Παρίσι, 1940. Τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν πάνω από τη Γαλλία την εποχή που η Ροζαλία Σεφεριάδη αναζητά τον αγαπημένο της Ανατόλ Κοβάλσκι που έχει εξαφανιστεί. Σύντομα θα μάθει πως πίσω από την εικόνα του διάσημου μαέστρου κρύβεται ένας άνθρωπος που προσπαθεί να επουλώσει τις κρυφές πληγές του παρελθόντος. Παλεύοντας να επιβιώσει σε μια αφιλόξενη για ανύπαντρες μητέρες εποχή, η Ροζαλία δέχεται να γίνει η Χάννα Λαρούζ, σύζυγος του Γαλλοεβραίου ζωγράφου Ζαν Πιερ. Αυτή η απόφαση, σαν το πρώτο πλακάκι ενός ντόμινο, θα την οδηγήσει πρώτα στο κρεβάτι του Γερμανού ταγματάρχη Μαξ Μάισνερ κι έπειτα στο πορνείο και στην ορχήστρα γυναικών στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Καθώς η αυτοθυσία εναλλάσσεται με την προδοσία, η αλήθεια με το ψέμα και η εξιλέωση με την ταπείνωση, τα όρια του μυαλού και του κορμιού της δοκιμάζονται και η διπλή απώλεια που θα υποστεί θα τη στοιχειώσει για πάντα. Η μοίρα εξαντλεί τη σκληρότητά της, αρπάζοντας όσα της είχε χαρίσει. Το δεύτερο βιβλίο μιας συγκλονιστικής ιστορίας για τον ρατσισμό και τον έρωτα, την τέχνη και την τόλμη της ζωής, την προκατάληψη και την ελευθερία μέσα στις στάχτες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας. Μέχρι τα δεκαοκτώ της έζησε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Το 1988 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου σπούδασε ελληνική κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή. Τότε έκανε και τις πρώτες συγγραφικές της απόπειρες με μικρά διηγήματα που εκδόθηκαν σε τοπική εφημερίδα της Βέροιας. Ασχολείται με τη μουσική και τη ζωγραφική και ταξιδεύει συχνά. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία τα οκτώ μυθιστορήματά της: ΜΕ ΜΠΑΛΑΝΤΕΡ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, ΗΘΕΛΑ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΑΝΤΙΟ, Η ΜΑΤΖΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΣΥΡΤΑΡΙ, ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ, το οποίο ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών 2008,ΕΣΤΩ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΦΑΡΟΥ και ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, καθώς και το δοκίμιο ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Σε αυτό το δεύτερο βιβλίο της σειράς, που ξεκίνησε με το «Θεοί από στάχτη», ξεδιπλώνεται η ιστορία της Ροζαλίας Σεφεριάδη στο Παρίσι, αμέσως μετά την εξαφάνιση του αγαπημένου της, Ανατόλ Κοβάλσκι. Μόνη με ένα παιδί στα σπλάχνα, βρίσκει καταφύγιο και παρηγοριά στον μονόπλευρο έρωτα που αναπτύσσει ο ζωγράφος Ζαν Πιερ για κείνη. Τα γεγονότα και οι εξελίξεις θα είναι ραγδαία και θα καλύψουν την περίοδο 1939-1942. Κατά τη διάρκειά τους οι πρωταγωνιστές και οι δευτεραγωνιστές του έργου αυτού θα πάψουν να είναι αθώοι, ειλικρινείς ή τίμιοι και θα λουστούν στη στάχτη των ανθρώπων που ένας παρανοϊκός ηγέτης ξαποστέλνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και αναμμένους φούρνους.
Το μυθιστόρημα αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο καλά γνωρίζει η συγγραφέας την ανθρώπινη ψυχή και πόσο βαθιά έχει μελετήσει την ιστορική περίοδο που καλείται να ζωντανέψει. Κατάφερε να συγκεράσει τα καλολογικά στοιχεία με την ωμότητα των φρικαλεοτήτων του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου και να ανεβάσει στην ίδια σκηνή την ελπίδα που μπορεί να γεννήσει ένας έρωτας και την απογοήτευση που συνοδεύει ένας αξημέρωτος χρόνος γεμάτος αίμα, αδικία, θάνατο, σφαγή. «Αν υπάρχει Θεός, πρέπει να μου ζητήσει συγνώμη», όπως γράφτηκε από έναν Εβραίο κρατούμενο στον τοίχο του κελιού του. Η ιστορία ξετυλίγεται κυρίως με αόριστο, υπάρχουν όμως και προτάσεις με ενεστώτα διαρκείας που δίνουν ένταση και νεύρο σε κρίσιμα σημεία του κειμένου ενώ η παράθεση αποσπασμάτων από το ημερολόγιο της Ροζαλίας δίνουν μια συνοπτικότερη και άμεση ματιά στα δρώμενα και τις εξελίξεις των κεφαλαίων που αυτά κλείνουν.
Οι ανατροπές και οι εκπλήξεις δε σταματούν στιγμή, η δράση είναι καταιγιστική και οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι υποδείγματα ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Η μοίρα συγκρούεται με την Ιστορία και οι άνθρωποι που βρίσκονται στη μέση δεν ξέρουν πώς να προφυλαχτούν από τα κομμάτια που πετάγονται από αυτόν τον καβγά. Η κυρία Πασχαλία Τραυλού στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, μέσα από περιστατικά που αποτυπώνονται γλαφυρά, βάζει πολύ καλά και χωρίς spoilers τον αναγνώστη στον κορμό της ιστορίας είτε αναφέροντας συνοπτικά τα καίρια σημεία του προηγούμενου βιβλίου είτε κλείνοντας λες τους λογαριασμούς με το παρελθόν, βάζοντας τα πιόνια της στις τελικές τους θέσεις, πριν τη μεγάλη μάχη που ξετυλίγεται εδώ.
