Jump to ratings and reviews
Rate this book

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Rate this book
Αθήνα 1950-1953. Σε μια πλατιά τοιχογραφία ο συγγραφέας ανακαλεί τις εικόνες μιας εποχής που για εκείνον όρισαν για πάντα το πρόσωπο της πόλης του. Μια αναπαράσταση των πρώτων χρόνων μετά από μια αιματηρή δεκαετία με κατοχή και εμφύλιο, χωρίς καταφυγή σε αρχειακό υλικό, παρά μόνο με τη δύναμη της μυθιστορηματικής επινόησης που προσπαθεί να συναγωνιστεί σε αμεσότητα τα ντοκουμέντα, οπτικά και ηχητικά, της εποχής. Έρωτες, ίντριγκες, συνωμοσίες, φτώχεια και δυστυχία, μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε και πείνασε. Οι ιστορίες του μυθιστορήματος μπλέκουν μεταξύ τους, στη διάρκεια της πρώτης τριετίας μιας ειρηνικής σειράς ετών, σημαδεμένων για πάντα από τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος.

328 pages, Paperback

First published January 1, 2018

2 people are currently reading
38 people want to read

About the author

Αλέξης Πανσέληνος

16 books17 followers
Ο Αλέξης Πανσέληνος (English: Alexis Panselinos) είναι συγγραφέας διηγημάτων και μυθιστορημάτων.
Επίσης έχει μεταταφράσει ξένη λογοτεχνία στα ελληνικά (από τα αγγλικά και τα γερμανικά).

Ratings & Reviews

What do you think?
Rate this book

Friends & Following

Create a free account to discover what your friends think of this book!

Community Reviews

5 stars
4 (9%)
4 stars
20 (48%)
3 stars
11 (26%)
2 stars
5 (12%)
1 star
1 (2%)
Displaying 1 - 9 of 9 reviews
Profile Image for Κατερίνα Μαλακατέ.
Author 7 books629 followers
December 6, 2018
http://diavazontas.blogspot.com/2018/...

Τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» κυκλοφόρησαν πριν έναν μήνα περίπου και με τράβηξαν αμέσως, τόσο με τον παιγνιώδη τίτλο, όσο και το θέμα τους. Τα διάβασα ενδιάμεσα στα δύο μεγαθήρια, το 4321 και Tα Κοκάλινα ρολόγια, κι ήταν η αποσπασματικότητά τους μια ευχάριστη αλλαγή από το βύθισμα που απαιτούσαν τα δύο τούβλα.

Πρόκειται για 48 στιγμιότυπα τοποθετημένα ανάμεσα στο 1950 και το 1953, σε μια Αθήνα ακόμα ματωμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που προσπαθεί να γλείψει τις πληγές της. Οι άνθρωποι, δεξιοί, αριστεροί, αδιάφοροι, ζουν σε συνθήκες δύσκολες, τα πάθη, τα μίση και ο αλληλοσπαραγμός έχουν αφήσει τραύματα που είναι ακόμα νωπά, ενώ ταυτόχρονα χτίζεται αυτό το στρεβλό οικοδόμημα που οι παθογένειές του ταλανίζουν ακόμα και το τωρινό μας Κράτος.

Ο Αλέξης Πανσέληνος τολμά και στήνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, χωρίς κεντρικό ήρωα, αφήνει τη ματιά του να σταθεί πότε εδώ και πότε εκεί, φτιάχνει ατμόσφαιρα με τις περιγραφές, τα πρόσωπα, τα τραγούδια· αυτά τα ελαφρά και συχνά σαχλά τραγουδάκια, που φαίνονται τόσο χαρούμενα και αταίριαστα σε έναν κόσμο ερειπωμένο. Η πολιτική δεσπόζει, τα πρόσωπα ορίζονται από την τοποθέτησή τους κι ο συγγραφέας δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, τόσο για τη μια, όσο και για την άλλη πλευρά.

