Ο Πάκο, ο αστυνόμος που γνωρίσαμε στο Μαύρο Αλγέρι, την "Κόκκινη Μασσαλία" και το "Παρίσι Μπλουζ", έχει πια εγκαταλείψει την αστυνομία και εργάζεται ως δικαστικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα 'Le Provencal'. Η γυναίκα του η Ιρέν, από την πλευρά της, συνεχίζει με επιτυχία τις δραστηριότητές της στο κατάστημα με καπέλα που διατηρεί. Τη γαλήνια ζωή τους θα ταράξει ένα πανικόβλητο τηλεφώνημα από τον παλιό συνεργάτη του, τον Κουπί. Μια έκκληση για βοήθεια, την οποία ο Πάκο δεν μπορεί να αγνοήσει. Παίρνει αμέσως το αεροπλάνο για τη Γουαδελούπη. Στον Κουπί, εκείνος και η Ιρέν, χρωστούν τη ζωή τους.
Ο Κουπί έχει καταφύγει στην Καραϊβική, στις Γαλλικές Αντίλλες, με τη σύντροφό του την Εύα. Βυθισμένος στο αλκοόλ, εργάζεται ως νυχτοφύλακας και γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας, στην οποία κινδυνεύει να εμπλακεί και ο ίδιος. Εδώ, η Γουαδελούπη δεν έχει τίποτα το εξωτικό. Βρισκόμαστε μακριά από τις παραδεισένιες ακτές, μπλεγμένοι σε ένα σκοτεινό σύμπαν που περιλαμβάνει φόνους διακεκριμένων προσωπικοτήτων, πολιτικο-οικονομική διαπλοκή, φιλόδοξες γυναίκες, λαθρεμπόριο κάθε είδους, και μαύρη μαγεία, σε μια περιοχή όπου η αποικιοκρατία δίνει τη θέση της σε νεοαποικιακές πρακτικές.
Ο Αττιά, για μία ακόμα φορά, συνδέει αριστοτεχνικά την αστυνομική πλοκή με την ιστορία και το πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον. Περιγράφει με ζοφερά χρώματα την αποικιοκρατία και προσθέτει άλλη μία σκοτεινή νότα: την απειλή μιας επικείμενης ηφαιστειακής έκρηξης, που δίνει τον τόνο στην όλη αφήγηση. Η "Λευκή Καραϊβική" είναι το πρώτο μυθιστόρημα μιας νέας τριλογίας, που αρχίζει το 1976 και τελειώνει το 1981.
Psychanalyste, psychiatre, scénariste et cinéaste, Maurice Attia est l’auteur de plusieurs romans noirs. Il a reçu le prix du Festival du polar méditerranéen de Villeneuve-Lès-Avignon, le prix Michel Lebrun du roman policier et le prix Jean-Amila Meckert pour Alger la Noire (2006), traduit dans plusieurs langues.
Μετά το (μαύρο) Αλγέρι, την (κόκκινη) Μασσαλία και το (μπλε) Παρίσι, επόμενος μυθιστορηματικός σταθμός στην αγαπημένη νουάρ σειρά (Paco Martinez) του Maurice Attia γίνεται η (λευκή) Καραϊβική και το αρχιπέλαγος της Γουαδελούπης.
Βρισκόμαστε στα 1976, έξι χρόνια μετά τα όσα διαδραματίζονται στο Παρίσι μπλουζ. Ο Πάκο Μαρτίνεθ, έχοντας απαρνηθεί την αστυνομική του σταδιοδρομία, εργάζεται πλέον ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα "Le Provencal". Τον ευτυχισμένο οικογενειακό του βίο, όμως, πλάι στην πολυαγαπημένη του Ιρέν και την κορούλα της, Μπερενίς, έρχεται να συνταράξει η είδηση ότι ο καλός του φίλος και παλιός συνάδελφος Τιγκράν Κουπιγκιάν (Κουπί), αυτοεξόριστος στην Γαλλική Καραϊβική, αντιμετωπίζει θανάσιμο κίνδυνο. Κι επειδή, ως γνωστόν, «πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις», ο Πάκο Μαρτίνεθ θα αφήσει πίσω του την νωχελική ανέφελη καθημερινότητα της Αιξ-αν-Προβάνς και θα επιβιβαστεί στο πρώτο αεροπλάνο με προορισμό τις Μικρές Αντίλλες.
Στο νουάρ μυθιστορηματικό σύμπαν του M. Attia, η Καραϊβική δεν χαρακτηρίζεται από τα (έτσι κι αλλιώς) κρυστάλλινα ύδατά της, ούτε από τη ζωηρή κρεολική ατμόσφαιρα των κατοίκων της. Έχει τη ζοφερή εικόνα μιας κοινωνίας σε σήψη, όπου επικρατούν η ανομία, η διαφθορά και το λαθρεμπόριο. Και οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις ή τα περίεργα δυστυχήματα όσων εμπλέκονται ή ερευνούν τη δράση του κυκλώματος παρασκευής και διακίνησης ναρκωτικών που ανθεί στους κόλπους της καταδεικνύουν ότι η παραμονή του Πάκο Μαρτίνεθ στα νησιά Μπας–Τερ, Γραντ–Τερ και Μαρί–Γκαλάντ δεν μπορεί παρά να αποδειχθεί ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι ζωής και θανάτου.