Η κεντρική ιδέα, αυτή του ρατσισμού, που διέπει τα βιβλία της σειράς, αναπτύχτηκε περισσότερο ως ιδεολογία στο πρώτο μέρος ενώ τώρα, χωρίς να παύουν στιγμή να καταγράφονται διάφορα τρανταχτά παραδείγματα διάκρισης των ανθρώπων, κυρίως μέσα από τη νοοτροπία των στρατιωτών και των αξιωματικών του Γ΄ Ράιχ απέναντι σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στο φυλετικό πρότυπο (τι συγκινητική η ιστορία της τραβεστί Βεντέτα), αυτή η ιδέα λοιπόν τώρα έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειές της. Η κυρία Τραυλού χώνει βαθιά το μαχαίρι στην πληγή και δείχνει χωρίς ωραιοποιήσεις και φτιασιδώματα τι πραγματικά είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του παραλογισμού του πολέμου ως συνέπεια του φυλετικού ρατσισμού που ανέπτυξαν κάποιοι λαοπλάνοι ηγέτες, που εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες και τις αντιλήψεις. Παραδείγματα από την Ιστορία, μαρτυρίες και αφηγήσεις, γνωστά ιστορικά πρόσωπα, γεωγραφικώς και ιστορικώς τεκμηριωμένα γεγονότα και περιστατικά μου έφεραν στη μύτη τη μυρωδιά από λιωμένη σάρκα και τρίχα που πλανιόταν πάνω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σίγουρα έχουν γραφτεί χιλιάδες ιστορίες και γεγονότα για τις μέρες και τις νύχτες των κρατουμένων στα κρεματόρια, σε κανένα όμως ως τώρα δεν κατάφερα να συντονίσω την ανάσα μου με τους μάταιους χτύπους αυτών των ανθρώπων όσο στους «Ανθρώπους από στάχτη».
Άλλο ένα θετικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η πρωτότυπη ιδέα τα γεγονότα στην Ελλάδα να διαδραματίζονται μέσα από επιστολές ή τηλεγραφήματα και όχι από κοντά. Ναι, έκανε η Ροζαλία ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, μετά όμως, που η Ιστορία κυνηγούσε τη Μοίρα για το ποια θα πρωτοπαίξει με τον άνθρωπο, ήταν τόσο καταιγιστικές οι εξελίξεις που τα νεότερα μαθαίνονταν μέσω τρίτων ή σε άψυχο χαρτί. Χωρίς να σημαίνει πως το βιβλίο βρίθει λεπτομερών ιστορικών αναφορών για τις εξελίξεις στη Γαλλία ή για τις συνέπειες που είχε στους Γάλλους πολίτες η προδοτική στάση της κυβέρνησής τους εν όψει των επεκτατικών τάσεων του Χίτλερ και του Μουσολίνι, υπάρχει ένα καλοπλεγμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Κι αυτό το πλαίσιο παραμένει στο ημίφως, αφήνοντας τη φαντασία της συγγραφέως να πιτσιλίσει με πρόσωπα τις εξελίξεις και να δώσει στο μυθιστόρημα την αρτιότητα που απαιτείται για κορύφωση της αγωνίας, πλήρωση συναισθημάτων και δυνατές ανατροπές.
Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, τα καλολογικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο κείμενο είναι οι απαραίτητες νότες ανάπαυλας από την τραγικότητα των γεγονότων και τη σύγκρουση ανθρώπου και ριζικού. Φράσεις όπως: «Ένα γέλιο μισό, ετοιμόρροπο σχηματίστηκε στα χείλη της Ροζαλίας» (σελ. 143), ή μεταφορές σαν κι αυτήν: «Τούρκοι, Άγγλοι, Γερμανοί και Ιταλοί ηγέτες ανακάτευαν κατά καιρούς το ριζικό των Ελλήνων μες στο καζάνι των συμφερόντων τους σαν αναγκαίο μπαχαρικό μηχανορραφώντας σε βάρος τους» (σελ. 253) είναι τα ξόμπλια που αποζητά ένα σκούρο σαν το περιεχόμενο του μυθιστορήματος ρούχο για να φωτίσει αμυδρά την ύπαρξή του!
Η Ροζαλία, που στο προηγούμενο βιβλίο σχεδίασε και εξετέλεσε ένα ψυχρό σχέδιο εις βάρος της Νεφέλης Παπανδρέου, πλέον Ντελίσια, μπλέκοντάς την σ’ ένα γάμο σκοπιμότητας για να κρυφτεί η ομοφυλοφιλία του φίλου της, Αλμπέρτο, τώρα τιμωρείται και μάλιστα χωρίς έλεος. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα που έχει πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις, εκφράζεται, σκέφτεται και αισθάνεται, όλα αυτά όμως δεν την κατατάσσουν στους καλούς, ούτε καν στους μονήρεις ανθρώπους. Διακυμάνσεις και αλλαγές σφυρηλατούν αέναα τον χαρακτήρα της γυναίκας αυτής που προσπαθεί να εξισορροπήσει τα «θέλω» της με τα «πρέπει» του πολέμου. Αν στο πρώτο βιβλίο απλώς διάβαζα τις περιπέτειες της Ροζαλίας, έχοντας αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω, ακόμη και παίρνοντας το μέρος της στο παιχνίδι με τη Νεφέλη, εδώ πλέον κατάλαβα στις πραγματικές της διαστάσεις την ασχήμια αυτού του εμπαιγμού.