Οι ήρωες ταξιδεύουν στα κομμάτια του βιβλίου, το νήμα της αφήγησης δεν χάνεται γιατί όλο τους ξαναβρίσκουμε. Ανάμεσά τους ο δεξιός βιομήχανος και η κυρία του, ο μάλλον φτωχός αριστερός δικηγόρος που βγαίνει βουλευτής και μόνον τότε σταματούν να τον κυνηγάνε, το κουτσαβάκι που επιπλέει όποιος κι αν είναι στα πράγματα και βρίσκει τρόπο τα εγκλήματα του απλού ποινικού δικαίου να τα κάνει στο όνομα της πολιτικής, γραμματείς από λαϊκές συνοικίες που ξέρουν πως στη δουλειά συμπεριλαμβάνεται και το κορμί τους, υπηρετριούλες που είχαν εσώκλειστες όλα τα αστικά σπίτια. Ο ίδιος ο Πανσέληνος εκείνη την εποχή ήταν παιδί, και η νοσταλγία που νιώθει για αυτό τον κόσμο είναι έκδηλη σε όλο το κείμενο, τα παιδιά είναι ευτυχισμένα με ένα δικό τους, ολότελα πρωτότυπο τρόπο. Είναι σαν να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους, σε αυτούς τους δρόμους, με εκείνες τις συνθήκες, να ζουν δίπλα σου.

Ο Αλέξης Πανσέληνος αρέσκεται να παίζει με τα λογοτεχνικά είδη, να αλλάζει κάθε φορά είδος, και μέθοδο αφήγησης. Ένα πράγμα δεν αλλάζει, η εξαιρετικά προσεγμένη γλώσσα του και η αγάπη του στη μεγάλη φόρμα. Αξίζει τον κόπο να τον ακολουθείς, να παρατηρείς τι είναι αυτό που του κέντρισε το ενδιαφέρον κάθε φορά και πώς το χειρίστηκε- καθαρά από συγγραφική διαστροφή. Αν και η αναγνωστική απόλαυση που παίρνει κανείς δεν είναι διόλου αμελητέα.
Profile Image for Κατερίνα Μάγνη.
166 reviews24 followers
August 27, 2019
Γραμμένο με την απλότητα των ελαφρών ελληνικών τραγουδιών, ωστόσο χωρίς να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, το βιβλίο αφήνει να αναδυθεί με άμεσο και ουσιαστικό τρόπο η ατμόσφαιρα της Αθήνας στην εποχή μετά τον εμφύλιο. Μιας Αθήνας όμορφης όσο ποτέ, μια πόλης που πίσω από την ομορφιά της κρύβονται τα πάθη που φαινομενικά έχουν καταλαγιάσει. Κι αν τα έκρυβε κι ένας συγγραφέας, θα κατάφερνε μονάχα μια “ανάλαφρη” αποτύπωση της πραγματικότητας.
Κατά τη γνώμη μου, τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» είναι μια ευφυώς απλή, συμπυκνωμένη μέσα από στιγμιότυπα, καταγραφή της ζωής των ανθρώπων της Αθήνας του ’50.
https://anagnoseisvivlion.wordpress.c...
Profile Image for Πάνος Τουρλής.
2,681 reviews161 followers
July 18, 2019
Σαράντα οκτώ στιγμιότυπα μεταξύ 1950 και 1953, σαράντα οκτώ μικρά κεφάλαια, γεμάτα αφηγηματική δύναμη, κινηματογραφικές εικόνες και αληθινούς χαρακτήρες συναποτελούν ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με χαλαρές άκρες αλλά σφιχτοδεμένη πλοκή. Πρόκειται για μια σειρά περιπετειών, περιστατικών και γεγονότων που ζωντανεύουν με πιστότητα και ενάργεια τη δεκαετία του 1950, μια εποχή όπου η Ελλάδα έβγαινε από τον αιματηρό πόλεμο και τον ακόμη πιο αιματηρό Εμφύλιο κι είχε ανάγκη από αισιοδοξία και κέφι ενώ ταυτόχρονα κάποιοι ζούσαν τις δυσβάσταχτες συνέπειες των ανωτέρω γεγονότων. Κομμουνιστές και μαυραγορίτες, φερέλπιδες γραμματείς και φοβισμένοι φαντάροι, οικογενειάρχες και ορφανά, ψάχνουν στα ερείπια του χτες για ένα καλύτερο αύριο, πάντα υπό τη δυνατή πένα και τη διεισδυτική ματιά ενός συγγραφέα που τρυπώνει πίσω από κλειστές πόρτες και βουτάει σε ανθρώπινες ψυχές.

Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν πάρα πολλοί χαρακτήρες κι ίσως τα πολλά ονόματα μπερδέψουν κάποιους, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η «χαλαρή» αφήγηση μεταβαίνει πότε εδώ και πότε κει, πότε προχωράει δηλαδή τη μία ιστορία και πότε την άλλη αλλά από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να διαφαίνονται οι συγγενικές, φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις των πρωταγωνιστών, δημιουργώντας έτσι σταδιακά μια πολύχρωμη βεντάλια. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου αλλά για σπονδυλωτές ιστορίες που κάπου συναντιούνται, κάπου χωρίζουν για να ξαναβρεθούν αργότερα, κάπως προχωράνε, φινάλε δεν υπάρχει… Εν τω μεταξύ το στυλ του συγγραφέα με παρέσυρε να ρουφήξω την κάθε σελίδα, να διαβάσω με αδημονία και λαχτάρα για κάθε νέο χαρακτήρα που μου παρουσιαζόταν, να εντρυφήσω σε όλες τις λεπτομέρειες που αναπαριστούν την εποχή, φτάνοντας στο σημείο να επικεντρώνομαι περισσότερο στο ζωντάνεμα της καθημερινότητας των ηρώων μέσα από πραγματολογικά στοιχεία μελετημένα και τεκμηριωμένα παρά στο πώς και αν εξελίσσονται οι πραγματικά ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Οι περισσότεροι τίτλοι των κεφαλαίων είναι στίχοι από ελαφρά τραγούδια, σκαμπρόζικα, χαριτωμένα, άσματα που τα άκουγε ο κόσμος σε μια εποχή δύσκολη, γεμάτη όνειρα κι ελπίδες αλλά και ματωμένες μνήμες, με τους εξόριστους στη Μακρόνησο, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων να είναι πάντα εκεί, στην άκρη του γραφείου όπου σου παίρνουν συνέντευξη. Όλα περνούν από το κείμενο: ιστορικά γεγονότα όπως ο πόλεμος της Κορέας και οι εξορίες, η δίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη, ιστορικά πρόσωπα όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου κι ο Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειες, τι διαβάζανε από περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, τι ακούγανε σε ραδιόφωνο και δίσκους, πού παραθερίζανε, τι φοράγανε, τι καπνίζανε, πώς ζούσαν οι υπηρέτριες, ποιοι τις είχαν, πώς είχαν αποκτήσει χρήματα οι πλούσιοι και τι δυσκολίες είχαν οι φτωχοί, από πού ψώνιζε ο κόσμος τρόφιμα και είδη δώρων, με ποια πλοία ταξιδεύανε, τι ταινίες βλέπανε, σε ποια καφενεία, εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία συχνάζανε: «Φτώχεια, αδέρφια, φτώχεια και πείνα. Οι περαστικοί είναι το ίδιο κακοντυμένοι οι περισσότεροι, ρούχα γυρισμένα, παπούτσια μπαλωμένα, αγκώνες γυαλισμένοι και κακοσιδερωμένα πουκάμισα, τραγιάσκες, μπερέδες και ρεπούμπλικες με ξασπρισμένες τις μαύρες τους ταινίες. Κουβαλάνε ταλαιπωρημένους, γδαρμένους χαρτοφύλακες, δίχτυα με ψώνια» (σελ. 41). Από τη σφηκοφωλιά κομμουνιστών της Καλλιθέας ως την Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων κι από τα Μανιάτικα του Πειραιά ως τα άνετα διαμερίσματα της Νεάπολης άνθρωποι διασχίζουν βιαστικοί ή με το πάσο τους τις σελίδες και λένε τη δική του ιστορία ο καθένας.

Εξαιρετικό εύρημα πολλές φορές το χτες της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου να μπλέκεται στα πόδια των πρωταγωνιστών, μιας και το σήμερά τους ξεκίνησε τότε: άλλοι άλλαξαν στρατόπεδο, άλλοι εξασφάλισαν τα πλούτη τους, άλλοι το έσκασαν στο εξωτερικό, άλλοι επηρεάστηκαν εμμέσως ή όχι από απώλειες, εξορίες, αντιστασιακή δράση, όμως όλοι είναι πλέον εδώ και αγωνίζονται να ζήσουν καλύτερα, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, να επιβιώσουν, να γλυτώσουν από τους διώκτες τους. Πάμπολλες και διαφορετικές ιστορίες που οδηγούν σε εξίσου πολυεπίπεδη πλοκή με μύριες συνέπειες και αλλαγές. Καταστηματάρχες (πρώην μαυραγόριτες) με περίεργες και ανώνυμες διασυνδέσεις, ψεύτικες συντάξεις αναπήρων πολέμου που σου επιτρέπουν ν’ ανοίξεις περίπτερο, κουτσοί που τους λυπάται ο κόσμος αλλά στην πραγματικότητα είναι παμπόνηροι δάκτυλοι ξένων συμφερόντων, γυναίκες θεόφτωχες αλλά καπάτσες που ξεκινάνε με τους Τόμμυδες για να καταλήξουν στα γραφεία των Εξαρχείων, ερωτευμένα ζευγάρια που αγνοούν τα «πρέπει» των γύρω τους, πρώην Ελασίτες και νυν εθνικόφρονες, κατάσκοποι και πολλά άλλα γεγονότα άρρηκτα δεμένα με τις μαύρες σελίδες της Κατοχής απαρτίζουν το ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που ετοιμαζόταν ν’ αλλάξει πλευρό στην κον��στρα της Ιστορίας. Οι εναλλαγές στον τρόπο και στο στυλ (πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, λυρική και κινηματογραφική γραφή) και η ποικιλία της θεματολογίας είναι γνωρίσματα ενός κειμένου που μ�� κράτησε ως το τέλος.