Ό,τι συναντάται και θέλγει στο συγγραφικό σύμπαν του M. Attia (αναφέρομαι αποκλειστικά στην τριλογία του με πρωταγωνιστή τον Paco Martinez και όχι σε άλλα μυθιστορήματά του που αγνοώ), υπάρχει και στην Λευκή Καραϊβική: αριστοτεχνική αστυνομική πλοκή, συνεχείς πολιτικο-κοινωνικές αναφορές (στην αποικιοκρατία, την ανθρωπογεωγραφία, τους πολιτικούς συσχετισμούς) ενταγμένες αρμονικά στη δράση και την αφήγηση, μυθοπλαστικοί χαρακτήρες που δείχνουν εξαιρετικά φυσικοί και ζωντανοί. Από την άλλη, θα μπορούσα ίσως να επισημάνω την απουσία του καταιγιστικού αφηγηματικού ρυθμού που διέκρινε πρωτίστως τα βιβλία του Το μαύρο Αλγέρι και Η κόκκινη Μασσαλία, αλλά προτιμώ να παραμείνω στα απολύτως θετικά και να συνεχίσω απρόσκοπτα (;) με το δεύτερο βιβλίο της νέας τριλογίας, Το κόκκινο και το φαιό.
Δεν αποτελεί πλέον έκπληξη η πολύ καλή γραφή του Αττιά, ούτε το θέμα που καταπιάνεται, ούτε η πρόφαση του νουάρ για να μιλήσει για πιο σημαντικά θέματα, ούτε η έκβαση της υπόθεσης. Αν και όλα τα βιβλία διαβάζονται άνετα ανεξάρτητα, είναι κρίμα να μην εντρυφήσει κανείς στην εξέλιξη και την πορεία του ήρωα. Προσωπικά βρήκα αυτό το βιβλίο μια νότα πιο "σπιρτόζικο" στο ρυθμό από τα προηγούμενα, βοηθάει μάλλον το τροπικό σκηνικό. Από την άλλη σκέφτομαι πως αν δεν θέλει κανείς να εμβαθύνει στον Πάκο Μαρτίνεθ αλλά θέλει να έχει άποψη, ίσως αυτό που είναι και κάπως πιο μικρό θα ήταν το ιδανικό βιβλίο για να το κάνει. Πολύ προσεγμένη και η έκδοση, όπως μας έχουν συνηθίσει οι Εκδόσεις Πόλις.
Νιωθω παραξενα που ξεκινησα απο την Καραιβικη και οχι απο τα προηγουμενα βιβλια του Πακο...Ωστοσο ενθουσιατηκα για τον τροπο γραφης και ρυθμου του βιβλιου. Ταινιες, μουσικη και σκεψεις για την πολιτικη ζωη και ιστορια της Γουαδελουπης οπως και μια αισθηση νωχελικοτητας και αισθησιασμου με πολυ δοση σεξ, ποτου και υγρασιας. Πακο και Ιρεν στο τελευταιο μερος ειναι τοσο γοητευτικοι που παυουν να ειναι χαρτινοι. Τροπος παρουσιασης ενος ημερολογιου καταγραφης των οσων εξελισσονται στην Καραιβικη ειναι μοναδικος και κοφτος σαν να βλεπεις μια ταινια. Ισως οι φιλοι του Πακο να πιστεψουν οτι ο ρυθμος να μην ειναι σαν τα προηγουμενα βιβλια και να περιμεναν κατι αλλο για τελος. Ωστοσο ο Πακο και η Ιρεν εχουν αναγκη καθαρσης και ηρεμιας μετα απο μια περιπετεια που τους εφερε αντιμετωπους με το χθες το σημερα και το μελλον τους. ΥΓ Πολυ ρουμι και λευκα ποτα απαραιτητα!!
Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία και Παρίσι Μπλουζ. Τρία μυθιστορήματα με τα οποία ο Μωρίς Αττιά κατάφερε να σταθεί στα χνάρια της Τριλογία της Μασσαλίας, που περίπου μια δεκαετία νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας στη Γαλλία. Εμφανώς επηρεασμένος από αυτό το έργο, ο Μωρίς Αττιά έγραψε την παραπάνω τριλογία, αφήνοντας το δικό του λογοτεχνικό σημάδι. Εννέα χρόνια μετά το Παρίσι Μπλουζ, επιστρέφουν στο χαρτί οι ήρωες που πρωταγωνίστησαν στα προηγούμενα έργα, με τον Αττιά να ξεκινάει μια καινούργια τριλογία με τη Λευκή Καραϊβική (εκδόσεις Πόλις, 2018) αυτή τη φορά μεταξύ του 1976 και του 1981, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμα κομμάτι στο πολύχρωμο μυθιστορηματικό μωσαϊκό του.