Η Ροζαλία περνάει τα πάνδεινα κι ίσως φανεί υπερβολικός ο αριθμός των άσχημων στιγμών, των ταπεινώσεων, των δακρύων, όμως και πάλι δεν αρκούν για να με φτάσουν στο απαιτούμενο επίπεδο «ελέους» που θα ένιωθα για την ολοκλήρωση μιας ιστορίας. Ταπεινώνεται, ευτελίζεται, ποδοπατιέται, μέχρι και παιδί αποκτά, σπόρος ενός έρωτα χαμένου, τα βάσανα γίνονται ακόμη χειρότερα και το βάρος πιο δυσβάσταχτο. Μετάνιωσε; Ναι, το παραδέχεται στο ημερολόγιό της και ζητά νοερά συγνώμη από τη Νεφέλη, είναι όμως αυτό αρκετό ή αληθινό; Μήπως μετανιώνει για να απαλλαγεί από το βάρος των τύψεων και όχι συνειδητοποιώντας στο έπακρο την ύβρι που διέπραξε; Η συγγραφέας παίζει ένα καταπληκτικό παιχνίδι με την τύχη αυτής της γυναίκας, την οποία μπλέκει σε έναν κυκεώνα παρεξηγήσεων, κατακρημνίζοντας σταδιακά την, ας την πούμε αίσια, ζωή της. Γεγονότα στα οποία δε δίνει σημασία ή ερμηνεύει με τη δική της αντίληψη, διαπιστώνει πως στην πραγματικότητα, σε ξένα μάτια και αυτιά, δημιουργούν μια εντελώς λανθασμένη εικόνα, ικανή να τη στείλει, χριστιανή ούσα, στο Άουσβιτς!
Ο Ζαν Πιερ, αχ, ο Ζαν Πιερ… Για μένα αυτός είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένας άντρας που επιμένει να δίνει αγάπη σε μια γυναίκα που του ξεκαθάρισε πως περιμένει τον Ανατόλ της, ένας πατριώτης που αναγκάζεται να φορέσει το αστέρι του Δαυίδ και να δεχτεί απανωτές ταπεινώσεις για τη θρησκεία του, μια πολύπλευρη προσωπικότητα που ματώνει δυο φορές: μέσα του όσο η ματιά της Ροζαλίας περνάει από πάνω του και εξωτερικά κάθε φορά που λοιδορείται και ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου. Είναι ένας άντρας που πείθει τη Ροζαλία να τον παντρευτεί για να μην κινδυνεύει ως ανύπαντρη μητέρα και δε σταματά στιγμή να αγωνίζεται για να την κερδίσει. Ανάμεσα σε αυτό το ιδιαίτερο ζευγάρι υπάρχουν σκηνές εκπληκτικής λογοτεχνικής ωριμότητας, όχι τόσο για τον τρόπο γραφής των διαλόγων αλλά για τις διαφορετικές θέσεις και καταστάσεις, ακόμη και τα παράλληλα σύμπαντα που εκπροσωπούν. Είναι ευρηματικός ο τρόπος που σκιαγραφείται η σχέση τους, με τα πάνω και τα κάτω της, με τη δράση και την αντίδραση που προκαλούνται από απρόσμενα γεγονότα. Κι όταν έρχεται η ώρα των μεγάλων αποκαλύψεων …. αναγκάστηκα να κλείσω το βιβλίο, μην αντέχοντας το φορτίο που μου ανέθεσαν να κουβαλήσω!
Η Ροζαλία έχει βρει το αποκούμπι της στη θεία του Ζαν Πιερ, τη Μέρκα, που σταδιακά μετατρέπεται από στριφνή συγγενής, ψυχρή και αγενής απέναντι στη νύφη που της κουβαλήθηκε, σε τρυφερή, ζεστή, αληθινή φίλη, σχεδόν μητρική φιγούρα. Η αδιαλλαξία της, η αντικειμενικότητά της, η πληθώρα και το μέγεθος των συναισθημάτων που τη διακατέχουν την κάνουν έναν από τους αδαμάντινους χαρακτήρες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, μια γυναίκα απόλυτα αληθινή και τραγικά ρεαλιστική.
Ας αναφερθώ και στον Μαξ Μάισνερ, τον Γερμανό αξιωματικό που επιθυμεί διακαώς τη Ροζαλία όταν τη συναντά στο Μουλέν Ρουζ όπου εργάζεται ως μουσικός στην ορχήστρα. Θα γράψω γι’ αυτόν γιατί η ��υρία Τραυλού κατάφερε να σχηματίσει με τον δικό της τρόπο μια φιγούρα γνωστή σε όλους. Πρόκειται δηλαδή για τον κλασικό Γερμανό αξιωματικό-κατακτητή, που δεν ορρωδεί προ ουδενός για να ρίξει στο κρεβάτι όποια γυναίκα επιθυμήσει, μόνο που εδώ αυτός ο Γερμανός θα παίξει έναν απρόσμενο ρόλο και θα βάλει έναν θεμέλιο λίθο για μια πορεία χωρίς γυρισμό! Κάποια ελάχιστα ψήγματα πολιτισμού, κουλτούρας και καλλιέπειας σύντομα χάνονται και αφανίζονται κάτω από τη στάχτη που σηκώνει το πόδι του κάθε φορά που τσαλαπατάει τις ψυχές που συναντά στον δρόμο του, επομένως φυσικά και δεν τον συμπάθησα. Εξαιτίας του όμως η ζωή της Ροζαλίας θα πάρει μια αναπάντεχη τροπή και θα τη φέρει αντιμέτωπη με τον εφιάλτη του Άουσβιτς. Είναι ένας άντρας που πληρώνει για τα εγκλήματά του με ευρηματικό και ικανοποιητικό τρόπο!
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για «καλούς Γερμανούς», ας εστιάσουμε στον Βαυαρό ξυλουργό Καρλ Σβάιτς, που επιστρατεύτηκε από τη Βέρμαχτ και ρίχτηκε άθελά του σε αυτόν τον πόλεμο. Η γνωριμία του με τη Ροζαλία στο Άουσβιτς είναι κομβική και φυσικά περνάει από σαράντα κύματα ώσπου να του χαρίσει η γυναίκα την εμπιστοσύνη της. Η φιλία και η τρυφερότητα που αναπτύσσεται ανάμεσά τους είναι ένας λαμπερός ήλιος στη σκοτεινιά του στρατοπέδου και άλλη μια απόδειξη της δύναμης που έχει η ελπίδα. Αυτή η υπέροχη προσωπικότητα, που εκπροσωπεί ένα μικρό ποσοστό αληθινών ανθρώπων που ζούσαν και πολεμούσαν υπό τις διαταγές ανωτέρων τους, είναι ένας χαρακτήρας που ήρθε στην Ελλάδα και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε άλλο μυθιστόρημα της ίδιας συγγραφέως, το «Άγαλμα στη σοφίτα» (κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Διόπτρα). Έξυπνη ιδέα, την οποία επικροτώ!
