ολα της τα βίβλια, εκτός απο κάτι αφηρημένες κουτσουλιές απο δω κι απο κεί. Σπαράγματα μετριότητας για μια συγγραφέα που δεν της εχει δοθεί η προσοχή που της αναλογεί. Κρίμα, γιατί είναι σπουδαία, και σ`αυτό το βιβλίο τα δίνει όλα και λίγο παραπάνω.
Οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε την ζωή ως μία ευθεία γραμμή, μία χρονική συνέχεια που ξεκινάει από την γέννηση μας και πάει όσο είναι να πάει. Τι γίνεται όμως όταν κάποιος αρχίζει να την διηγείται αντίστροφα; Από αυτή την δεδομένη στιγμή και προς τα πίσω, μέχρι την ημέρα της συνάντησης των γονιών μας;
Αυτό είναι το εγχείρημα του Μπαρόκ της Αμάντας Μιχαλοπούλου, ένα αυτοβιογραφικό, ως ενός σημείου,μυθιστόρημα που μπορεί άνετα να σταθεί και ως μία συλλογή 50 διηγημάτων. 50 κεφάλαια, λοιπόν, που ξεκινάνε να μετράνε αντίστροφα από το τώρα στο τότε, από αυτό που είμαστε ή αυτό που γίναμε προς το σημείο αφετηρίας.
Όχι για να διορθωθούν τυχόν λάθη, ο τόνος του βιβλίου δεν έχει τίποτα απολογητικό ούτε διαποτίζεται από κάποιο αίσθημα μεταμέλειας. Περισσότερο είναι μία προσπάθεια κατανόησης του εαυτού μας , όχι όμως σαν ολότητα· κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ απλοϊκό.
Η συγγραφέας κατακερματίζει την ηρωίδα σε κάθε ένα από αυτά τα 50 κεφάλαια βάζοντας στο μικροσκόπιο κάθε κομμάτι της εξέλιξης της με μια ειλικρίνεια που προϋποθέτει την γενναιότητα της ωριμότητας.
«Δύο κορίτσια νόμιζαν πως διαφέρουν και πως θα κατακτούσαν τον κόσμο επειδή διάβαζαν πολλή ποίηση. Τώρα η μια τους θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, θα μάθει να μαγειρεύει.»
«Έχεις το πιο ωραίο σπίτι που υπάρχει και σου δίνουν ένα αυτοκίνητο για να γυρίσεις τον κόσμο-τι κάνεις; Ευτυχώς δεν οδηγούσα.»
Αυτό που είμαστε, άλλωστε, είναι ένα άθροισμα όσων κάποτε υπήρξαμε κατά καιρούς. Κάποια από αυτά τα κομμάτια τα κρατάμε και προευόμαστε μαζί τους, άλλα τα φορτωθήκαμε κι έγιναν απλά ακόμα ένα σακί στην πλάτη μας και άλλα τα πετάξαμε ή τα χάσαμε ή μας τα πήρανε. Φυσικά δεν μπορείς να κάνεις ειρήνη με κάθε ένα από αυτά.
«Τελικά, όπως οι περισσότεροι, κατάπιαμε τα όνειρά μας. Εγώ ακόμα να τα χωνέψω.»
Κάθε ηλικία όμως έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και η Μιχαλοπούλου φροντίζει να προσαρμόζει κατάλληλα το ύφος της γραφής της, κάτι που αποκαλύπτει το συγγραφικό της ταλέντο. Κάθε κεφάλαιο, επίσης, ξεκινάει με μία φωτογραφία και μου θύμισε αρκετά, σε αυτό το κομμάτι, το M.Train.
Προσωπικά, αγάπησα τα κεφάλαια της ηλικίας των 20κατι, ενώ συγκινήθηκα με τα κεφάλαια της παιδικής ηλικίας που ανέδιδαν μια νοσταλγία· την νοσταλγία που μας κατακλίζει όλο και πιο συχνά όσο μεγαλώνουμε και μετράμε «παρουσίες» και «απουσίες».