Ο συγγραφέας φωτίζει πολλά μικρά και μεγάλα ζητήματα και προβλήματα της καθημερινότητας του 1950, έχει όμως μια ιδιαίτερη «εμμονή» με τον πόλεμο της Κορέας και την ήττα του κομμουνισμού. Ο πόλεμος της Κορέας καταγράφεται απ’ όλες τις πλευρές από προσωπικής κυρίως άποψης, δηλαδή πόσο άδικος ήταν, πόσο άκαιρος μιας και η Ελλάδα δεν είχε πρώτου επιπέδου βλέψεις επ’ αυτού κι έτσι δικαιολογεί απόλυτα τον φόβο των αντρών που ίσως συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα αυτών που θα στέλνονταν εκεί. Ως προς την αποσόβηση του «ερυθρού κινδύνου», ο συγγραφέας κρατάει μια πικρία για την άνετη ζωή κάποιων που δεν ασπάστηκαν τον κομμουνισμό αλλά ταυτόχρονα είναι σα ν’ αναγνωρίζει την ιστορική αναγκαιότητα αυτής της ήττας: «Τι βγάλαμε εμείς που κάναμε αντίσταση, γράφαμε συνθήματα στον τοίχο, κυκλοφορούσαμε τον παράνομο Τύπο ή βγαίναμε με το χωνί στα κεραμίδια να εμψυχώσουμε τον κόσμο; Μπλόκο, ομηρία, εκτελέσεις, βασανιστήρια. Μας ξέχασε ο Θεός, έριξε φωτιά και ακρίδα πάνω στον κοσμάκη και τον αφάνισε. Καλύτερα πέρασαν όσοι έμειναν από την πλευρά του νόμου» (σελ. 20).

Αυτό το παράπονο εκφράζεται και πιο ύστερα: «Δεν πήρατε απόφαση ακόμη πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει με τα όπλα, πως τα όπλα τα παραδώσαμε τότε και το «παρά πόδα» του συντρόφου Ζ. σε άοπλους απευθύνεται; Δεν φτάνει το αίμα; Δεν φτάνει ο ξεριζωμός, το πένθος, η φυλακή και οι εκτελέσεις; Θέλουν να ξεκάνουν ό,τι έχει απομείνει όρθιο, να στείλουν ξανά στην παρανομία εκείνους που αύριο μπορεί να στεριώσουν μια δημοκρατία σαν εκείνες που χαίρονται οι άλλοι λαοί στην Ευρώπη;» (σελ. 213). Και τέλος: «Κι όσοι κλείστηκαν στις φυλακές το μετανιώνουν, το ίδιο και όσοι αγναντεύουν τη γη της Αττικής από τα ξερονήσια… και να κυκλοφορούν εκεί ετοιμάζοντας -ποιος ξέρει τι, αλήθεια. Έναν Τρίτο Γύρο; Άλλη μια προσπάθεια να κερδηθεί ό,τι χάθηκε; Ή απλά και μόνο μια τελευταία ευκαιρία να χάσουν σαν μάρτυρες τούτη τη ζωή που τη σπατάλησαν για κούφια ιδανικά, για ουτοπίες και για πειράματα απίθανα και άγνωστα σε τούτη τη μεριά του κόσμου; Τι θέλουν απ’ τον τόπο μας οι παλιοκουκουέδες; Δεν χόρτασαν αίμα και σφαγή» (σελ. 291-292);