Η μεταφορά της Ροζαλίας στο Άουσβιτς ανεβάζει τον πήχη ακόμη πιο ψηλά! Η συγγραφέας μεταφέρει την ιστορία της σε αυτόν τον αιματοβαμμένο βωμό ανθρωποθυσιών και αρχίζει να παρατάσσει μπροστά στον αναγνώστη μια σειρά από γνωστές προσωπικότητες: τον Μένγκελε, τον Ρούντολφ Χες, τη φράου Μάντελ και άλλους. Οι θάλαμοι αερίων, τα πειράματα σε παιδιά, νέους και νάνους, η παράλογη συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων και των αξιωματικών απέναντι στους κρατουμένους, η εξολόθρευση των Εβραίων, το τατουάζ με το εφιαλτικό νούμερο στο χέρι και πάνω απ’ όλα αυτά η παράλογη απαίτηση να υπάρχει ορχήστρα και χορωδία μέσα σε αυτήν την Κόλαση, όπως τόσο στυγνά περιγράφεται κατά την πορεία της ιστορίας είναι αληθοφανέστατες λεπτομέρειες που στήνουν ένα άκρως ρεαλιστικό σκηνικό, κάτι που μου χάρισε άφθονες στιγμές ανατριχίλας.
Τι θα συμβεί λοιπόν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης; Θα ξαναβρεθεί η Ροζαλία με τον Ανατόλ Κοβάλσκι; Γιατί εξαφανίστηκε ο έρωτας της ζωής της και δεξιοτέχνης μαέστρος από προσώπου γης και πού βρίσκεται; Θα ξαναδεί τον γιο της; Πώς θα επιβιώσει από τον όλεθρο; Τι απέγιναν οι δικοί της άνθρωποι πίσω στη Θεσσαλονίκη που κάποια στιγμή ακολούθησαν κι αυτοί τη μοίρα της εβραϊκής κοινότητας της πόλης; Και πάλι η αντικειμενική συγγραφέας παρεμβαίνει: «-Ο Θεός ας βάλει το χέρι του!... -Ο δικός σου ή ο δικός μου Θεός, θεία Μέρκα; … -Όποιος να ‘ναι. Καλοδεχούμενοι και οι δυο τους τούτη την ώρα…» (σελ. 342).
Θα αναφέρω λίγο πριν τελειώσω τις αντιρρήσεις μου ως προς δύο θέματα που διαπραγματεύεται το βιβλίο: τα πορνεία στο Άουσβιτς και τον αγνό μεν, σαρκικό αν και ανολοκλήρωτο έρωτα ανάμεσα σε δύο αδέλφια. Στη μέχρι τώρα πορεία μου, όσες φορές διάβασα σε βιβλία για γυναίκες που κατέφυγαν ή εκβεβιάστηκαν να καταφύγουν στην πορνεία δεν ήταν και η καλύτερή μου. Σίγουρα οι γυναίκες αυτές είναι ηρωίδες, είναι πλάσματα που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν αποζητούν μετά χαράς αυτόν τον κίβδηλο έρωτα, απλώς στα βιβλία δεν είναι για μένα η καλύτερη μυθοπλαστική αναφορά, όσο καλοδουλεμένη, ρεαλιστική και αναγκαία κι αν είναι. Αυτήν την άποψη την αποκρυστάλλωσα ίσως και επηρεασμένος από δείγματα παραλογοτεχνίας που έχω διαβάσει ή τις μελό ελληνικές ταινίες που έχω δει, όπου η πορνεία χρησιμοποιείται πολλές φορές ως πόλος έλξης συμπτώσεων ή είναι η «εύκολη» ή «ενδεδειγμένη» λύση για μια γυναίκα που έχει υποστεί τα πάνδεινα στη ζωή της και η μοίρα την ανάγκασε να στραφεί σε αυτήν τη «δουλειά».
Παρ’ όλ’ αυτά, στην περίπτωση των «Ανθρώπων από στάχτη» ανοίχτηκε ένα εντελώς νέο κεφάλαιο μπροστά μου: στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπήρχαν όντως πόρνες ως «επίδομα» για τους υπάκουους και υποδειγματικούς κρατούμενους! Τούτο ήταν ένα σατανικό σχέδιο του Χάινριχ Χίμλερ, που πίστευε πως έτσι οι άντρες θα αύξαναν την παραγωγικότητά τους! Φυσικά τις πόρνες δεν τις χρησιμοποίησε παρά μόνο το 1 % των κρατουμένων! Μια σοβαρότατη λεπτομέρεια λοιπόν, κατά πάσαν πιθανότητα ταμπού για την ιστορική μελέτη, βρίσκει τον δρόμο της για να αναπτυχθεί και να πληροφορήσει τον αναγνώστη γι’ αυτήν την εντελώς άγνωστη σε πολλούς σελίδα. Απλώς το γεγονός πως μια από τις ηρωίδες του βιβλίου βασανίστηκε για να πάρει αυτό το πόστο, σαν να μην της φτάναν όλα τα άλλα, ήταν κάτι που μου έφερε στο μυαλό τα άλλα παραδείγματα που ανέφερα πριν, η γραφή της κυρίας Τραυλού όμως με έπεισε απόλυτα για όλα!