Ο Πάκο Μαρτίνεθ, πρωταγωνιστής της προηγούμενης τριλογίας επιστρέφει πάλι στο χαρτί, ο οποίος έχει πλέον παρατήσει το επάγγελμα του αστυνομικού, και εργάζεται ως αρθρογράφος υπηρετώντας την μεγάλη του αγάπη, που δεν είναι άλλη από τον κινηματογράφο. Η γυναίκα του, Ιρέν, εξακολουθεί να έχει το καπελάδικό της και ζουν μια φαινομενικά ήρεμη ζωή με την κόρη τους, μετά τα γεγονότα των προηγούμενων βιβλίων. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο Τιγκράν «Κουπί» Κουπιγκιάν, πρώην συνεργάτης του Πάκο, και η σύντροφός του, η Εύα, επανεμφανίζονται μετά από την Κόκκινη Μασσαλία, όταν είχαν αναγκαστεί να αυτοεξοριστούν στις Γαλλικές Αντίλλες και την Γουαδελούπη.
Ο Κουπί όντας χωμένος στο αλκοόλ, πλέον εργάζεται ως νυχτοφύλακας σε ένα εργοτάξιο, όπου θα γίνει άθελά του, μάρτυρας της δολοφονίας του αφεντικού του. Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη ζωή του εκεί, αλλά και με το τι έχει συμβεί μεταξύ αυτού και της Εύας, θα τον οδηγήσουν να ζητήσει την βοήθεια του Πάκο από την Μητροπολιτική Γαλλία. Ο Πάκο δεν αρνείται την βοήθεια στον πρώην σύντροφό του, και πετάει για τις Γαλλικές Αντίλλες. Εκεί θα συναντήσει έναν Κουπί πολύ διαφορετικό από αυτόν που είχε αφήσει, καθώς και μία περιοχή τελείως διαφορετική σε γεωγραφία, κουλτούρα, ακόμα και στη λειτουργία του υποκόσμου της.
Η συνταγή που είχε εφαρμόσει ο Αττιά στα προηγούμενα βιβλία δεν αλλάζει, και έτσι για ακόμα μία φορά, βλέπουμε την ζωή και την ψυχολογία των χαρακτήρων να κερδίζει την παράσταση συγκριτικά με την αστυνομική πλοκή, η οποία πάντως κάνει εντονότερη την παρουσία της από το αμέσως προηγούμενο βιβλίο, Παρίσι Μπλουζ. Η αριστοτεχνική χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση από τον Αττιά είναι πάλι παρούσα, με τον αφηγητή να αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο δίνοντας την σκυτάλη από τον Πάκο στον Κουπί και στην Ιρέν, μέχρι και σε άλλους φαινομενικά λιγότερο σημαντικούς χαρακτήρες.
Οι κοινωνικοί και ψυχολογικοί προβληματισμοί των χαρακτήρων ήταν πάντα παρόντες στα έργα του Αττιά, αρκετά έντονα μάλιστα. Αυτή τη φορά ο συγγραφέας επιχειρεί μια περισσότερο ψυχολογική προσέγγιση και παρουσιάζει τα προβλήματα που κάνουν αναπόφευκτα την εμφάνισή τους στην κοινή πλέον ζωή του Πάκο και της Ιρέν από τη μία, και από την άλλη δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον ερωτισμό όλων των χαρακτήρων και στις σεξουαλικές τους ιδιαιτερότητες. Μάλιστα, υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πορνογραφικό», περιγράφοντας μία ιδιαίτερη ερωτική παράσταση υπό τους ήχους του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Αυτές αναφορές στην σεξουαλικότητα, δείχνουν να βρίσκονται εκεί ως κομμάτι της τροπικής αυτής περιοχής, καθώς οι χαρακτήρες δεν ξεχνάνε να αναφέρονται σε αυτή πολύ συχνά με χαρακτηρισμούς όπως «νησί των φαλλοκρατών» και προτάσεις σαν αυτή που η Ιρέν χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά λέγοντας πως έχει «… την εντύπωση ότι εδώ όλες οι γυναίκες είναι ξελογιάστρες και όλοι οι άνδρες αρσενικά σε περίοδο αναπαραγωγής».
Φυσικά δε θα μπορούσαν από ένα βιβλίο του Αττιά να λείπουν οι αναφορές στην κοινωνία και την πολιτική της περιοχής στην οποία διαδραματίζεται το εκάστοτε έργο. Είναι εμφανές, πάντως, σε σημεία πως ο συγγραφέας δε γνωρίζει τόσο καλά τη Γουαδελούπη όπως παραδείγματος χάριν τη Μασσαλία, το Παρίσι και κυρίως το Αλγέρι, παρόλ’ αυτά φροντίζει να παρουσιάσει αρκετά στοιχεία της κουλτούρας της περιοχής εκεί, ωστόσο ο σχολιασμός τον κοινωνικοπολιτκών γεγονότων αυτή τη φορά παραμένουν στο πλαίσιο των ντόπιων έγχρωμων κατοίκων, που αν και πλέον δεν υφίσταται τυπικά η δουλεία, εκείνοι ακόμα εργάζονται ως επί το πλείστον για τους λευκούς έχοντες, και για το έντονο λαθρεμπόριο ποτών και ναρκωτικών που φαίνεται ως ένα κομμάτι της καθημερινότητας της περιοχής. Αυτή η διαφορά μεταξύ της πολιτικής της προηγούμενης τριλογίας και της Λευκής Καραϊβικής εν μέρει φαντάζει φυσιολογική, καθώς τα προηγούμενα βιβλία λάμβαναν χώρα σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο που περιελάμβανε τον Πόλεμο της Αλγερίας και τον Μάη του ’68, ενώ τώρα βρισκόμαστε περίπου μια δεκαετία μετά από αυτά τα γεγονότα.
