Ένας φτωχός διανοούμενος μέσης ηλικίας, πικραμένος βαθιά από την απόρριψη του κοινωνικού περιβάλλοντος, συναντάει τη γυναίκα που θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός σύντροφος της ζωής του: μια κοπέλα με σπάνιες πνευματικές αρετές και βάθος ψυχής ασυνήθιστο, τραυματισμένη κι αυτή από τη ζωή, η οποία ζει απομονωμένη ουσιαστικά με το γερο-πατέρα της. Από τη διασταύρωση της μοίρας των πλασμάτων αυτών, καθώς και άλλων που ζουν δίπλα τους βουβά τη βασανισμένη ζωή τους, αναδίνεται ένα σπαραχτικό τραγούδι, άλλοτε διαμαρτυρίας και άλλοτε εμπιστοσύνης στη ζωή. Ένα έργο εξαιρετικά σύγχρονο, τόσο για το χειρισμό της ψυχολογίας των προσώπων, όσο και για τα βαθύτερα προβλήματα που ανακινεί και που αντιπροσωπεύουν τις αγωνίες του ανθρώπου της εποχής μας.
Ο Άγγελος Τερζάκης (English: Angelos Terzakis) γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του τότε δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη και της Αγγελικής το γένος Πανοπούλου. Το 1915 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1927. Από το 1929 και για δυο χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου.
Το 1925 πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων του Ο ξεχασμένος. Το 1929 εξέδωσε την Φθινοπωρινή Συμφωνία. Ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματός του Δεσμώτες, που μαζί με τον Πρίγκηπα του Θράσου Καστανάκη θεωρήθηκαν από την κριτική ως τα πρώτα πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 και Η παρακμή των Σκληρών, που επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά, ενώ με μεγάλη επιτυχία εκδόθηκε το 1937 Η μενεξεδένια πολιτεία. Το 1936 παντρεύτηκε τη Λουΐζα Βογάσαρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημήτρη. Τον ίδιο χρόνο παραστάθηκε στο Εθνικό Θέατρο η βυζαντινή τραγωδία του Αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Το 1937 ανέλαβε τη Γραμματεία του Εθνικού Θεάτρου, όπου κατέλαβε διαδοχικά διάφορες διοικητικές θέσεις, φθάνοντας ως εκείνη του υπηρεσιακού γενικού διευθυντή (με αίτησή του παρέμεινε ως το 1960 στη θέση του διευθυντή δραματολογίου, την οποία κατέλαβε το 1940). Από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου (1939), το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1958 για τη Μυστική Ζωή), το Βραβείο Δοκιμίου των Δώδεκα (1964 για τον τόμο δοκιμίων Προσανατολισμός στον αιώνα), το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1969, για το Μυστήριο του Ιάγου). Ταξίδεψε στη Ρουμανία (1958), τη Σοβιετική Ένωση (1959), τις Η.Π.Α. (1966, όπου έδωσε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια Princeton και Tufts), την Ουγγαρία (1966), το Ρήνο (1974). Διετέλεσε μορφωτικός σύμβουλος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (1966) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1974).
Το λογοτεχνικό έργο του Άγγελου Τερζάκη κινείται στα πλαίσια του τραγικού που γεννάται από το αναπόφευκτο της καταστροφής στην οποία οδηγούνται οι ήρωές του.
UPDATE 11.11.17: Τελειώνοντας το ''Για το μυστήριο του ανθρώπου'' του Κιρκεγκώρ, πιστεύω πως το τελευταίο κεφάλαιο, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και κατάνυξης για το συγκεκριμένο βιβλίο. Το κεφάλαιο του Κιρκεγκώρ, όπως και ολόκληρη η Μυστική Ζωή του Τερζάκη, είναι γραμμένα με άφατη φροντίδα, τρυφερότητα και ενάργεια.