Ως προς τον έρωτα και τον σαρκικό πόθο ανάμεσα σε αδέλφια είναι κι αυτό ένα ταμπού στον μικρόκοσμό μου, με το οποίο όποτε διασταυρώνονται οι δρόμοι μας στρίβω αλλού το κεφάλι. Υπάρχει όμως, υφίσταται κι αλίμονο σε όποιον το ζήσει, όπως οι δύο χαρακτήρες που επέλεξε η συγγραφέας. Προς τιμήν της σεβάστηκε τη σάρκα και δεν ολοκλήρωσε τη σχέση τους, κάτι που όμως αποδείχτηκε οδυνηρότερο και για τους δύο, πόσο μάλλον για εκείνο το πρόσωπο που τους ανακάλυψε και ανατράπηκε για πάντα η ζωή του. Φυσικά καμία από τις δύο αυτές καθαρά υποκειμενικές παρατηρήσεις δεν επηρεάζει τη σημαντική λογοτεχνική αξία που απορρέει από ένα συγκλονιστικό κείμενο, όπως οι «Άνθρωποι από στάχτη».
Το δεύτερο βιβλίο λοιπόν της σειράς είναι το δάκρυ που αφήνει η πένα ως φόρο τιμής σε αυτές τις χαμένες ψυχές, σε αυτούς τους ήρωες που ένιωσαν στο πετσί τους τη φρίκη και την παράνοια και είτε επέζησαν είτε κατέφυγαν στην αγκαλιά του Θεού για να Τον παρηγορήσουν που δεν μπόρεσε να κατέβει και να ζητήσει συγνώμη από την ανθρωπότητα. Αναπάντεχα γεγονότα, προδοσίες και ελπίδα, εξαιρετικά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, αγάπη και σεβασμός, μανία και παράνοια, ξεπηδούν χάρη σε ένα υποδειγματικό στυλ γραφής, δοτικό, καίριο, ρεαλιστικό και τεκμηριωμένο. Όλα αυτά συναποτελούν τους «Ανθρώπους από στάχτη» που μας ταξιδεύουν στο παρελθόν της ανθρώπινης ιστορίας και στο διηνεκές της ανθρώπινης χωλότητας. Η πλοκή εμπλουτίζεται, ανεβαίνει βαθμίδες και προετοιμάζει τον αναγνώστη για το ακόμη δυνατότερο κρεσέντο που ακολουθεί. «Μόνο το χνότο του καιρού και το κλάμα της βροχής» είναι η μουσική υπόκρουση σε αυτό το στρωτό, διαχρονικό και πανανθρώπινο κείμενο όσο ο αναγνώστης προσπαθεί να βρει απάντηση στο ερώτημα: «-Πόσες φορές άραγε μπορεί να πεθάνει ένας άνθρωπος, θεία Μέρκα;» («-Όσες φορές χρειαστεί, κόρη μου. Αρκεί να μπορεί να ανασταίνεται και να ξαναζεί», σελ. 295).
Το μυθιστόρημα «Άνθρωποι από στάχτη» αποτελούν τον δεύτερο τόμο της τριλογίας της πολυγραφότατης συγγραφέως Πασχαλίας Τραυλού, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Μετά το «Θεοί από στάχτη» τον πρώτο μέρος της τριλογίας αυτής, ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα εποχής, με έντονο ηθογραφικό χαρακτήρα, η συγγραφέας συνεχίζει δυναμικά την ιστορία της Ροζαλίας, της κεντρικής ηρωίδας του πρώτου βιβλίου, με το «Άνθρωποι από στάχτη», ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα!
Η ανεξήγητη φυγή του Ανατόλ Κοβάλσκι, θα δημιουργήσει μία πληθώρα αποριών και ερωτημάτων στη Ροζαλία, ενώ θα την επαναφέρει βίαια σε μία πραγματικότητα που μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη. Η κυρία Τραυλού μέσα από το παρόν έργο εστιάζει στη δραματική χρονική περίοδο μεταξύ 1939-1943! Πληγωμένη απ΄ την ξαφνική και βίαιη απουσία του αγαπημένου της, η Ροζαλία παίρνει την απόφαση να αναζητήσει την αιτία της φυγής του, ενώ ταυτόχρονα αγωνίζεται για να βρει τις ισορροπίες της, καθώς κι ένα λόγο για να συνεχίσει να ζει. Τη σανίδα σωτηρίας από μία καθημερινότητα μέσα στην οποία ασφυκτιά και πνίγεται, θα αποτελέσει ο ζωγράφος φίλος της, Ζαν Πιέρ και ο μονόπλευρο έρωτας του για εκείνη. Η Ροζαλία θα κουρνιάσει στην αγκαλιά του φίλου της, πλάι στον οποίο θα αισθανθεί ασφάλεια. Ο Ζαν Πιερ θα εμφανίσει μία πρωτόγνωρη αυταπάρνηση, κάνοντας ότι περνά από το χέρι του για να γιατρέψει την πληγωμένη καρδιάς της γυναίκας, με την οποία είναι ερωτευμένος σφόδρα.
Ένα απρόσμενο γεγονός θα οδηγήσει την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου στον γάμο με τον Ζαν Πιέρ, ενώ παράλληλα ένα πλήθος αλυσιδωτών καταστάσεων σε συνδυασμό με την τύχη της πρωταγωνίστριας, που θα μπορούσε να είναι ένα παιχνίδι στα χέρια της ζωής, δημιουργούν έναν κυκεώνα εξελίξεων, που σαν ένας ανεξέλεγκτος τυφώνας, θα σαρώσουν την προχείρως στρωμένη καθημερινότητα της. Η Ροζαλία θα αναγκαστεί να βαδίσει ένα μονοπάτι δύσβατο και μακρύ. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν πρέπει να λυγίσει. Δεν πρέπει να γονατίσει. Αγόγγυστα καλείται να ανεβεί αυτή την ανηφόρα και σιωπηλά να σηκώσει τον δικό της σταυρό. Θα τα καταφέρει; Πρέπει να τα καταφέρει. Έχει έναν, ή μάλλον δύο, ίσως και περισσότερους λόγους για να το κάνει.