Εν κατακλείδι ο Αττιά, παρουσιάζει για ακόμα μια φορά ένα πολύ δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία δράματος, στο οποίο το λευκό χρώμα ταιριάζει απόλυτα στον τίτλο του, καθώς δεν καταφέρνει από τη μία να επιτύχει τον έντονο χρωματισμό της προηγούμενης τριλογίας, αλλά δείχνει πως αυτή η νέα τριλογία, μπορεί να πατήσει και με το παραπάνω στα χνάρια που φρόντισε ο ίδιος ο συγγραφέας να δημιουργήσει.
Δεν είναι πολύ κακό αλλά δεν είναι και καλό. Ελαφρώς ξύλινοι διάλογοι, επαναλήψεις (βαρέθηκα να διαβάζω για αληγεις ανέμους), ιστορικές πληροφορίες που απλώς γέμιζαν τις σελίδες, σκηνές σκληρού πορνό και έλεος πια με το σεξομανή Πακο. Δύο αστεράκια γιατί δε θέλω να βάλω τρία.
Διαβάζοντας τις καινούργιες περιπέτειες του Πάκο και της Ιρέν νιώθεις πως ξανασυναντάς παλιούς αγαπημένους σου φίλους μετά από χρόνια. Δυστυχώς όμως τα θετικά τελειώνουν κάπου εδώ. Η συνταγή ήταν η ίδια ακριβώς με τα προηγούμενα έργα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τα πρώτα δύο (που ήταν αριστουργήματα), αλλά ούτε και με το Παρίσι Μπλουζ, το πιο αδύναμο της σειράς. Το τροπικό κλίμα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την ατμόσφαιρα της Αλγερίας και της Γαλλίας. Οι καινούργιοι χαρακτήρες ήταν πολλοί και αδιάφοροι. Αυτό όμως που ήταν πραγματικά εκνευριστικό ήταν οι σεξουαλικές σκηνές. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία, όπου οι σεξουαλικές σκηνές έδεναν αρμονικά με την ιστορία λειτουργώντας ως αγωγός για να διοχετευτεί η ένταση της πλοκής και να αποκτήσουν "υλική υπόσταση" τα πάθη των πρωταγωνιστών, στη Λευκή Καραϊβικη οι αντίστοιχες σκηνές δείχνουν να υπάρχουν ως αυτοσκοπός, ξεχωριστά από την ιστορία, μόνο και μόνο για να προσφέρουν "shock value" και απλά να αναπαραχθεί η ιστορία με τα ίδια εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στις προηγούμενες, λες και αυτό από μόνο εγγυάται τη ποιότητα. Αν δεν σχετίζονταν με το "Μαύρο Αλγέρι", πιθανότατα θα το είχα αφήσει στη μέση.
2/5 λοιπόν, μόνο και μόνο επειδή μπορείς ακόμα να περάσεις λίγο όμορφο χρόνο μέσα στο κεφάλι του Πάκο και της Ιρέν.
Η δεύτερη τριλογία του Maurice Attia ξεκινά με το βιβλίο "Η λευκή Καραϊβική". Ολοκληρώνοντας, ο αγαπημένος ήρωας Πάκο Μαρτίνεθ τον κύκλο του ως αστυνομικός, ολοκληρώνεται και η πρώτη τριλογία. Πλέον ο Πάκο εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Le Provençal, καλύπτοντας το δικαστικό ρεπορτάζ και γράφοντας κριτικές για ταινίες κινηματογράφου, μια μεγάλη του αγάπη. Η ζωή του κυλά ήρεμα και οικογενειακά με τη γυναίκα του Ιρεν και την εξάχρονη κόρη τους στην Αιξ-αν-Προβάνς. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στη Γουαδελούπη, έχει καταφύγει και διαμένει τα τελευταία χρόνια, ο παλιός συνάδελφος και φίλος του Πάκο, Κουπί, με τη σύντροφό του Εύα. Σε αντιδιαστολή με την εύτακτη ζωή του Πάκο, ο Κουπί διάγει μια ζωή πολυτάραχη με ανατροπές και κινδύνους. Το πολιτικό σκηνικό στη Γουαδελούπη, εμπλεκόμενο με οικονομικά συμφέροντα, εμπόριο ναρκωτικών, ερωτικά συμπλέγματα, σωρεία δολοφονιών και εγκλημάτων, βρίσκει τον Κουπί σε δεινή θέση. Ετσι, αποφασίζει να καλέσει για βοήθεια τον Πάκο, ο οποίος χωρίς δεύτερη σκέψη προστρέχει. Μια μεγάλη περιπέτεια αναζήτησης δολοφόνων ξετυλίγεται, με την Ιρεν να εμφανίζεται στην Γουαδελούπη. Στο πλευρό του Πάκο συμμετέχει στην έρευνα, ρισκάροντας τη ζωή τους, ξεπερνώντας σκοπέλους, αποφεύγοντας θανάσιμους κινδύνους, θρηνώντας απώλειες. Άλλο ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα του Αττια που συνδυάζει το μυστήριο, την αστυνομική έρευνα, το ερωτικό στοιχείο και τα τοποθετεί σε ένα άρτια δομημένο ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο.