Αν μπορούσα, λοιπόν, να χαρακτηρίσω με μία λέξη το Μπαρόκ, θα ήταν «γενναίο».
Ένα μυθιστόρημα που οδεύει να γίνει μία λευκή κολλά χαρτί.
Η ζωή σε θραύσματα, η ζωή σε κομμάτια, με αντίστροφη διήγηση α λά Μεμέντο- από το 50 (ενήλικη με κόρη) έως το 1 (έμβρυο) και το 0 (πριν γεννηθεί). Λίγο (;) επιτηδευμένη γραφή,αλλά ταυτόχρονα όμορφη. Ανήκει τυπολογικά στα memoirs -genre που κατά βάση μισώ, τύπου "τι μας ενδιαφέρει η ζωή σου ρε φίλε"-αλλά εδώ ήταν δοσμένη τόσο όμορφα και καλειδοσκοπικά, στο τσακ δεν έβαλα 5αρι. Πχ ακόμη και η εγχείριση της για τον καρκίνο του μαστού περιγράφεται σχεδόν σουρεαλιστικά !
ΥΓ : Αναρωτιέμαι αν γράψω κάποια στιγμή την αυτοβιογραφία μου, τι αξίζει να μείνει ; "Πήγα στη δουλειά. Μισώ και τα πόμολα στις πόρτες. Πήγαινα άρρωστος άνθρωπος στη δουλειά με γαστρεντερίτιδα, το έντερο μου ήταν στριμμένο ούτως ή άλλως, έχεζα αίμα στα διαλείμματα"
Αυτό το περίπου αυτοβιογραφικό βιβλίο "ανηλικίωσης" το ξεκίνησα με αρκετά υψηλές προσδοκίες και κατέληξα να το διαβάζω με πολύ ενθουσιασμό!! Μου άρεσε η γραφή, οι σκέψεις της, ο τρόπος που τις παρουσίαζε. Κάθε τρις και λίγο ήθελα να σημειώνω κομμάτια και σκεφτόμουν πως άνετα θα μπορούσα να το ξαναδιαβάσω! Στις τελευταίες 100 περίπου σελίδες ο ενθουσιασμός μου για κάποιο λόγο άρχισε να φθίνει και ίσως περίμενα κάτι άλλο για το τέλος (ή για την αρχή, όπως το πάρει κανείς) αλλά και πάλι συνολικά μου άρεσε πολύ. Χάρηκα που το διάβασα και ποιος ξέρει ίσως το επαναλάβω!
Δεν είναι ότι δε μου άρεσε, είναι ότι δε με άγγιξε, και νομίζω ότι ένα τέτοιο βιβλίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία, αν δεν λέει κάτι συναισθηματικά στον αναγνώστη. Δε θέλω να το αδικήσω χαρακτηρίζοντάς το δήθεν, αλλά είναι τόσο επιτηδευμένο που με ξένισε.
Τί ωραία τα γράφει η Αμάντα Μιχαλοπούλου σ' αυτό το βιβλίο! Με ξένισε στην αρχή που με κρατούσε αιχμάλωτη με κεφάλαια που είχαν θέμα απλές καθημερινές στιγμές. Παραδέχτηκα κατόπιν ότι αυτό είναι τέχνη και συγχρόνως ένας ύμνος στη ζωή. Μέσα σε ένα κλίμα μεταμυθοπλασίας, η συγγραφέας επιλέγει χειρουργικά τις στιγμές που θα φωτίσει, τις στοιχειοθετεί, τις αναπτύσσει λογοτεχνικά κι όλο αυτό θεωρώ ότι την καθιστά κατά κάποιο τρόπο βιογράφο όλων μας; Υπέρ αισιόδοξο, υπέρ φαντασιακό, υπέρ ελκυστικό (από το εξώφυλλο μέχρι το περιεχόμενο). Υποκλίνομαι
Η Α.Μ. βρισκεται σταθερα στο τοπ 5 μου με τις αγαπημενες Ελληνιδες συγγραφεις συγχρονης λογοτεχνιας. Εχω διαβασει σχεδον ολα τα βιβλια της, ακομη και καποια παιδικα -για την ακριβεια δεν εχω διαβασει μονο τη συλλογη διηγηματων "Λαμπερη μερα" και τις συμμετοχες της σε συλλογικα εργα. "Γνωριστηκαμε" καπου εκει στο 2012 οταν βρηκα ενα αντιτυπο του "Παλιοκαιρου" στη βιβλιοθηκη του αντρα μου. Το διαβασα σε 2-3 μερες και σκεφτηκα ωραια γραφει αυτη η Μιχαλοπουλου, και καπως ετσι το ενα βιβλιο εφερε το αλλο. Τι μου συμβαινει λοιπον με τα βιβλια της; Ας πουμε πως καποιες φορες ειναι σα να εχω προσλαβει μια επαγγελματια συγγραφεα για να περιγραψει με λεξεις αυτα που εχω σκεφτει κι αυτα που εχω νιωσει σε διαφορες φασεις της ζωης μου.