Από τη μία μέρα στην άλλη, λοιπόν, από το Παρίσι της γερμανικής κατοχής, ένα Παρίσι γκρίζο, καταθλιπτικό, ένα Παρίσι όπου η πείνα, η φτώχεια, και ο θάνατος που καραδοκεί στη στροφή του δρόμου, αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της καθημερινότητας, η Ροζαλία θα βρεθεί στην χειρότερη ομολογουμένως επίγεια κόλαση, που ��πήρξε ποτέ στον πλανήτη, στο Άουσβιτς! Ο συγγραφικός φακός της κυρίας Τραυλού μετατοπίζεται και εστιάζει στον ιστορικό αυτό βωμό, τον πλημμυρισμένο με αίμα και δάκρυα, πάνω στον οποίο θυσιάστηκαν αμέτρητες ανθρώπινες ψυχές για χάρη μίας διεστραμμένης ιδέας. Από το κούρεμα με την ψιλή, το τατουάζ και την υποβίβαση της ανθρώπινης οντότητας, απλά σε έναν μαθηματικό αριθμό, στους θαλάμους αερίων, στους “φούρνους” των ανθρώπων, και στα ιατρικά πειράματα σε παιδιά, νέους, νάνους, και γενικότερα περιπτώσεις ανθρώπων άξιων προς μελέτη, με σκοπό την εκπλήρωση οραμάτων που ξεπερνούν τον άνθρωπο και τις δυνατότητες του και χυδαία προσπαθούν να αγγίξουν τις ικανότητες ενός Θεού, ενός Θεού που απουσιάζει ηχηρά απ' τις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Άνθρωποι από στάχτη» γινόμαστε μάρτυρες των δακρύων, της ταπείνωσης, και του απόλυτου εξευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης της Ροζαλίας. Ίσως ο συσσωρευμένος αριθμός των δεινών και ο πόνος που καλείται να αντιμετωπίσει η πρωταγωνίστρια να φαντάζει κάπως υπερβολικός, αλλά σ' αυτό το σημείο πρέπει να αναλογιστούμε πως κατάφερε η Ροζαλία να φτάσει στο Παρίσι. Ίσως τίποτα τελικά να μην ήταν τυχαίο! Ίσως, όλα αυτά τα δυσβάσταχτα βάσανα να αποτελούν το πλήρωμα του χρόνου, το αποτέλεσμα της Νέμεσις για τους ανθρώπους που ηθελημένα πλήγωσε στο παρελθόν, για την ύβρι που συνειδητά διέπραξε κάποτε.
Μέσα από τον δεύτερο τόμο της τριλογίας, η κυρία Τραυλού άλλοτε άμεσα, κι άλλοτε έμμεσα δεν παραβλέπει να αναφερθεί στο διαχρονικό φαινόμενο του ρατσισμού, που αποτελεί άλλωστε βασικό θεματικό πυλώνα αυτής της συγγραφικής της απόπειρας, αλλά και να δημιουργήσει εκρηκτικά δίπολα, που καλλιεργούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον λόγω των έντονων αντιθέσεων που τα χαρακτηρίζει.
Ένα από αυτά που ξεχώρισα είναι αυτό που σχετίζεται με τη θηριωδία των Ναζί, και την ταυτόχρονη αγάπη που έδειχναν προς κάθε μορφή τέχνης και ιδιαίτερα στην αγάπη τους για τη μουσική. Γεγονός απόλυτα αληθές, που βάσει κάποιων βιβλιογραφικών πηγών, διαφαίνεται ακράδαντα απ' τη δημιουργία ορχήστρας μέσα απ' τα τείχη του στρατοπέδου, ορχήστρα αποτελούμενη από γυναίκες κρατούμενες.
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο δίπολο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς και αυτό που δημιουργείται μεταξύ των στρατιωτικών, μελών του Γ' Ράιχ, δίπολο που σχετίζεται με το καλό και το κακό, αφού μέσα σε όλη αυτή την ωμότητα, τη διαστροφή και την ακόρεστη δίψα για εξουσία, που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος των Ναζί, υπήρχαν και εκείνα τα φωτεινά παραδείγματα, οι εξαιρέσεις στον κανόνα, στρατιωτικών όπως ο Κάρλ Σβάιτς, πρόσωπο πολύ αγαπημένο για κάθε αναγνώστη, που ξενύχτησε διαβάζοντας το μυθιστόρημα της κυρίας Τραυλού, Το άγαλμα στη σοφίτα, γεγονός που έμμεσα επικοινωνεί το μήνυμα στο αναγνωστικό κοινό πως τελικά άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα και παντού, παρά τη σκοτεινιά που μπορεί να επικρατεί γύρω.
Μεγάλο ενδιαφέρον στις σελίδες αυτού του βιβλίου συγκέντρωσε και η τραγική ιστορία της Βεντέτας, μίας τραβεστί, με αγγελική φωνή. Μία ιστορία που ομολογουμένως μας συγκίνησε, και αποτέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για σκέψη και προβληματισμό, αφού μέσω αυτής της αναφοράς η συγγραφέας όχι μόνο έθιξε το ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας και το πως η κοινωνία αντιμετωπίζει αυτή τη μερίδα των ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να μας κάνει να συναισθανθούμε το δράμα του συγκεκριμένου μυθιστορηματικού χαρακτήρα, δράμα που επικεντρώνεται κυρίως στην ανάγκη του για ελευθερία, για κατανόηση, αποδοχή και προσωπική έκφραση.
Η Πασχαλία Τραυλού μέσα απ' την πολυετή συγγραφική εμπειρία που διαθέτει, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα τεχνικά άρτιο και ισορροπημένο σε καλολογικά στοιχεία, γεμάτο εκπλήξεις και ανατροπές! Ένα μυθιστόρημα που διακρίνεται για τον καταιγιστικό και ευφυή ταυτόχρονα τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται η πλοκή του μύθου, καθώς και για τον λεπτομερή τρόπο που χρησιμοποιεί η δημιουργός αυτού του έργου για να σκιαγραφήσει ακόμα και τους δευτεραγωνιστές της μυθιστορίας της. Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, οι «Άνθρωποι από στάχτη» ήταν ένα μυθιστόρημα που με συγκίνησε και με προβλημάτισε βαθιά, ενώ ταυτόχρονα η σκληρότητα και η απανθρωπιά που συνοδεύουν τα ιστορικά γεγονότα, που εκτυλίχθηκαν μέσα απ' τα συρματοπλέγματα του Άουσβιτς, μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι με τσάκισαν!