2016: Η αλήθεια είναι πως αποπειράθηκα αρκετές φορές να γράψω κάτι για τη Μυστική Ζωή, τα λόγια μου όμως δε μου φτάνουν. Είναι διττό έργο, βαθύτατα αλληγορικό. Αφ' ενός μια πολύ μεστή ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα απ' αυτούς που χάνονται σε συγκρουσιακές παρερμηνείες και συμβολισμούς, εξυμνείται ο εγκεφαλικός έρωτας, ενώ παράλληλα χτυπάει την αναρχοκρατούμενη έως και αδιάφορου χαρακτήρα πολιτική, κατ' επίφαση δημοκρατία και κατ' ουσία ''αυλή'' της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σε όλα αυτά υπάρχει άρωμα Σοπενάουερ, στα περισσότερα σημεία σύμπραξη με τη στάση για το δίπολο πόνος / πλήξη και μια πληρωμένη απάντηση και ιδιαίτερα πειστική στη θέση του Σοπενάουερ για το δαιμόνιο του έρωτα, όπως το περιγράφει στη Μεταφυσική του έρωτα. Είμαι σίγουρος πως στο ίντερνετ θα βρείτε πάμπολλα αποσπάσματα, τα οποία όμως δεν είναι χαρακτηριστικά του έργου αυτού, περιορίζονται σε αποφθέγματα με το γνωστό επικίνδυνο τρόπο που σκοπό έχει να ισχυροποιεί κάποια θέση, συνήθως πάνω στον έρωτα. Πολύ όμορφα είναι τα σημεία που διαχωρίζει την αγάπη, απ' τον έρωτα κι είναι χαριτωμένος ακόμα και ο τρόπος που μπερδεύεται για να δείξει την αντίθεση ή το στοχασμό του στοχασμού του ενός απ' τους πρωταγωνιστές. Ενδιαφέρουσες δε είναι και οι φιγούρες των λεόντων που εμφανίζονται, με τον τρόπο που πολύ χαρακτηριστικά τους πάγωσαν στο χρόνο ο Μπαλζάκ και ο Τολστόϋ.
Πώς γράφει όμως ο Τερζάκης; Κάπως έτσι:
"Αμφισβήτησα την υποψηφιότητα μου για θεός, αυτό όμως δε θα πει και πως δεν είμαι φτιαγμένος από την ουσία του Θεού. Έτσι το κάθε δέντρο, η πέτρα. Η λοιπόν είμαι κι εγώ απ την ουσία του Θεού πλασμένος και τότε παιδί του, ή από κάτι άλλο και τότε αποπαίδι του. Το πρώτο σημαίνει πως μπορώ να σηκωθώ στα νύχια μου και να του ζητήσω λόγο. Το δεύτερο πως δεν έχω καμιά ηθική υποχρέωση να σωπάσω. Και συμπεραίνω: Δέχομαι να είμαι γιος του Θεού ή θύμα Του. Δούλος Του όμως όχι"
ή κάπως έτσι:
"Πρέπει βέβαια να είναι κανένας απαιτητικός. Εγώ ας πούμε, είμαι. Άλλο όμως απαιτητικός, άλλο αδυσώπητος. Σιχαίνομαι πολλούς ανθρώπους, πάρα πολλούς, τόσο που έχω καταφέρει ν απομονωθώ, εγώ που με βλέπετε. Είμαι όμως πάντα έτοιμος και να συγχωρέσω... Το κακό είναι πως οι ίδιοι δε μου δίνουν πάντα την ευκαιρία γι αυτό"
και έτσι:
"Κι ο αγροίκος άνθρωπος ανεπιτήδευτος είναι. Όμως ο αδέξιος έχει, να πως να πούμε: μια παρθενικότητα, κάτι το απλοϊκό, που δείχνει ανικανότητα προσαρμογής"
αλλά όμως:
"Λένε τον παράνομο έρωτα πρόστυχο. Ψέματα! Ο νόμιμος έρωτας είναι ο πρόστυχος, γιατί έχασε αυτό το μυστηριακό, το αμαρτωλό, το μαρτύριο που σε ξεσκίζει".
Είναι συνεπής στην παραφορά του λόγου τέτοια που παρασύρει τα συναισθήματα ενώ ισοπεδώνει το ρεαλισμό με λογική.
Είναι ένα βιβλίο που διάβασα δυο απανωτές φορές για να το χαρώ ξανά απ' την αρχή και γενικά με ξενίζει το πολυτονικό σύστημα, αλλά όχι στο συγκεκριμένο έργο.
Τετραπέρατος, άπιαστος σε όλα του ο Τερζάκης. Εικονοπλάστης, λεξιπλάστης; Ηθογράφος; Για τους χαρακτήρες του, δεν το συζητώ: ζωντανοί και τρισδιάστατοι, σε βάθος ψυχογραφημένοι, ένας κι ένας — δες τη λατρεία την περήφανη κι ασυμβίβαστη Βένα, τον τριποδίζοντα πατερούλη της, τον μέσο φουκαρά Βασίλη, την γυναικούλα Κική, τον κέρβερο κυρία Αρτεμισία — λατρεία κι αυτή —, τη για πολλές μπάτσες μανταμο-Μάγδα, τον φιλοσοφημένο πιπινοκυνηγό Σηφακλή, το νεόπλουτο κλαρίνο Συρμόπουλο, την Καρντάσιαν της εποχής Ηρώ, το συμπαθέστατο παρτάλι Στέφανο, το ευαισθητοπούλι την Πόπη, τον ποιητή της θλιμμένης βιόλας και σοφιστή της δεκάρας Μπερκούτη, τον επαναστάτη αφηγητή — τελευταίος και καλύτερος —, που ψάχνει τη θέση του σ’ έναν κόσμο που δεν παύει να τον στοχάζεται και να τον ζυγιάζει.