Η αληθεια ειναι πως ο τροπος με τον οποιο αφηγειται τις ιστοριες της ειναι καπως ιδιαιτερος ("στα βιβλια της κανει το γυρο του τετραγωνου για να πει ενα απλο πραγμα" λεει καποιος ηρωας στο "Μπαροκ" αναφερομενος σ' εκεινη) κι εχω την εντυπωση πως δεν αρεσει σε ολους -μπορει βεβαια να κανω και λαθος. Κι αυτο γιατι εχει να κανει περισσοτερο με σκεψεις και συναισθηματα. Εχω την αισθηση οτι, καποιες φορες, η πλοκη φαινεται να περναει σε δευτερη μοιρα, να λειτουργει ως φοντο ωστε να εκφρασει η συγγραφεας αυτο που συμβαινει μεσα της και πρεπει να γραφτει με καποιο τροπο στο χαρτι για να ξορκιστει. Στο "Μπαροκ" της λεει καποιος κριτικος σε μια μεταξυ τους συνομιλια: "Φοβαμαι οτι, οπως και στο "Οσες φορες αντεξεις", ο ενθουσιασμος σας με τη θεωρια θα πνιξει τη γραφη σας". Το γραψιμο της ειναι ενα γραψιμο εσωστρεφες, μοιαζει να διεισδυει η συγγραφεας μεσα στον ιδιο της τον εαυτο και να ψαχνει για απαντησεις. Σαν να πλαναται συνεχως στα βιβλια της ενας εσωτερικος διαλογος με τον ιδιο της τον εαυτο. Οπως ακριβως συμβαινει και στην αρχη του "��παροκ", την αναποδη αυτη "μυθιστορηματικη αυτοβιογραφια", την "ανηλικιωση" οπως την αποκαλει η συγγραφεας. Ξεκιναει το βιβλιο με το διαλογο που κανει η συγγραφεας Μιχαλοπουλου με τη γυναικα Αμαντα. Λεει η πρωτη στη δευτερη: "Δεν χρειαζεται να καταλαβεις. Εσυ κανε τη δουλεια σου που ειναι να ζεις. Εγω θα κανω τη δικη μου που ειναι να γραφω". Αυτη η συνομιλια, αυτη η σκεψη της που λεγεται "φωναχτα", αυτη η βουτια στον εσωτερικο της κοσμο ειναι ιδιαιτερο χαρακτηριστικο γνωρισμα των βιβλιων της.
Και τι ειναι τελικα το "Μπαροκ"; Καπου η ηρωιδα λεει: "δεν γραφω ποτε αυτοβιογραφικα κειμενα" για να λαβει την απαντηση "Ποτε μην λες ποτε". Προκειται λοιπον για μυθιστορημα ή για αυτοβιογραφια; Την απαντηση δινει η ιδια λεγοντας: "Η αυτοβιογραφια ειναι το προσχημα. Εγω -μα δεν θα ειμαι εγω. Ή, μαλλον, θα ειμαι ακομα περισσοτερο εγω, επειδη θα εχω απαλλαγει απο τον εαυτο μου. [...] Πως βγαινει κανεις απο τον εαυτο του, εννοειτε; Ανασκευαζοντας τον ως προσομοιωση, τραβολογωντας τον ως λογοτεχνικο ηρωα. Θα δημιουργησω ενα παστις εαυτου. Μονο ενας τετοιος μη εαυτος μπορει να επιλυσει την αγωνια του εαυτου μεσω της αναπαραστασης. Καταλαβαινετε τι εννοω; Θεραπευω τον εαυτο μου με τον εαυτο μου". Κατι σαν ομοιοπαθητικη δηλαδη.