Το δεύτερο βιβλίο από την ελεγεία της στάχτης και το βρήκα πιο συγκλονιστικό από το πρώτο. Ο Χίτλερ και η γερμανική μπότα τσακίζει την Ευρώπη, τις ανθρώπινες αξίες, τις ζωές , τα όνειρα την αξιοπρέπεια. Η Ροζαλία θα χάσει και αυτή τα δεδομένα της, τα όνειρα της θα αναθεωρήσει τα πάντα σε έναν αγώνα για επιβίωση, θα αναζητήσει αποκούμπι για να μην τρελαθεί στο παρελθόν και τον αγώνα για το παιδί της. Θα στιγματιστεί βαθιά κ ανεπανόρθωτα. Όνειρα από στάχτη, ψυχές από στάχτη, αξίες από στάχτη, ανθρώπινα κορμιά στάχτη στα κρεματόρια. Όπως λέει και ο τίτλος, άνθρωποι από στάχτη......
Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας έρχεται η σειρά των ανθρώπων να γίνουν στάχτη. Η Ροζαλία Σεφεριάδη προσπαθεί να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και ταξιδεύοντας στην πόλη του φωτός προσεγγίζει με την αγάπη της για τη μουσική τον διάσημο μαέστρο Ανατόλ Κοβάλσκι,ο οποίος μετά από μια σχέση σχεδόν αστραπή μαζί της εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Τα γεγονότα του Β . παγκοσμίου πολέμου θα σταθούν μοιραία σε πολλές αποφάσεις που θα χρειαστεί να πάρει η Ροζαλία και θα αναγκαστεί να βιώσει εξευτελιστικες στιγμές για να σώσει τον καρπό του έρωτα της με τον Ανατόλ. Η φρίκη και ο αποτροπιασμός σε όλο του το μεγαλείο, καθώς βλέπουμε για πολλοστή φορά τα εγκλήματα των Γερμανών εις βάρος των Εβραίων αλλά και εις βάρος των ασθενών και των αδυνάμων. Το πέρασμα από το πρώτο βιβλίο στο δεύτερο και η λύση του γρίφου τι απέγινε Ο Κοβάλσκι έρχεται με τη μορφή αφήγησης από τον θυρωρο της σχολής τον Μισέλ Ντελακρουά. Καθ'όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης η φράση δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε κανέναν έχει την τιμητική της.Η ζωή επιστρέφει μερικές φορές συμπεριφορές και οι αδικίες ίσως γυρνάνε πάντα στο πρόσωπό μας με τη μορφή της μοίρας. Ανυπομονώ να πιάσω στα χέρια μου το τρίτο βιβλίο της σειράς παρόλο που η διαίσθηση μου μου λέει πάνω κάτω τι να περιμένω. Αδιαμφισβήτητα μαγική γραφή χωρίς άσκοπες αναφορές της Πασχαλίας Τραυλού η οποία παραμένει στις αγαπημένες μου.
Μία Ιστορική και συναρπαστική τριλογία με ιστορικά στοιχεία του Β.Παγκοσμιου Πολέμου.Ξεχωριστή ιστορία για κάθε βιβλίο αλλά και συνάμα αλληλένδετες.Θίγονται ευαίσθητα ιστορικά θέματα με μια δυνατή γραφή και άψογη σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων .Περιγραφές μίας σκληρής εποχής που οι νεότεροι πρέπει να γνωρίζουν ώστε, εφόσον είναι εφικτό να μην επαναληφθούν.Ξεκινά λοιπόν η πλοκή από το 1914 με τον διωγμό από Μ.Ασία και φθάνει μέχρι το 1998.Αποτύπωση εκείνης της εποχής με τον τρόπο που γνωρίζει η αξιόλογη συγγραφέας.Στο α'βιβλίο αναφέρεται διωγμός από την πατρίδα και η εγκατάσταση τους στην Θεσσαλονίκη όπου ξεκινούν μία νέα ζωή με τις ανάλογες δυσκολίες για όλους που υπέστησαν διωγμό.Σε μια πολιτισμική Θεσσαλονίκη όπου συμπορεύονται πολλές εθνικότητες μαζί.Στο β'βιβλίο αναφέρεται κυρίως στο Παρίσι υπό την κατοχή του Γερμανικού Κράτους στον Β.Παγκόσμιο Πόλεμο,όπου οι πολίτες ζούσαν σε μία κατάσταση πανικού και πολλοί τράπηκαν σε φυγή.Σκοτεινά χρόνια λοιπόν στην Πόλη του Φωτός υπό την Γερμανική κατοχή και μία εθνική ταπείνωση.Συναμα ήταν πόλη έλξης των Εβραίων όπου η πλειοψηφία κατέληξε σε ναζιστικά στρατόπεδα και μέσα σε αυτούς ήταν και οι ήρωες μας όπου πέρασαν τραγικά δεινά.Στο γ'βιβλίο και τελευταίο η ιστορία αρχίζει από το Βερολίνο εν έτει 1998 όπου απόγονοι των προηγούμενων ηρώων αγωνίζονται να μάθουν μυστικά και τις ρίζες των προγόνων τους.Αναδεικνύονται κοινωνικές προκαταλήψεις, ρατσισμός, φανατισμός και η Ανθρώπινη υπάρξη.Γενετικά πειράματα κατά το πρόγραμμα του ναζισμού είναι αιτία άνθρωποι να ανακαλύπτουν τερατώδη σημεία.Μια τριλογία επομένως για τον ρατσισμό,τον έρωτα,την Τέχνη, τον φανατισμό σε μια ροή γεγονότων γρήγορη.Για να είμαι ειλικρινής λάτρεψα το πρώτο και το δεύτερο, αλλά το τρίτο με κούρασε παρ'ολο που δεν υπάρχουν επαναλήψεις.Ισως τα μεταφυσικά στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι πολύ στα υπέρ.Και πάλι μιλώ υποκειμενικά.