«Σ’ έναν τυφλό τοίχο, πλευρικό, όλο πιτσιλιστή λάσπη ίσαμ’ απάνω, ο ήλιος που βασίλευε πρόβαλλε τη ροδαλή του έξαψη. Έντονα, γλυκά γαλάζιος ήταν απάνω ο ουρανός, τριανταφυλλόχρυσες αχτίδες ταξίδευαν στον αέρα. Και στον τυφλό τοίχο είχε ανάψει ένα φέγγος πορτοκαλί, που ζωήρευε, ανάδινε σαν το ζεστό ψωμί ευωδιαστή άχνα. Λίγο να κλείσω τα μάτια μου, την ξαναβλέπω τη στιγμή, ανασαίνω το δυσμικό χνώτο της ώρας εκείνης»
Η Μυστική Ζωή — αυτή της Βένας κι όλων των βασανισμένων ψυχών που αρνούνται να πουληθούν σε ένα κόσμο κομμένο και ραμμένο για άλλους — είναι ένας κόλαφος στην υποκρισία, τη σοβαροφάνεια, την επιδερμικότητα, σε όλα τα ευτελή μέσα που επιστρατεύεται ο άνθρωπος για να επιβιώσει στη ζούγκλα της κοινωνίας επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο, την πεπατημένη, τον συμβιβασμό, την ομογενοποίηση, την ισοπέδωση. Μέσα στον πολτό, ορισμένοι θα αναγκαστούν να αυτομαστιγωθούν, να πιούν το κώνειο της ζωής ή, έστω, θα το επιχειρήσουν. — Κάποιος «πρέπει» να φορτωθεί τις ανομίες των άλλων. Η αποκατάσταση της ισορροπίας.
«Έχω προσέξει πως οι άνθρωποι που δείχνουν την πιο πεισματάρα, τυφλή προσκόλληση στη ζωή, τον πιο αδιάλλαχτο φανατισμό στη διατήρησή της, είναι οι χυδαίοι και οι φαύλοι. Το να προσφέρεις τη ζωή σου είτε από απελπισία είτε για ένα ιδανικό, είναι πάντα κάτι που χρειάζεται κάποια λεβεντιά. Και δόση γενναιοδωρίας. Οι φαύλοι δεν προσφέρουν τίποτε, ποτέ. Λέει κάποιος στίχος του Σίλλερ: Μόνο αγαθό του φαύλου είναι η ζωή.»
«Κάπου μιάν ώρα έξω από τη Βενετιά, εκεί στα ανοιχτά της ασάλευτης λαγκούνας, βρίσκεται η πολιτεία του θανάτου, το Τορτσέλλο. Την αντικαθρεφτίζουν, την αργοπίνουν, τη στοιχειώνουν τα στεκάμενα νερά. Και βλέπεις πλάϊ στα έρημα κανάλια με τα θεριεμένα βούρλα, κάτι θεόφτωχες κεντίστρες, καθισμένες να λιώνουν ολημερίς τα μάτια τους, πλέκοντας μεγάλες άσπρες πεταλούδες από δαντέλλα. Για τις κομψές κυράδες, να τις καρφιτσώνουν στο μπούστο τους, πάνω στο βυζί.
Μια τέτοια πεταλούδα θάθελα τώραν να αγοράσω κι’ εγώ για σένα,... . Μιαν άσπρη, από κρουστή δαντέλλα πεταλούδα. Για να κλαρώνει στο στήθος σου, ν’ αεροζυγιάζεται, ν’αλαφροτρεμίζει σαν πάνω σε λουλούδι καθώς θα σου βυζαίνει την καρδιά.»
Λένε τον παράνομο έρωτα πρόστυχο. Ψέματα! Ο νόμιμος έρωτας είναι ο πρόστυχος, γιατί έχασε αυτό το μυστηριακό, το αμαρτωλό, το μαρτύριο που σε ξεσκίζει.