Στα βιβλια της η Α.Μ. δεν ακολουθει ενα συγκεκριμενο μοτιβο το οποιο επαναλαμβανεται αλλα σε καθε βιβλιο επιχειρει διαφορους πειραματισμους και διαφορετικες αφηγηματικες τεχνικες (λεει στο "Μπαροκ": "Δεν θα μαθω ποτε να γραφω. Υπαρχει γνησιο αισθημα αλλα καμια τεχνικη, δεν ξερω να συνθετω, δεν ξερω απο προοικονομια, ειμαι η χειροτερη συγγραφεας του κοσμου". (Να τη παλι η ομοιοπαθητικη!). Υπαρχει πολυφωνια, πρωτοτυπια (κι ας λεει στο "Μπαροκ", στο ημερολογιο εγκυμοσυνης της πως: "Ωρες ωρες νιωθω πως ειναι πιασμενα ολα τα θεματα"), υπαρχει αλλαγη γλωσσας (αναλογα πχ με την ηλικια της ηρωιδας που εδω "μικραινει"), χρηση ποικιλων λογοτεχνικων ειδων (επιστολες, ποιηση, ημερολογιο, θεατρικος διαλογος κλπ), αναμειξη αφηγησεων σε πρωτο, δευτερο και τριτο προσωπο κλπ.
Το "Μπαροκ" το διαβασα απανωτα δυο φορες. Μια φορα κανονικα για μενα (απο το πρωτο κεφαλαιο ως το τελευταιο), αλλα με αναποδη χρονολογικη σειρα οσον αφορα στη ζωη της ηρωιδας, και μια ακομη φορα αναποδα για μενα (απο το τελευταιο κεφαλαιο ως το πρωτο) αλλα με κανονικη χρονολογικη σειρα των γεγονοτων της ζωης εκεινης. Μεσα στις σελιδες του θιγονται θεματα που παντα με στοιχειωναν: ο θανατος, η απουσια των οικειων, τα ματαιωμενα ονειρα, ο χρονος που παντα περναει, το πως ξεκινησαμε και που καταληξαμε, το ποσο μονοι και ξενοι μπορει να νιωθουμε.
Αφηνω αυτα εδω:
"[...] η ανθρώπινη ζωή κυλάει με απουσίες, ενώ οι παρουσίες θεωρούνται δεδομένες. Κι έρχεται, τελικά, εκείνη η σιωπηλή και μοναχική στιγμή που υποχρεωτικά καταχωρίζεις τον άλλο στη στήλη των απόντων, χωρίς να πάψεις να πιστεύεις στη συνέχεια και στη ζωή."
"Εχεις το πιο ωραιο σπιτι που υπαρχει και σου δινουν ενα αυτοκινητο για να γυρισεις τον κοσμο -τι κανεις;"
"Οταν δεν μπορεις να κανεις τα παντα, ουτε να ονειρευεσαι οτι μπορεις να κανεις τα παντα, το μονο που σου μενει ειναι να αναζητησεις το νοημα οσων εκανες."