Η δωρικότητα του κυρίου Πανσέληνου με συγκίνησε κι όταν έφτασε η ώρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, με αφορμή τα ναυαγισμένα σχέδια και τα τρικυμισμένα κορμιά όσων κατέφυγαν στο μεταγενέστερο Ελληνικό: «Πώς να πιστέψει όποιος έζησε τον ξεριζωμό; Όποιος έχασε φίλους και αδελφούς; Όποιος έπεσε στο νερό και άφησε το κύμα να τον πάει σε τόπο ξένο, ξεβράζοντας στη σκλαβιά τον παλιό νοικοκύρη; Δεν έχει θεό εκεί ψηλά όπου κοιτάζουν όλοι. Ό,τι υπάρχει, αγάπη, ομορφιά, μόνο εδώ κάτω στη γη… Τι ξένο πράγμα που έγινε αυτό που ήταν το όνειρο όλων εκεί πίσω στην Πατρίδα» (σε. 245). Τέλος, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψε τη συνάντηση δύο αντρών στο κεφάλαιο 24, γιατί είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο κινούνται οι ξένες δυνάμεις υποδόρια στη χώρα τη δική μας και όπου αλλού έχουν συμφέροντα. Στυγνά, κοφτά επιχειρήματα, ξεκάθαρη αντίληψη και βλέψεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που εκπροσωπεί ο ένας συνομιλητής, απαξίωση για την πολιτική κατάσταση στη χώρα εκείνη (1951-1952) και πόσο αντίθετη είναι όλη αυτή στον δικό τους τρόπο χειραγώγησης. Νέτα σκέτα!

Ώρες ώρες ένιωθα πως ο συγγραφέας είναι μετέωρος ανάμεσα στη νοσταλγία και στην αδυναμία του να κάνει κάτι για τη «λάθος» ( ; ) πορεία των πραγμάτων, δεν έχει αποφασίσει ακόμη δηλαδή κατά πόσο αξίζει σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια να απονείμει μετάλλιο ανδρείας για όσους τα κατάφεραν ή να τα κλείσει βαθιά μέσα του πικραμένος ή ακόμη και να τα στολίσει με τα ελαφρά αυτά τραγούδια, μήπως και εξωραΐσει τα γεγονότα, τις αποφάσεις, τις εξελίξεις. Κάνει τις αναμνήσεις λέξεις, σκηνές, χαρακτήρες, φέρνει στο προσκήνιο τις καθόλου κουραστικές αλλά άφθονες εκείνες πραγματολογικές λεπτομέρειες που δίνουν μια αξέχαστη παραστατικότητα και αληθοφάνεια στα δρώμενα κι αν δε συμπαραστεκόμουν ήδη στους χαρακτήρες του θα στεκόμουν στο δικό του πλάι.

Δεν είναι όμως μόνο στυγνή, περιττή από καλλωπισμούς η αφήγηση, μιας και κατά τόπους ξεπροβάλλουν υπέροχες παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλα καλολογικά στοιχεία, με προεξάρχον το 3ο κεφάλαιο, όπου ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός ενός ασήκωτου πόνου για την απώλεια μιας γυναίκας αλλά κι ενός σπιτιού στην οδό Μουρούζη, που κατεδαφίστηκε κι έγινε κτήριο γραφείων: «Εκεί οι γεννήσεις, εκεί οι θάνατοι, οι έρωτες, οι αρραβώνες, οι συγκεντρώσεις, τα γεύματα και οι χοροί αμέτρητων προγόνων μας και των συζύγων τους, ανδρών και γυναικών» (σελ. 25). Εκείνος ο αφηγητής είναι ερωτευμένος με την αδερφή του αλλά αν αγνοήσουμε το ανίερο του πράγματος, ο συγγραφέας μέσω αυτού κάνει εκπληκτικές λυρικές περιγραφές: «Ήμουν την ώρα εκείνη ο Άντρας και εσύ η Γυναίκα, τίποτ’ άλλο, ούτ’ εσύ ούτ’ εγώ» (σελ. 29). Και το φινάλε του κεφαλαίου μου έφερε δάκρυα στα μάτια: «Ο ζόφος που είναι η καθημερινή μας ζωή έρχεται μια ώρα της ημέρας που σβήνει και τότε γεμίζουμε φως. Είναι το βράδυ, στο κρεβάτι, όταν σκοτεινιάσει και εμείς επιστρέφουμε στις ευτυχισμένες μας μέρες, που τόσο γοργά κύλησαν και χάθηκαν» (σελ. 32). Αυτό το ζευγάρι εμφανίζεται ελάχιστα στον ρουν της ιστορίας όμως έχει περιτυλιχτεί με πολλή αγάπη και αποτελεί μια εκπληκτική όαση λογοτεχνικότητας μέσα στο άνυδρο, ξερό τοπίο της εποχής που περιγράφεται στο μυθιστόρημα, όπου όμως αποσπάσματα σαν το κάτωθι είναι η εξαίρεση στον κανόνα: «Πιο πέρα οι γλάροι ξεψειριάζονται και ύστερα κοιτούν τη θάλασσα που πάει κι έρχεται τεμπέλικα, γλείφοντας πότε πότε τις πέτρες σαν να είναι μια υποχρέωση που βαριέται να την εκπληρώνει» (σελ. 111).