Η "Λευκή Καραϊβική" βρήκε τη θέση της δίπλα στο Μαύρο Αλγέρι,το Παρίσι Blues και την Κόκκινη Μασσαλία . Μεταφορικά και κυριολεκτικά -όπου στην κυριολεκτική version μια ελαφριά συγκίνηση πλανήθηκε στον αέρα .. Συγκίνηση γιατι τα τελευταία καλοκαίρια ομόρφυναν κ άλλο μέσα από τις περιπέτεις του Κουπί,της Ιρεν, του Πάκο όπου ξεκινώντας από την Αλγερία καταλήγουν εδώ στις γαλλικές Αντίλλες .. Ο Maurice Attia όλα αυτά τα χρόνια μου ασκεί μια έντονη γοητεία, που ξαναθυμήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο αυτό κάτω από το κάστρο της Αστυπάλαιας.. Μια γοητεία,που πια εχει ξεθωριάσει, μιας και οι αγαπημένοι του ήρωες του - αφού καταφέραν παμπολλες φορές να σωθούν από τρομοκρατικά χτυπήματα στα στενά της Αλγερίας και της Μασσαλίας - πια έχουν καταλήξει σε αυτό το υγρό και αποπνιχτικό απο τις μυρωδιές του ηφαιστείου, νησί της Καραϊβικής. Κουρασμένοι πια απο το καθήκον, συνδέονται ξανά μετά απο χρόνια για να λύσουν μυστηριώδεις φόνους που όπως πάντα συνδέονται με ένα αόρατο, μαγικό δίχτυ.Φόνοι βουτηγμένοι στο ρούμι,στη λαγνεία, στις μυρωδιές από τα ιδρωμένα σώματα.. Ευχαριστώ κύριε Maurice , που εμπλουτίζεται την αδυναμία μας στο νουάρ με αυτά τα υλικά !
I was disappointed,the plot was weak and the whole writing seemed rather sloppy.What I liked in the trilogy was the description of political, economic environment and most of all the historical background that was the crucial factor affecting each and everyone of the heroes .A piece that was missing from this one or more precisely was just a small detail acting just as a small introduction which one could find in a tourist guide. The characters we loved from the previous books were still there but only glimses of them, ghosts of their previous presence.I hope the next ones pick up the pace and we read what we know this writer is capable of writing.Still the book is easy and fun to read
Χωρίς να είναι κακό δεν είναι σαν τα πρώτα τρία της σειράς του Πάκου Μαρτίνεθ, και η αντίστοιξη αυτή δημιουργεί μια απογοήτευση. Ο Αττιά νιώθει ξένος ως προς τον τόπο που διαδραματίζονται τα γεγονότα, οι παρατηρήσεις του θυμίζουν περισσότερο αναφορές τουριστικού οδηγού. Έτσι ξένος αισθάνεται και ο ήρωας του, έτσι ως αναγνώστρια και εγώ ένιωθα ότι δεν μπήκα ποτέ πραγματικά στην ιστορία. Κατά τα άλλα, υπάρχει η απαιτούμενη δόση ίντριγκας και μυστηρίου ώστε να κράτήσει το σασπένς σε σωστές δόσεις.
Ισως η βαθμολογία να είναι αυστηρή, ίσως και άδικη. Το όνομα του συγγραφέα και οι κριτικές που τον ακολουθούσαν δημιουργούν την προσμονή ενός καλού βιβλίου.
I had to check several times the name of the author on the cover. Because simply that cannot be Maurice Attia who wrote the three brilliant hard boiled political noirs we enjoyed a few years ago. With his new book called “White Caribbean” Attia aims to pick up the story where he left it with Blue Paris, but fails in every aspect to do so. Packed with stereotypes, references to movies and songs (as if the author wants to show off), pretentious dialogue, flat characters (what a waste of those same characters developed in the trilogy!) predictable plot lines and unnecessary distractions, that rather tiredly indifferent book is easily read to its last page and will be easily forgotten too.
Στη Λευκή Καραϊβική, συναντάμε τον Πάκο σαφώς πιο ώριμο και λιγότερο ριψοκίνδυνο από τα προηγούμενα τρία έργα του Αττιά. Με φόντο την Καραϊβική, όχι ως τουριστικό προορισμό, αλλά ως έναν τόπο νεοαποικιοκρατίας που μαστίζεται από ίντριγκες, υπόγειες συμφωνίες, διαφθορά και διαπλοκή. Ο Πάκο καταφτάνει για να βοηθήσει τον φίλο του τον Κουπί, τον συνάδελφό του από την Κόκκινη Μασσαλία. Για μία ακόμη φορά, η γραφή του Αττιά είναι άρτια, δεν υπάρχει περίπτωση να απογοητεύσει. Πάμε για το επόμενο!
Κλασικός Attia. Γρήγορος ρυθμός. Σε κρατάει μέχρι το τέλος και δεν κάνει καμία κοιλιά η αφήγηση. Έχω καιρό που διάβασα την προηγούμενη τριλογία αλλά αυτό το βιβλίο φαίνεται να μας συστήνει ωραία τον πλεον πατέρα Πάκο.