Η απόδοση της ζωής σε κομμάτια και με την ανάποδη. Μυθιστορηματική απόδοση με την όπισθεν. Οι γνωστές μικρές λεπτομέρειες που προσέχει η συγγραφέας και η ικανότητά της (για μένα αυτό θεωρώ συγγραφική ικανότητα) να αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη, μόνο και μόνο με τον τρόπο που γράφει, όχι για τι πράγμα γράφει. Θα μπορούσε να είναι και μια λίστα για ψώνια, αλλά ο τρόπος γραφής της είναι που ελκύει πρώτα απ' όλα. Αναφέρεται σε ένα είδος ζωής σε μια χώρα που δεν μ' έλκυσε ποτέ, ανέφερε βιβλία και αποσπάσματα συγγραφέων που δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να διαβάσω, σε εποχές που δεν είχα συμπάθεια, αλλά παρόλα αυτά μ' έκανε να ενδιαφερθώ γι' αυτά, λόγω του τρόπου γραφής της. Κι έχουμε και ενδιαφέρουσα ιδέα της απόδοσης σε πενήντα σπαράγματα (όσα και τα χρόνια της κεντρικής ηρωίδας-συγγραφέα) των στιγμών που έκριναν ή θα ήθελε να κρίνουν ως αξιοπρόσεκτη (για την ίδια) την ζωή της. Μικρές καθημερινές στιγμές, κάποια κομβικά σημεία, μύχιες σκέψεις σε μια δεδομένη στιγμή γίνονται τα σκηνικά για το μεταφερόμενο θέατρο της ζωής. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλο το βιβλίο μου θύμισε εκείνους τους μετακινούμενους θιάσους, τα μπουλούκια, που στήνονταν από πόλη σε πόλη και μέσα σε λίγο χρόνο, με το τίποτα, έστηναν παραστάσεις με την αύρα βασιλικού θεάτρου. Μια ομορφιά χαμηλών τόνων με αναπάντεχους τόνους συμβάντων, που φωτίζουν πολύ δυνατά χωρίς να τυφλώνουν όμως, το τοπίο της αντίστροφης πορείας με μυθιστορηματική αληθοφάνεια της ίδιας της συγγραφέα. Το πιο αγαπημένο κεφάλαιο για μένα ήταν το Ένα (Χρυσόψαρα), όπου απέδωσε με θεατρικό τρόπο τις κουβέντες της, ως παιδάκι ενός χρονών και ταυτόχρονα τις κουβέντες των άλλων και τις σκέψεις της, χωρίς να περιορίζεται σε προφανή μπεμπεδίσματα. Μια αξιοπρόσεκτη συγγραφέας που θεωρώ ότι ακόμα δεν της έχουν δώσει την προσοχή που της αξίζει.
✔️Με κέρδισαν η αξιόλογη γραφή της, η γενικότερη αισθητική, το ύφος & η μορφή του όλου εγχειρήματος (όπως η αλά Memento αφήγηση),η τρυφερή-μελαγχολική πανοραμική ματιά σε στιγμές ζωής της συγγραφέως κι η (γιατί όχι;) καλαίσθητη σκληρόδετη έκδοση.👏🏻👏🏻 ✖️Από πλευράς περιεχομένου όμως με έχασε στο μεγαλύτερο μέρος του.😫 Έπιασα τον εαυτό μου να αδιαφορεί συχνά για όσα διαδραματίζονται στη ζωή της ηρωίδας, μια προσωπική καταγραφή εμπειριών-σκέψεων που αφορούν την ίδια κυρίως,ένα συγγραφικό αυτοβιογραφικό(;) πείραμα που προκαλεί ελάχιστα συναισθήματα στον αναγνώστη... και στο φιναλε μια υποψία μεγαλομανίας-ναρκισσισμού που γίνεται εντονότερη κοιτάζοντας το οπισθόφυλλο του βιβλίου με τη φωτό της συγγραφέως.💃🏻🧐
Ενα μυθιστορημα με μορφη διηγηματων και γραμμενο χρονολογικα αντιστροφα, απ´την ενηλικιωση προς τη γεννηση. Φαινεται ευκολη αναγνωση μα δεν ειναι. Η διττη υποσταση -μυθοπλασια και αυτοβιογραφια - ειναι ενδιαφερουσα. Κατι που δεν μου αρεσε ηταν το πισω εξωφυλλο.