Αναπάντεχο ήταν και το «κλείσιμο του ματιού» που κάνει στο 3ο κεφάλαιο ο κύριος Πανσέληνος, ζωντανεύοντας με εξαιρετικό τρόπο σ’ ένα μεστό και συμπυκνωμένο κεφάλαιο οκτώ σελίδων τον Άγγελο Τερζάκη και (αν κατάλαβα σωστά) τον Στράτη Μυριβήλη και την Τατιάνα Σταύρου, σημαντικούς εκπροσώπους δηλαδή της Γενιάς του 30! Ας έχει όμως κάποιος τον νου του και αργότερα, γιατί εμφανίζεται και ο Γιάννης Ρίτσος σ’ έναν ρόλο-έκπληξη! Μα τι υπέροχα ευρήματα και πόσο έξυπνα δοσμένα!

Λιτά περιγραφικές, σχεδόν κινηματογραφικές σκηνές αναμετρώνται με γλαφυρά και μελετημένα καλολογικά στοιχεία, όπως επίσης οι σταράτες κουβέντες με τις ρομαντικές σχέσεις αλλά δε σταματάμε εκεί, μιας και ένα κείμενο χρειάζεται και κάποιες σταγόνες χιούμορ για να ελαφραίνει την ψυχή του αναγνώστη. Ο κύριος Πανσέληνος το χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων για να φωτογραφίσει την πολιτική κατάσταση της εποχής: «Αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του επωνύμου του, ο κύριος Λουκάς δέχεται συχνά ενοχλήσεις από το Τμήμα Ασφαλείας της περιοχής του. Κανένας εκεί δεν μοιάζει να πείθεται πως κάποιος που λέγεται Μόσχοβικ μπορεί να μην είναι Ρώσος πρώτον, κομμουνιστής δεύτερον, μπορεί και πράκτορας της Κομιντέρν -τρίτον. Μα, Μόσχοβικ, βρε αδερφέ; Βελουχιώτη να τον έλεγαν, Ζαχαριάδη, μια αμφιβολία θα χωρούσε. Συνωνυμίες, θα πουν. Μόσχοβικ όχι» (σελ. 157).

Και γιατί όλο αυτό το μυθιστόρημα; Γιατί ο τίτλος; «Ήρθε επιτέλους ο καιρός για χαζοτράγουδα! Αρκετά με τα εμβατήρια, αρκετά με ύμνους, εθνικούς, θούριους αντάρτικους και το λουρί της μάνας. Αρκετά κλάψαμε (όσοι έκλαψαν), στενάξαμε (όσοι στέναξαν) και στραγγίσαμε από αίμα και θάνατο (όσοι σκοτωθήκαν κι όσοι φοβήθηκαν μη σκοτωθούν). Ο κόσμος έχει ανάγκη για χορό και κέφι, τα νιάτα για αισιοδοξία, γλέντι και ζωή, μεθύσι, εκδρομή, μπάνιο στη θάλασσα, τσάρκες με το αυτοκίνητο ως το Σούνιο, έρωτα και πάθος. Όλα τ’ άλλα είναι τίποτα» (σελ. 291). «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» λοιπόν, ένα συγκλονιστικό και παραστατικό ταξίδι στην προδρομική της χρυσής δεκαετίας του 1960 περίοδο, γεμάτο σκαμπανεβάσματα, πολλούς χαρακτήρες, ποικιλία περιπετειών και γεγονότων, παραστατικούς διαλόγους και σκληρές αλήθειες που εμφανίζονται ως απόνερα συνεπειών από πράξεις του παρελθόντος.
Profile Image for GreekReaders.
146 reviews19 followers
November 6, 2022
Ακριβώς αυτό που υπόσχεται, ακριβώς αυτό που περίμενα, δεν απογοητεύτηκα , δεν βαρέθηκα στιγμή.