Θα το χαρακτήριζα απλά ευχάριστο, αν δε συνειδητοποιούσα ότι το βιβλίο το διάβαζα μόνο και μόνο στο μετρό, για να σκοτώσω την ώρα μου. Στο σπίτι, ξεχνούσα την ύπαρξη του, ούτε καν έβγαινε από τη τσάντα μου. Η γραφή ήταν απλοϊκή, οι διάλογοι τέρμα ξεπερασμένοι, η ιστορία δε, δεν ήταν καν ιστορία. Περίμενα μια κάποια κορύφωση, μια στοιχειώδη ανατροπή. Τί-πο-τα. Κρίμα, γιατί διαβάζοντας κριτικές για την τριλογία που προηγήθηκε, είχα άλλες προσδοκίες. Διαβάζω πως και για άλλους φαν του Πάκο, αυτή η εντύπωση έμεινε, οπότε ίσως αξίζει μια ευκαιρία στην αρχική τριλογία.
Η αλήθεια είναι ότι με κούρασε αφάνταστα... Από πού να το πρωτοπιάσω; Έχω την αίσθηση ότι ο Αττιά μάλλον θέλει να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα ή ιστορικό βιβλίο, αλλά φοβάται, οπότε λέει "ας κοτσάρω και λίγο μυστήριο/νουάρ για να πουλήσει περισσότερο". Αυτό ισχύει και για τα άλλα βιβλία του. Το νουάρ στοιχείο είναι υποτυπώδες, η υπόθεση μπάζει από παντού, δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για την συμπεριφορά των πρωταγωνιστών (του Κουπί και του Πάκο κυρίως), οι ήρωες έχουν παράλογα κίνητρα, ανορθόδοξες συμπεριφορές, και το σενάριο τόσο τραβηγμένο όσο δεν πάει. Το τέλος είναι το τραγικότερο κομμάτι του βιβλίου. Αν έχω κοροϊδέψει ποτέ το υπερβολικό σενάριο στιλ Dan Brown, τώρα νομίζω ότι ο Αττιά το έχει τερματίσει. Αποκορύφωμα οι δύο γυναίκες που επιτίθενται με ψαροντούφεκα! Η δε υπεραναλυτικότατη περιγραφή της σκηνής με το σεξ δεν έχει κάποιο λόγο ύπαρξης, ειδικά σε μυθιστόρημα που αποσκοπεί να λέγεται νουάρ. Άσε που δεν θα μπορέσω να ξανακούσω το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ ποτέ ξανά... Η πολυπρόσωπη αφήγηση είναι κουραστική και δεν ξεχωρίζει η αφήγηση του κάθε προσώπου. Ο τόνος είναι ο ίδιος και οι μακροσκελείς διάλογοι δεν βοηθούν τον αναγνώστη να καταλάβει ποιός μιλάει κάθε φορά. Το μόνο θετικό ήταν ότι δίνει μια λεπτομερή ανάλυση της εξέλιξης της δουλείας, μια ωραιότατη περιγραφή της Γουαδελούπης και του κλίματος που επικρατεί (αισθάνεσαι πραγματικά να κολλούν επάνω σου τα ρούχα από την αποπνικτική υγρασία στην ατμόσφαιρα).
2,5* με μεγάλη επιείκια. Με απογοήτευσε η 4η περιπέτεια του Πάκο. Λευκή Καραϊβική λοιπόν. Λευκή σαν την ηρωίνη μιας και με ναρκεμπόριο έχει να κάνει το βιβλίο το οποίο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πολυφωνικό, σε ενεστώτα χρόνο και ξεκινά in media res, χωρίς να καταλαβαίνω ποια είναι η ουσία για να κάνει ο συγγραφέας τέτοιο spoiler με τον θάνατο του Κουπί. Η ατμόσφαιρα και το κλίμα στην Γουαδελούπη μεταφέρονται εξαιρετικά. Τα ρούχα που κολλάνε από τον ιδρώτα, η ζέστη, τα κουνούπια. Εικάζω ότι σίγουρα ο Ατιά θα πρέπει να έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα εκεί για να μπορέσει να αποδόσει τόσο καλά το μέρος. Κατά τα άλλα έχουμε διαφθορά, άφθονο σεξ, ναρκωτικά, πανέμορφες γυναίκες που κολλάζουν και άνδρες σε οίστρο. Αν και στα βιβλία του Ατιά, οι σκηνές του σεξ μεταφέρονται ωμά, είναι πολύ ερωτικές. Νομίζω ότι όσοι διαβάσουν το βιβλίο, δεν θα ξανακούσουν ποτέ με τον ίδιο τρόπο το Ρέκβιεμ του Μότσαρντ. Βέβαια η συγκεκριμένη σκηνή (Σελ. 206-216) θεωρώ ότι εκτός από πολυσέλιδη και άκρως περιγραφική δεν πρόσφερε τίποτα στην όλη ιστορία του βιβλίου. Η διαδικασία απεξάρτησης από το αλκοόλ του Κουπί, άριστα δοσμένη, όπως και στην Κόκκινη Μασσαλία το πως ξεπέρασε την αγοραφοβία του. Πολύ ενδιαφέρουσες και οι πληροφορίες όσον αφορά την δουλεία στην Γουαδελούπη. Αυτό που με ξένισε ήταν η ιστορία από την μέση και μετά. Το φινάλε ήταν ότι χειρότερο έχω διαβάσει. Είχα μεγάλες προσδοκίες είναι η αλήθεια μετά την επική τριλογία και αυτό το βιβλίο δεν το περίμενα τόσο προχειρογραμμένο.
Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία και Παρίσι Μπλουζ. Τρία μυθιστορήματα με τα οποία ο Μωρίς Αττιά κατάφερε να σταθεί στα χνάρια της Τριλογία της Μασσαλίας, που περίπου μια δεκαετία νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας στη Γαλλία. Εμφανώς επηρεασμένος από αυτό το έργο, ο Μωρίς Αττιά έγραψε την παραπάνω τριλογία, αφήνοντας το δικό του λογοτεχνικό σημάδι. Εννέα χρόνια μετά το Παρίσι Μπλουζ, επιστρέφουν στο χαρτί οι ήρωες που πρωταγωνίστησαν στα προηγούμενα έργα, με τον Αττιά να ξεκινάει μια καινούργια τριλογία με τη Λευκή Καραϊβική (εκδόσεις Πόλις, 2018) αυτή τη φορά μεταξύ του 1976 και του 1981, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμα κομμάτι στο πολύχρωμο μυθιστορηματικό μωσαϊκό του.
Ο Πάκο Μαρτίνεθ, πρωταγωνιστής της προηγούμενης τριλογίας επιστρέφει πάλι στο χαρτί, ο οποίος έχει πλέον παρατήσει το επάγγελμα του αστυνομικού, και εργάζεται ως αρθρογράφος υπηρετώντας την μεγάλη του αγάπη, που δεν είναι άλλη από τον κινηματογράφο. Η γυναίκα του, Ιρέν, εξακολουθεί να έχει το καπελάδικό της και ζουν μια φαινομενικά ήρεμη ζωή με την κόρη τους, μετά τα γεγονότα των προηγούμενων βιβλίων. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο Τιγκράν «Κουπί» Κουπιγκιάν, πρώην συνεργάτης του Πάκο, και η σύντροφός του, η Εύα, επανεμφανίζονται μετά από την Κόκκινη Μασσαλία, όταν είχαν αναγκαστεί να αυτοεξοριστούν στις Γαλλικές Αντίλλες και την Γουαδελούπη.
Ο Κουπί όντας χωμένος στο αλκοόλ, πλέον εργάζεται ως νυχτοφύλακας σε ένα εργοτάξιο, όπου θα γίνει άθελά του, μάρτυρας της δολοφονίας του αφεντικού του. Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη ζωή του εκεί, αλλά και με το τι έχει συμβεί μεταξύ αυτού και της Εύας, θα τον οδηγήσουν να ζητήσει την βοήθεια του Πάκο από την Μητροπολιτική Γαλλία. Ο Πάκο δεν αρνείται την βοήθεια στον πρώην σύντροφό του, και πετάει για τις Γαλλικές Αντίλλες. Εκεί θα συναντήσει έναν Κουπί πολύ διαφορετικό από αυτόν που είχε αφ��σει, καθώς και μία περιοχή τελείως διαφορετική σε γεωγραφία, κουλτούρα, ακόμα και στη λειτουργία του υποκόσμου της.
Η συνταγή που είχε εφαρμόσει ο Αττιά στα προηγούμενα βιβλία δεν αλλάζει, και έτσι για ακόμα μία φορά, βλέπουμε την ζωή και την ψυχολογία των χαρακτήρων να κερδίζει την παράσταση συγκριτικά με την αστυνομική πλοκή, η οποία πάντως κάνει εντονότερη την παρουσία της από το αμέσως προηγούμενο βιβλίο, Παρίσι Μπλουζ. Η αριστοτεχνική χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση από τον Αττιά είναι πάλι παρούσα, με τον αφηγητή να αλλάζει σε κάθε κεφάλαιο δίνοντας την σκυτάλη από τον Πάκο στον Κουπί και στην Ιρέν, μέχρι και σε άλλους φαινομενικά λιγότερο σημαντικούς χαρακτήρες.
Οι κοινωνικοί και ψυχολογικοί προβληματισμοί των χαρακτήρων ήταν πάντα παρόντες στα έργα του Αττιά, αρκετά έντονα μάλιστα. Αυτή τη φορά ο συγγραφέας επιχειρεί μια περισσότερο ψυχολογική προσέγγιση και παρουσιάζει τα προβλήματα που κάνουν αναπόφευκτα την εμφάνισή τους στην κοινή πλέον ζωή του Πάκο και της Ιρέν από τη μία, και από την άλλη δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον ερωτισμό όλων των χαρακτήρων και στις σεξουαλικές τους ιδιαιτερότητες. Μάλιστα, υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πορνογραφικό», περιγράφοντας μία ιδιαίτερη ερωτική παράσταση υπό τους ήχους του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Αυτές αναφορές στην σεξουαλικότητα, δείχνουν να βρίσκονται εκεί ως κομμάτι της τροπικής αυτής περιοχής, καθώς οι χαρακτήρες δεν ξεχνάνε να αναφέρονται σε αυτή πολύ συχνά με χαρακτηρισμούς όπως «νησί των φαλλοκρατών» και προτάσεις σαν αυτή που η Ιρέν χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά λέγοντας πως έχει «… την εντύπωση ότι εδώ όλες οι γυναίκες είναι ξελογιάστρες και όλοι οι άνδρες αρσενικά σε περίοδο αναπαραγωγής».