Πρώτη επαφή με τη συγγραφέα και δεν μπορώ παρά να δηλώσω εντυπωσιασμένος από τη γλώσσα, τη σύνθεση και τον πειραματισμό (της αντίστροφης αφήγησης αλά Μπέντζαμιν Μπάτον που δυσχεραίνει κάπως την ανάγνωση). Μόνη ένσταση το εξώφυλλο
Το κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να σταθεί σαν ένα αυτόνομο διήγημα. Μου άρεσε ότι ξεκινάει από τα 50 της χρόνια και καταλήγει στην εμβρυακή της ηλικία. Μου άρεσε η αφήγησή της, η γλώσσα της, η φαντασία της, οι συμβολισμοί, οι μεταφορές. Είναι σαν να ξεδιπλώνουμε το φωτογραφικό φιλμ μιας ζωής και να γίνονται λέξεις οι εικόνες.
Ενα ομορφο ταξίδι στο παρελθον μεσα απο τα ματια μιας πολυταξιδεμενης γυναικας-πρωταγωνιστριας, διεισδυοντας στον κόσμο της με σαφηνεια και ενσυναισθηση.
Brave writing by a woman in a male world. It is not an autobiography, to be able to speak on behalf of many women. They could start group psychotherapy sessions or just interesting conversations by reading only one chapter at a time. And if you thought you were rock in the end you wonder if you are baroque.
Γενναίο γράψιμο από μια γυναίκα σε έναν ανδρικό κόσμο. Δεν είναι μια αυτοβιογραφία, για να μπορέσει να μιλήσει εκ μέρους πολλών γυναικών. Θα μπορούσαν να ξεκινούν συνεδρίες ομαδικής ψυχοθεραπείας ή και απλά ενδιαφέρουσες κουβέντες, διαβάζοντας ένα μόνο κεφάλαιο τη φορά. Και αν πίστευες ότι είσαι ροκ, στο τέλος αναρωτιέσαι μήπως και είσαι μπαρόκ.
Η ειλικρίνεια μίας αφήγησης η οποία είναι εν μέρει αληθινή και εν μέρει η φαντασία - φαντασία που δημιουργεί από μόνη της η μνήμη και φαντασία που μπορεί δεημιουργεί η συγγραφέας - είναι η κινητήρια δύναμη του βιβλίου, ο τρόπος με τον οποίο συναντιέται η καρδιά της ηρωίδας με αυτή του αναγνώστη, και ο λόγος που αυτό το βιβλίο θα είναι στα αγαπημένα μου για πολύ καιρό.
Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που αποτελείται από 50 κεφάλαια, όσα και τα χρόνια της συγγραφέως, ένα κεφάλαιο για κάθε χρόνο του ζωής της, ένα στιγμιότυπο από εκείνο το χρόνο και που ξεκινάει από το πεντηκοστό έτος και προχωράει αντίστροφα μέχρι το 0, όταν δηλαδή ήταν έμβρυο. Στην αρχή μου άρεσε αλλά μετά από κάποιο σημείο ήταν βαρετό και άρχισα να το διαβάζω αντίστροφα, δηλαδή με την κανονική σειρά. "Δεν ξέρουμε αν ο εαυτός είναι αλήθεια ή αναπαράσταση." "Όταν δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα, ούτε να ονειρευτείς ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, το μόνο που σου μένει είναι να αναζητήσεις το νόημα όσων έκανες." "Μερικές φορές στο παράξενο σεξ μοιάζει με αγάπη. Επειδή ξεπερνάς τα όρια." "Δύο δρόμους έχει η ζωή: δέχομαι τη μοίρα μου ή δίνω μία και τη διαλύω για να την ξαναφτιάξω από την αρχή." "Δεν ήξερα να μιλάω για τα όνειρά μου, ήξερα μόνο να τα ονειρεύομαι." "Ό,τι λέω γράφεται μέσα μου επειδή συμβαίνει στο πιο αληθινό μέρος, στο μυαλό μου."
Πόσο γλυκά έρεε η ανάποδη αφήγηση και πόσες μικρές στιγμές ξεκλείδωσαν δικές μου αναμνήσεις με τον τρόπο που ένα δυνατό βιβλίο ανοίγει πόρτες μέσα μας.