Μια Αθήνα της δεκαετίας του πενήντα, που προσπαθεί να ορθοποδήσει αλλά με τις πληγές της ακόμη νωπές από τα γεγονότα των προηγούμενων ετών παρουσιάζεται σε όλο το μεγαλείο.

Το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Profile Image for Ourania Topa.
172 reviews45 followers
December 31, 2019
Και το 2019 κλείνει με ένα μυθιστόρημα πολύ sui generis, που το αγάπησα κεραυνοβόλα και το διάβασα απνευστί μέσα σε δυο μέρες. 48 στιγμιότυπα μιας μετεμφυλιακής Αθήνας, μικρές αλληλοσυμπλεκόμενες ιστορίες που μας γεμίζουν πίκρα και νοσταλγία ταυτόχρονα, ειπωμένες με μια γλώσσα πυκνή, λιτή και συνάμα ποιητική και υπό μια στοχαστική ματιά που επιζητεί να κατανοήσει και επιτέλους να επουλώσει το τραυματικό αυτό παρελθόν, που εξακολουθεί ακόμη να ενοχλεί και να ταλαιπωρεί το νου και την ψυχή κάθε σκεπτόμενου Έλληνα.
3 reviews2 followers
November 13, 2018
Έξυπνα γραμμένο, καταφέρνει να στήσει ένα μωσαϊκό των πρώτων χρόνων μετά το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Το βρήκα εξαιρετικά διαφωτιστικό για την πολιτική κληρονομιά που έχει φτάσει ως εμάς. Αν ήμουν καθηγήτρια σε λύκειο θα το δίδασκα στο μάθημα της Ιστορίας. Ίσως να μη σας ενθ��υσιάσουν τα πρώτα δύο-τρία κεφάλαια, νομίζω πως εκεί ο Πανσέληνος δεν έχει βρει ακόμα τον βηματισμό του, παρακάτω όμως κινείται με άνεση και πλέκει με μαεστρία τα νήματα της αφήγησης από το προσωπικό στο δημόσιο, στο πολιτικό και πάλι πίσω.
Profile Image for Lefki Sarantinou.
594 reviews47 followers
March 30, 2021
Ένα βιβλίο σαν ελληνική ταινία...
Γεμάτο με χρώματα, αρώματα, μνήμες και, προπάντων όπως μας προδίδει και ο τίτλος, μουσικές και τραγούδια της Αθήνας του 1950-1953.
Ο Αλέξης Πανσέληνος, τέως δικηγόρος και νυν λογοτέχνης με μεγάλη εμπειρία στον χώρο, μας δίνει με το παρόν πόνημα ένα "παζλ", μία τοιχογραφία από πολλές μικρές ιστορίες της καθημερινότητας στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Αθήνα που μας προσφέρονται στο πιάτο σαν στιγμιότυπα από ελληνικές ταινίες.
Η γραφή του άκρως ρεαλιστική, ειρωνική και ελαφρά σατυρική ορισμένες φορές. Ο συγγραφέας στέκεται απέναντι από τους πέρα για πέρα αληθινούς και γεμάτους πάθη και αδυναμίες ήρωες που δημιουργεί- ίσως ο πιο σωστός χαρακτηρισμός για αυτούς θα ήταν αντι-ήρωες, αφού απουσιάζει κάθε απόπειρα ωραιοποίησής τους-με ένα ύφος που θυμίζει πολλές φορές τη σατυρική διάθεση από τα Μικροαστικά του Λουκιανού Κηλαϊδόνη. Τα εύστοχα πολιτικά σχόλια και οι κρίσεις του συγγραφέα μένουν καμουφλαρισμένα καλά μέσα στα λόγια αυτών των αντιηρώων.
Οι πρωταγωνιστές επομένως, προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και απ' όλους τους πολιτικούς χώρους: διωκόμενοι αριστεροί, πανούργως ελισσόμενοι δεξιοί, ιδιόρρυθμοι καλλιτέχνες, όμορφες γραμματείς, καθωσπρέπει κυρίες, ευσυνείδητοι επιχειρηματίες, συμφεροντολόγοι ξένοι και άλλοι πολλοί. Οι χώροι στους οποίους κινούνται είναι εξίσου πολλοί και πολύχρωμοι: από θέατρα, σπίτια και παρελάσεις μέχρι καφενεία, ατελιέ ζωγράφων και τους δρόμους της Αθήνας του '50.