Φυσικά δε θα μπορούσαν από ένα βιβλίο του Αττιά να λείπουν οι αναφορές στην κοινωνία και την πολιτική της περιοχής στην οποία διαδραματίζεται το εκάστοτε έργο. Είναι εμφανές, πάντως, σε σημεία πως ο συγγραφέας δε γνωρίζει τόσο καλά τη Γουαδελούπη όπως παραδείγματος χάριν τη Μασσαλία, το Παρίσι και κυρίως το Αλγέρι, παρόλ’ αυτά φροντίζει να παρουσιάσει αρκετά στοιχεία της κουλτούρας της περιοχής εκεί, ωστόσο ο σχολιασμός τον κοινωνικοπολιτκών γεγονότων αυτή τη φορά παραμένουν στο πλαίσιο των ντόπιων έγχρωμων κατοίκων, που αν και πλέον δεν υφίσταται τυπικά η δουλεία, εκείνοι ακόμα εργάζονται ως επί το πλείστον για τους λευκούς έχοντες, και για το έντονο λαθρεμπόριο ποτών και ναρκωτικών που φαίνεται ως ένα κομμάτι της καθημερινότητας της περιοχής. Αυτή η διαφορά μεταξύ της πολιτικής της προηγούμενης τριλογίας και της Λευκής Καραϊβικής εν μέρει φαντάζει φυσιολογική, καθώς τα προηγούμενα βιβλία λάμβαναν χώρα σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο που περιελάμβανε τον Πόλεμο της Αλγερίας και τον Μάη του ’68, ενώ τώρα βρισκόμαστε περίπου μια δεκαετία μετά από αυτά τα γεγονότα.
Εν κατακλείδι ο Αττιά, παρουσιάζει για ακόμα μια φορά ένα πολύ δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία δράματος, στο οποίο το λευκό χρώμα ταιριάζει απόλυτα στον τίτλο του, καθώς δεν καταφέρνει από τη μία να επιτύχει τον έντονο χρωματισμό της προηγούμενης τριλογίας, αλλά δείχνει πως αυτή η νέα τριλογία, μπορεί να πατήσει και με το παραπάνω στα χνάρια που φρόντισε ο ίδιος ο συγγραφέας να δημιουργήσει.
2,5 αστεράκια για το βιβλίο αυτό που το άρχισα με μεγάλο ενθουσιασμό ο οποίος ξεφούσκωσε πολύ σύντομα. Στα συν του βιβλίου το γεγονός ότι η διήγηση γινόταν σε πρώτο πρόσωπο διαδοχικά από καθέναν από τους πρωταγωνιστές και έτσι η πλοκή εξελισσόταν μέσα από τα λόγια κάθε παίκτη αλλά τα πλην του πολλά: το βιβλίο ήταν σαν να ήταν οργανική συνέχεια της Τριλογίας της Μασσαλίας, κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι λάθος αφού αλλάζει χώρο και χρόνο (8 χρόνια μετά) - κάνει υπερβολικά πολλές αναφορές σε γεγονότα, αριθμούς, αρχικά κλπ που δεν βοηθούν τον αναγνώστη να εγκλιματιστεί - παίρνει πάρα πολύ χρόνο να δώσει δράση στην ιστορία - περιγράφει τους πρωταγωνιστές λες και τους γνωρίζουμε, χωρίς να δίνει πολλές λεπτομέρειες, θεωρώντας ότι όλοι έχουμε διαβάσει τα προηγούμενα και ξε΄ρουμε το παρελθόν του Πάκο ή πως έχασε η Ιρέν το πόδι της. Κρίμα....
Unfortunately nowhere close the previous trilogy. The characters were quite shallow and it was full of clichés. Maybe it was me but it never manages to draw me into the story and allow me to immerse, as done in the previous books. The Caribbean setting was kind of nice.
Bottom-line: Good to read for completion but hope the next novels have the greatness of the previous ones.
Δυο αστερακια μονο και μονο για τον τροπο σκαιγραφισης του κοινωνικου και πολιτικου γιγνεσθαι της Γουαδελουπης εκεινη την εποχη .Πολυ κατωτερο του Μαυρου Αλγεριου που πραγματικα ειναι απο τα αγαπημενα μου.Ειδικα απο τη μεση και μετα οπου η αστυνομικη πλοκη κυριαρχει, οι χαρακτηρες μου φανηκαν χαρτινοι, οι διαλογοι διεκαιρεωτικοι, η πλοκη ανυπαρκτη.
Σημαντικά κατώτερο από τα τρία προηγούμενα βιβλία του Μωρίς Αυτιά που έχω διαβάσει ( Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία, Παρίσι Μπλούζ), αλλά διαβάζεται ευχάριστα. Τρία αστεράκια είναι νομίζω υπεραρκετά, διότι τα τέσσερα είναι για τα πολύ καλά βιβλία και τα πέντε για τα αριστουργήματα...
Μέτριο. Και μου φάνηκε πολύ ''δήθεν'' γραφή και οι διάλογοι πολύ ξύλινοι. Και συνεχώς σαν να αναφερόταν σε παλιές, ένδοξες και μεγαλειώδεις ιστορίες (τα παλιά βιβλία της σειράς), χωρίς να τα φτάνει ούτε στο δαχτυλάκι τους