Ένας από τους θησαυρούς της βιβλιοθήκης του πατέρα μου, παρέμενε για χρόνια στα αδιάβαστα, μέχρι που το 2010 το πήρα την τελευταία στιγμή μαζί μου σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι. Η Μυστική Ζωή είναι ένα χαστούκι σε όλους εμάς -βαζω και τον εαυτό μου μέσα- που καταφεύγουμε στα εύκολα άλλοθι και τον συμβιβασμό για να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο φτιαγμένο για λίγους. Ο αφηγητής-ήρωας που σε πολλά σημεία διακόπτει την ιστορία και απευθύνεται στον αναγνώστη, δεν το έχω συναντήσει ξανά σε άλλο βιβλίο και με ενθουσίασε, κάνοντάς με να ταυτιστώ μαζί του. Αν και διαβάζοντας κριτικές για το έργο, διαπίστωσα ότι πολλούς τους κούρασαν τα πρώτα κεφάλαια που αναλεται κυρίως η προσωπικότητα του ήρψα, σε βάρος της πλοκής, εγώ διαφωνώ δεδομένου ότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία, κατάφερα να απολαύσω τη οενιρική συνέχεια. Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί από όλους τους βιβλιόφιλους, χωρίς καθυστέρηση.
''Ζητάτε από τον έρωτα την αιωνιότητα, κι όταν δε σας τη δίνει τον αναθεματίζετε, τον λέτε κτηνωδία ή κάτι τέτοιο. Μα η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα! Είναι μια αιώνια στιγμή ο έρωτας, αυτό είναι! Και ποιος σου λέει εσένα πως η ερωτική πράξη -άφησε με να μιλήσω δίχως περιστροφές, δεν μπορώ αλλιώς- ποιος σου λέει εσένα πως η ερωτική πράξη είναι δόλωμα, παγίδα κουτοπόνηρη επίβο��λου δαιμονίου; Για ποιο λόγο να μας το κάνει αυτό; Για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση; Μα έχουμε κι άλλες φυσιολογικές λειτουργίες, κατώτερες, κι όμως όχι λιγότερο επιτακτικές, δεν είν' έτσι; Τις παραλείπουμε αυτές; Όχι, δεν τις παραλείπουμε! Κι όμως ο καταναγκασμός τους δεν έχει καμιάν αναλογία με τον έρωτα. Ορίστε να ενσαρκώσεις μιαν απ΄ αυτές σε κάτι σαν το "Ρωμαίο και την Ιουλιέτα"! Του έρωτα το δόλωμα είναι άλλο, διαφορετικό. Είναι έκσταση, έκλαμψη, μυστική λατρεία, προσευχή από τα έγκατα, οίστρος βαθύς, κορύφωση ιερή, οδύνη. Όλ' αυτά δόλωμα; Σαν δύσκολο να το πιστέψω! Δύσκολο να πιστέψω πως βρέθηκε ένας Θεός μικρόψυχος και κατεργάρης, που να καταγίνεται πώς να μας στήσει παγίδες για να εξασφαλίσει μια διαιώνιση στην ουσία της άσκοπη και μηχανική. Ένας Θεός που σκέφτεται πως "ο σκοπός εξαγιάζει τα μέσα". Πολύ κατ' εικόνα και ομοίωσή μας θα ήταν ένας τέτοιος Θεός! ... Κι αν ο έρωτας -σε ρωτώ!- αν είναι κάτι άλλο; Ποιος σου λέει πως η ερωτική στιγμή δεν είναι μια επικοινωνία πέρα από τις αισθήσεις, ένα πήδημα σε χώρο έξω από το χώρο, στιγμιαία μετάβαση σε σφαίρα ζωής ανώτερης, εντελέστερης, που δεν μπορείς να τη ζήσεις πιο πολύ γιατί θα σπάσει η καρδιά σου; Ποιος σου λέει πως δεν είναι επικοινωνία με μιαν αλήθεια που την αγγίζεις μόνο έτσι, εκστατικά, μέσα σε μιαν αστραπή; Ναι, ναι, ο έρωτας τον ξεπερνάει τον έρωτα, εγώ σου το λέω! Δεν είναι υπόθεση ιδιωτική: είναι κοσμογονική!''
Κοίτα, δε θα το παίξω και πολύ αφ' υψηλού, γιατί το κείμενο ήταν ωραίο και με κράτησε στην άκρη της καρέκλας που θα λέγαμε και αγγλιστί. Αλλά είναι το δεύτερο μου βιβλίο του Τερζάκη (η Μενεξεδένια Πολιτεία το πρώτο) και ήδη νιώθω κουρασμένη από τις σκέψεις των κεντρικών ανδρών. Όχου ρε φίλε, γυναίκες είμαστε, δε θα σε καταστρέψουμε. Άντε λάρωσε.
Τρισδιάστατοι και ολόρθιοι, ασυμβίβαστοι. Πιστοί στα ιδανικά τους, όχι μια έτσι και μια αλλιώς. Όχι ό,τι βολεύει σήμερα κι αύριο το αντίθετο. Ίδιοι και απαράλλαχτοι, μέσα σε μια κοινωνία που αργοσβήνει.
Κι όμως, κάποιοι φάροι στέκουν. Κι αν σβήσει το φως τους, θα έρθει άλλος να το ανάψει.