Είναι το δεύτερο μέρος μιας αριστουργηματικής πραγματικά τριλογίας. Μετά το «Θεοί από στάχτη», το «Άνθρωποι από στάχτη» συνεχίζει τη καθηλωτική πορεία της Οδύσσειας της ηρωίδας μας. Δεν υπάρχουν επαναλήψεις και η αφήγηση συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε το πρώτο βιβλίο. Η συγγραφέας με την δυνατή πένα της, μας χώνει ακόμα πιο βαθιά μέσα στην αφήγησή της. Δεν συμπάσχουμε απλά με όσα συμβαίνουν, αλλά μας χώνει στη κυριολεξία μέσα στο μυθιστόρημα έτσι ώστε να συμμετέχουν απόλυτα η καρδιά και η ψυχή μας. Κι αυτό νομίζω πως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ρέοντα λογοτεχνικό ύφος της συγγραφέως. Ακόμα και όταν έχει διαβάσει κανείς και τις τελευταίες λέξεις του βιβλίου, είναι δύσκολο να απαγκιστρωθεί από την ιστορία αυτή. Μια γραφή απίστευτη, μεστή, δυνατή, ένα βιβλίο πυκνογραμμένο, σε κερδίζει από την πρώτη κιόλας σελίδα του, με εξαιρετική πλοκή, αγωνία, είναι γεμάτο από συναισθήματα, εκπλήξεις και ανατροπές, και παρ’ όλη τη φρίκη και την τραγικότητά του πολέμου, υπάρχει η ελπίδα. Τα ιστορικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και οι λεπτομέρειες των στρατοπέδων συγκέντρωσης προέρχονται από εκτενή ιστορική έρευνα, κι έτσι καταφέρνει η κυρία Τραυλού να τα παρουσιάσει στη πραγματική τους διάσταση, χωρίς ωραιοποιήσεις. Αρκετά πρόσωπα του μυθιστορήματος υπήρξαν πραγματικά, αλλά και αυτά που είναι προϊόν μυθοπλασίας διόλου δεν διαφέρουν από τα υπόλοιπα και δένουν απόλυτα με την όλη αφήγηση. Μέσα σε αυτά τα στρατόπεδα βλέπουμε να παίρνουν σάρκα και οστά οι πάσης φύσεως ρατσιστικές διακρίσεις που είχαν αναφερθεί πρωταρχικά στο πρώτο βιβλίο και η συγγραφέας ζωγραφίζει με τα μελανότερα χρώματα, καταφέρνοντας έτσι να δείξει, το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού.
«Άνθρωποι από στάχτη, θεοί από στάχτη, όλα στάχτη»…. αναμένουμε εναγωνίως τη συνέχεια….
Συνέχεια του πρώτου βιβλίου η Ροζαλία εξακολουθεί να μου είναι αντιπαθής καθώς για ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου μου φαίνεται σαν να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της. Αυτό αλλάζει όταν αρχίζει να αυτοθυσιάζεται για να προστατέψει τόσο τον Ζαν Πιερ όσο και τον μικρό Ανατόλ.
Ο Ζαν Πιερ, αχ αυτός ο Ζαν Πιερ. Με κούρασε λίγο με την ηττοπάθεια του και το μπεκρούλιασμά του για μια αγάπη μονόπλευρη, ώσπου να γίνει η αποκάλυψη και να καταλάβω τον λόγω που τον έριξε τόσο ψυχολογικά και τον γέμισε τύψεις, κι εγώ νόμιζα πως ήταν που έχασε την έμπνευσή του.
Καταλήγοντας στο Άουσβιτς η Ροζαλία προτίμησε να γίνει η πρώτη πόρνη του πορνείου που ετοιμάζαν οι Ες Ες παρά να τους χαρίσει την μουσική της. Τι να πω δεν είμαι καλλιτεχνική φύση και μάλλον αυτό δεν θα το καταλάβω ποτέ. Πραγματικά την συμπάθησα μόνο προς το τέλος του βιβλίου που έκανε ότι χρειαζόταν και ότι περνούσε από το χέρι της για να προστατέψει τον μικρό της. Την πόνεσα σαν μάνα και την λυπήθηκε η ψυχή μου.
Πραγματικά πολύ ωραίο βιβλίο που μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον, το τελείωσα πολύ γρήγορα και εύκολα. Για το μόνο ίσως που έχω μια ένσταση είναι για το ότι επιμένει η συγγραφέας να επαναλαμβάνει σε μερικά μακροσκελή σημεία περιγραφές καταστάσεων, ανθρώπων και συναισθημάτων. Οκ αν το διαβάσαμε ήδη μια φορά το καταλάβαμε δεν νομίζω πως χρειάζεται να διαβάζω για το ίδιο συναίσθημα 5 φορές από 1-2 σελίδες την κάθε φορά. Ωστόσο, αυτή η μικρή παρατήρηση δεν στάθηκε αρκετή για να μου μειώσει το ενδιαφέρον και να θελήσω να σταματήσω ίσως την ανάγνωση της ιστορίας της. Ομολογουμένως μου άρεσε πολύ περισσότερο από το πρώτο βιβλίο της σειράς "Θεοί από στάχτη". Πάμε για το τρίτο λοιπόν.
Αρκετά σκληρό, αλλά έτσι είναι ο πόλεμος.Προσωπικα διάβασα με ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορίας αν και το βρήκα κάπως αργό στη ροή του.Η γραφή της συγγραφέως πάντα εξαιρετική.