Οι μουσικές και τα τραγούδια εξίσου ποικίλα και πολλά, όπως το απαιτεί ο τίτλος και είναι πράγματι ό,τι ακουγόταν στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια. Ένα τραγούδι, μία μουσική για κάθε περίσταση: κλασική μουσική στις αίθουσες συναυλιών, φραγκοσυριανή στα κέντρα, Σοφία Βέμπο, Κηλαϊδόνης και εμβατήρια παρελάσεων, ακόμη και ξένες επιτυχίες στο ραδιόφωνο. Το μπάσο κοντίνουο σε όλη αυτή τη φαντασμαγορική παρέλαση τόπων και προσώπων, είναι το ψυχροπολεμικό κλίμα με την αντίθεση αριστερών-δεξιών και, κυρίως, ο πόλεμος της Κορέας, αυτός ο βραχνάς για τους απλούς Έλληνες πολίτες που καλούνται να πολεμήσουν και ίσως να πεθάνουν για μία ξένη υπόθεση που δεν τους αφορά. Αυτά τα δύο θέματα επανέρχονται διαρκώς σαν επίμονο οστινάτο, δίνοντας έναν ακόμη μουσικό παλμό στο ξεχωριστό πόνημα του Αλέξη Πανσέληνου.
ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟ: η άκρως ρεαλιστική και ειρωνική γραφή καθώς και οι γρήγορες εναλλαγές που δεν αφήνουν την αφήγηση να πλατειάσει.
ΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ: οι λάτρεις του ρεαλισμού στη λογοτεχνία και όσοι έζησαν- ή λάτρεψαν τη μεταπολεμική Αθήνα!
Profile Image for R.L..
878 reviews23 followers
July 4, 2018
3 ½/5
Από τα πιό βατά βιβλία του συγγραφέα, με μικρά, προσιτά κεφάλαια που αποδίδουν αρκετά επιτυχημένα το κλίμα της εποχής. Πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις αναμειγνύονται με φανταστικούς χαρακτήρες και επιχειρείται σύνδεση μεταξύ των διηγημάτων, ώστε το βιβλίο κατά κάποιο τρόπο να αποκτήσει πλοκή. Ωστόσο. δεν υπάρχει κάποιος επίλογος και οι ιστορίες μένουν ανολοκλήρωτες με αρκετά ερωτηματικά, ενώ σε αρκετά σημεία ο συγγραφέας δεν αποφεύγει τις συνήθεις εμμονές του (προς τι ας πούμε ο έρωτας μεταξύ δύο αδερφών;) Ενώ ήταν ένα σχετικά εύκολο ανάγνωσμα, δεν με καλούσε να το διαβάσω όταν το άφηνα από τα χέρια μου. Τέλος, ο τίτλος του βιβλίου και οι στίχοι των τραγουδιών στην αρχή κάθε κεφαλαίου, μάλλον δεν είναι και τόσο σχετικοί με το βιβλίο.
(Κι ένα σχόλιο για την έκδοση, οι υποσημειώσεις στο τέλος του βιβλίου από κάποιον αριθμό και μετά δεν αντιστοιχούν στην σωστή παραπομπή.)
Χωρίς να είναι κακό βιβλίο, το βρήκα μάλλον αδιάφορο.
Profile Image for Κέλλυ Θεοδωρακοπούλου.
Author 8 books18 followers
January 26, 2022
Αυτό δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε συλλογή διηγημάτων. Είναι κομμάτια που αποτελούν μια, ας πούμε, "τοιχογραφία μιας εποχής", της αρχής της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, περιγραφές της ζωής τότε, τι απασχολούσε τον κόσμο, τι μαγαζιά/ρούχα/καλλιτέχνες κλπ ήταν της μόδας, το ότι οι αριστεροί έπρεπε να κρύβονται, οι πολιτικοί, οι υπηρέτριες, οι ταινίες, τα θέατρα κ.ο.κ. Θα το βαριόμουν αν δε με ενδιέφερε γενικά η παλιά Αθήνα και αν δεν ήταν προφανές πόση έρευνα έχει ρίξει ο συγγραφέας. Αλλά θα ήταν καλύτερα αν είχε και υπόθεση.
Displaying 1 - 9 of 9 reviews

Can't find what you're looking for?

Get help and learn more about the design.